Μὲ τὸν τρόπο τοῦ Γ.Σ (Γιῶργος Σεφέρης)

Κωνσταντίνος Βολανάκης, Κατά μήκος της ακτής Πειραιά (1909)

Κωνσταντίνος Βολανάκης, Κατά μήκος της ακτής Πειραιά (1909)

Ὅπου καὶ νὰ ταξιδὲψω ἡ Ἑλλάδα μὲ πληγώνει.

Στὸ Πήλιο μὲσα στὶς καστανιές τὸ πουκάμισο τοῦ Κενταύρου
γλιστροῦσε μὲσα στὰ φύλλα γιὰ νὰ τυλιχτῇ στὸ κορμί μου
καθὼς ἀνέβαινα τὴν ἀνηφόρα κι ἡ θάλασσα μ' ἀκολουθοῦσε
ἀνεβαίνοντας κι αὐτή σὰν τὸν ὑδράργυρο θερμομέτρου
ὥσπου νὰ βροῦμε τὰ νερά τοῦ βουνοῦ.
Στὴ Σαντορίνη ἀγγίζοντας νησιά ποὺ βουλιάζαν
ἀκούγοντας νὰ παίζῃ ἕνα σουραύλι κάπου στὶς ἀλαφρόπέτρες
μοῦ κάρφωσε τὸ χέρι στὴν κουπαστή
μιὰ σαΐτα τιναγμὲνη ξαφνικά
ἀπὸ τὰ πέρατα μιᾶς νιότης βασιλεμμένης...
Στὶς Μυκῆνες σήκωσα τὶς μεγάλες πέτρες καὶ τοὺς θησαυρούς τῶν Ἀτρειδῶν
καὶ πλάγιασα μαζί τους στὸ ξενοδοχεῖο τῆς Ὡραίας Ἑλένης τοῦ Μενελάου∙
χάθηκαν μόνο τὴν αὐγὴ ποὺ λάλησε ἡ Κασσὰντρα
μ' ἕναν κόκορα κρεμασμὲνο στὸ μαῦρο λαιμό της...
Στὶς Σπέτσες στὸν Πόρο καὶ στὴ Μύκονο
μὲ χτίκιασαν οἱ βαρκαρόλες…

Τί θέλουν ὅλοι αὐτοί ποὺ λένε
πῶς βρίσκουνται στὴν Ἀθῆνα ἤ στὸν Πειραιᾶ;
- - - - - - -(Ὁ ἕνας ἔρχεται ἀπὸ τὴ Σαλαμίνα
- - - - - - -καὶ ρωτὰει τὸν ἄλλο μήπως ἔρχεται ἐξ Ὁμονοίας
- - - - - - -Ὄχι∙ ἔρχομαι ἐκ Συντὰγματος ἀπαντᾶ κι εἶν' εὔχαριστημένος
- - - - - - -βρῆκα τὸ Γιὰννη καὶ μὲ κέρασε ἕνα παγωτό.)

Στὸ μεταξὺ ἡ Ἑλλάδα ταξιδεύει…
Δὲν ξέρουμε τίποτε δὲν ξέρουμε πὼς εἴμαστε ξέμπαρκοι ὅλοι ἐμεῖς
δὲν ξέρουμε τὴν πίκρα τοῦ λιμανιοῦ σὰν ταξιδεύουν ὅλα τὰ καράβια∙
περιγελᾶμε ἐκείνους ποὺ τὴ νιώθουν.

Παράξενος κόσμος
ποὺ λέει πὼς βρίσκεται στὴν Ἀττικὴ καὶ δὲ βρίσκεται πουθενὰ∙
- - - - - - -(Ἀγοράζουν κουφέτα γιὰ νὰ παντρευτοῦνε
- - - - - - -κρατοῦν σωσίτριχα φωτογραφίζουνται
- - - - - - -ὁ ἄνθρωπος ποὺ εἶδα σήμερα
- - - - - - -καθισμὲνος σ' ἕνα φόντο μὲ πιτσούνια καὶ μὲ λουλούδια
- - - - - - -δὲχουνταν τὸ χέρι τοῦ γέρου φωτογράφου νὰ τοῦ στρώνει τὶς ρυτίδες
- - - - - - -ποὺ εἶχαν ἀφήσει στὸ πρόσωπό του
- - - - - - -ὅλα τὰ πετεινά τ' οὐρανοῦ.)

Στὸ μεταξύ ἡ Ἑλλάδα ταξιδεύει ὁλοένα ταξιδεύει…
Κι ἄν ὁρῶμεν ἀνθοῦν πέλαγος Αἰγαῖον νεκροῖς
εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ θέλησαν νὰ πιάσουν τὸ μεγάλο καράβι μὲ τὸ κολύμπι
ἐκεῖνοι ποὺ βαρέθηκαν νὰ περιμὲνουν τὰ καράβια ποὺ δέ μποροῦν νὰ κινήσουν
τὴν ΕΛΣΗ τὴ ΣΑΜΟΘΡΑΚΗ τὸν AMΒPAKΙKΟ.

Σφυρίζουν τὰ καράβια τώρα ποὺ βραδιάζει στὸν Πειραιᾶ
σφυρίζουν ὁλοένα σφυρίζουν μὰ δὲν κουνιέται κανένας ἀργάτης
καμμιά ἁλυσίδα δὲν ἔλαμψε βρεμμὲνη στὸ στερνό φῶς ποὺ βασιλεύει
ὁ καπετὰνιος μὲνει μαρμαρωμὲνος μὲς στ' ἄσπρα καὶ στὰ χρυσά.

Ὅπου καὶ νὰ ταξιδὲψω ἡ Ἑλλάδα μὲ πληγώνει∙
παραπετὰσματα βουνῶν ἀρχιπέλαγα γυμνοί γρανίτες...
Τὸ καράβι ποὺ ταξιδεύει τὸ λένε ΑΓΩΝlΑ 937.

Ἀ/π Αύλὶς, περιμένοντας νὰ ξεκινήσει
Καλοκαίρι 1936


Πηγή: Ελληνική Ποίηση

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *