ΤΟ ΜΝΗΜΑ ΤΗΣ ΓΡΗΑΣ
Άγγελου Βλάχου
Πίνδος, Μόροβα, Ιβάν, Κλεισούρα, Τεπελένι, ονόματα που αντηχούν σαν σάλπιγγες μέσ’ στην ψυχή μας, που φέρνουνε στο νου δόξες, ορμή, νίκες.
Της Γρηάς το Μνήμα; Δεν ξυπνάει τίποτ’ απ’ αυτά. Είναι ένα άγνωστο, μέσα στα τόσα άλλα, ύψωμα. Το πιο προχωρημένο σημείο του μετώπου, κορυφή της παγωμένης Κάμνιας, με υψόμετρο δυο χιλιάδες εκατό μέτρα. Από μακριά φαντάζει σαν στοιχειωμένο κάστρο, τυλιγμένο πάντα σε κάτι αντάρες, απόκοσμο, απειλητικό, απάτητο. Άλλον καιρό απ’ τη χιονοθύελλα δεν ήξερε το ύψωμα αυτό, και γη δεν είχε, μονάχα χιόνι. Που και που κάτι γυμνά τυραννισμένα έλατα ξεχώριζαν μέσ’ στην ασπρίλα. Τ’ όνομά του δεν ξέρω από που το πήρε, μα ήταν αληθινό μνήμα. Αν τύχει και πεις σε κανέναν επιτελικό πως ήσουνα κει πάνω θα ξαφνιαστεί, θα σε κοιτάξει λοξά μήπως τον γελάς. Σ’ αυτό το ύψωμα ο στρατός γνώρισε μέρες θανάτου. Περάσαμε ώρες που τις πάγωνε κι’ αυτές το κρύο και δεν κυλούσε ο χρόνος. Ενθουσιασμούς, ορμές, επιθέσεις και νίκες δεν τις ζήσαμε. Δεν άφηνε ο χειμώνας. Κι’ ενάντια του τίποτε, μα τίποτε, δε βγαίνει πέρα.
Όμως, άνθρωποι εμείς, Έλληνες, μείναμε όλο το χειμώνα εκεί, κι’ άμα πέρασε αυτός ο εχθρός τα κορμιά μας ήταν ακόμα όρθια κι’ η ψυχή μας είχε ακόμα μια σπίθα, σαν τη φωτιά που την θαρρείς σβησμένη κι’ όμως, κάτω από τη στάχτη, κάτι ακόμα καίει.
Έτσι κι’ εμείς κάναμε μιαν επίθεση στις αρχές του Απρίλη, τους πήραμε δυο υψώματα, αιχμαλώτους, υλικό, κι’ ήρθε το βράδυ ο Διοικητής και μας είπε πως είχαμε στα χέρια μας το κλειδί του Ελβασάν…
Ύστερα ήρθε η υποχώρηση.
—Μάνα… ήρθε η ώρα… Παιδάκι μου…
Ένα στερνό αγκάλιασμα, δυνατό και τρυφερό, όπως μόνο μια μάνα ξέρει ν’ αγκαλιάζει… με κοίταξε στα μάτια κι’ είπε:
—Πήγαινε.
Κι’ άξαφνα, δεν ξέρω καλά – καλά πως, τρέχοντας, πετώντας, βρέθηκα στο θάλαμο του λόχου. Το προσκλητήριο είναι για τις οκτώ κι’ είναι ακόμα επτά η ώρα. Έτρεξα σαν νάπρεπε να προφτάσω κάτι, με μια λαχτάρα μη μείνω πίσω και φύγουν οι άλλοι. Κι’ έφτασα τρέχοντας, λαχανιασμένος, κρατώντας κάτι σοκολάτες και μπισκότα που μούδωσε η μάνα, στερνή της έννοια. Κι’ οι άλλοι είχαν βιαστεί. Σχεδόν όλος ο λόχος είχε κιόλας μαζευτεί. Και μέσ’ στο θάλαμο νοιώθεις έναν πυρετό, μιαν ανησυχία. Πηγαινορχόμαστε άσκοπα από γωνιά σε γωνιά, μιλάμε όλοι δυνατά, φωνάζομε τραγούδια κι’ ένα – δύο περιποιούνται τον οπλισμό τους.
—Παιδιά! Ο Λοχαγός… ο Λοχαγός… ο Λοχαγός…
—Προσοχή.
Χράπ! ακούστηκε η εκτέλεση της διαταγής και μπήκε ο λοχαγός.
—Είστε όλοι εδώ βρε παιδιά!! Όλοιοιοι…!
—Επιλοχία, κάνε το προσκλητήριο.
—Αμέσως!… Κόντος;!
—Παρών.
—Βαλάσης;
—Παρών.
—Αδόπουλος;
—Παρών.
—Κουκούλας;
—Παρών.
Κι’ αραδιάζονται τα ονόματα και τα παρών χτυπούνε τη σιωπή του θαλάμου κι’ αντιχτυπούν στους τοίχους κι’ είναι σαν να φωνάζει ο καθένας μας:
Κι’ εγώ! Κι’ εγώ! Κι’ εγώ! όλοι εδώ είμαστε. Κι’ εμείς απ’ αυτούς που πάνε πάνω. Κι’ εγώ μαζί, κι’ εγώ!
Βράζουν τα μυαλά μας κι’ οι ψυχές μας αναταραγμένες διώξαν από μέσα τους όλην την άλλη τους ζωή κι’ έμεινε μόνο ένα πράγμα που κοχλάζει και θέλει να τιναχτεί να ξεχυθεί έξω. Αρχίζει μια παρέλαση με ουρλιαχτά και πηδήματα. Βγάζομε την πόρτα του θαλάμου και την σεργιανάμε πέρα δώθε σα λάβαρο. Κι’ είναι τέτοια η φωνή μεσ’ στο θάλαμο, τέτοιο το τραγούδι κι’ ο σαματάς και το ποδοβολητό, που έρχεται η φρουρά μ’ ένα επιλοχία.
—Τρελλαθήκατε, μωρέ; Ξαναβάλτε την πόρτα και πέστε για ύπνο!
—Τρελλαθήκαμε, κυρ επιλοχία! όσο για ύπνο, αν θέλεις πήγαινε του λόγου σου!
—Τι έκανε, λέει; Κόπηκε η αναπνοή του επιλοχία. Άντε χάσου!
—Έμενα θα πεις να χαθώ; Κάτσε προσοχή άμα σου μιλάω!
Κύρ λοχαγέ με σφάζουνε! φωνάζει ο φαντάρος.
—Μη φωνάζεις, ρέ, και θα σε κάψω!
—Ρε μουσσουλίνι! ρε μαυροχιτόνιο! ρε φεύγουμε! Το κατάλαβες! Πάμε στο μέτωπο και μας λες να κοιμηθούμε; Όρσε από δω!
Πικραμένος ο επιλοχίας:
—Και τι μ’ αυτό πως φεύγετε;
—Και τι μ’ αυτό; Βρε το χαιρόμαστε, το γλεντάμε! Άντε πήγαινε, που θα μας πεις να κοιμηθούμε τέτοια μέρα!
Ο επιλοχίας πάει να σκάσει. Καταλαβαίνει πως δεν έχει εξουσία πάνω σ’ αυτούς τους τρελλούς με τα στραβά πηλήκια, που φωνάζουν όλοι μαζί και του πετάνε αυτές τις κουβέντες κατά πρόσωπο, χοροπηδώντας σα δαιμονισμένοι μπροστά του, μπροστά στις τρεις του σαρδέλλες, και δεν μπορεί να κάνει τίποτε.
—Στρατός θα πει πειθαρχία, ρε σεις! δοκιμάζει.
Βρε, στρατός σήμερα πάει να πει πόλεμος, μέτωπο, νίκες! δόξα!! Και συ μ’ όλα σου τα γαλόνια εδώ θα μείνεις, ενώ εμείς φεύγουμε. Φεύγουμε!!!…
Ψιλή – ψιλή η βροχή του Νοέμβρη σιγοτραγουδάει και παίζει πάνω στο μεγάλο υπόστεγο του σταθμού. Ο ήλιος που βγήκε τώρα δα, στέλνει μέσ’ από τα σύννεφα το φως του να σμίξει με τη βροχή και κάνει, εκεί στο βάθος, ένα μεγάλο πολύχρωμο τόξο, σαν νάθελε να στήσει αψίδα να περάσομε.
Φύγαμε από το σύνταγμα στις τέσσερεις το πρωί και περάσαμε τους δρόμους της κοιμισμένης Αθήνας ξυπνώντας τους με το γοργό και ρυθμικό περπάτημά μας. Που και που ο λοχαγός αρχίζει.
—Εν δυο! εν δυο! εν…! !εv…!
Κι’ η φάλαγγα περνούσε ανάμεσ’ απ’ τα σπίτια ελαφριά, χαρούμενη απ’ το τραγούδι της, και τα σπίτια βουβά, μας βλέπαν να περνούμε. Τα σπίτια, που κοιμούνται ήσυχα μέσα στη νύχτα και φυλάνε τόσες ψυχές, και τέτοιαν ώρα τόσα όνειρα, σαν νάσκυβαν να μας ξεπροβοδίσουν.
Γειά σας λεβέντες! Γειά σας! Σάς περιμένομε. Εδώ θα μας βρήτε με τα μπαλκόνια στολισμένα, και τα παράθυρα μας τόσα στόματα με τόσες φωνές!
Σ’ εκείνη τη μέρα πετάει ο νους. Σ’ εκείνη τη μέρα τη λιογέννητη, τη διάφανη και λαμπρή που θα γυρίζαμε. Και σαν η φάλαγγα να είχε όλη την ίδια σκέψη, άρχισε το τραγούδι :
Mε τέτοιο λαμπρό στρατό…
Πηγή: ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟΝ ΕΓΚΟΛΠΙΟΝ