ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ
Ἦτο ἡπλωμένη, ἐκεῖ ἡ σιωπή, ἡ μαύρη, ἡ στυγνὴ σιωπὴ τῆς δουλείας, μὲ τὰ δάκρυα τὰ μὴ τολμῶντα νὰ ἀναβλύσουν, μὲ τοὺς στεναγμοὺς τοὺς πνιγόμενους.
Σιωπὴ μετ' ἀπογνώσεως, νὺξ δουλείας ἄνευ ἐλπίδος χαραυγῆς.
Ἔκυπτον ἄνευ προσδοκίας ἀναστάσεως οἱ μακεδονικοὶ πληθυσμοί, ὄχι διότι τοὺς συνέτριψε τὸ θάρρος καὶ τοὺς ἀπεμύζησε τὴν ἐλπίδα ἡ πικρὰ μοίρα, ἡ ὁποία πέντε ἤδη αἰῶνας βαρύνει ἐπ' αὐτῶν, ὡς καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων δουλευόντων Ἑλλήνων, ἀλλὰ διότι ἀσυγκρίτως δυστυχέστεροι τῶν ἄλλων, βλέπουν αὐτοὶ ἑτέραν τυραννίαν, τυραννίαν ἤδη γεννώμενην, τυραννίαν νεάζουσαν, τὴν τυραννίαν τοῦ Σλαυϊσμοῦ, ἕτοιμον νὰ διαδεχθῇ τὴν τυραννίαν τὴν ἐρειπουμένην, τὴν τυραννίαν τὴν καταρρέουσαν.
Καὶ ἐνῷ ὁ κλοιὸς τῆς νέας ταύτης δουλείας ἀπὸ τοῦδε, πρὶν ἢ θραυσθοῦν τοῦ Τούρκου τὰ δεσμά, ἤρχισε νὰ περισφίγγῃ μέχρις αἵματος τὰς σάρκας των, μάτην ἔστρεφον τὸ βλέμμα ἐναγώνιον πρὸς τὴν ἐλευθέραν τῆς Ἑλλάδος γῆν, μάτην ἀνέμενον ἐντεῦθεν ἐνθάρρυσιν, παρηγορίαν, ἐλπίδα.
Καὶ ἔκυπτον, ἔκυπτον, πλειότερον ὑπὸ τὸ βάρος τῆς ἐγκαταλείψεως τῶν ἐλευθέρων ἀδελφῶν, ὑπὸ τὴν πικρίαν τὴν ἄφατον τῆς λήθης τῆς ἑλληνικῆς ἀλληλεγγύης ἐν τῇ ψυχῇ τῶν ἐντεῦθεν τοῦ Ὀλύμπου δούλων τῆς χθές, τῶν ἀπελευθέρων τῆς σήμερον.
Καὶ ἡ Ἑλλὰς ἐκλελυμένη ἐκ τῆς ἐσωτερικῆς κακοδαιμονίας, ὑφισταμένη τὴν ἀναισθησίαν καὶ τὸ ἀνάλγητον τῆς ψυχῆς, τὸ ὁποῖον ἀπεργάζεται ὁ ἀπὸ τῶν ἰδίων δυστυχημάτων τραχυνόμενος ἐγωϊσμὸς ἀνεμιμνήσκετο τῆς ὑποδούλου κόρης μετὰ τῆς ἐξητμισμένης, τῆς ἀορίστου λύπης, ἣν ἀποφέρει ἡ ἀνάμνησις τέκνου, τὸ ὁποῖον ἀπὸ μακροῦ ἤδη χρόνου ἀφήρπασεν ὁ θάνατος.
Καὶ ὅμως ἡ Μακεδονία ἡ ἑλληνικὴ ζῇ σήμερον, ὡς τοιαύτη, ζῇ ἀναθαρρήσασα, ζῇ ἀνηβῶσα, καὶ ἐγείρει τὸ μέτωπον ὑψαύχην καὶ ἡ θεία γαλήνη τῆς ἐπὶ τὸ μέλλον πεποιθήσεως, ὡς ἡλίου ἀκτὶς φωτίζει τὴν δακρύβρεκτον αὐτῆς μορφήν. Καὶ ἡ Ἑλλὰς ἀφ' ἑτέρου ἡ ἐλευθέρα διαβλέπει σήμερον ὅτι ἡ διαφθορά, τὴν ὁποίαν οἱ ἀπεγνωσμένοι καὶ ἀπογοητευμένοι ὑπελάμβανον φαγέδαιναν βαθέως κατατρώγουσαν τὰς σάρκας αὐτῆς, ἦτο ὅλως κατ' ἐπιπολήν, ἦτο ἁπλῆ ἐκτροπὴ ἔνεκα τῶν ἐσωτερικῶν ἀτασθαλιῶν ἀπὸ τοῦ μεγάλου τοῦ Γένους σκοποῦ, διαβλέπει ἡ Ἑλλάς σήμερον ὅτι δὲν ἐνεκρώθη ἡ θεία αὐτῆς ψυχή, ὅτι δὲν ἐψύγη ἐν αὐτῇ τῆς ἐθνικῆς παραδόσεως ἡ φλογερὰ πνοή, αἰσθάνεται ἑαυτὴν ὀρθουμένην, ὡς κατὰ τοὺς μεγάλους χρόνους τῶν πατέρων μας, καὶ ὑπὸ τὸ κέλευσμα τῆς Λαύρας ἑτοίμην νὰ συνεχίσῃ τὸ βαρὺ ἔργον, νὰ βαδίσῃ πρὸς ἐκτέλεσιν τῆς μεγάλης ἐντολῆς, πρὸς τὴν ὁποίαν πᾶν βῆμα εἶναι θυσία, πᾶς σταθμὸς μαρτύριον.
Εἰς ποῖον θαῦμα τοῦ Θεοῦ τῆς Ἑλλάδος ὀφείλεται ἡ νεκρανάστασις αὕτη;
Ὤ! Σεῖς, οἱ ὁποῖοι συντελέσατε τὴν μεγάλην ταύτην μεταμόρφωσιν, ἡρωϊκοὶ, τετιμημένοι τῆς Μακεδονίας μας πρόμαχοι, εὐλογημένον νὰ ἦναι πάντοτε τὸ ὄνομά σας! Ἀφανεῖς ἥρωες, μάρτυρες ἀνώνυμοι τῆς ἐθνικῆς ἰδέας, ἀπὸ τοῦ ἁγίου ῥαντίσματος τοῦ αἵματος τῶν ὁποίων ἠγέρθη ἐκ τῆς νεκροφανείας ἡ Μακεδονία, καὶ ἐπῆλθεν ὁ καθαρμὸς καὶ ἡ ἐξάγνισις τοῦ ἔθνους τούτου τοῦ ἐξουθενωμένου, τοῦ ἔθνους τοῦ ἐν καταπτώσει, τῆς δόξης ἡ δάφνη ἀμάραντος νὰ στέφῃ πάντοτε τὰ ἡρωϊκὰ μέτωπά σας!
Ὅσοι ἐξ ὑμῶν ὑφίστασθε μετὰ τῆς ἠρέμου ἐγκαρτερήσεως τῶν πρώτων τῆς πίστεως μαρτύρων, εἰς τὰ σκοτεινὰ δεσμωτήρια τοῦ τυράννου τὰ ἀνέκφραστα βασανιστήρια ὑπὸ τὰ ὁποῖα συντρίβεται τὸ σῶμα σας χωρὶς νὰ λυγισθῇ ἡ χαλύβδινη ψυχή σας, παραστάτης ἄγγελος τοῦ Θεοῦ τῆς Ἑλλάδος νὰ πραΰνῃ τὰς ἀλγηδόνας σας καὶ νὰ σᾶς ἐμπνέῃ τῆς ἀπολυτρώσεως τὴν ἐλπίδα.
Ὅσων τὰ ἡρωϊκὰ κορμιὰ κεῖνται ἄταφα εἰς τὰς φάραγγας καὶ τοὺς δρυμούς, ἂς ἐγείρῃ καὶ πάλιν κενοτάφιον αὐτῶν εὐσεβὲς ἡ ἀθάνατος τοῦ λαοῦ μοῦσα. Τὰ δημοτικὰ ᾄσματα, τὰ ἀπεικονίσαντα τοὺς πόνους, τὰς ἐλπίδας, τὰ δάκρυα τῶν πατέρων μας, τὰ ᾄσματα τοῦ λαοῦ ἀπὸ τοῦ στόματος τοῦ ὁποίου οὐδέποτε ἐξῆλθε φωνὴ ταπεινή, κολακείας ψίθυρος, διὰ τῶν ὁποίων οὐδέποτε ἐτονίσθησαν ἐπιθαλάμια καὶ ἡγεμόνων ᾠδαί, αὐτὰ καὶ πάλιν ἀρματωλοὶ τιμημένοι, τῆς δούλης ἑλληνίδος Κόρης ἀθάνατοι πρόμαχοι, αὐτὰ ἂς θρηνήσουν τὸν θάνατόν σας, αὐτὰ ἂς ψάλουν τὴν δόξαν ὑμῶν.
Τὸ κενοτάφιόν σας νὰ τὸ στήσουν ἐκεῖ ἐπάνω, ὅπως τὸ ζητεῖ τοῦ ἀρματωλοῦ ἡ ψυχή·
Ἐδὼ νὰ μὴ μὲ θάψετε, στὸν ἔρημο τὸ λόγγο, μὸν' νὰ μὲ βγάλετε ψηλά, σὲ μιὰ ψηλὴ ραχοῦλα μνημοῦρι νὰ μοῦ φτειάσετε νά ναι πολὺ μεγάλο νὰ στέκω ὀρθὸς νὰ πολεμῶ καὶ δίπλα νὰ γιομίζω.
Σεῖς ᾄσματα δημοτικά, τῆς ἐθνικῆς παραδόσεως καὶ τῆς ἐθνικῆς δόξης Ἑστιάδες, σεῖς ὑπὸ τὴν γλυκεῖαν μελῳδίαν τῶν ὁποίων ἐπὶ τέσσερας αἰῶνας ἐν τῇ μακρᾷ νυκτὶ τῆς δουλείας ἐκλείομεν τὰ πεπονημένα ἡμῶν βλέφαρα ἀντλοῦντες τὴν ἐλπίδα τῆς χαραυγῆς, σεῖς δροσίσατε τὴν φλόγα τοῦ κατακειμένου τραυματίου ἀρματωλοῦ, σεῖς ὁδηγήσατε τὰ ἡρωϊκά του λεβεντόπαιδα νὰ εὕρουν τὸν τραυματίαν ἀρχηγόν.
Ποῦ εἶσθε, παιδιά, δὲ φαίνεσθε, τρεῖς μέραις καὶ τρεῖς νύχτες. Ἐλάτε νὰ μὲ βγάλετε ἀπ' τὰ πικρὰ λαγκάδια, Γιὰ πιάστε με νὰ σηκωθῶ, βάλτε με νὰ καθήσω Εἶναι πικρὸ τὸ λάβωμα, φαρμάκι τὸ μολύβι.
ᾌσματα τοῦ λαοῦ, εἰς τοὺς στίχους τῶν ὁποίων ἡ πατρὶς ἡ γλυκεῖα ἀπεθησαύρισε τὰ τρόπαια τῶν προμάχων της, ἀναζήσατε διὰ νὰ ὑμνήσετε καὶ πάλιν τὰ ἡρωϊκὰ ὅπλα, τὰ ὁποῖα εἰς τὸ Μέγα Σπήλαιον ἔσκίασαν προχθὲς τὴν δόξαν τῶν παλαιῶν ἀρματωλῶν.
Πιάστε, παιδιά, τὸ στένωμα, φτιάστε τὰ μετερίζια, Βαρεῖτε ἀπάνω σὲ κορμιά, ἀφοῦ κοντοζυγώσουν, Βοήθ' Ἀϊ-Λιὰ π' τὸ Μπιστικὸ κι' ἀπὸ τὴν Σαμαρίνα Βοήθα, Κυρά μου Παναγιὰ ἀπὸ τὸ Μέγα Σπήλιο.
ᾌσματα τοῦ λαοῦ, ἂς ἀκουσθῇ καὶ πάλιν ἡ ἀρρενωπὴ μελῳδία σας, ἂν ὄχι ἐν τῇ στενῇ ἀτμοσφαίρᾳ τῶν πόλεων ἀλλ' ἐκεὶ ἐπάνω, ὅπου ἐλεύθερα ἀντηχεῖ αὕτη ἐν τῷ μέσῳ τῆς ἐρημίας τῶν ὀρέων καὶ τῶν φαράγγων τῆς δουλωμένης γῆς.
Ψάλατε καὶ πάλιν τὴν γοργήν, τὴν ἀθάνατον προέλασιν ἐκείνων οἱ ὁποίοι ἔφεραν τὰ ὅπλα τῆς Ἑλλάδος, ὅπλα νίκης, μέχρι τοῦ Καρὰ τσαΐρ καὶ τοῦ Ντεμὶρ Καποῦ, ὑπὸ τὸ κέλευσμα τοῦ ἡρωϊκοῦ των ἀρχηγοῦ.
Παιδιὰ τροχίστε τὰ σπαθιά, πλύνετε τὰ ντουφέκια. Τσιλίκι βάλτε στὴν καρδιὰ καὶ σίδερο στὰ πόδια Τριῶν μερῶν περπατησιὰ νὰ κάνουμε μιὰ νύχτα.
Μὴ ἀφήσετε, ᾄσματα δημοτικά, νὰ ψυγῇ ἡ ἐλπίς, νὰ ἐξατμισθῇ τὸ θάρρος. Ὁ παγερὸς χειμών, ὁ ὁποῖος διώκει τὸν ἀρματωλὸν ἀπὸ τῶν χιονοσκεπῶν ὀρέων, ἂς μὴ εἰσδύσῃ ποτὲ εἰς τὰ ψυχὰς, ἂς μὴ ναρκώσῃ ποτὲ τοῦ ἐνθουσιασμοῦ τὴ φλόγα.
Ἠρέμα, μὲ φωνὴν σιγηλὴν, μὲ μελῳδίαν μυστικήν, προσομοίαν πρὸς τὸν ὡς πλαγιαύλου μέλος ψίθυρον τῆς ἐλάτης τῶν μακεδονικῶν ὀρέων, ψάλατε εἰς τὰς ψυχὰς τῶν ἐγκαρτερτούντων δούλων τὰ ἀθάνατα ἔπη σας.
«Ἐμαραθῆκαν τὰ δεντριά, τὰ κορφοβούνια ἀσπρίζουν Κ' οἱ Βλάχοι πᾶν στὰ χειμαδιὰ πάνε νὰ ξεχειμωνιάσουν Οἱ κλέφταις τότε χάνονται τὰ κορφοβούνια ἀφίνουν · · · · · · · · · · · · · · · · · · · · · · · · · · · · · · · · · · · · · · · · · · · · · · · · · · · · Μετρῶντας τὰ μερόνυχτα, τὴν ὣρα καρτεράνε Ν' ἀνοίξῃ ὁ γαῦρος κ' ἡ ὀξειά, νὰ λυώσουνε τὰ χιόνια.
Φαίαξ
ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΝ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ ΤΟΥ ΕΤΟΥΣ 1897 ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΟΣ ΕΚΔΟΣΙΣ ΔΕΥΤΕΡΑ ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ - ΕΚΔΟΣΙΣ ΕΘΝΙΚΗ
Πηγή: Ανέμη - Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Νεοελληνικών Σπουδών
Ἑλλήνων Φῶς