Μνήμη, Α΄ (Γιῶργος Σεφέρης)
καὶ ἡ θάλασσα οὐκ ἔστιν ἔτι*
Κι ἐγὼ στὰ χέρια μου μόνο μ' ἕνα καλάμι·
ἦταν ἔρημη ἡ νύχτα τὸ φεγγάρι στὴ χάση
καὶ μύριζε τὸ χῶμα ἀπὸ τὴν τελευταία βροχή.
Ψιθύρισα· «Ἡ μνήμη ὅπου καὶ νὰ τὴν ἀγγίξεις πονεῖ,
ὁ οὐρανὸς εἶναι λίγος, θάλασσα πιὰ δὲν ὑπάρχει,
ὅ,τι σκοτώνουν τὴ μέρα τ' ἀδειάζουν μὲ κάρα πίσω ἀπ' τὴ ράχη».
Τὰ δάχτυλά μου παίζανε ξεχασμένα μ' αὐτὴ τὴ φλογέρα
ποὺ μοῦ χάρισε ἕνας γέροντας βοσκὸς ἐπειδὴ τοῦ εἶπα καλησπέρα·
οἱ ἄλλοι ξέγραψαν κάθε χαιρετισμὸ·
ξυπνοῦν, ξυρίζουνται, κι ἀρχίζουν μεροκάματο τὸ σκοτωμό,
ὅπως κλαδεύεις ἢ χειρουργεῖς, μεθοδικά, χωρὶς πάθος·
ὁ πόνος νεκρὸς σὰν τὸν Πάτροκλο καὶ κανεὶς δὲν κάνει λάθος.
Συλλογίστηκα νὰ φυσήξω ἕνα σκοπὸ κι ἔπειτα ντράπηκα τὸν ἄλλο κόσμο
αὐτὸν ποὺ μὲ βλέπει πέρ' ἀπ' τὴ νύχτα μὲς ἀπ' τὸ φῶς μου
ποὺ ὑφαίνουν τὰ κορμιὰ ζωντανά, οἱ καρδιὲς γυμνὲς
κι ἡ ἀγάπη ποὺ ἀνήκει καὶ στὶς Σεμνὲς
καθὼς καὶ στὸν ἄνθρωπο καὶ στὴν πέτρα καὶ στὸ νερὸ καὶ στὸ χορτάρι
καὶ στὸ ζῶο ποὺ κοιτάει κατάματα τὸ θάνατο ποὺ ἔρχεται νὰ τὸ πάρει.
Ἔτσι προχώρεσα στὸ σκοτεινὸ μονοπάτι
κι ἔστριψα στὸ περβόλι μου κι ἔσκαψα κι ἔθαψα τὸ καλάμι
καὶ πάλι ψιθύρισα· «Θὰ γίνει ἡ ἀνάσταση μιὰν αὐγή,
πὼς λάμπουν τὴν ἄνοιξη τὰ δέντρα θὰ ροδαμίσει τοῦ ὄρθρου ἡ μαρμαρυγή,
θὰ ξαναγίνει πέλαγο καὶ πάλι τὸ κῦμα θὰ τινάξει τὴν Ἀφροδίτη·
εἴμαστε ὁ σπόρος ποὺ πεθαίνει». Καὶ μπῆκα στ' ἀδειανό μου τὸ σπίτι.
*(Σημείωση τοῦ ποιητῆ) Ἀποκάλυψις Ἰωάννου ΚΑ΄
Πηγή: ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ, Γ΄, Ψηφίδες γιὰ τὴν Ἑλληνικὴ Γλῶσσα