Ο ΑΓΙΟΣ ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ

agios-aristeidis

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ
ὁ ἐν Ἀθήναις δι’ ἀγχόνης τελειωθεὶς ἔνθεος φιλόσοφος
καὶ φλογερὸς ἀπολογητής

Γράφει ὁ Ἀριστείδης Θεοδωρόπουλος

Μέσα στὴ μακρόχρονη πορεία τῆς ἐνδόξου ἱστορίας τῆς Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἀθηνῶν διέλαμψαν ἀπὸ τοὺς πρώτους κιόλας χριστιανικοὺς αἰῶνες φωτεινὲς καὶ ἁγιασμένες μορφὲς ποὺ ἀγωνίστηκαν μὲ σθένος καὶ παρρησία γιὰ τὴν κατάρριψη τῆς πλάνης τῶν εἰδώλων καὶ τὴ θεμελίωση τῆς διδασκαλίας τοῦ χριστιανισμοῦ. Ἀνάμεσα σ’ αὐτοὺς τοὺς φωταυγεῖς πνευματικοὺς ἀστέρες ποὺ λαμπρύνουν τὸ πνευματικὸ στερέωμα, συναριθμεῖται καὶ ὁ «τῷ Χριστῷ προσηνεχθεὶς θυσία ἄμωμος καὶ ὁλοκάρπωμα θεῖον αἰωρηθεὶς ἀπηνῶς ἐν ἀγχόνῃ», ὅπως ψάλλει ὁ ἱερὸς ὑμνωδός, ἠγλαϊσμένος καὶ στεφανηφόρος μάρτυς τοῦ Χριστοῦ, Ἅγιος Ἀριστείδης, ὁ ἐπιφανὴς αὐτὸς Ἀθηναῖος φιλόσοφος καὶ φλογερὸς ἀπολογητὴς τοῦ 2ου μ.Χ. αἰώνα, τὸν ὁποῖο ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας τιμᾶ καὶ γεραίρει στὶς 13 Σεπτεμβρίου. Ὁ κλεινὸς αὐτὸς γόνος τῶν Ἀθηνῶν καὶ θαρραλέος ὁμολογητὴς τῆς χριστιανικῆς πίστεως κατέστη εὐρέως γνωστὸς στὴν Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία καὶ Πατρολογία ἀπὸ τὴν ἀρχαιότερη σωζόμενη ἀπολογία του ὑπὲρ τῶν διωκομένων χριστιανῶν, ποὺ φέρει τὸν τίτλο «Περὶ θεοσεβείας» καὶ ἡ ὁποία τὸν ἀνέδειξε σὲ ἐγκαλλώπισμα καὶ θησαύρισμα μέσα στὴν εὐλογημένη χορεία τῶν διδασκάλων καὶ ἀπολογητῶν τῆς χριστιανικῆς πίστεως.

Ὁ ὑμνηθεὶς ὡς «ὡράισμα» τῆς Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἀθηνῶν ἅγιος Ἀριστείδης γεννήθηκε καὶ διέλαμψε κατὰ τὸν 2ο μ.Χ. αἰώνα στὴν περιώνυμη πόλη τῶν Ἀθηνῶν, ἡ ὁποία ὑπῆρξε ἀνέκαθεν σπουδαιότατο πολιτιστικὸ καὶ καλλιτεχνικὸ κέντρο, ἀφοῦ συνέβαλε ἀποφασιστικὰ στὴν ἐξέλιξη τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ καὶ τὴν ἀνοδικὴ πορεία τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος. Ἔμεινε γνωστὸς μὲ τὸν τίτλο «ὁ φιλόσοφος», ἀφοῦ σπούδασε κλασικὴ φιλοσοφία στὴν περίφημη Φιλοσοφικὴ Σχολὴ τῶν Ἀθηνῶν. Ἡ πνευματικὴ ὅμως ἀκτινοβολία τῶν δύο χαρισματικῶν καὶ φωτισμένων Ἀθηναίων ἱεραρχῶν, τοῦ ἁγίου Ἰεροθέου καὶ τοῦ ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου, οἱ ὁποῖοι κήρυτταν στὸ περιώνυμο «κλεινὸν ἄστυ» Σταυρωθέντα καὶ Ἀναστάντα Κύριο, σαγήνευσε τὸν διαπρεπῆ Ἀθηναῖο φιλόσοφο Ἀριστείδη σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε ἐγκολπώθηκε τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ ὡς τὸν μόνο ἀληθινὸ Θεό, ἀφοῦ προηγουμένως κατέστη περίδοξος καὶ εὐπειθέστατος μαθητής τους. Μάλιστα οἱ δύο αὐτοὶ ἐπιφανεῖς καὶ θεόπνευστοι ἐπίσκοποι τῆς πόλεως τῶν Ἀθηνῶν μεταλαμπάδευσαν τόσο βαθιὰ τὴ χριστιανικὴ πίστη στὸν μέχρι πρότινος εἰδωλολάτρη φιλόσοφο Ἀριστείδη, ὥστε ἀργότερα ἀναδείχθηκε ἔνθερμος ὑπερασπιστὴς τοῦ χριστιανισμοῦ καὶ τοῦ ἤθους τῶν χριστιανῶν, διαπρύσιος κήρυκας τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ ἀκλόνητος στύλος τῶν διωκομένων χριστιανῶν.

Ὁ μεταστραφεὶς στὸν χριστιανισμὸ ἐπιφανὴς Ἀθηναῖος φιλόσοφος συνέβαλε ἀποφασιστικὰ καὶ δυναμικὰ στὴν ἑδραίωση καὶ διάδοση τοῦ μηνύματος τῆς χριστιανικῆς ἀλήθειας στὴν «κατείδωλον» πόλη τῶν Ἀθηνῶν καὶ ἀγωνίστηκε μὲ τὴ φλογερή του πίστη καὶ τὸ σθεναρό του φρόνημα σὲ μία ἰδιαίτερα δύσκολη καὶ κρίσιμη ἐποχὴ γιὰ τὴν πορεία τῆς Ἐκκλησίας. Ἄλλωστε ὁ ἀγώνας του γιὰ τὴν ὑπεράσπιση τῆς ἀκραιφνοῦς χριστιανικῆς πίστεως καὶ τῶν αἰωνίων ἀληθειῶν τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἰδιαίτερα ἐπίπονος καὶ ἐπικίνδυνος, ἀφοῦ οἱ εἰδωλολάτρες ἔπρεπε νὰ ἐπηρεαστοῦν θετικὰ ὑπὲρ τῆς πίστεως στὸν ἕναν καὶ ἀληθινὸ Θεὸ καὶ νὰ σταματήσει ἡ ἰουδαϊκὴ ἀμφισβήτηση ἔναντι τοῦ χριστιανισμοῦ.

Ὅμως τὴν ἐποχὴ αὐτὴ οἱ σκληροὶ διωγμοὶ ἐναντίον τῶν χριστιανῶν τῆς Ρώμης, ἔθεσαν σὲ μεγάλο κίνδυνο καὶ τοὺς χριστιανοὺς τῆς Ἀθήνας ποὺ ἀποτελοῦσαν μία ὀλιγάριθμη χριστιανικὴ κοινότητα. Σ’ αὐτὴ τὴν κρίσιμη χρονικὴ στιγμὴ ὁ εὐγλωττότατος Ἀθηναῖος χριστιανὸς φιλόσοφος Ἀριστείδης ἀνέλαβε μὲ ἀξιομνημόνευτη παρρησία τὴν ὑπεράσπιση τῶν διωκομένων χριστιανῶν. Ἔτσι αἰσθανόμενος τὴν ἀνάγκη νὰ ἀποκρούσει τὶς ἄδικες καὶ ἀήθεις κατηγορίες, ποὺ εἶχαν προσάψει οἱ εἰδωλολάτρες ἐναντίον τῶν χριστιανῶν, ἀλλὰ καὶ νὰ ὑπεραμυνθεῖ τῆς ἐναρέτου βιοτῆς τους καὶ τῆς ὑπεροχῆς τῆς διδασκαλίας τοῦ χριστιανισμοῦ ἔναντι τῶν ἄλλων θρησκειῶν, συνέγραψε τὴν περίφημη ἀπολογία «Περὶ θεοσεβείας», ποὺ ἀποτελεῖ καὶ τὸ ἀρχαιότερο σωζόμενο ἀπολογητικὸ κείμενο. Στὴν ἀπολογία αὐτή, ἡ ὁποία ἐπιδόθηκε στὸν αὐτοκράτορα Ἀδριανὸ (117-138) σύμφωνα μὲ τὸν ἐκκλησιαστικὸ ἱστορικὸ Εὐσέβιο ἢ στὸν διάδοχό του, Ἀντωνίνο τὸν Εὐσεβῆ (138-161) σύμφωνα μὲ τὴ συριακὴ μετάφραση τῆς ἀπολογίας, καταρρίπτεται ἡ πίστη στοὺς εἰδωλολατρικοὺς θεούς, στηλιτεύεται ὁ ἔκλυτος βίος τῶν εἰδωλολατρῶν καὶ προβάλλεται ἡ ὑπεροχὴ τῆς χριστιανικῆς πίστεως.

Τὸ ἀπολογητικὸ αὐτὸ κείμενο ποὺ ἀποτελεῖ πνευματικὸ καρπὸ τῆς ἄρτιας γνώσεως τοῦ Ἁγίου τόσο στὴν Ἁγία Γραφὴ ὅσο καὶ στὰ κυρίαρχα φιλοσοφικὰ ρεύματα τῆς ἐποχῆς του, ἀποτελεῖται συνολικὰ ἀπὸ δέκα ἑπτὰ κεφάλαια. Στὴν ἀρχὴ προσπαθεῖ νὰ δημιουργήσει κλίμα εὐμενοῦς ἐπικοινωνίας μὲ τὸν αὐτοκράτορα, ἀφοῦ ὁμολογεῖ ὅτι ἦρθε στὸν κόσμο «προνοίᾳ Θεοῦ» καὶ ἀφοῦ παρατήρησε τὴ γῆ, τὴ θάλασσα καὶ τὸν ἥλιο, θαύμασε τὴν «διακόσμησιν τούτων». Κατόπιν ὁμολογεῖ ὅτι παρατηρώντας «τὸν κόσμον καὶ τὰ ἐν αὐτῷ πάντα» κατανόησε ὅτι ὅλα κινοῦνται καὶ συγκροτοῦνται ἀπὸ τὸν Θεό, ἀφοῦ «πᾶν τὸ κινοῦν ἰσχυρότερον τοῦ κινουμένου καὶ τὸ διακρατοῦν ἰσχυρότερον τοῦ διακρατουμένου ἐστίν». Γι’ αὐτὸ καὶ ὁμολογεῖ ὅτι ὁ Θεὸς ἐκ τῆς φύσεώς Του εἶναι ἀσύλληπτος, αὐτογενὲς εἶδος, ἄναρχος, ἀτελεύτητος, ἀπεριόριστος, ἄρρητος, ἐνῶ δὲν ἔχει ὀργὴ καὶ ὀργιλότητα, δὲν πλανᾶται καὶ δὲν λησμονεῖ, δὲν ἔχει τὴν ἀνάγκη θυσίας καὶ σπονδῆς, ἀφοῦ ὅλοι καὶ ὅλα Τὸν ἔχουν ἀπόλυτη ἀνάγκη.

Στὴ συνέχεια διαιρεῖ τοὺς ἀνθρώπους σὲ τρία γένη ἀνάλογα μὲ τὶς θρησκευτικές τους ἀντιλήψεις. Ἔτσι ὑπάρχουν οἱ Ἐθνικοί, δηλαδὴ οἱ προσκυνητὲς τῶν εἰδωλολατρικῶν θεῶν ποὺ ὑποδιαιροῦνται σὲ Χαλδαίους, Ἕλληνες καὶ Αἰγυπτίους, οἱ Ἰουδαῖοι καὶ οἱ Ἕλληνες. Γιὰ τοὺς Χαλδαίους ὑποστηρίζει ὅτι ἔπεσαν σὲ μεγάλη πλάνη, ἀφοῦ χαρακτηριστικὰ ἀναφέρει ὅτι «Πλάνην μεγάλην ἐπλανήθησαν οἱ Χαλδαῖοι ὀπίσω τῶν ἐπιθυμημάτων αὐτῶν, σέβονται γὰρ τὰ φθαρτὰ στοιχεῖα καὶ τὰ νεκρὰ ἀγάλματα καὶ οὐκ αἰσθάνονται ταῦτα θεοποιούμενοι». Ὅμως καὶ οἱ Ἕλληνες στηλιτεύονται ἀπὸ τὸν ἅγιο Ἀριστείδη, ἀφοῦ δὲν πιστεύουν στὸν ἕνα καὶ ἀληθινὸ Θεό, ἀλλὰ μένουν προσηλωμένοι στοὺς ψεύτικους εἰδωλολατρικοὺς θεοὺς τοῦ ἑλληνικοῦ πανθέου μὲ τὸν ἔκλυτο βίο τους. Ἀναφέρει μάλιστα χαρακτηριστικὰ γι’ αὐτούς: «ἐμωράνθησαν χεῖρον τῶν Χαλδαίων, παρεισάγοντες θεοὺς πολλοὺς γεγενῆσθαι, τοὺς μὲν ἄρρενας, τὰς δὲ θηλείας, παντοίων δούλους παθῶν καὶ παντοδαπῶν δημιουργοὺς ἀνομημάτων». Μάλιστα ἡ πλάνη τῶν εἰδωλολατρικῶν θεῶν, τοὺς ὁποίους οἱ Ἕλληνες παρουσιάζουν ὡς μοιχούς, δολοφόνους, κλέφτες, πατροκτόνους καὶ ἀδελφοκτόνους, προκάλεσε στὴν ἀνθρωπότητα πολέμους, λοιμούς, σφαγὲς καὶ αἰχμαλωσίες, γεγονὸς ποὺ ἀποδεικνύει τὴν ἔκπτωση τῶν ψεύτικων θεῶν τῶν Ἑλλήνων καὶ τὴν ἀδυναμία ἐπιστροφῆς τους στὸν ἀληθινὸ Θεό. Ἐνδεικτικὸ εἶναι ὅτι ὁ ἅγιος Ἀριστείδης παρουσιάζει λεπτομερῶς τὰ στοιχεῖα ἐκεῖνα γιὰ κάθε εἰδωλολατρικὸ θεὸ ποὺ ἀποδεικνύουν τὴν ἠθικὴ ἔκπτωσή του. Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ἀναδεικνύεται καὶ θεμελιώνεται ἡ ἀνωτερότητα τῆς διδασκαλίας τοῦ χριστιανισμοῦ καὶ ἡ ὑπεροχὴ τοῦ ἤθους τῶν χριστιανῶν. Ἀναφορικὰ μὲ τοὺς Αἰγυπτίους ἐπισημαίνει ὅτι ἐπέδειξαν μεγάλη ἀφροσύνη, ἀφοῦ θεοποίησαν καὶ λάτρευσαν τὰ ζῶα: «ἀλλ’ ἔτι καὶ ἄλογα ζῶα παρεισήγαγον θεοὺς εἶναι χερσαῖα τε καὶ ἔνυδρα καὶ τὰ φυτὰ καὶ βλαστά, καὶ ἐμιάνθησαν ἐν πάσῃ μανίᾳ καὶ ἀσελγεία χεῖρον πάντων τῶν ἐθνῶν ἐπὶ τῆς γής». Ἰδιαίτερη βαρύτητα ἔχει ἡ ἄποψη τοῦ Ἁγίου γιὰ τοὺς Ἕλληνες λόγιους καὶ σοφούς, ἀφοῦ κρίνονται μὲ βάση τοὺς νόμους, τοὺς ὁποίους αὐτοὶ οἱ ἴδιοι θέσπισαν. Αὐτὸ σημαίνει κατὰ τὴν ἄποψη τοῦ Ἁγίου ὅτι ἐὰν οἱ νόμοι εἶναι δίκαιοι, τότε οἱ θεοὶ ποὺ διέπραξαν διάφορα ἀνομήματα, εἶναι ἄδικοι, ἐνῶ ἐὰν οἱ ἁμαρτωλὲς πράξεις τους εἶναι ὀρθές, τότε οἱ νόμοι εἶναι ἄδικοι, διότι θεσμοθετήθηκαν ἐναντίον τῶν θεῶν. Γι’ αὐτὸ καὶ αὐτοὶ ποὺ λατρεύονται ὡς θεοὶ ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες, εἶναι ψεύτικοι: «ταῦτα πάντα τὰ πολύθεα σεβάσματα πλάνης ἔργα καὶ ἀπωλείας», ἐνῶ ὁ ἀληθινὸς Θεὸς εἶναι Ἐκεῖνος ποὺ βλέπει, κινεῖ καὶ δημιουργεῖ τὰ πάντα: «οὐ χρὴ θεοὺς ὀνομάζειν ὁρατοὺς καὶ μὴ ὁρῶντας· ἀλλὰ τὸν ἀόρατον καὶ πάντα ὁρῶντα καὶ πάντα δημιουργήσαντα δεῖ Θεὸν σέβεσθαι». Γιὰ τοὺς Ἰουδαίους ἀναφέρει ὅτι λατρεύουν τὸν Θεὸ καὶ ὄχι τὰ ἔργα Του, ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ εἶναι πλανεμένοι, ἐπειδὴ λατρεύουν ἀντὶ τοῦ Θεοῦ τοὺς ἀγγέλους.

Στὸ τέλος τῆς ἀπολογίας του ὁ ἅγιος Ἀριστείδης ἀναφέρεται στοὺς χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι «γενεαλογοῦνται ἀπὸ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ». Ἡ ἐπιχειρηματολογία του μάλιστα ἐπικεντρώνεται ἰδιαίτερα στὸ ἦθος καὶ τὴν ἀλήθεια τῶν χριστιανῶν. Στὸ σημεῖο αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ τονιστεῖ ὅτι μὲ τὸν ὄρο «ἦθος», νοεῖται ἡ ζωὴ τῶν χριστιανῶν ὡς πραγμάτωση τοῦ μηνύματος τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ μὲ τὸν ὄρο «ἀλήθεια» νοεῖται ἡ διδασκαλία τῆς χριστιανικῆς ἀλήθειας ὡς σωτηριώδης λόγος τοῦ Χριστοῦ στὸν κόσμο. Γι’ αὐτὸ καὶ αὐτὸ ποὺ λέγεται ἀπὸ τὸ στόμα τῶν χριστιανῶν, ποὺ διακρίνονται γιὰ τὴν ἀγάπη, τὴ δικαιοσύνη, τὴ σεμνότητα καὶ τὴν ἀλληλεγγύη τους, εἶναι θεῖο, ἡ δὲ διδασκαλία τους εἶναι πύλη φωτός. Ὁ ἅγιος Ἀριστείδης προτείνει μάλιστα νὰ σταματήσουν ἀμέσως οἱ διωγμοὶ ἐναντίον τῶν χριστιανῶν, ὅσοι δὲ ἀμφισβητοῦν τὴν ὀρθότητα τῆς χριστιανικῆς πίστεως, ὀφείλουν νὰ μελετήσουν τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ μέσα ἀπὸ τὰ θεόπνευστα κείμενα τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Ἄλλωστε, ὅπως τονίζει ὁ Ἅγιος, ἡ ἐχθρικὴ στάση τῶν Ἑλλήνων ἀπέναντι στοὺς χριστιανοὺς φανερώνει τὴ μανιώδη προσπάθεια τῶν πρώτων νὰ καλύψουν καὶ νὰ δικαιολογήσουν τὰ ἀνοσιουργήματά τους.

Ὁ διαρκὴς καὶ ἐπίπονος ἀγώνας τοῦ ἁγίου Ἀριστείδου γιὰ τὴν ὑπεράσπιση τοῦ ἤθους καὶ τῆς διδασκαλίας τῶν χριστιανῶν καὶ ἡ ἀκλόνητη πίστη του στὸ παντιμο ὄνομα τοῦ Σταυρωθέντος καὶ Ἀναστάντος Κυρίου μας προκάλεσαν ἔντονη δυσφορία καὶ ἀγανάκτηση στὸν Ρωμαῖο αὐτοκράτορα Ἀδριανό, ὁ ὁποῖος ἀποφάσισε τὴ δίωξή του. Στὸν ἀγώνα του αὐτὸ ὁ διαπρεπὴς Ἀθηναῖος φιλόσοφος καὶ ἀπολογητὴς εἶχε συμπαραστάτη καὶ συνοδοιπόρο τὸν Ἰησοῦ Χριστό, στὸν Ὁποῖο ἀδιάλειπτα προσευχόταν γιὰ νὰ ἀντλήσει δύναμη καὶ νὰ διατηρήσει ἀκμαῖο τὸ ἀγωνιστικό του φρόνημα. Σύμφωνα μάλιστα μὲ διασωθεῖσα προφορικὴ παράδοση ἕνα ἀπομονωμένο σπήλαιο στὴ νοτιοδυτικὴ πλευρὰ τοῦ λόφου τοῦ Λυκαβηττοῦ πλησίον τοῦ παρακειμένου Ἱεροῦ Ναοῦ τῶν Ἁγίων Ἰσιδώρων, τὸ ὁποῖο σώζεται μέχρι σήμερα καὶ φέρει τὸ ὄνομά του, ἀποτέλεσε τὸ ἀσφαλὲς πνευματικό του καταφύγιο καὶ τὴν ἀέναη πηγὴ δυνάμεως στὶς δύσκολες στιγμὲς τοῦ ἀγώνα του.

Ὅμως ἡ ὁλοένα καὶ αὐξανόμενη ἐχθρικὴ στάση τοῦ αὐτοκράτορος Ἀδριανοῦ τὸν ἀνάγκασε νὰ μεταβεῖ στὴ Ρώμη γιὰ νὰ ἀπολογηθεῖ, ἀλλὰ κατόπιν μεταφέρθηκε στὴν Ἀθήνα, ὅπου συνέχισε τὴν ἱεραποστολική του δράση ὡς διαπρύσιος κήρυκας τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ θαρραλέος ὁμολογητὴς τῆς χριστιανικῆς πίστεως. Ὑποβλήθηκε σὲ πλῆθος βασανιστηρίων, ἀλλὰ μὲ γενναιότητα καὶ καρτερία τὰ ὑπέμεινε, ὑπερασπιζόμενος μὲ σθένος τὴν ἀκραιφνῆ χριστιανικὴ πίστη καὶ τὶς αἰώνιες ἀλήθειες τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ. Στὸ τέλος ὅμως τῆς ἐπίγειας πορείας του ὁδηγήθηκε ἀπὸ τοὺς Ρωμαίους στὴν Ἀγορὰ τῶν Ἀθηνῶν, ὅπου ἀφοῦ τὸν κρέμασαν, ὑπέστη τὸν δι’ ἀγχόνης μαρτυρικὸ θάνατο στὶς 13 Σεπτεμβρίου τοῦ 120 ἢ 134 μ.Χ., ποὺ εἶναι καὶ ἡ ἡμέρα ἑορτασμοῦ τῆς πανίερης μνήμης του ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας. Ἡ φλογερὴ πίστη, τὸ ἀκμαῖο ἀγωνιστικὸ φρόνημα καὶ ἡ δι’ ἀγχόνης μαρτυρική του τελείωση ὑμνοῦνται καὶ γεραίρονται καὶ μέσα ἀπὸ τὰ ἐξαίσια ὑμνογραφήματα τοῦ Μεγάλου Ὑμνογράφου τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας Δρ. Χαραλάμπους Μ. Μπούσια, ὁ ὁποῖος πρὸς τιμὴν τοῦ ἐπιφανοῦς Ἀθηναίου Ἁγίου ἔχει ποιήσει Ἀκολουθία, Παρακλητικὸ Κανόνα καὶ Χαιρετιστηρίους Οἴκους. Ἀλλὰ καὶ ἡ εὐσέβεια τοῦ ὀρθόδοξου ἑλληνικοῦ λαοῦ σὲ συνδυασμὸ καὶ μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου ποὺ φέρουν πολυάριθμοι Ἕλληνες, συνετέλεσε στὸ νὰ ἀνεγερθοῦν ἱεροὶ ναοὶ ἐπ’ ὀνόματί του, οἱ ὁποῖοι εἶναι διαρπαρτοι στὴν ἑλληνικὴ ἐπικράτεια. Ἔτσι ὁ Ἅγιος τιμᾶται στὴν Κρήτη μὲ τέσσερις ναοὺς (Ζερβιανὰ Κισάμου, Ἀνώγεια Μυλοποτάμου, Λυγαριὰ Ἡρακλείου, Στύλος Ἀποκορώνου), στὶς Κυκλάδες μὲ τρεῖς ναοὺς (Φηρὰ Σαντορίνης καὶ δύο ναοὶ στὴν Τῆνο), στὴ Ρούμελη μὲ δύο ναοὺς (Ἀρκίτσα Λοκρίδος, Καρπενήσι), ἐνῶ ναΰδριο τοῦ Ἁγίου κοσμεῖ καὶ τὸν προαύλιο χῶρο τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Θεολόγου στὴ συνοικία Γαρδικάκι τῶν Τρικάλων.

Ὁ ἐτήσιος ἑορτασμὸς τῆς μνήμης τοῦ Ἁγίου ἐνδόξου μάρτυρος Ἀριστείδου τοῦ φιλοσόφου καὶ ἀπολογητοῦ, τοῦ ἐν Ἀθήναις ἀθλήσαντος κατὰ τὸν 2ο μ.Χ. αἰώνα, μᾶς δίνει τὸ ἔναυσμα νὰ ἀφυπνιστοῦμε πνευματικὰ καὶ νὰ ἐπαναπροσδιορίσουμε τὴ σχέση μας μὲ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία Του. Γι’ αὐτὸ καὶ καλούμαστε νὰ παραδειγματιστοῦμε ἀπὸ τὸ ἀκμαῖο φρόνημα καὶ τὴ σθεναρὴ ὁμολογία πίστεως τοῦ διαπρεποῦς Ἀθηναίου φιλοσόφου καὶ μάρτυρος τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου μας, ὥστε νὰ μείνουμε προσηλωμένοι στὴν ἀκραιφνῆ χριστιανικὴ πίστη καὶ διδασκαλία, ἐφαρμόζοντάς την πιστὰ στὴ ζωή μας, ὅπως ἔπραξαν οἱ πρῶτοι ἐνάρετοι χριστιανοὶ τῆς πόλεως τῶν Ἀθηνῶν, τοὺς ὁποίους μὲ τόσο σθένος ὑπερασπίσθηκε ὁ δι’ ἀγχόνης τελειωθεὶς Ἅγιος Ἀριστείδης.

Ἀριστείδης Γ. Θεοδωρόπουλος
Ἐκπαιδευτικὸς

Βιβλιογραφία

  • Θεοδωροπούλου Ἀριστείδου Γ., Ὁ Ἅγιος Ἀριστείδης, Ἐκδόσεις Νεκτάριος Παναγόπουλος, Α΄ Ἔκδοση, Ἀθήνα 2008.
  • Θεοδωροπούλου Ἀριστείδου Γ., Ὁ Ἅγιος Ἀριστείδης –Ἕνας ἐπιφανὴς Ἀθηναῖος φιλόσοφος καὶ πανεύφημος μάρτυς Χριστοῦ



Πηγή: Χριστιανικὴ Βιβλιογραφία

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *