Μάχη τού Πολυάραβου (28 Αυγούστου 1826)
Ο Ιμπραήμ μετά τή συντριβή τών δυνάμεών του στή Βέργα καί τό Διρό, αποσύρθηκε στή βάση του αλλά δέν σταμάτησε νά ετοιμάζει νέα σχέδια γιά τήν κατάκτησή τής αδούλωτης Μάνης. Αυτή τή φορά θά επιχειρούσε νά τήν καταλάβει από τά ανατολικά μέ βασικό στόχο τής επίθεσής του τήν Τσίμοβα (Αρεόπολη) ώστε νά χωρίσει τή Μάνη στά δύο καί έτσι νά τήν συντρίψει καί νά τήν εξαλείψει διά παντός από προσώπου γής. Τήν εκστρατεία του τήν ξεκίνησε από τό χωριό Μεχμέτμπεη (Βασιλάκι Λακωνίας). Εκεί σέ ένα μικρό πύργο είχαν οχυρωθεί τριάντα Μανιάτες καί ένας παπάς, οι οποίοι πολέμησαν μέ ανδρεία γιά αρκετές ημέρες. Όταν αντιλήφθηκαν ότι οι Τουρκοαιγύπτιοι έφτιαχναν λαγούμι γιά νά τούς τινάξουν στόν αέρα, έκαναν μέ τά σπαθιά τους έξοδο καί σώθηκαν όλοι εκτός από τρείς.
Στόν Πασσαβά όμως ο στρατός του μουσουλμάνου στρατάρχη σταμάτησε τήν προέλασή του μπροστά στήν ισχυρή άμυνα τών Γεωργίου Μαυρομιχάλη, Παναγιώτη Κοσονάκου καί Ηλία Κατσάκου. Ένα τμήμα όμως τού αιγυπτιακού στρατού υπό τίς διαταγές τού Χουσνίμπεη αποκόπηκε από τό κυρίως σώμα καί μέ οδηγό τόν προδότη Μπόσινα κατάφερε νά αιφνιδιάσει τούς Μανιάτες καί νά απειλήσει τά χωριά Κόκκινα Λουριά, Δεσφίνα καί Πολιτσάραβος (Πολυάραβος).
Ο Θεοδωράκης Σταθάκος μέ τήν οικογένειά του καί μερικούς συγγενείς του κλείστηκε στόν πύργο του στήν Δεσφίνα καί μέ μανιάτικο πείσμα κατάφερε νά αποκρούσει γιά αρκετές ώρες τίς επιθέσεις τών χιλιάδων αράπηδων. Οι Θεόδωρος καί Κυριάκος Σταθάκος, Δημήτριος Πουλάκος, Γεώργιος Ψευτολάκος, Ευστάθιος Κυριάκος μέ τίς οικογένειές τους έγιναν ολοκαύτωμα από τούς μουσουλμάνους αφού όμως πρώτα κατάφεραν νά σκοτώσουν τόν προδότη. Η θυσία τους δέν ήταν άσκοπη, αφού μέ αυτή έδωσαν τόν απαραίτητο χρόνο στούς υπόλοιπους Μανιάτες νά οχυρωθούν στό απρόσιτο χωριό Πολιτσάραβο (Πολυάραβο).
«Μεσάνυχτα εφτάσανε ς' τόν πύργο τού Σταθάκου.
Ως τό πρωί καρτέραγαν νά φύγει, μά τού κάκου!
Γέρο Σταθάκος φώναξε, μόλις ο ήλιος βγαίνει,
"Στραβαραπάδες, φύγετε, ντουφέκι σάς προσμένει,
η Μάνη αρχίζει από δώ η κοσμοξακουσμένη,
Σημαία δέν προσκύνησε, ή τούρκικη ή ξένη".
Μιά γυναίκα λύκισσα μέ τό παιδί σ' τό χέρι,
στ' άλλο νταλιάνι τούρκικο κρατάει γιομισμένο
πού πήρ' απ' όναν αραπά πού μόνη είχε σφαγμένο.»
Οι Άραβες μετά τό κάψιμο τού πύργου τού Σταθάκου, προχώρησαν πρός τό εσωτερικό τής Μάνης σίγουροι γιά τήν επιτυχία τους, αλλά ξαφνικά στή θέση προφήτης Ηλίας δέχτηκαν μία ομοβροντία όπλων από τούς κρυμμένους Μανιάτες. Πράγματι οι αρχηγοί Ηλίας Τσαλαφατίνος, Παναγιώτης, Νικόλαος καί Γεώργιος Γιατράκος, Γεώργιος καί Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης καί Ηλίας Κατσάκος είχαν προλάβει νά οχυρωθούν καί νά αιφνιδιάσουν τούς επιτιθέμενους σκοτώνοντας σέ λίγα λεπτά τής ώρας 200 Αιγυπτίους. Ο Χουσνίμπεης οπισθοχώρησε αλλά μόλις ανασύνταξε τίς δυνάμεις του διέταξε ολομέτωπη επίθεση τού στρατού του.
Οι Μανιάτες έχοντας πάντα στό πλευρό τίς γυναίκες τους απέκρουσαν μέ επιτυχία καί τήν δεύτερη επίθεση. Ο στρατηγός τού Ιμπραήμ, φοβούμενος τήν οργή τού αρχηγού του διέταξε καί τρίτη επίθεση μέ παρατεταμένες τίς λόγχες καί μέ τήν αυστηρή διαταγή νά μήν επιστρέψουν οι στρατιώτες του εάν δέν πετάξουν τούς γκιαούρηδες από τά ταμπούρια τους. Οι Μανιάτες καί οι Μανιάτισσες μέ ανεβασμένο τό ηθικό αποδεκάτισαν τούς Τουρκοαιγύπτιους, οι οποίοι γιά μία ακόμα φορά υποχώρησαν ατάκτως, αναγκάζοντας τόν Χουσνίμπεη νά επιστρέψει ταπεινωμένος στόν αφέντη του.
Ο Αιγύπτιος στρατάρχης ανέλαβε νά εκπορθήσει τήν ισχυρή εστία αντίστασης πού συνάντησε στόν προφήτη Ηλία καί έκανε κρυφά κυκλωτικές κινήσεις μέ όλες του τίς δυνάμεις γιά νά εγκλωβίσει τούς Μανιάτες. Τή νύκτα ετοίμασε τά πυροβόλα όπλα του καί τά χαράματα τής επόμενης ημέρας άρχισε νά κανονιοβολεί τίς θέσεις τών Μανιατών, τίς οποίες κατέλαβε πολύ εύκολα, ...διότι εκεί δέν υπήρχε κανένας νά τίς υπερασπιστεί. Οι Μανιάτες κατά τή διάρκεια τής νύκτας εντελώς αθόρυβα μετακινήθηκαν πρός τά πίσω καί οχύρωσαν τή θέση Λάκκα Στεφανάκου τήν οποία χρησιμοποίησαν ως δεύτερη αμυντική γραμμή.
«Ο Ιμβραΐμης μετά τινας επιδρομάς κατά χωρίων τής Λακεδαίμονος, εισήλασε τέλος εις Μάνην καί κατέλαβε καί ηρήμωσε τά πεδινά χωρία Γυθείου, Μαλεβρίου καί έφθασεν έμπροσθεν τής Καρυουπόλεως κειμένης επί τινος λόφου ανίσχυρου. Οι εχθροί ήσαν πολλοί, οι δέ Χριστιανοί 300 υπό τόν Παναγιώτην Κοσσονάκον, ηθέλησαν λοιπόν ούτοι νά υποχωρήσωσι καί καταλάβωσι πρός μεσημβρίαν οχυρωτέραν θέσιν, αλλά δυστυχώς κυκλωθέντες εις τάς υπωρείας (πρόποδες) τού λόφου καί εν τή θέσει Αγία Παρασκευή, εν οίς καί ο εμός πρός πατρός πάππος Αλέξανδρος, εσώθησαν δ' ολίγιστοι, εν οίς ο Παναγιώτης Κοσσονάκος, ο Γεώργιος Καβαλιεράκης καί ο Γεώργιος Κοκκινάκης φονεύσας τόν ίππον τού καταδιώκοντος αυτόν ιππέως, αγωνισθείς πολλαχού γενναίως επιζήσας άχρις εσχάτων, καί ουδεμίας αμοιβής τυχών, πατήρ δέ τών ενταύθα καί νύν επιζώντων Στεφάνου καί Ηλιού Κοκκινάκων.
Μετά ταύτα ο Ιμβραΐμ διεννοείτο νά προχωρήση εις τά ενδότερα τής Μάνης, αλλ' ανέστειλε τήν απόφασίν του η εμφάνισις τών Ηλιού Κατσάκου Μαυρομιχάλη, Γεωργίου Μαυρομιχάλη καί Νικολάου Πιεράκου Μαυρομιχάλη μετά 300 πολεμιστών καί τό δυσπρόσιτον τού εδάφους. Επανήλθε λοιπόν εις Λακεδαίμονα καί διελογίζετο περί τού πρακτέου.
Τότε προσήλθε πρός αυτόν νέος Εφιάλτης, ο εκ Βαρδουνίας (Μπαρδουνοχώρια) προδότης Βόσινας (Μπόσινας), καί υπέσχετο ταχείαν καί τελείαν υποταγήν τής Μάνης, διοριζόμενος οδηγός τού τουρκικού στρατεύματος. Ο Ιμβραΐμ πάραυτα αποδεχθείς τήν αίτησιν καί τά σχέδια τού προδότου, διέταξε μέρος μέν τού στόλου του, νά παραπλέη τάς ακτάς καί τά παράλια τής Δυτικής Μάνης, ως έχων δήθεν ν' αποβιβάση στρατόν, τόν στρατόν του δέ νά εισβάλη αύθις εις τήν Ανατολικήν Μάνην.
Ήδη ο στρατός κατήρχετο δι' ανωμάλων τόπων, ότε εν τώ χωρίω Ζεσφίνης (Δεσφίνα) εύρε πύργον οχυρόν τού ήρωος Σταθάκου, καί τόν περιεκύκλωσε. Μακρόθεν δέ εφώναζεν ο προδότης Βόσινας.
- "Συμπέθερε, παράδος τ' άρματά σου, καί βεβαίως σώζεσαι καί σύ καί τά παιδιά σου".
Αλλ' επειδή ο ήρως εξέθηκεν ότι μόνον πρός αυτόν, ως συμπέθερον, εμπιστεύεται νά παραδώση τ' άρματα, ο προδότης αναιδώς προσήλθε νά παραλάβη ταύτα, ο δέ Σταθάκος επυροβόλησε, καί βλέπων τόν προδότην πίπτοντα, ανεφώνησεν,
- "Καλά έπαθες προδότα, είθε ωσάν εσέ νά πάθωσι καί όλοι οι προδόται."
Ατυχώς διά πυροβόλων ο πύργος τού Σταθάκου εκρημνίσθη καί ο ήρως μετά τών οικείων του ενεταφιάσθησαν υπό τά ερείπια. Εν τοσούτω η αντίστασις τού Σταθάκου ωφέλησε μεγάλως, ως παρακωλύσασα τήν ταχείαν πορείαν τών εχθρών, καί δούσα καιρόν τοίς εν Πολυαράβω, νά ετοιμασθώσιν έτι μάλλον, καί εις τά γυναικόπαιδα ν' ανέλθωσιν εις υψηλότερα καί ασφαλέστερα μέρη τής Ζίζαλης (όρος Ζίζιαλι).
Τό χωρίον Πολυάραβος ωκοδομήται επί τών ανωμάλων υπωρειών μιάς τών υψηλοτέρων κορυφών τού Ταϋγέτου τήν Ζίζαλην καί ήτο τό υψηλότερον καί ορεινότερον τής Ανατολικής Μάνης. Τούτο αποφάσισαν οι Μανιάται καταλείποντες τά πεδινά χωρία νά καταλάβωσιν, αφ' ότου επληροφορήθησαν τήν προπαρασκευαζομένην εισβολήν τών εχθρών, καί αποσπάσαντες μέν τάς θύρας καί τά παράθυρα τών οικειών, κτίσαντες δέ ταύτα διά μεγάλων λίθων καί κατασκευάσαντες πολεμίστρας καί περιφράξαντες πανταχόθεν τό χωρίον διά τείχους, από οικίας εις οικίαν, καί τά άλλα προπαρασκευασθέντες περιέμενον αφόβως τόν επερχόμενον εχθρόν, ανερχόμενοι εις τρισχιλίους, υπό διαφόρους αρχηγούς Μανιάτας, τόν Ηλίαν Κατσάκον Μαυρομιχάλην, Δημήτριον Πετροπουλάκην κλπ.
Μάχης σφοδράς καί πεισματώδους συγκροτηθείσης επί πολλάς ώρας, οι Μανιάται ενίκησαν καί έτρεψαν εις φυγήν τούς πολυαρίθμους πολεμίους. 600 εχθροί εφονεύθησαν, ικανοί επληγώθησαν καί ολίγιστοι εζωγρήθησαν. Μανιάται δέ εφονεύθησαν 35 καί 20 επληγώθησαν.»
Ιστορία τής Μάνης, υπό Δημητρίου Αλεξανδράκου, Εν Αθήναις 1892
«Όλ' η Ελλάς μοιρολογά, θρηνούνε χώρες καί χωριά
απ' άκρη σ' άκρη ένας καπνός φαίνεται σ' όλον τό Μωρηά!
Τ' είν' τό κακό πού γίνεται; Μήν ήρθαν τά στερνά; (Δευτέρα Παρουσία)
ή ο Θεός ωργίστηκε ή ο 'Μπραήμ περνά!
Η Μάνη η ανυπότακτη τού καίει τήν καρδιά!
Μ' αυτός υπόσχεσι έδωκε καί ποιός θά τόν πιστέψει
ή θά τήν πάρει μέ καλό, ή θά τήν 'ξολοθρέψει!
Η Μάνη θά υποταχτεί, ο Ιμπραήμ τό θέλει.
Τόπε κι ο κόσμος τρόμαξε. Μά κείνη δέν τή μέλει!
Προσεύχουντ' όλα τά τζαμιά μή βρέξει καί μή στάξει
Γιατί ο 'Μπραήμ 'βουλήθηκε τή Μάνη νά υποτάξει!
Όλοι οι Χοτζάδες εύχονται γιά 'κείνον σ' τόν Αλλάχ
Σάν νάναι ο σουλτάνος τους, σάν νάναι πατισάχ!
Είναι μεγάλος στρατηγός, είναι γερό μυαλό
Μ 'αυτή του η απόφαση ας τούβγει σέ καλό!
Στή Βέργα πρωτοχτύπησε, μά πρώτα κεί τσακίστη
Κι απ' τίς γυναίκες στό Δηρό τ' ασκέρι του σκορπίστη.
Δέν απελπίστη ο Τουρκαλάς, τό πείσμα τόν θεριεύει
κι απ' τού Μαλεύρη τά χωριά στή Μάνη νά μπεί γυρεύει!
Από μακριά γνωρίζεται στ' αραβικό του άτι,
χιλιάδες έχει δώδεκα καί δώδεκα μιντάτι (ενισχύσεις).
Σ' όλον τόν δρόμο τόν Αλλάχ παρακαλά καί λέει
κι από τό πείσμα τό πολύ αφρομανά καί κλαίει:
"Αλλάχ, εδώ τήν κλεφτουριά, εδώ τούς αποστάτες,
βοήθα, μήν πάρουν τάρματα καί πάν' μέ τούς Μανιάτες."
Στή Λίμνη στό Βρομόνερο κοντά στρατοπεδεύει,
τ' ασκέρι τ' αναπάντηκε, μ'αυτός δέν ξεπεζεύει!
Στό πρώτο τά Κονάκια νά πάρει εβουλήθη,
μά τά στενά είχαν πιαστεί κι αμέσως παραιτήθη!
Τόν έν απ' τούς χνηλάτες του κάτου στό Μοναστήρι
μία γυναίκα έσφαξε μέ ένα κλαδευτήρι.
Πολλούς καί δύο αρχηγούς μέ τά γαλούνια πλάκα,
οι Τουρκατζιάνοι (σκληροί Μανιάτες από τά Κονάκια) σκότωσαν μές τ' Άη-Γιωργιού τή λάκκα!
Βαράτε Τουρκατζιάνισσες χτυπάτε Τουρκατζάκια
στή Μάνη δέ θά ξεχαστεί τί αξίζουν τά Κονάκια!
Ένας μονάχα γλίτωσε κι έφερε τό χαμπέρι,
εις τόν 'Μπραήμ, πώς τό μικρό εχάθηκε ασκέρι.
Τότε τό δρόμο άλλαξε απ' τήν πλευρά εκείνη
Καί μ' όλο τό ασκέρι του τραβά γιά τή Μελτίνη.
Εις τή Μπαρδούνια στάθηκε, τό δρόμο δέ γνωρίζει,
νά κάμει πίσω ντρέπεται, μά μπρός απογυρίζει.»
Ο εμπειροπόλεμος Ιμπραήμ μέ τούς Γάλλους επιτελικούς τού Ναπολέοντα είχε ξεγελαστεί από τούς Μανιάτες, οι οποίοι τόν ταπείνωναν διαρκώς, αναγκασμένοι νά σέρνουν μαζί τους καί τά γυναικόπαιδα. Ο μουσουλμάνος στρατάρχης, μόλις αντιλήφθηκε τήν αναδίπλωση τών ελληνικών δυνάμεων, διέταξε τόν Οσμάν μπέη νά αναλάβει τήν καταδίωξη τών Μανιατών. Οι Μανιάτες όμως εκμεταλλευόμενοι τό δυσπρόσιτο τού εδάφους είχαν διαλέξει άριστα τίς τοποθεσίες τής άμυνάς τους καί υποδέχτηκαν τόν Οσμάν μπέη μέ βροχή από σφαίρες. Οι Αιγύπτιοι δέν ήξεραν πού νά κρυφτούν καθώς τά πυροβόλα πού έσερναν πίσω τους ήταν άχρηστα λόγω τής μεγάλης κλίσης τού εδάφους καί έπεφταν κατά εκατοντάδες νεκροί από τίς εύστοχες βολές τών μανιάτικων όπλων.
Ο Ιμπραήμ βλέποντας τήν αποτυχία τού Οσμάν μπεή διέταξε τόν Χουσνίμπεη νά κάνει κυκλωτικό ελιγμό από ένα στενό μονοπάτι τό οποίο λεγόταν Στενοδιάβατα καί νά περικυκλώσει τίς ελληνικές δυνάμεις. Όμως τό μονοπάτι ήταν πολύ απότομο καί ο Χουσνίμπεης καθυστέρησε υπερβολικά μέ αποτέλεσμα νά πέσει σκοτάδι καί νά σταματήσει τήν προσπάθειά του.
Οι Μανιάτες, αντιλήφθηκαν τή νέα κυκλωτική κίνηση τού Ιμπραήμ καί κατά τή διάρκεια τής νύκτας αναδιπλώθηκαν σέ νέα θέση, αυτή τή φορά μέσα στό χωριό Πολιτσάραβος (πού έκτοτε ονομάστηκε Πολυάραβος) κάτω από τό θεόρατο βουνό Ζίζιαλι σέ υψόμετρο 1400 μέτρα. Μέ ανεβασμένο τό ηθικό λόγω τών συνεχών νικών τους αλλά καί ενισχυμένοι μέ ξεκούραστους άνδρες πού έσπευδαν από ολόκληρη τή Μάνη, οι Μανιάτες ετοιμάστηκαν νά αντιμετωπίσουν τούς Αφρικάνους εισβολείς γιά τρίτη συνεχόμενη ημέρα. Ο Ιμπραήμ οργισμένος καταλάβαινε ότι έπρεπε νά συντρίψει τούς Μανιάτες σέ εκείνη τή θέση, διαφορετικά ολόκληρη η εκστρατεία του κινδύνευε νά αποτύχει. Εξαπόλυσε τίς ορδές του μέ τή διαταγή νά σβήσουν τό χωριό από τό χάρτη. Οι 7000 Αιγύπτιοι όμως δέν μπορούσαν νά κινηθούν μέ ταχύτητα διότι ο Πολυάραβος ήταν ένα χωριό κτισμένο σέ πετρώδες ύψωμα καί οι πύργοι του παρείχαν άριστη κάλυψη στούς αμυνόμενους.
Οι Αιγύπτιοι κουρασμένοι από τήν ανάβαση έφθασαν στίς παρυφές τού χωριού δεχόμενοι βροχή τίς σφαίρες από όλους τούς πύργους τού χωριού. Η μάχη ήταν λυσσαλέα καί από τίς δύο μεριές καί οι αράπηδες κατάφεραν νά μπούν σέ ορισμένα σπίτια καί νά σκοτώσουν τούς υπερασπιστές τους. Τό μεσημέρι όμως οι Μανιάτες θεώρησαν τήν κατάλληλη στιγμή νά επιτεθούν στούς εξωθενωμένους Τουρκοαιγύπτιους. Πράγματι επιχείρησαν έφοδο μέ τά γυμνά τους γιαταγάνια καί κατέκοψαν τούς εχθρούς, πού εγκατέλειψαν τρέχοντας τό χωριό πού είχαν έρθει νά καταλάβουν.
Ο Ιμπραήμ δέχτηκε ταπεινωτικό πλήγμα καί στήν τρίτη προσπάθεια κατάληψης τής Μάνης καί αποχώρησε γιά τήν Τριπολιτσά. Οι απώλειες τών Αιγυπτίων ήταν 1500 νεκροί καί διπλάσιοι τραυματίες, ενώ τών Ελλήνων μερικές δεκάδες νεκροί άνδρες καί γυναίκες. Αξιοσημείωτος είναι ο ηρωϊσμός πού έδειξαν οι Μανιάτισσες, πολλές από τίς οποίες πολέμησαν σάν πραγματικές λύκαινες σκοτώνοντας μέ τά γυμνά τους χέρια τούς αραπάδες, όταν ένιωθαν νά απειλούνται τά παιδιά τους. Η Ελένη, νύφη τού Αναΐπη, έτρεχε πρός τό βουνό, κρατώντας τά δύο μικρά παιδιά της, καταδιωκόμενη από ένα νέγρο. Η ζώνη της κρεμόταν κάτω καί τότε βρήκε τήν ευκαιρία νά τήν αρπάξει ο διώκτης της. Όταν η Μανιάτισσα τήν έλυσε ξαφνικά, ο στρατιώτης έχασε τήν ισορροπία του καί έπεσε. Τότε όρμησε πάνω του η Μανιάτισα καί τόν κάρφωσε μέ τήν ίδια του τήν λόγχη.
«Προχωρούντες δέ οι εχθροί εις όν προέθεντο όρον, επάτησαν τήν 21ην Αυγούστου 1826 τήν Μάνην, καί διελθόντες τά χωρία τής Αναβρυτής καί τού Στορτσά διέβησαν τήν επί τού Ταϋγέτου Κακήν Σκάλαν, πλησίον τής επαρχίας Ανδρουβίστης, αλλά ευρόντες αντίστασιν ωπισθοδρόμησαν, καί αναβάντες επί τής κορυφής τού όρους ηυλίσθησαν εν τή πεδιάδι τού Μαχμούτμπεη. Εκείθεν εστράτευσαν τήν επαύριον καί έφθασαν εις τό στόμιον τού Ευρώτα. Ενδιατρίψαντες δέ δύο ημέρας ανέβησαν τά Μπαρδουνοχώρια καί έπεσαν εις τήν επαρχίαν τού Μαλευρίου, καίοντες κωμοπόλεις καί χωρία, θέλοντες δέ νά προχωρήσωσιν εις τά ενδότερα τής Μάνης, ώδευσαν τήν 27ην πρός τό χωρίον Μανιάκοβαν.
Εκεί ευρεθέντες ο Παναγιώτης Κοσονάκος καί οι περί αυτόν εκλείσθησαν εντός τινων οικιών πολεμούντες γενναίως. Ήλθαν μετ' ολίγον εις βοήθειάν των καί τινες άλλοι υπό τόν Γεωργάκην Μαυρομιχάλην περιφερόμενον επί στρατολογία, αλλ' οι εχθροί ήσαν πολλοί καί η θέσις όχι τόσον οχυρά. Όλοι δέ οι εκεί Έλληνες, συμπεριλαμβανομένων καί τών περί τόν Μαυρομιχάλην, ήσαν μόλις τριακόσιοι. Διά τούτο αφήσαντες τό χωρίον μετέβησαν εις άλλην παραπλήσιον οχυρωτέραν θέσιν. Κυριεύσαντες οι εχθροί τό χωρίον ώρμησαν καί εις τήν άλλην θέσιν καί επολέμησαν τούς εκεί μέχρι τής εσπέρας, καθ' ήν, φανέντος τού Ηλία Κατσάκου μετά τριακοσίων εκλεκτών επιπεσόντων όπισθεν, ωπισθοδρόμησαν καί επανήλθαν εις τήν πεδιάδα τού Πασαβά, επί σκοπώ νά οδεύσωσιν εις τά χωρία Σκυφιάνικα καί Πολυάραβον, αλλά φοβούμενοι μή πάθωσι καί εν τή οδώ ταυτή εδίσταζαν.
Εν μέσω δέ τού δισταγμού των Μπόσινάς τις εκ τών δευτερευόντων οπλαρχηγών τής Μάνης, παρακολουθών τούς εχθρούς ως προσκυνήσας, ανεδέχθη, άλλος Εφιάλτης, νά τούς οδηγήση εις τά ρηθέντα χωρία διά τινος αγνώστου μονοπατίου. Επί τού μονοπατίου τούτου κείται τό χωρίον Δέσφινα, εντός δέ τού πύργου τού χωρίου ήσαν οι περί τόν Θεοδωρήν Σταθάκον. Οι εχθροί απέκλεισαν τόν πύργον, καί ο Μπόσινας εφώναζε μακρόθεν λέγων,
- "Παραδοθήτε, συμπέθερε Σταθάκε, εις τόν αυθέντην τής Μάνης. Θά χαθήτε όλοι".
- "Καί ποίος μάς εγγυάται ότι δέν θά κακοπάθωμεν, άν προσκυνήσωμεν;"
- "Εγώ συμπέθερε."
- "Κύτταξε μή μάς φάγουν μέ απιστιάν."
- "Μή φοβάσθε."
>- "Εγώ σάς δίδω τόν λόγον μου, εγώ σάς έχω εις τόν λαιμόν μου."
- "Σέ πιστεύω, συμπέθερε, έλα καί πάρε τά όπλα μου."
Έτρεξεν ο Μπόσινας νά επάρη τά όπλα, καί ο Σταθάκος τόν ετουφέκισε καί τόν εφόνευσεν. Ιδόντες οι Τούρκοι τόν τόσον χρήσιμον φίλον φονευθέντα ώρμησαν εις τόν πύργον, τόν έκαυσαν καί συνέκαυσαν καί όλους τους εν αυτώ.
Εν τοσούτω τά συμβάντα ταύτα ωφέλησαν, διότι φέροντα προσκόμματα εις τήν ταχείαν πορείαν τών εχθρών έδωκαν καιρόν τοίς εν Πολυαράβω νά ετοιμασθώσιν εις αντίστασιν. Τήν δέ 28ην Αυγούστου 1826 έφθασαν οι εχθροί εις Πολυάραβον. Τριακόσιοι ήσαν κατ' αρχάς οι υπερασπισταί του, αλλ' ήλθαν μετά ταύτα εις αντίληψιν αυτών ο Τσαλαφατίνος καί ο Γιατράκος καί μετ' ολίγον καί ο Γεωργάκης Μαυρομιχάλης καί ο Ηλίας Κατσάκος, καί έγειναν όλοι δισχίλιοι. Μάχης δέ κρατεράς γενομένης, έτρεψαν οι ολίγοι τούς πολυαρίθμους εχθρούς κακώς έχοντας. Διακόσια εχθρικά πτώματα έμειναν επί τού πεδίου τής μάχης, καί επτά εζωγρήθησαν. Εφονεύθησαν δέ καί εννέα Έλληνες, καί άλλοι τόσοι επληγώθησαν.
Αξιοσημείωτον τό εξής γυναικείον αρίστευμα. Η Ελένη Αναειπόνυμφη, βαστώσα τά δύο ανήλικα τέκνα της καί καταδιωκομένη υπό τινος Αιγυπτίου, έφευγε πρός τό όρος τού Πολυαράβου. Επί τής φυγής ελύθη η μακρά ζώνη της. Ο Αιγύπτιος έδραξε τήν συρομένην άκραν καί επροσπάθει νά κρατήση τοιουτοτρόπως τήν φεύγουσαν, αλλ' αύτη αφήσασα κατά γής τά τέκνα, έδραξε τήν άλλην άκραν, όπου ευρίσκετο δεδεμένος ο θησαυρός της, δέκα δίστηλα. Αισθανθείσα δέ ότι η ζώνη ετεντώθη, απέλυσεν αίφνης τήν άκραν καί πεσόντα ύπτιον τόν Αιγύπτιον ετραυμάτισε διά τής ιδίας αυτού λόγχης, καί έσωσεν εαυτήν, τά τέκνα καί τόν θησαυρόν.»
Ιστορία Ελληνικής Επαναστάσεως Σπυρίδων Τρικούπης Τόμος Δ'
Πηγή: agiasofia.com