Μας λείπουν οι χτιστάδες..
Δίκιο έχουν όλοι τους. Κι αυτοί που φοβούνται και υποχωρούν σκύβοντας κι αυτοί που θαρραλέα τολμούν να περπατούν προς τα εμπρός. Δίκιο έχουν όλοι, αλλά το χάνουν. Και το χάνουν, επειδή επιμένουν να είναι χώρια, επιμένουν να τραβούν ο καθένας τον δρόμο του, να ασχολούνται με τον εγωισμό τους και να αφήνουν την πατρίδα να μαραζώνει, να συνθλίβεται επιτήδεια από εκείνους που την πολεμούν.
Δίκιο έχουν όλοι. Αλλά το χάνουν, όταν δεν τολμάνε να πούνε την αλήθεια στον κόσμο κι όταν δεν έχουν την δύναμη να απλώσουν το χέρι τους για να πιαστούν με εκείνον που διαφωνούν, να μονιάσουν, να διαγράψουν όλους εκείνους τους φράχτες που οι επιτήδειοι βάλανε ανάμεσά τους να τους χωρίζουν.
Κάποιοι φωνάζουν πως χάσαμε το δάσος, γιατί κοιτάζουμε το δένδρο, ο καθένας το δικό του δέντρο, το δικό του συμφέρον. Κι αυτό λάθος είναι, γιατί ούτε το δέντρο δεν βλέπουμε, αφού το βλέμμα μας είναι χαμηλωμένο από όλα όσα επιτρέπουμε να μας παίρνουν από τη ζωή. Τους θάμνους κοιτάζουμε, τους θάμνους κάτω από τα δέντρα, τα μικρο-οφελήματα που τάχατες νομίζουμε ότι θα μας σώσουν από τη μεγάλη φωτιά που κατακαίει και καταστρέφει τα πάντα στο πέρασμά της.
Ερείπια γίνανε οι ζωές σχεδόν όλων. Κομμάτια ανθρώπινου πόνου είναι ριγμένα εδώ κι εκεί. Τοπίο έντονα εφιαλτικό, τέτοιο που οι ζωντανοί να μακαρίζουν τους νεκρούς που φύγανε χωρίς να δούνε την κατάντια των ανθρώπων, τα κομμάτιασμα της πατρίδας, την αβάσταχτη λύπη που τριγυρνά στα σπίτια άλλοτε νοικοκυραίων…
Κι εκείνο που έρχεται, εκείνο που με περίσσια φροντίδα ετοίμασαν οι μισεροί του κόσμου, φέρνει τόση καταστροφή και τόσο πόνο που ανθρώπου μάτι δεν είδε, που ανθρώπου ψυχή δεν γνώρισε μέχρι τώρα…
Κι όμως, κανείς δεν μιλά. Κανείς δεν βάζει μπροστά τις σειρήνες. Κανείς δεν έχει το κουράγιο να σηκωθεί και να τραβήξει μαζί του τους αντρείους, εκείνους που υπάρχουν και που μπορούν να αλλάξουνε τον κόσμο όλο…
Πάει καιρός τώρα που οι λέξεις χάσανε τα νοήματά τους.
Πάει καιρός τώρα που η γλώσσα δεν μπορεί να πει όλα εκείνα που την ψυχή χαράζουν και απειλούν να την εκάνουνε κομμάτια.
Πάει καιρός τώρα που τα χαλάσματα πλακώσαν τους ανθρώπους και τους κάνανε ένα με αυτά, να μοιάζουνε σαν μπάζα…
Και σε ρωτώ Δημήτρη, Παναγιώτη, Κατερίνα και Μαριώ…
Πού είναι οι χτιστάδες;
Που είναι εκείνοι οι ευγενικοί στρατιώτες του λόγου, μα και οι πιο άγριοι πολεμιστές του κόσμου, που μήτε ο χρόνος τους νικά, μα κι έχουνε τη δύναμη όλα να τα συνθλίβουν;
Πού είναι εκείνοι οι θαρρετοί και ικανοί συνάμα, που θα πάρουν τα ανόμοια για να χτίσουνε νέους Παρθενώνες;
Πού είναι εκείνοι που θα σμίξουνε το χώμα, με την πέτρα, το νερό και τ’ άχυρα, που θα βάλουνε θεμέλια τα όνειρα, που θα σμιλέψουν τα οράματα, που θα δώσουν σκοπό και αιτία αγώνα σε όλους τους άλλους, για να χτιστεί η αξιοπρέπεια όλων, νεκρών, ζωντανών κι αγέννητων;
Γεμίσαμε τσιράκια κι άμαθους και (ξε)χάσαμε τους τεχνίτες…!
Γκρεμίζουν γιορφύρια, σπίτια κι όνειρα.
Γκρεμίζουν ζωές, μα δεν βρίσκεται κανένας να πάρει το μέτρο, να βάλει το όραμα και να χτίσει…
Έφτασε η ώρα, να αναλάβουμε όλοι τις ευθύνες μας και να ανοίξουμε τον δρόμο, να έρθουν και οι χτιστάδες, να βάλουν μπρος για την δουλειά εκείνη που άργησε πολύ ν’ αρχίσει… Για τη δουλειά που η πληρωμή της θα φανεί στα μάτια των ανθρώπων και στα γέλια των παιδιών…
ΥΓ: Αφιερωμένο στον Δημήτρη και τον Παναγιώτη. Δύο φιλάδελφους που μού ‘δωσε δώρο η ζωή…
Πηγή: Ας Μιλήσουμε Επιτέλους