«Να ζεις ή να μη ζεις»
Φίλιππος Σέρραρντ
Συνιστά ειρωνεία το γεγονός ότι τα λόγια της αγγλικής λογοτεχνίας που επικαλούμαστε ίσως πιο συχνά –«Να ζεις ή να μη ζεις, αυτό είναι το ερώτημα»[1]– είναι ενδεχομένως τα πιο παρεξηγημένα λόγια της αγγλικής λογοτεχνίας. Και το θεατρικό έργο από το οποίο προέρχονται, ενώ αποτελεί μάλλον το πιο συζητημένο από τα έργα του Σαίξπηρ, είναι επίσης εκείνο το έργο του οποίου η ερμηνεία αναγνωρίζεται ως η πλέον δύσκολη. Τούτο το σημείωμα αποσκοπεί μόνο στο να προτείνει τον τρόπο που αυτά τα λόγια αρμόζει να κατανοούνται και να δείξει πως –όταν ορθά κατανοούνται– προϊδεάζουν για το ουσιαστικό νόημα του όλου δράματος.
Τα λόγια «Να ζεις ή να μη ζεις» συνήθως εκλαμβάνονται ότι αναφέρονται στον βασικό –όπως νομίζεται– πυρήνα της τραγικής κατάστασης του Άμλετ: του ονειροπόλου που το πνεύμα του αρρωσταίνει και θολώνει από το χλωμό φέγγος της σκέψης[2] και η ηθική του φύση όντας πολύ ευαίσθητη ή πολύ δειλή δεν του επιτρέπει να ενεργεί σωστά και με ενάργεια, όταν το καθήκον τον καλεί σε δράση. Λέγεται πως σε τούτα τα λόγια αποτυπώνεται η αποφασιστικότητα και το δίλημμά του: πρέπει να παίξει το ρόλο που νομίζει ότι έχει καθήκον να φέρει εις πέρας ή πρέπει να τον αποφύγει διαπράττοντας αυτοχειρία; Το «Να ζεις» ερμηνεύεται πως σημαίνει να επιβεβαιώνεις τον εαυτό σου στον κόσμο της δράσης, ενώ το «Να μη ζεις» ταυτίζεται με το να μένεις ηθελημένα αμέτοχος, να αυτοκτονείς και να εισέρχεσαι στο βασίλειο του θανάτου.
Ότι, όμως, αυτά τα λόγια δεν επιδέχονται, στην πραγματικότητα, τούτη την ερμηνεία, καθίσταται ολοφάνερο από τις γραμμές που αμέσως μετά ακολουθούν και οι οποίες προσδιορίζουν το νόημά τους:
Τι είναι ευγενικότερο για τον νοήμονα άνθρωπο: να πάσχει βουβά
από τις πετριές και τα βέλη της ανελέητης μοίρας·
ή με άρματα ζωσμένος να στρέφεται ενάντια σ' ένα πέλαγος συμφορών
και, αντιπαλεύοντας, παντοτινό να δίδει τέλος;[3]
Αν κάποιος επιχειρήσει να συσχετίσει αυτές τις δύο εναλλακτικές με τις αντίστοιχες που προτάθηκαν στο προοίμιο του μονολόγου του Άμλετ, στοιχειοθετώντας το κεντρικό ερώτημα ολόκληρης της τραγωδίας —«Να ζεις ή να μη ζεις»—, τότε θα εννοήσει ότι το «Να ζεις» συνδέεται με το να υπομένεις τα χτυπήματα της αδυσώπητης μοίρας, και το «να μη ζεις» συνδέεται με το ζώνεσαι τ' άρματά σου ενάντια σ’ ένα πέλαγος αντιξοοτήτων. Είναι, συνεπώς, σαφές ότι η αυτο-επιβεβαίωση στον κόσμο της δράσης συνδέεται περισσότερο με την ανυπαρξία παρά με την ύπαρξη.
Για να καταλάβουμε ότι η ερμηνεία αυτή δεν παρεκκλίνει από την πραγματικότητα, δεν έχουμε παρά να θυμηθούμε ότι ο Άμλετ εντάσσεται σ' ένα χριστιανικό περιβάλλον και περαιτέρω να θυμηθούμε ότι το συγκεκριμένο περιβάλλον κυριαρχείται από τα νοητικά και αξιακά πρότυπα της Αυγουστινιανής-Θωμιστικής παράδοσης. Σύμφωνα με αυτήν την παράδοση, ειδικά μάλιστα με την Αυγουστινιανή, ο υλικός κόσμος –ο κόσμος των αισθήσεων κι ακόμα η ίδια η ιστορία– αποστερείται σε τέτοιο βαθμό τις ποιότητες της μορφής, ώστε να μπορεί ουσιαστικά να λεχθεί ότι λείπει απ' αυτόν κάθε αληθινή ή εγγενής πραγματικότητα. Μόνο ό,τι έχει μορφή, έχει πραγματικότητα, ή –για να το θέσουμε με άλλο τρόπο– μόνο ό, τι έχει μορφή, έχει ύπαρξη. Ο Θεός, που είναι αυτοΰπαρξη, είναι επίσης η υπέρτατη «μορφική» αρχή. Όμως η ύλη καθεαυτή είναι ουσιαστικά το αντίθετο του Θεού. Καθεαυτήν απογυμνώνεται τόσο από κάθε μορφή, ώστε είναι δυνατό να λέγεται ότι δεν μετέχει στην αληθινή ύπαρξη και να περιγράφεται κυρίως ως μη ύπαρξη, το οποίο ισοδυναμεί με την παραδοχή ότι μπορεί προσφυέστερα να υπαχθεί στη σφαίρα του διαβόλου, καθότι ο διάβολος είναι η κατ' εξοχήν άρνηση της ύπαρξης. Γι’ αυτό το λόγο, ο κόσμος της υλικότητας –και ακόμα ο ίδιος ο άνθρωπος, στον βαθμό που δια της πτώσεως χωρίστηκε από τον Θεό, προσκολλήθηκε στον κόσμο και εκτυλίσσει εντός αυτού την ιστορία του– έχει πωληθεί και τεθεί στην αιχμαλωσία του διαβόλου. Αυτός ο κόσμος, και ο άνθρωπος εντός του κόσμου, συνιστούν πηλό «σκεύους ατιμίας»[4], νεκρό κουφάρι σε αποσύνθεση, κήπο αφανισμένο από βλάστηση τυφλή και οργιώδη, σχήμα πρόσκαιρο καταδικασμένο στη λήθη[5].
Άπαξ και γίνουν τα παραπάνω κατανοητά, τα λόγια του Άμλετ αποχτούν μια σημασία της οποίας η πρακτική ερμηνεία είναι δυναμικά αντίθετη εκείνης που συνήθως προσδίδεται σε αυτά. Το «Να ζεις», απέχοντας πολύ από το να σημαίνει ότι εισέρχεσαι στον κόσμο της δράσης, ερμηνεύεται ως υπέρβαση αυτού του κόσμου δια της πιστής τηρήσεως των θεϊκών εντολών∙ ενώ το «να μη ζεις», απέχοντας πολύ από το να σημαίνει ότι πεθαίνεις ή ότι διαπράττεις αυτοχειρία, ερμηνεύεται ως είσοδος στον κόσμο της ιστορίας και εμπλοκή στις δραστηριότητές του. Το «Να ζεις», με άλλα λόγια, είναι το να προσκολλάσαι στον Θεό, να προσκολλάσαι σ’ εκείνον τον κόσμο της Ύπαρξης που είναι η μόνη αληθινή πραγματικότητα. Το «να μη ζεις» είναι το να εισέρχεσαι στην ψευδή, μη πραγματική διάσταση του χρόνου και του χώρου και να ενεργείς σύμφωνα με τους δικούς τους κανόνες∙ είναι το να εισέρχεσαι στον κόσμο των πραγμάτων που εξουσιάζονται και κυριαρχούνται από τον διάβολο, τουτέστιν στη σφαίρα της μη ύπαρξης, της ψευδαίσθησης και του κακού, της ρευστότητας και της παροδικότητας, του θανάτου και της διαφθοράς. Κανένας απ’ όσους έχουν –έστω και ελάχιστη– γνώση τoυ χριστιανικού πλαισίου μέσα στο οποίο ξετυλίγεται η δραματική πλοκή του Άμλετ, δεν θα μπορούσε να εννοήσει ότι το «να μη ζεις» συνεπάγεται την αυτοκτονία ή ότι «θάνατος» σημαίνει είσοδο στον κόσμο της –φυσικώς νοουμένης– ανυπαρξίας. Ομοίως, κανένας απ’ αυτούς δεν θα μπορούσε να εννοήσει ότι το «Να ζεις» σημαίνει κάτι λιγότερο από ένωση με τον Θεό, την Αυτοΰπαρξη και πηγή όλων των υπάρξεων –μια ένωση που, ειδικότερα, απαιτεί ένα είδος θανάτου ή αυτό καθεαυτό το «θνήσκειν», ίσως όχι με τη φυσική έννοια του όρου, αλλά με την έννοια της θυσίας του «ιδίου» θελήματος και της «ιδίας» ψυχής, προκειμένου να τηρηθούν οι θείες εντολές και να επιτευχθεί η ομοίωση με τον Θεό.
Εδώ ακριβώς, υπό το φως της ερμηνείας αυτής της φράσης που επικαλούμαστε τόσο συχνά, μπορούμε να εγκολπωθούμε το κεντρικό ερώτημα της τραγωδίας του Άμλετ, ν’ αγγίξουμε την καρδιά, να ψηλαφίσουμε την ουσία της. Κοντολογίς, ο Άμλετ αρνείται να θυσιάσει το θέλημά του και την ψυχή του. Ως ύπαρξη που, όπως αυτοπροσδιορίζεται, κείται «μεταξύ γης και ουρανού»[6], επιλέγει, όχι τον ουρανό, αλλά τη γη· όχι την ύπαρξη, αλλά τη μη ύπαρξη· ευθυγραμμίζεται με τον κόσμο και με τον διάβολο και υποτάσσεται στους νόμους τους. Υπό μίαν έννοια, συνάπτει συμβόλαιο με τον διάβολο. Η τραγωδία του Άμλετ σχετίζεται ποικιλοτρόπως με εκείνην του Φάουστ, καθώς η τελευταία αφορά, επίσης, σε κάποια αθάνατη ψυχή που προοδευτικά παγιδεύτηκε στα δίχτυα του διαβόλου και οδηγήθηκε στην απώλεια.
Άπαξ και γίνουν τούτα κατανοητά, κάθε φάση του έργου, καθώς ξετυλίγεται, τοποθετείται στη σωστή της θέση και αναγνωρίζεται η αληθινή δραματική της αξία. Χρειάζεται, σε αυτό το σημείο, να παραθέσουμε ένα ή δύο παραδείγματα προς επίρρωση των ισχυρισμών μας. Ας πάρουμε, επί παραδείγματι, το φάντασμα, την προσταγή που αυτό απευθύνει στον Άμλετ και όλα εκείνα που η προσταγή τούτη υποδηλώνει. Το φάντασμα που προσλαμβάνει τη μορφή του «ευγενούς πατέρα», προστάζει τον Άμλετ να εκδικηθεί «τον άδικο και αποτρόπαιο θάνατο» του πατέρα του[7]. Αυτό το επιτακτικό αίτημα γίνεται δεκτό από τον Άμλετ ως ισοδύναμο θείου παραγγέλματος. Ο Άμλετ, δηλαδή, «εντέλλεται από τον Θεό» να εκδικηθεί τον φόνο του πατέρα του. Πλην όμως τέτοια εντολή βρίσκεται σε πλήρη ασυμφωνία με τις χριστιανικές εντολές. «Ἐμοὶ ἐκδίκησις» λέει ο Κύριος «ἐγὼ ἀνταποδώσω»[8]. «Μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε»[9]. Δεν υπάρχει τίποτα πιο ευκρινές και ξεκάθαρο. Καμία αγία ή θεία ύπαρξη και βέβαια καμία χριστιανική ψυχή που εκζητεί την απολύτρωση, δεν θα ήταν δυνατό να προτρέψει τον Άμλετ να εκδικηθεί το θάνατο του πατέρα του σκοτώνοντας τον δολοφόνο του. Τέτοια πράξη θα συνιστούσε διακωμώδηση του χριστιανικού προτάγματος και της θεμελιώδους χριστιανικής αρχής: ο Αιώνιος Κύριος έχει θεσπίσει –από καταβολής– τον απαρασάλευτο νόμο Του ενάντια στην αυτοχειρία και επίσης, με τον ίδιο αποφασιστικό και αμετάθετο τρόπο, ενάντια στην αφαίρεση άλλων ζωών στο όνομα της προσωπικής εκδίκησης.
Εξάλλου, κανένας άγιος ή θείος απεσταλμένος δεν θα προσλάμβανε τη μορφή ενός φαντάσματος. Τα φαντάσματα στεγάζουν υπάρξεις που δεν γνωρίζουν εξομολόγηση και μετάνοια. Είναι μεταμφιέσεις του διαβόλου, των δαιμόνων που στοιχειώνουν τον κάτω κόσμο. Το φάντασμα του Άμλετ εμφανίζεται αρχικά ως κάτι ένοχο. Είναι ένα ένοχο κάτι. Είναι ο πειραστής του Άμλετ. Τον πειράζει με την προτροπή να αναλάβει τον ρόλο του εκδικητή· να τολμήσει να ξεχωρίσει, με το φως της μη αγιασμένης λογικής του, το καλό από το κακό· να πάρει το νόμο στα χέρια του, επιχειρώντας να τον αποσπάσει από τα χέρια του Θεού. Τον παροτρύνει να εισέλθει στον κόσμο της μη ύπαρξης και της εκμηδένισης. Και ο Άμλετ συγκατατίθεται στη δαιμονική υποβολή. Παραδίδεται σε αυτήν και έτσι θέτει πλέον σε κίνηση την προσωπική του τραγωδία. Ωστόσο, στην πραγματικότητα, έχει ήδη θέσει, υπό μίαν έννοια, την προσωπική του τραγωδία σε κίνηση, πριν ακόμα συναντηθεί με το φάντασμα, όταν καυχιέται πως η ψυχή του είναι άτρωτη από κάθε δαιμονική προτροπή:
Όσο για την ψυχή μου, πώς μπορεί να τη βλάψει,
Αφού είναι αθάνατη σαν εκείνο[10].
Το έργο αυτό παρουσιάζει ακριβώς τι μπορεί να κάνει ο διάβολος σε μιαν αθάνατη ψυχή, όταν έστω και μια φορά αποκτήσει πρόσβαση σε αυτήν.
Οι συνέπειες της υποχώρησης του Άμλετ στον διάβολο καθρεπτίζονται καθαρά στη δεινή κατάσταση που περιέρχεται η Οφηλία. Η Οφηλία είναι η εικόνα της ψυχής του Άμλετ: και ό, τι συμβαίνει στην Οφηλία είναι ακριβώς εκείνο που συμβαίνει σε κάθε όμοια ψυχή όταν η ικανότητα αυτοκυριαρχίας της –η θεοειδής αυτή ικανότητα της ψυχής– χάνει την επαφή της με τον Θεό, «αποσυντονίζεται και εκπέμπει ήχους παράταιρους και τραχείς»[11], καθώς εγκαταλείπεται στις χαοτικές δυνάμεις της αταξίας και της ηθικής εξαχρείωσης. Ουσιαστικά, ο Άμλετ σκοτώνει την ίδια του την ψυχή. Και δεν είναι τυχαίο που ο θάνατος της Οφηλίας, επέρχεται μέσα στο νερό, γιατί το νερό είναι το σύμβολο του ρευστού και παροδικού κόσμου –της μη ύπαρξης– στον οποίο ο Άμλετ έχει πωλήσει την ψυχή του. Όταν η ευγενική αρχή του νου –μέσω της οποίας καθίσταται εφικτή η προσκόλληση στον Θεό– ανατρέπεται, τότε ο άνθρωπος ακολουθεί, αναπόφευκτα, κατηφορική πορεία μέχρι την τελική καταστροφή του. Ο Άμλετ, πριν την τραγική του κατάληξη, χρεώνεται, άμεσα ή έμμεσα, έξι φόνους, εκ των οποίων ο ένας είναι και πράξη βασιλοκτονίας –που στο συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο– ισοδυναμεί με ένα είδος θεοκτονίας, γιατί «θεϊκό στεφάνι προστατεύει το βασιλιά»[12]· έχει, ωστόσο, ήδη επισημάνει εμφατικά την παγίδευσή του στα αδίστακτα και ανελέητα πλοκάμια του εχθρού, αναφωνώντας:
Το πνεύμα που αντίκρισα
Μπορεί να είναι δαίμονας∙ κι ένας δαίμονας έχει τη δύναμη
Να μεταμφιέζεται κατάλληλα, ναι, και ίσως…
Καταχράται την εμπιστοσύνη μου για να με σύρει στην καταστροφή[13]
Με άλλα λόγια, η τραγωδία του Άμλετ είναι η αρχαία τραγωδία της ύβρεως. Είναι η τραγωδία του ανθρώπου που τοποθετεί τον εαυτό του στον θρόνο του Θεού ή επιχειρεί να γίνει Θεός βασιζόμενος στον εαυτό του και τις φυσικές του δυνατότητες. Είναι μια αναπαράσταση, με όρους ανθρώπινου δράματος, της αρχέγονης ανταρσίας του διαβόλου ενάντια στον Θεό, η προέκταση της ανθρώπινης πτώσης από την ύπαρξη στη μη ύπαρξη, από τη βαθιά στοχαστική όραση –και το είδος δράσης που αυτή συνεπάγεται– στην τυφλή, αλαζονική, ιδιοτελή δράση του ανθρώπου που διακηρύσσει την ανεξαρτησία του και αναγορεύει τον εαυτό του κύριο της μοίρας του και της μοίρας εκείνων που τον περιβάλλουν· κριτή, τιμωρό και «ιερέα» των άλλων· επαληθεύσιμο, με τη βία, κύριο της ιστορίας. Γιατί πραγματικά κανένας δεν εξουσιάζεται από τον δαίμονα περισσότερο απ’ όσο εκείνος που μετέρχεται τέτοιους τρόπους και θαρρεί πως ζωσμένος τ’ άρματά του μπορεί ν’ αντιμετωπίσει μόνος έναν ωκεανό από αντιξοότητες· πιστεύει ότι έχει κάποιο ειδικό θεόσδοτο καθήκον ν’ αποκαταστήσει την τάξη σ’ έναν αποδιοργανωμένο κόσμο[14] ή να θεραπεύσει τα κακώς κείμενα του κόσμου, αποβάλλοντας ό, τι είναι σάπιο μέσα σ’ ένα κράτος[15]. «Ἐμοὶ ἐκδίκησις» λέει ο Κύριος «ἐγὼ ἀνταποδώσω». «Μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε».
[1] “To be, or not to be: that is the question” (Hamlet, Act 3, Scene 1, 56).
[2] “Thus conscience does make cowards of us all,/And thus the native hue of resolution/Is sicklied o'er with the pale cast of
thought” (Hamlet, Act 3, Scene 1, 84-86).
[3] “Whether 'tis nobler in the mind to suffer/The slings and arrows of outrageous fortune,/Or to take arms against a sea of
troubles,/And by opposing end them?” (Hamlet, Act 3, Scene 1, 57-60).
[4] Η έκφραση “lump of perdition” παραπέμπει στο χωρίο « ἢ οὐκ ἔχει ἐξουσίαν ὁ κεραμεὺς τοῦ πηλοῦ, ἐκτοῦ αὐτοῦ
φυράματος ποιῆσαι ὃ μὲν εἰς τιμὴν σκεῦος, ὃ δὲ εἰς ἀτιμίαν;» (Προς Ρωμαίους, 9:21)
[5] “Tis an unweeded garden/That grows to seed/Things rank and gross in nature/Possess it merely” (Hamlet, Act I, Scene 2, 139-
141).
[6] “What should such fellows as I do crawling between earth and heaven? We are arrant knaves all; believe none of us. Go thy
ways to a nunnery” (Hamlet, Act 3, Scene 1, 138-140): «Γιατί κάτι τέτοιοι τύποι σαν κι εμένα να έρπουν μεταξύ γης και
ουρανού; Είμαστε όλοι –πέρα για πέρα– απατεώνες· κανέναν από εμάς να μην πιστεύεις. Φύγε. Ο δικός σου δρόμος σε
μοναστήρι να σε οδηγήσει».
[7] “Revenge his foul and most unnatural murder” (Hamlet, Act 1, Scene 5, 31)
[8] Προς Ρωμαίους, 12:19
[9] Κατά Ματθαίον 7:1, Κατά Λουκάν 6:37, Κατά Ιωάννην 3:17, 5:22, 8:10-11, 8:15, 12:47-48
[10] “And for my soul, what can it do to that/Being a thing immortal as itself” (Act 1, Scene 4, 74-75).
[11] “Now see that noble and most sovereign reason/Like sweet bells jangled, out of tune and harsh;” (Act 3, Scene 1, 158-159)
[12] “There’s such divinity doth hedge a king” (Act 4, Scene 5, 138)
[13] “The spirit, that I have seen,/May be a devil; and the devil hath power/To assume a pleasing shape, yea, and perhaps/…/
Abuses me to damn me” (Act 2, Scene 2, 627-632).
[14] “The time is out of joint. O cursèd spite,/That ever I was born to set it right!” (Act 1, Scene 5, 190-191).
[15] “Something is rotten in the state of Denmark” (Act 1, Scene 4, 95).
Η απόδοση έγινε το Δεκέμβρτιο του 2017 από τον Αναστάσιο Θεοφιλογιαννάκο. Παραθέτουμε το Αγγλικό κείμενο: Source: Studies in Comparative Religion, Vol. 11, No. 4. (Autumn, 1977). © World Wisdom, Inc.
Πηγή: Ἀντίφωνο