ΜΥΡΙΣΑΙ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΝ (Ὀδυσσέας Ἐλύτης) - Καλό μῆνα!
VIII
Γυμνός, Ἰούλιο μήνα, τὸ καταμεσήμερο. Σ' ἕνα στενὸ κρεβάτι, ἀνάμεσα σὲ δυὸ σεντόνια χοντρά, ντρίλινα, μὲ τὸ μάγουλο πάνω στὸ μπράτσο μου, ποὺ τὸ γλείφω καὶ γεύομαι τὴν ἁρμύρα μου.
Κοιτάζω τὸν ἀσβέστη ἀντίκρυ στὸν τοῖχο τῆς μικρῆς μου κάμαρας. Λίγο πιὸ ψηλὰ τὸ ταβάνι μὲ τὰ δοκάρια. Πιὸ χαμηλὰ τὴν κασέλα ὅπου ἔχω ἀποθέσει ὅλα μου τὰ ὑπάρχοντα: δυὸ παντελόνια, τέσσερα πουκάμισα, κάτι ἀσπρόρουχα. Δίπλα, ἡ καρέκλα μὲ τὴν πελώρια ψάθα. Χάμου, στ' ἄσπρα καὶ μαῦρα πλακάκια, τὰ δυὸ μου σάνταλα. Ἔχω στὸ πλάι μου κι ἕνα βιβλίο.
Γεννήθηκα γιὰ νὰ 'χω τόσα. Δὲ μοῦ λέει τίποτε νὰ παραδοξολογῶ. Ἀπὸ τὸ ἐλάχιστο φτάνεις πιὸ σύντομα ὁπουδήποτε. Μόνο ποὺ 'ναι πιὸ δύσκολο. Κι ἀπὸ τὸ κορίτσι ποὺ ἀγαπᾶς ἐπίσης φτάνεις, ἀλλά θέλει νὰ ξέρεις νὰ τ' ἀγγίξεις ὁπόταν ἡ φύση σοῦ ὑπακούει. Κι ἀπὸ τὴ φύση —ἀλλὰ θέλει νὰ ξέρεις νὰ τῆς ἀφαιρέσεις τὴν ἀγκίδα της.
Πηγή: Ο ΜΙΚΡΟΣ ΝΑΥΤΙΛΟΣ, ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗ, ΙΚΑΡΟΣ
Φωτογραφία: Πάρος, 1958., Φωτ. Ζαχαρίας Στέλλας, Φωτογραφικά Αρχεία Μουσείου Μπενάκη