Mπροστά στην βαρβαρότητα
του Γιώργου Ρακκά
Μπροστά στην βαρβαρότητα, κάθε νοήμων άνθρωπος έχει διπλό καθήκον: Αφενός να σταθεί απέναντί της –ειδάλλως θα χάσει την ανθρωπιά του, θα πάψει δηλαδή να είναι άνθρωπος.
Αφετέρου να κατανοήσει τους μηχανισμούς που την παράγουν, για να ξέρει προς τα που βαδίζει, για να μπορέσει να καταστρώσει μια έξοδο διαφυγής από αυτήν.
Από χθές το βράδυ, οι περισσότεροι που φωνάζουν στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, ανακατεύουν παραληρηματικά το ένα με το άλλο, εκτοξεύοντας κάθε ειδών κραυγές κι ανοησίες νομίζοντας ότι με το να διολισθαίνουν στον πανικό και την υστερία –κάθε λογής υστερία– θα τις ξορκίσουν, και θα γλυτώσουν από το επερχόμενο κακό, που κλιμακώνεται κατά κύματα εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Διότι, ας το έχουμε στο νου μας, όλα όσα σηματοδοτεί και συνεπάγεται η χτεσινοβραδινή επίθεση στο Παρίσι μένουν ακόμα να συμβούν, και εκείνα με την σειρά τους θα πυροδοτήσουν αντιδράσεις, καταβυθίζοντάς μας σε ένα σπιράλ χάους και αταξίας μπροστά στο οποίο η σημερινή στιγμή φαντάζει ακόμα, αναμφίβολα ως belle époque.
Βρισκόμαστε στα 1938 του 21ου αιώνα. Πως φτάσαμε μέχρις εδώ; Δεν χρειαζόταν μαντικές ικανότητες, ή κάποια υψηλή γνώση της πλανητικής πραγματικότητας στην πρώτη αυγή του 21ου αιώνα, για να κατανοήσει κανείς ότι τα σαλπίσματα περί «τέλους της ιστορίας» τα οποία υποδέχθηκαν οι θιασώτες της παγκόσμιας (και στο μυαλό τους ‘αιώνιας’ –αυτό ακριβώς ήρθε να εκφράσει η ρητορική του ‘τέλους’) δυτικής ηγεμονίας, καλοσωρίζοντας ένα κόσμο όπου τα στρατεύματα, οι τράπεζες και οι πολυεθνικές τους θα ενεργούν προς κάθε αζιμούθιο, έμελλε πολύ σύντομα να διαψευσθούν οδηγώντας τον πλανήτη στην ακραία αντίθετη κατάσταση.
Το είπε προσφάτως ο Ντεμπρέ ότι «όπου δεν υπάρχουν σύνορα υψώνονται τείχη», και η στρατιωτικό-οικονομική παγκοσμιοποίηση της δυτικής κυριαρχίας διέπραξε ακριβώς αυτό το έγκλημα –με το να αξιώσει την καθολικότητά της, συνέβαλε να υψωθούν «τείχη» αμείλικτων πολιτισμικών συγκρούσεων κατανομής της ισχύος και του πλούτου, όχι μόνον στην Βαγδάτη ή το Χαλέπι, αλλά και στο Παρίσι, ή «προσεχώς» στο Βερολίνο, τον Λονδίνο.
Δεν χρειαζόταν και πολύ μυαλό για να το καταλάβει κανείς, ιδιαίτερα αφ’ ης στιγμής δημοσιοποιήθηκε στα διεθνή μέσα στοιχεία, που εμφάνιζαν κατά προσέγγιση τον αριθμό των στρατολογημένων στο ISIS Γάλλων, Γερμανών και Βρετανών πολιτών. Πράγμα που συνεπάγεται ότι από πίσω υφίστανται μηχανισμοί υποστήριξης και διασυνδέσεων μεταξύ της Συρίας ή του Ιράκ, και θυλάκων εντός των δυτικών κοινωνιών. Ήταν θέμα χρόνου, δηλαδή, αυτοί οι μηχανισμοί να ενεργοποιηθούν όχι μόνο για την «έμπρακτη αλληλεγγύη» σ’ έναν αγώνα τον οποίο οι ίδιοι αντιλαμβάνονται ως μια κεντρική μάχη της ισλαμιστικής εξτρεμιστικής «διεθνούς» (για να μιλήσουμε και με οικείους όρους»), αλλά και για την δημιουργία «ενός, δύο, πολλών Ράκα» στην ίδια την Ευρώπη –την οποία οι ίδιοι οι μηχανισμοί της παγκοσμιοποίησης που καθιέρωσε την έχουν καταστήσει τόσο διάτρητη όσο ένα ‘ελβετικό τυρί’.
Τώρα οι δυτικοί ηγέτες και ταγοί αυτής της παγκοσμιοποίησης προσπαθούν να ξορκίσουν με καταγγελίες αυτό που ήλθε, μάταια, γιατί στην πραγματικότητα ξεπήδησε από το δικό τους κεφάλι, πάνοπλο, σαν την Αθηνά από το κεφάλι του Δία. Too little, too late που λένε και οι Αγγλοσάξωνες.
Δεν υπάρχει καμία διάθεση φτηνού λαϊκιστικού «συμψηφισμού» σε όλες αυτές τις διαπιστώσεις, μόνο μια προσπάθεια να εκλογικευτεί η αλληλουχία των γεγονότων που μας έφερε μέχρι εδώ.
Τώρα; Τώρα τι; Τώρα τα γεγονότα, με μια φριχτή μαθηματική βεβαιότητα διολισθαίνουν προς τα εκεί που όλοι ψυχανεμίζονται:
«Τα ‘ανθρώπινα δικαιώματα’ είναι πολιτικό εργαλείο μέσα σε μια πλανητική κατάσταση, η πυκνότητα της οποίας καθιστά βέβαια απαραίτητη τη χρήση οικουμενιστικών ιδεολογημάτων, μέσα στην οποία όμως η δεσμευτική ερμηνεία των ιδεολογημάτων αυτών συνεχίζει να εναπόκειται στις διαθέσεις και στα συμφέροντα των ισχυρότερων εθνών. Τα ‘ανθρώπινα δικαιώματα’ υπόκεινται στην επαμφοτερίζουσα λογική αυτής της κατάστασης και αντικατοπτρίζουν τις αντιφάσεις και τις εντάσεις που σημαδεύουν κατά τρόπο δραματικό την παγκόσμια κοινωνία. Γι’ αυτό ο αγώνας για την ερμηνεία τους αναγκαστικά θα μετατραπεί σ’ έναν αγώνα μεταξύ ανθρώπων γύρω από ό,τι θεωρεί εκάστοτε ο καθένας τους ως δικό του αναφαίρετο δικαίωμα. Αυτός ο αγώνας περί ερμηνείας έχει αρχίσει από καιρό ανάμεσα σε ‘Βορρα’ και ‘Νότο’ ή ‘Δύση’ και ‘Ανατολή’ και οξύνεται στον βαθμό όπου τα δισεκατομμύρια του ‘Νότου’ ή της ‘Ανατολής’ ερμηνεύουν όχι τυπικά, παρά υλικά τα ‘ανθρώπινα δικαιώματα’, απαιτώντας μιαν ουσιαστική ανακατανομή του πλούτου χωρίς να τους ενδιαφέρει η ηθική των χορτασμένων. Όπως η εσωτερική λογική του ‘ελεύθερου εμπορίου’, έτσι και η εσωτερική λογική των ‘ανθρώπινων δικαιωμάτων’ θα στραφεί σύντομα εναντίον της Δύσης, και τότε αυτή θα εγκαταλείψει τις σημερινές ιδεολογικές της θέσεις» [Παναγιώτης Κονδύλης, Από τον 20ο στον 21ο αιώνα: Τομές στην πλανητική πολιτική περί το 2000, Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 1998, σελ. 67].
Μόνο που πλέον αυτός ο «αγώνας κατανομής» δεν έχει μόνον ως αντικείμενό του τον πλούτο, αλλά έχει μεταγραφεί στο υπαρξιακό πεδίο –είναι ταυτόχρονα σύγκρουση πολιτιστικών ταυτοτήτων, και σύγκρουση κατανομής. Και η Ευρώπη, ανεξάρτητα από το ποιός θα βρεθεί στο τιμόνι αυτής της διαδικασίας [ίσως εκείνος που έχει την πιο συμβατή πολιτικό-ιδεολογική τοποθέτηση, η οποία ούτως ή άλλως σταδιακά καθίσταται κυρίαρχη εντός των ευρωπαϊκών κοινωνιών], θα γυρέψει να περιφρουρήσει τα κεκτημένα της –η εκδοχή της ‘Ευρώπης-Φρούριο’ φαντάζει πλέον βέβαιη –με όλα όσα συνεπάγεται αυτό. Και το «φρούριο» δεν οχυρώνεται μόνον πίσω από τα δικά του τείχη –αλλά οργανώνει και εκστρατείες στην άμεση περίμετρό του, αξιώνοντας να διασφαλίσει την συνοχή του.
Από την άλλη, η Τουρκία έπαιξε και «έχασε». Τι έπαιξε όμως, και τι χάνει;
Στην Ελλάδα δεν έχουμε ακόμα συνείδηση* ότι το γειτονικό καθεστώς θεμελιώθηκε αποφασιστικά πάνω στις πολλαπλές γενοκτονίες του 1910-1922. Πράγμα το οποίο δεν είναι μοναχά θεωρητική ιστορική διαπίστωση, αλλά πραγματικότητα που λειτουργεί ακόμα και τώρα στην στρατηγική του. Κοινώς, από τις αρχές της δεκαετίας του 2010 το παραλήρημα νεο-οθωμανικής υπερεπέκτασης προς την Μέση Ανατολή στηρίχτηκε αποφασιστικά στην εργαλειοποίηση και την μόχλευση της βαρβαρότητας του Ισλαμικού Χαλιφάτου. Αυτό το γεγονός καταδεικνύεται περίτρανα από την μέχρι τα σήμερα άρνηση της τουρκικής εξουσίας να αναγνωρίσει την απειλή που αντιπροσωπεύει το Χαλιφάτο για την ανθρωπότητα –οι δηλώσεις του Αχμέτ Νταβούτογλου το καλοκαίρι του 2014, ότι το Ισλαμικό Κράτος δεν είναι τρομοκρατική οργάνωση αλλά μια «κατάσταση» που θρέφεται από την οργή και την δυσαρέσκεια, δεν αφήνουν καμία αμφιβολία ως προς αυτό.
Εκείνο που «χάνει» από αυτήν του την τοποθέτηση ήταν η απώτερη στόχευση των Ερντογάν Νταβούτογλου, να πείσουν τις ΗΠΑ και την Ε.Ε. ότι μπορούν να καταστούν επίκεντρο μιας ενδιάμεσης αυτοκρατορικής ηγεμονίας που θα εξασφαλίζει τη συνέχεια της σταθερότητας μεταξύ της Δύσης και της Άπω Ανατολής. Να αποδεχθούν δηλαδή την Τουρκία ως άξονα ενός «νεο-οθωμανικού κοσμοσυστήματος» που θα συνέχει και θα «ειρηνεύει» σχεδόν ολόκληρο τον Μουσουλμανικό κόσμο, αποτελώντας έτσι ανεξάρτητο εταίρο μιας παγκόσμιας κυριαρχίας. Αυτή είναι η απώτερη στόχευση της θεωρίας περί «Στρατηγικού Βάθους» που εκπόνησε ο Αχμέτ Νταβούτογλου — ένα είδος παλινόρθωσης του ‘modus vivendi’ που προέκυψε αφότου ο στρατός των Οθωμανών ηττήθηκε έξω από τα τείχη της Βιέννης, με όρους του 21ου αιώνα βέβαια.
Αυτό το παραλήρημα, το οποίο διακρίνεται από το αντίστοιχο του Χίτλερ μόνο στο ότι διατυπώθηκε με κομψούς και παραπλανητικούς όρους –το πατροπαράδοτο οθωμανικό ‘τακφίρ’ [προσποίηση] που βρίσκεται στα θεμέλια της τουρκικής πολιτικής δεοντολογίας– οδηγείται σε μια στρατηγική ήττα καθώς πλέον θα βρίσκει την Δύση απέναντί, και όχι δίπλα του. Ή αυτό, ή στην περίπτωση που αναδιπλωθεί, θα έχει να αντιμετωπίσει στο εσωτερικό της τη δράση του ίδιου τέρατος το οποίο εξέθρεψε – και αν στο Παρίσι υπάρχουν 50 ή 500 τζιχαντιστές, είναι βέβαιο ότι στην γειτονική χώρα βρίσκονται αρκετές δεκάδες χιλιάδες.
Το πρόβλημα με αυτήν την νέα διάταξη, είναι ότι το ρήγμα που διανοίγεται μεταξύ Δύσης και Ανατολής, βρίσκεται ακριβώς κάτω από τα δικά μας πόδια, της Ελλάδας. Είναι η μοίρα της μικρής χώρας των συνόρων, να μετεωρίζεται επικίνδυνα στο κενό καθώς μετακινούνται οι τεκτονικές πλάκες της ανθρωπότητας. Και μπροστά σε αυτό, το «μνημόνιο», η οικονομική κρίση δηλαδή, η οποία απορρόφησε τόσο μεγάλο μέρος της ενεργητικότητας τα τελευταία πέντε χρόνια δεν είναι παρά το πρελούδιο μιας πολύ σοβαρής γεωπολιτικής κρίσης, που θέτει επιτακτικό το ζήτημα της επιβίωσης για τον δικό μας τον λαό –μάλιστα στην πολύ ιδιαίτερη κατάσταση αδυναμίας και ανημποριάς στην οποία βρίσκεται.
Αρκεί να αντιπαραβάλλουμε την κρισιμότητα της κατάστασης με το… μέγεθος των πολιτικών προσωπικοτήτων που την διαχειρίζονται από την πλευρά της χώρας μας για να καταλάβουμε ότι έχουμε να κάνουμε με φιγούρες που κείνται υπό το μηδέν. Τι να διαχειριστεί ο εμφανιζόμενος πλέον ως «ζητιάνος» στις πανευρωπαϊκές συνδιασκέψεις Αλέξης Τσίπρας – που κυβερνάει μάλιστα υπό τις σημαίες της… αξιοπρέπειας (!)… Και πως θα απαντήσει στο αμείλικτο ερώτημα που θα τεθεί τις επόμενες ημέρες ή τους επόμενους μήνες, το τι θα κάνει η Ελλάδα μπροστά στο Φρούριο που ορθώνεται – προφανώς ανεξάρτητα από την μηδαμινή της βούληση. Θα μείνει απέξω; Θα μπει μέσα; Θα βρεθεί μια «τρίτη λύση» που θα την καθηλώσει ως στρατιωτικοποιημένη μεθοριακή ζώνη συγκράτησης των πληθυσμιακών πιέσεων, οι οποίες θα συνωθούνται προς τα τείχη της Ευρώπης Φρούριο; Άδηλον, ακόμα, αλλά ένα πράγμα είναι σαφές, και ως προς αυτό καλύτερα να μην κοροϊδεύουμε τους εαυτούς μας: Αν το διακύβευμα εξαρτιόταν από την εσωτερική δυναμική της χώρας, η γενικευμένη παρακμή πολιτικού συστήματος και κοινωνίας, αποτελεί εγγύηση για τα χειρότερα.
Σε αυτήν την πρώτη, άναρχη, και αναμφίβολα ελλιπή σταχυολόγηση των νέων δεδομένων θα πρέπει να προστεθεί και ένα τελευταίο σχόλιο πάνω στην φύση των σύγχρονων πληθυσμιακών μετακινήσεων –προσφυγικών ή μεταναστευτικών. Πρέπει να διακρίνουμε το ουσιώδες, το οποίο ταυτόχρονα συνιστά και κάτι το καινοφανές: Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, με κλιμακούμενη ένταση, βιώνουμε μια «κίνηση του εκκρεμούς» μεταξύ παγκόσμιας κοινωνικής και οικονομικής κρίσης, οικολογικής κρίσης, γεωπολιτικής κρίσης. Η ταλάντωση γίνεται με κλιμακούμενη ένταση –ανεπαισθήτως κατά την δεκαετία του 1990, πολύ εντονότερα μέσα στο 2000, με απίστευτη ταχύτητα την δεκαετία του 2010 όπου αυτές οι αλληλοτροφοδοτούμενες κρίσεις τείνουν αναμφίβολα να αγγίξουν το σημείο σύμπτωσης. Η πραγματικότητα του σύγχρονου μεταναστευτικού ζητήματος, συμπυκνώνει μέσα της όλες αυτές τις κρίσεις, καθώς οι άνθρωποι μετακινούνται ως αποτέλεσμα της ταυτόχρονης επίδρασης των συνεπειών τους: Πρόσφυγες πολέμου, οικονομικοί μετανάστες, περιβαλλοντικοί πρόσφυγες διαμορφώνουν ένα γιγάντιο ρεύμα μετακίνησης, κυρίως προς το προπύργιο της παγκόσμιας ευημερίας σε έκταση και εμβέλεια που δεν έχει προηγούμενο στην ανθρώπινη ιστορία.
Αυτές οι μεταναστεύσεις τείνουν να καταστούν η κεντρικότερη εκδήλωση της ολικής παγκόσμιας κρίσης. Ο κόσμος έτσι όπως τον γνωρίζαμε, και η ψευδαίσθηση ασφάλειας και βεβαιότητας που μετέδιδε αλαζονικά ο κυρίαρχος πολιτισμός του, αποσυντίθενται ραγδαία. Το παγκόσμιο σύστημα τείνει να κατακερματιστεί σε φρούρια ισχύος, που περιβάλλονται από ένα no man’s land χάους και αστάθειας. Τα πλήθη που έμειναν απ έξω, συνωθούνται προς τα τείχη των φρουρίων πασχίζοντας να εισέλθουν, με κάθε μέσο, στις εστίες σχετικής ασφάλειας.
Ζούμε την εποχή των τεράτων, και το χειρότερο είναι ότι οι πρότερες ψευδαισθήσεις που είχαμε, μας εκπαίδευσαν στο να γίνουμε σχεδόν αθεράπευτα χαζοχαρούμενοι. Γι’ αυτό και το σοκ της πρόσκρουσης με την πραγματικότητα είναι αμείλικτο.