Ο ΑΓΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Ο ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΟΣ (1779 – 1803)
Ὁ ἐκ Λιγουδίστης τῆς Τριφυλίας
καὶ ἐν Τριπόλει τῆς Πελοποννήσου
μαρτυρικῶς ἀθλήσας καλλίνικος καὶ ἔνδοξος νεομάρτυς τοῦ Χριστοῦ
Γράφει ὁ Ἀριστείδης Γ. Θεοδωρόπουλος
Ἐκπαιδευτικὸς
Μέσα στὴ σεπτὴ καὶ εὐλογημένη χορεία τῶν κλεινῶν νεομαρτύρων τῆς ἀμωμήτου χριστιανικῆς πίστεως συναριθμεῖται καὶ ὁ νεομάρτυς Ἅγιος Δημήτριος, ὁ γενναιότατος καὶ καρτερότατος αὐτὸς νεαρὸς ἀθλητὴς τοῦ Χριστοῦ, ὁ δι’ ἀποκεφαλισμοῦ τελειωθεὶς στὶς 14 Ἀπριλίου 1803 στὴν ἱστορικὴ πόλη τῆς Τριπολιτσᾶς, τῆς ὁποίας ἔκτοτε εἶναι ὁ θερμὸς ἀντιλήπτωρ καὶ προστάτης. Ὁ Ἅγιος νεομάρτυς Δημήτριος ὁ Πελοποννήσιος γεννήθηκε τὸ 1779 στὴ συνοικία Κάτω Ρούγα τοῦ τότε χωριοῦ Λιγούδιστα, τὸ ὁποῖο εἶναι ἡ σημερινὴ κωμόπολη τῆς Χώρας Τριφυλίας τοῦ νομοῦ Μεσσηνίας. Σύμφωνα μὲ τὸν βιογράφο του, Ὅσιο Νικηφόρο τὸν Χίο (1750-1821), ὁ Δημήτριος ἦταν ὁ δευτερότοκος υἱὸς τοῦ εὐσεβοῦς Ἠλία Καψαρίδη. Η ἐνάρετη μητέρα του ἀπεβίωσε ὅμως, ὅταν ὁ Δημήτριος ἦταν ἀκόμη βρέφος καὶ ἔτσι δὲν εἶχε τὴ χαρὰ νὰ τὴ γνωρίσει καὶ νὰ δεχθεῖ τὴ μητρικὴ ἀγάπη καὶ φροντίδα. Ὁ πατέρας του παντρεύτηκε γιὰ δεύτερη φορά, ἐλπίζοντας ὅτι ἡ νέα του σύζυγος θὰ περιβάλλει μὲ τὴν πρέπουσα ἀγάπη καὶ στοργὴ τοὺς δύο ὀρφανοὺς γιούς του. Ἀλλὰ ἡ μητριὰ συμπεριφέρθηκε στὰ δύο δυστυχισμένα παιδιὰ μὲ κακότητα καὶ ψυχρότητα. Ἔτσι τὰ δύο ὀρφανὰ μεγάλωσαν μέσα στὴ φτώχεια καὶ τὴ στέρηση, ἔχοντας δίπλα τους μία ἀδιάφορη καὶ κακότροπη γυναίκα, ἡ ὁποία τὰ περιφρονοῦσε καὶ τὰ κακομεταχειριζόταν. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀντὶ γιὰ ἀγάπη καὶ φροντίδα, εἰσέπρατταν μίσος καὶ περιφρόνηση. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ τὰ ἀνάγκασε νὰ ἐγκαταλείψουν τὴν πατρικὴ οἰκία καὶ νὰ βροῦν καταφύγιο καὶ ἐργασία στὴν Τρίπολη ποὺ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἦταν τὸ ἐμπορικὸ κέντρο τῆς τουρκοκρατούμενης Πελοποννήσου μὲ πολλὰ ἐργαστήρια καὶ ἐμπορικὰ καταστήματα.
Ὁ μεγαλύτερος ἀδελφός του ἦρθε πρῶτος στὴν Τρίπολη καὶ ἔγινε ὑπηρέτης σὲ κάποια τουρκικὴ οἰκογένεια, ἐνῶ ὁ Δημήτριος γνωρίστηκε μὲ κάποιους κτίστες ποὺ ταξίδευαν ἀπὸ τόπο σὲ τόπο καὶ ἔκτιζαν οἰκοδομές. Κάποια στιγμὴ ἦρθε στὴν Τρίπολη καὶ ἄρχισε νὰ συναναστρέφεται μὲ παιδιὰ τουρκικῶν οἰκογενειῶν. Ὅμως ἡ προστριβή του μὲ τὸ συνεργεῖο τῶν κτιστῶν, ὅπου ἐργαζόταν, τὸν ἀνάγκασε νὰ καταφύγει στὴν τουρκικὴ οἰκογένεια τοῦ Βελῆ Μπαρμπέρη, ἡ ὁποία εἶχε κουρεῖο. Ἐκεῖ ἔμαθε τὴν τέχνη τοῦ κουρέα, ἐνῶ ταυτόχρονα παρασυρόμενος ἀπὸ τὶς δελεαστικὲς ὑποσχέσεις, ἀλλὰ καὶ τὶς συνεχεῖς ἀπειλὲς τῶν Τούρκων, ἀρνήθηκε τὴ χριστιανική του πίστη καὶ ἀπάσθηκε τὸν μουσουλμανισμό. Ἔτσι ὑποβλήθηκε σὲ περιτομή, φόρεσε τουρκικὰ ἐνδύματα καὶ σαρίκι στὸ κεφάλι καὶ μετονομάσθηκε Μεχμέτ. Στὸ μεταξὺ ὁ μεγαλύτερος ἀδελφός του, ὁ ὁποῖος δὲν εἶχε τουρκέψει ἀκόμη, πληροφορηθεὶς τὰ γενόμενα, ἔτρεξε νὰ τὸν συναντήσει. Μόλις τὸν συνάντησε, ζήλεψε τὴν ἀπατηλὴ εὐτυχία του καὶ ἀσπάσθηκε καὶ ἐκεῖνος τὸν μουσουλμανισμό. Κάποια στιγμὴ ὅμως ὁ πατέρας τους πληροφορήθηκε ὅτι καὶ τὰ δύο του παιδιὰ ἔγιναν ἐξωμότες. Τότε αἰσθανόμενος ψυχικὴ συντριβὴ γιὰ τὸ θλιβερὸ κατάντημα τῶν γιῶν του, πῆγε ἀμέσως στὴν Τρίπολη γιὰ νὰ συναντήσει καὶ νὰ συνετίσει τὰ δύο δυστυχισμένα παιδιά του. Κανεὶς δὲν γνωρίζει, ἐὰν συνάντησε τὸν μεγαλύτερο γιό του. Ὁ Δημήτριος ὅμως πληροφορηθεὶς ὅτι τὸν ἀναζητᾶ ὁ πατέρας του, κρύφτηκε ἀπὸ ντροπή, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ φόβο μήπως καὶ ἐξοργισθεῖ μαζί του ὁ Τοῦρκος ἀφέντης του. Ἔτσι ὁ καταπικραμένος πατέρας του πῆρε τὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς γιὰ τὴ Λιγούδιστα.
Ἡ ἀπεγνωσμένη, ἀλλὰ ἄκαρπη προσπάθεια τοῦ πατέρα τοῦ νεαροῦ Δημητρίου δὲν πῆγε ὅμως χαμένη, ἀφοῦ ὁ Θεὸς εἶχε τὸν σκοπό του καὶ δὲν θὰ ἦταν ποτὲ δυνατὸν νὰ ἀπολεσθεῖ ὁ σπόρος τῆς χριστιανικῆς πίστεως στὴν ψυχὴ τοῦ Δημητρίου. Ἔτσι κάποια στιγμὴ συναισθάνθηκε τὸ τρομερὸ ἁμάρτημα τῆς προδοσίας τῆς πίστεώς του στὸν Ἰησοῦ Χριστό, ἀλλὰ καὶ τῆς ἀρνήσεώς του νὰ συναντήσει τὸν πατέρα του, ὁ ὁποῖος ὑποβλήθηκε σὲ μεγάλο κόπο καὶ ταλαιπωρία γιὰ νὰ ἔρθει ἀπὸ τὴ Λιγούδιστα νὰ τὸν ἀνταμώσει. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ νεαρὸς Δημήτριος καταλήφθηκε ἀπὸ σωτήριους λογισμοὺς μετανοίας καὶ αὐτοκριτικῆς, ἀφοῦ ἡ θεία χάρις τὸν ἐπισκέφθηκε καὶ συνειδητοποίησε ὅτι εἶχε ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό, εἶχε προδώσει τὴν πατρίδα του καὶ εἶχε φορέσει τουρκικὰ ἐνδύματα. Ἔχοντας λοιπὸν αὐτοὺς τοὺς λογισμούς, ἔφυγε ἀπὸ τὴν Τρίπολη καὶ ἀποφάσισε νὰ μεταβεῖ στὴν πατρίδα του γιὰ νὰ συναντήσει τὸν πατέρα του. Ἀλλὰ ἀντὶ νὰ ἀκολουθήσει τὸν δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ στὴ Λιγούδιστα, ἀκολούθησε ἀντίθετη κατεύθυνση καὶ μετὰ ἀπὸ ἀρκετὲς ὧρες πεζοπορία ἔφτασε στὸ χωριὸ Στεμνίτσα τῆς Ἀρκαδίας, ὅπου φιλοξενήθηκε στὸ σπίτι μίας εὐλογημένης χριστιανῆς. Ἐκεῖ πληροφορήθηκε ὅτι εἶχε πάρει λανθασμένο δρόμο καὶ ὅτι ἔπρεπε νὰ ἐπιστρέψει στὴν Τρίπολη καὶ νὰ βρεῖ κάποιον ποὺ θὰ τοῦ ἔδειχνε τὸν σωστὸ δρόμο γιὰ νὰ μεταβεῖ στὴν πατρίδα του. Ἀφοῦ ἐπέστρεψε στὴν Τρίπολη, ἐργάσθηκε ὡς κουρέας στὸν Τοῦρκο ἀφέντη του μέχρι νὰ βρεῖ τὸν ἄνθρωπο ἐκεῖνο ποὺ θὰ τὸν ὁδηγοῦσε στὴ Λιγούδιστα. Ὅμως στὴν Τρίπολη γνωρίσθηκε μὲ κάποιους χριστιανοὺς ποὺ θὰ ταξίδευαν στὴ Σμύρνη. Ἀποφάσισε λοιπὸν νὰ μὴν ἐπιστρέψει στὴν πατρίδα του, ἀλλὰ νὰ ἀναζητήσει καινούργιους κόσμους.
Ἔτσι ἔφυγε κρυφὰ ἀπὸ τὴν οἰκία τοῦ Τούρκου Βελῆ καὶ ὅταν ἔφτασε στοὺς Μύλους τῆς Ἀργολίδος, ἐπιβιβάσθηκε σὲ πλοῖο μὲ προορισμὸ τὴ Σμύρνη. Μόλις ἔφτασε ἐκεῖ, πέταξε ἀμέσως τὰ τουρκικὰ ἐνδύματα, φόρεσε χριστιανικὸ χιτώνα καὶ ἄρχισε νὰ συναναστρέφεται μόνο μὲ χριστιανούς, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἔμαθε πολλὰ γιὰ τοὺς ἁγίους τῆς χριστιανικῆς πίστεως καὶ τὰ μαρτύρια ποὺ ὑπέστησαν γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Οἱ συναρπαστικὲς αὐτὲς διηγήσεις τὸν ἀναγέννησαν πνευματικὰ καὶ τὸν ἔκαναν νὰ συνειδητοποιήσει τὸ τρομερὸ ἁμάρτημα τῆς ἀρνησιθρησκείας. Στὴ συνέχεια ἀναχώρησε γιὰ τὴ Μαγνησία τῆς Μ. Ἀσίας, ὅπου φιλοξενήθηκε σὲ κάποιους γνωστούς του, ἐνῶ ἐξέφρασε τὴν ἐπιθυμία του νὰ ἐξομολογηθεῖ τὰ ἁμαρτήματά του. Μάλιστα ἐξομολογήθηκε σ’ ἕναν πνευματικό, ἀλλὰ οἱ ἐπικρατοῦσες συνθῆκες στὴ Μαγνησία δὲν ἦταν εὐνοϊκὲς οὔτε γιὰ ἐκεῖνον οὔτε καὶ γιὰ τοὺς ὑπόλοιπους χριστιανούς. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ σὲ συνδυασμὸ καὶ μὲ τὴν ἐπιδημία πανούκλας ποὺ ἐνέσκυψε στὴν πόλη, τὸν ἀνάγκασαν νὰ καταφύγει σὲ κοντινὸ χωριό, ὅπου ὅλοι οἱ κάτοικοι ἦταν χριστιανοί. Κατόπιν ἀναχώρησε γιὰ τὶς Κυδωνίες (σημερινὸ Ἀϊβαλὶ) καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἐπισκέφθηκε τὴν περίφημη Μονὴ τοῦ Τιμίου Προδρόμου ποὺ βρισκόταν στὸ Μοσχονήσι γιὰ νὰ ἐξομολογηθεῖ στὸν Ἡγούμενο τῆς Μονῆς τὸ θανάσιμο ἁμάρτημα τῆς ἀρνήσεως τῆς χριστιανικῆς του πίστεως. Ἡ εἰλικρινὴς ἐξομολόγησή του τὸν ἠρέμησε ψυχικὰ καὶ ἔτσι ἀνακουφίσθηκε ἀπὸ τὸ φοβερὸ ὀλίσθημά του. Παρόλα αὐτὰ πίστευε ὅτι μόνο μὲ τὸ αἷμα του θὰ μποροῦσε νὰ ξεπλύνει τὴ μεγάλη προδοσία του.
Στὸ μεταξὺ ὁ Δημήτριος ἐξ αἰτίας τῆς μεγάλης προσέλευσης πιστῶν στὴ Μονὴ τοῦ Τιμίου Προδρόμου μὲ τὴ θαυματουργὴ εἰκόνα, ἀναγκάσθηκε νὰ ἀναζητήσει ἐργασία στὸ Μοσχονήσι, ὅπου γιὰ ἕνα χρόνο ἐργάσθηκε σὲ καφενεῖο. Ὅμως οὔτε καὶ ἐκεῖ βρῆκε τὴν ψυχική του ἀνάπαυση, γεγονὸς ποὺ τὸν ὁδήγησε καὶ πάλι στὴ Μονὴ γιὰ νὰ προσκυνήσει τὴ θαυματουργὴ εἰκόνα τοῦ Τιμίου Προδρόμου, ζητώντας ἀπὸ τὸν Ἅγιο νὰ τὸν ἐνισχύσει καὶ τάζοντάς του ἕνα ἀσημένιο καντήλι. Κατόπιν ἐπέστρεψε στὶς Κυδωνίες, ὅπου ἐργάσθηκε ὡς κουρέας καὶ μάλιστα μέσα ἀπὸ τὴν ἐργασία του κέρδισε πολλὰ χρήματα. Τὸ ἀνέλπιστα μεγάλο χρηματικὸ ποσὸ ποὺ ἀπέκτησε ἀπὸ τὴν ἐργασία του, τὸ θεώρησε ὡς θαῦμα τοῦ Τιμίου Προδρόμου, πρὸς τιμὴν τοῦ ὁποίου ἀγόρασε τὸ ἀργυρὸ καντήλι ποὺ εἶχε ὑποσχεθεῖ στὸν Ἅγιο. Παράλληλα τὴν περίοδο αὐτὴ συνδέθηκε μὲ φιλία μ’ ἕναν συμπατριώτη τοῦ ἔμπορο ποὺ ἦταν χριστιανός, ὁ ὁποῖος τοῦ διάβαζε τὸν βίο τῶν νεομαρτύρων τῆς πίστεώς μας. Μέσα μάλιστα ἀπὸ τὴν ἀνάγνωση τῶν συναξαρίων ἀναζωπυρώθηκε ἡ φλόγα τῆς ἀγάπης του στὸν Ἰησοῦ Χριστό, ἀλλὰ καὶ τῆς διακαοῦς ἐπιθυμίας του νὰ μαρτυρήσει γιὰ τὸ ὄνομά Του. Γι’ αὐτὸ καὶ σταμάτησε νὰ ἐξασκεῖ τὸ ἐπάγγελμα τοῦ κουρέα καὶ ἀφοῦ ἐπισκέφθηκε καὶ πάλι τὴ Μονὴ τοῦ Τιμίου Προδρόμου, παρακάλεσε τὸν Ἡγούμενο νὰ τὸν συμβουλεύσει τί νὰ πράξει γιὰ νὰ ξεπλύνει τὸ ἁμάρτημά του. Τότε ἐκεῖνος τὸν ἔστειλε στὴ Χίο γιὰ νὰ τὸν καθοδηγήσει πνευματικὰ ὁ Ἅγιος Μακάριος ὁ Νοταρᾶς Ἀρχιεπίσκοπος Κορίνθου (1731 – 1805), ὁ ὁποῖος ἐφησύχαζε τὴν ἐποχὴ ἐκείνη στὸ Μονύδριο τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου στοὺς βορειανατολικοὺς πρόποδες τοῦ ορους Αἶπος πάνω ἀπὸ τὴν κωμόπολη τοῦ Βροντάδου.
Ὅταν ὁ Δημήτριος ἔφτασε στὴ μυροβόλο καὶ ἁγιοτόκο νῆσο Χίο ὁ Ἅγιος Μακάριος, ὁ ὁποῖος ἦταν ἔμπειρος πνευματικὸς καὶ γνωστὸς ἀλείπτης νεομαρτύρων, τὸν ὑποδέχθηκε μὲ πολλὴ ἀγάπη καὶ ἀφοῦ τὸν παρηγόρησε, τὸν ἐπαίνεσε γιὰ τὴν ἀγάπη του στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ τὴν προθυμία του νὰ μαρτυρήσει γιὰ τὸ ὄνομά Του. Τὸν συμβούλεψε ὅμως νὰ ἐγκαταλείψει τὴν ἰδέα τοῦ μαρτυρίου, διότι ἐξ αἰτίας τοῦ νεαροῦ τῆς ἡλικίας του μπορεῖ νὰ μὴν ἄντεχε τὰ βασανιστήρια καὶ ἔτσι νὰ ὑπέπιπτε γιὰ δεύτερη φορὰ στὸ ἁμάρτημα τῆς ἀρνησιθρησκείας. Τοῦ τόνισε μάλιστα ὅτι ἡ εἰλικρινὴς μετάνοιά του εἶναι ἀρκετὴ γιὰ νὰ συγχωρεθοῦν τὰ ἁμαρτήματά του καὶ τοῦ παρουσίασε ὡς παράδειγμα τὸν Ἀπόστολο Πέτρο, ὁ ὁποῖος ἀρνήθηκε τὸν Χριστό, ἀλλὰ σώθηκε χάρη στὴ μετάνοιά του, ὅπως σώθηκαν καὶ πολλοὶ ἄλλοι ποὺ ἁμάρτησαν ποικιλοτρόπως ἢ ἀρνήθηκαν τὸν Χριστό. Ὁ γενναιότατος ὅμως Δημήτριος τοῦ ἀπάντησε ὅτι ἐλπίζει στὸν Κύριο, ὁ Ὁποῖος εἶναι ἡ ἐλπίδα τῶν μαρτύρων καὶ τὸ κραταίωμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ μάλιστα ἡ χάρη Του θὰ τὸν ἐνδυναμώσει γιὰ νὰ ὑποφέρει τὰ βασανιστήρια καὶ τὰ σωματικὰ τραύματα. Τοῦ τόνισε ἐπίσης ὅτι μόνο μὲ τὸ αἷμα του θὰ ξεπλύνει τὸν ρύπο τῆς ψυχῆς του καὶ μόνο μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο θὰ βρεῖ τὴν ποθούμενη ψυχικὴ ἠρεμία καὶ ἀνάπαυση.
Στὶς πατρικὲς νουθεσίες καὶ προτροπὲς τοῦ Ἁγίου Μακαρίου τοῦ Νοταρᾶ ὁ εὐλογημένος Δημήτριος δὲν ἐναντιώθηκε καθόλου, ἀλλὰ σιώπησε, ἀκούγοντας μὲ προσοχὴ καὶ σεβασμὸ τὶς συμβουλές του. Μάλιστα σύμφωνα μὲ τὸν βιογράφο του, Ὅσιο Νικηφόρο τὸν Χίο, ἐνισχύθηκε τόσο πολὺ μέσα στὴν ψυχή του ἡ φλόγα τῆς ἀγάπης του στὸν Θεό, ὥστε ἄρχισε νὰ ἐπιδίδεται σὲ σκληροὺς πνευματικοὺς ἀγῶνες μὲ αὐστηρὲς νηστεῖες, ἀδιάλειπτες προσευχές, ὁλονύκτιες ἀγρυπνίες, ἀμέτρητες γονυκλισίες καὶ συνεχεῖς παρακλήσεις στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Μέσα ἀπὸ τὸν ἀκατάπαυστο πνευματικό του ἀγώνα ἔκλαιγε συντετριμμένος, ὅπως ὁ Ἀπόστολος Πέτρος καὶ ἀναστέναζε ἐκ βάθους καρδίας, ὅπως ὁ Τελώνης. Ὅλα ὅμως ὅσα ἔκανε, τοῦ φαίνονταν λίγα γιὰ νὰ ἐξιλεώσει τὸν Θεό. Γι’ αὐτὸ καὶ χτυποῦσε μὲ τὰ χέρια του τόσο πολὺ τὸ στῆθος, τὸ πρόσωπο καὶ τὸ κεφάλι του, ὥστε ἔτρεχε αἷμα ἀπὸ τὴ μύτη του. Παράλληλα εἶχε ὑποβάλει τὸν ἑαυτό του καὶ σὲ μία ἄλλη ἄσκηση. Χρησιμοποιοῦσε ἕνα σπήλαιο ποὺ βρισκόταν στοὺς πρόποδες τοῦ ὄρους Αἶπος παράμερα ἀπὸ τὸ Μονύδριο τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου ὡς τόπο προσευχῆς καὶ αὐτοσυγκέντρωσης. Μάλιστα στὸ σπήλαιο αὐτό, ὅπου ἐπικρατοῦσε πολὺ χαμηλὴ θερμοκρασία ἐξ αἰτίας τοῦ χειμώνα, ὑπῆρχε μεγάλη ὑγρασία, ἀφοῦ τὸ διαπερνοῦσε νερό.
Στὸ μεταξὺ ὁ Ἅγιος Μακάριος εἶχε γίνει μεγαλόσχημος μοναχὸς καὶ μὲ βάση τοὺς κανόνες τοῦ μοναχισμοῦ δὲν ἐπιτρεπόταν πλέον νὰ ἱερουργεῖ, ἀλλὰ οὔτε καὶ νὰ ἐξομολογεῖ. Γι’ αὐτὸ καὶ καθ’ ὑπόδειξή του κατέφυγε ὁ Δημήτριος στὸν Ὅσιο Νικηφόρο τὸν Χίο, γιὰ νὰ καθοδηγηθεῖ πνευματικά. Ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ὁ πνευματικὸς τὸν συμβούλεψε νὰ ἐξαλείψει τὸ ἁμάρτημά του μὲ τὴ συνεχῆ μετάνοια καὶ ὄχι μὲ τὸ μαρτύριο. Κανεὶς ὅμως δὲν μποροῦσε πλέον νὰ τὸν ἐμποδίσει ἀπὸ τὴν ἀπόφασή του νὰ μαρτυρήσει γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ ζήτησε τὴν ἄδεια καὶ τὴν εὐλογία τοῦ πνευματικοῦ του νὰ ἐπιστρέψει στὴν Τρίπολη γιὰ νὰ ὁμολογήσει τὸν Κύριο ἐνώπιον τῶν Τούρκων καὶ νὰ συναντήσει τὸν ἀδελφό του, ὥστε νὰ τὸν παρακινήσει νὰ ὁμολογήσει καὶ ἐκεῖνος τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Βλέποντας ὁ Ὅσιος Νικηφόρος ὁ Χίος τὴ σταθερὴ καὶ ἀμετάβλητη ἀπόφαση τοῦ Δημητρίου, τὸν συμβούλεψε μὲ τὶς ἀπαραίτητες πνευματικὲς νουθεσίες καὶ ἀφοῦ τοῦ ἔδωσε μία συστατικὴ ἐπιστολή, τὸν ἔστειλε στὴν Πελοπόννησο γιὰ νὰ συναντήσει τὸν Ἱεροκήρυκα Ἀγάπιο τὸν ἐκ Δημητσάνης καταγόμενο καὶ ἐν Ἄργει διατρίβοντα.
Φτάνοντας ὅμως ὁ Δημήτριος στὸ Ἄργος δὲν κατόρθωσε νὰ βρεῖ καὶ νὰ συναντήσει τὸν Ἀγάπιο καὶ νὰ τοῦ ἐπιδώσει τὴν ἐπιστολή, ἀλλὰ ἔμεινε στὸ σπίτι κάποιου εὐσεβοῦς χριστιανοῦ, ὁ ὁποῖος γιὰ νὰ τοῦ ἐξάψει τὸν πόθο τοῦ μαρτυρίου, τοῦ διάβαζε νυχθημερὸν τὸ Νέο Μαρτυρολόγιο ποὺ περιέχει τὰ συναξάρια τῶν νεομαρτύρων τῆς πίστεώς μας. Στὸ Ἄργος ὁ Δημήτριος ἔμεινε ὁλόκληρη τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα, καθὼς καὶ τὴν ἑβδομάδα τῆς Διακαινησίμου, ἀλλὰ ἐξ αἰτίας τῆς μὴ ἐμφανίσεως τοῦ ἱεροκήρυκος Ἀγαπίου ἀναγκάσθηκε νὰ φύγει ἀπὸ ἐκεῖ καὶ νὰ μεταβεῖ στὴν Τρίπολη γιὰ νὰ ὁμολογήσει τὸν Χριστὸ καὶ νὰ μαρτυρήσει. Στὴν πορεία του πέρασε ἀπὸ τὸ ὄρος Ἀρτεμίσιο ποὺ χωρίζει τὴν Ἀρκαδία ἀπὸ τὴν Ἀργολίδα καὶ ἐπισκέφθηκε τὴν Ἱερὰ Μονὴ τῆς Παναγίας Γοργοεπηκόου, ἡ ὁποία ἱδρύθηκε τὸν 11ο αἰώνα καὶ βρίσκεται στὸν ἐπιβλητικὸ βράχο τοῦ Γουλᾶ πάνω ἀπὸ τὸ χωριὸ Τσηπιανὰ ποὺ εἶναι ἡ σημερινὴ Νεστάνη. Τὸ εὐλογημένο αὐτὸ μοναστήρι τῆς ἱστορικῆς ἀρκαδικῆς γῆς ἀποτέλεσε ἕνα πνευματικὸ καταφύγιο γιὰ τὸν πυρπολούμενο ἀπὸ θεῖο ἔρωτα νεαρὸ Δημήτριο, ἀφοῦ παρέμεινε ἐκεῖ προσευχόμενος ὅλη τὴ νύχτα καὶ ἐπικαλούμενος τὶς πρεσβεῖες τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Τὴν ἄλλη ἡμέρα ξεκίνησε τὴν πορεία του γιὰ τὴν Τρίπολη. Μετὰ ἀπὸ ἀρκετὴ πεζοπορία ἔφθασε στὸ χωριὸ Μερκοβούνι καὶ κάθισε κάτω ἀπὸ ἕνα δένδρο γιὰ νὰ ξεκουρασθεῖ. Εἰς ἀνάμνησιν τοῦ περάσματος τοῦ νεομάρτυρος Δημητρίου ἀπὸ τὸ ἀρκαδικὸ αὐτὸ χωριὸ οἱ εὐσεβεῖς κάτοικοί του ἀνήγειραν στὸ σημεῖο, ὅπου κάθισε ὁ γενναῖος ἀθλητὴς τοῦ Χριστοῦ, περικαλλῆ ἐνοριακὸ ναὸ ἐπ’ ὀνόματί του καὶ καθιερώθηκε νὰ ἑορτάζεται κατ’ ἔτος τὴν Κυριακὴ τῶν Μυροφόρων ἡ πανίερη μνήμη του μὲ λαμπρὰ πανήγυρη. Μετὰ τὴ σύντομη στάση τοῦ Δημητρίου στὸ Μερκοβούνι κατευθύνθηκε στὴν Τρίπολη καὶ ἔφτασε ἐκεῖ τὴ Δευτέρα τῆς ἑβδομάδος τοῦ Θωμᾶ. Ἀμέσως πῆγε στὸ σπίτι κάποιου χριστιανοῦ, ποὺ ἦταν γνωστὸς τοῦ πρώην Τούρκου ἀφέντη του, ἐνῶ σὲ ὅλους ἀπευθυνόταν μὲ τὸν γνωστὸ ἀναστάσιμο χαιρετισμὸ «Χριστὸς Ἀνέστη». Τὸ ἴδιο βράδυ συνάντησε μερικοὺς εὐλαβεῖς κληρικοὺς καὶ ἐνάρετους χριστιανοὺς καὶ τοὺς ἀνακοίνωσε τὴ σταθερὴ πρόθεση καὶ ἀμετάκλητη ἀπόφασή του νὰ ὁμολογήσει τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ μαρτυρήσει γιὰ Ἐκεῖνον. Ὅλοι ὅμως προσπάθησαν νὰ τὸν ἀποτρέψουν, προβάλλοντας τὸν κίνδυνο ὅτι δὲν θὰ ἀντέξει τὰ σκληρὰ βασανιστήρια, ἐνῶ ἐξέφρασαν καὶ τὸν φόβο ὅτι οἱ Τοῦρκοι θὰ ἐξαπολύσουν διωγμὸ ἐναντίον τῶν χριστιανῶν. Ἀλλὰ ὁ θαρραλέος ἀθλητὴς τοῦ Χριστοῦ τοὺς ἀπάντησε μὲ παρρησία: «Θαρσεῖτε, ἀδελφοί μου, διότι ὅλες μου τὶς ἐλπίδες τὶς ἔχω στὸν Θεό. Ἐκεῖνος καθὼς ἐνδυνάμωσε ὅλους τοὺς Ἁγίους Μάρτυρες, θὰ ἐνδυναμώσει καὶ ἐμὲ τὸν ἄθλιο νὰ ἐξαλείψω τὴν ἁμαρτία μου μὲ τὸ αἷμα μου».
Μεταξὺ τῶν εὐλαβῶν ἱερέων ἦταν καὶ ὁ π. Ἀντώνιος, ὁ ὁποῖος προσπάθησε μὲ κάθε τρόπο νὰ ἐμποδίσει τὸν Δημήτριο στὴν ἀπόφασή του νὰ μαρτυρήσει γιὰ τὸν Χριστό. Βλέποντας ὅμως τὴν ἀδιαλλαξία τοῦ νεαροῦ ἀθλητοῦ τῆς πίστεως, τοῦ πρότεινε νὰ προσευχηθοῦν θερμὰ στὸν Θεὸ καὶ ὅ,τι τοὺς ἀποκαλύψει, αὐτὸ καὶ νὰ πράξουν τὴν ἑπόμενη ἡμέρα. Τότε ὁ Δημήτριος διανυκτέρευσε στὸν ναὸ τοῦ Ἁγίου Νικολάου ποὺ βρίσκεται πλησίον τῶν στρατώνων τῆς Τριπόλεως. Μάλιστα παρέμεινε ἄγρυπνος καὶ προσευχόμενος ὅλη τὴ νύχτα, ἐνῶ ὁ ἱερεὺς Ἀντώνιος πῆγε στὴ Μητρόπολη, ὅπου κάποια στιγμὴ μετὰ ἀπὸ θερμὴ προσευχὴ ἀποκοιμήθηκε. Στὸν ὕπνο του εἶδε τότε ἕνα μεγάλο στράτευμα μὲ πολλοὺς στρατιῶτες. Στὴ μέση ὑπῆρχε ἕνα χρυσοστολισμένο ἅρμα ποὺ ἔσερναν δύο ἄσπρα ἄλογα καὶ ὁ ἁμαξηλάτης ἦταν ἕνας ὡραιότατος ξανθὸς ἄνθρωπος μὲ λίγα γένια καὶ μὲ ἐνδύματα ἄσπρα καὶ πράσινα, ἐνῶ στὴ μέση του ἔφερε ἕνα μεγάλο σπαθί. Πίσω ἀπὸ τὴν ἅμαξα ἀκολουθοῦσε ὁ Δημήτριος ἔχοντας στὸ κεφάλι του λευκὸ σεντόνι καὶ πλησιάζοντας τὸν π. Ἀντώνιο, τοῦ εἶπε δύο φορὲς νὰ σηκωθεῖ. Ὁ ἱερέας ὅμως συνέχισε νὰ κοιμᾶται καὶ τότε ὁ Δημήτριος τοῦ ἔπιασε τὸ χέρι καὶ τοῦ φώναξε δυνατὰ νὰ σηκωθεῖ, διότι τώρα εἶναι καιρός. Μόλις ὁ π. Ἀντώνιος ξύπνησε ἀπὸ τὸ ὄνειρο, ἔτρεξε νὰ συναντήσει τὸν Δημήτριο, ὁ ὁποῖος ἔτρεξε καὶ αὐτὸς γιὰ νὰ συναντήσει τὸν ἱερέα. Στὴν ἐρώτηση τοῦ π. Ἀντωνίου ἐὰν εἶδε κάποιο σημεῖο ἀπὸ τὸν Θεό, ἐκεῖνος ἀπάντησε ἀρνητικά. Ἀλλὰ στὴν ἐπιμονὴ τοῦ ἱερέα ὁ Δημήτριος τοῦ ἀποκάλυψε τὴ θεόσταλτη ὀπτασία ποὺ εἶχε δεῖ. Ἔτσι κατὰ τὴν τέταρτη ὥρα τῆς νύχτας καὶ ἀφοῦ εἶχε προσευχηθεῖ, εἶδε μία θαυμαστὴ λάμψη καὶ ἕνα οὐράνιο φῶς, τὸ ὁποῖο τὸν περικύκλωσε. Μέσα σ’ αὐτὸ τὸ φῶς εἶδε ἕναν ἄνδρα μὲ λευκὰ ἐνδύματα, ὁ ὁποῖος τοῦ εἶπε νὰ μὴν φοβᾶται καὶ νὰ συνεχίσει τὸν ἀγώνα του μὲ θάρρος, ἀφοῦ θὰ βρίσκεται δίπλα του. Παρόλο βέβαια ποὺ ὁ Δημήτριος φοβήθηκε ἀπὸ τὴ θαυμαστὴ αὐτὴ ἀποκάλυψη, ἔνιωσε ἐνισχυμένος καὶ χαρούμενος καὶ γι’ αὐτὸ ἔπεσε στὴ γῆ καὶ προσευχόταν. Μάλιστα τὴ σκηνὴ μὲ τὸν λευκοφορεμένο ἄνδρα τὴν εἶδε τρεῖς φορές, ἀλλὰ κατόπιν ἐξαφανίσθηκε ἀπὸ μπροστά του ὁ θαυμαστὸς αὐτὸς ἄνθρωπος καὶ τὸ οὐράνιο φῶς. Μετὰ τὴν ἐξιστόρηση τῶν ὑπερφυῶν αὐτῶν γεγονότων ὁ Δημήτριος ἐξομολογήθηκε στὸν π. Ἀντώνιο καὶ ἀφοῦ κοινώνησε τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ἔφυγε ἀπὸ τὸν ναὸ τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ὅπου πέρασε τὴν τελευταία νύχτα τοῦ ἐπιγείου βίου του.
Τὸ πρωὶ κατευθύνθηκε στὸ κέντρο τῆς Τριπόλεως γιὰ νὰ τὸν ἀναγνωρίσουν οἱ Τοῦρκοι. Παρόλο ὅμως ποὺ περιῆλθε τὴν πόλη τρεῖς φορές, κανεὶς δὲν τὸν ἀναγνώρισε καὶ ἔτσι ἐπέστρεψε στὸν ναὸ τοῦ Ἁγίου Νικολάου κατ’ ἐντολὴν τοῦ π. Ἀντωνίου, ὁ ὁποῖος τὸν παρηγόρησε, ἐπειδὴ εἶχε περιέλθει σὲ βαθιὰ λύπη, ἐπειδὴ δὲν τὸν ἀναγνώρισαν. Τότε ὁ σεβάσμιος καὶ εὐλαβὴς ἱερέας τὸν παρότρυνε νὰ ἐγκαταλείψει τὴν ἰδέα τοῦ μαρτυρίου, διότι ἦταν ἤδη μάρτυς κατὰ προαίρεση καὶ ἑπομένως εἶχε ἐκπληρώσει τὸ χρέος του. Μάλιστα τοῦ πρότεινε νὰ πάει νὰ ζήσει σὲ χριστιανικὸ τόπο, ἐφαρμόζοντας πιστὰ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ἄλλωστε θὰ Τὸν εὐαρεστοῦσε. Ἀλλὰ ὁ πυρπολούμενος ἀπὸ ἀγάπη στὸν Κύριο καὶ ἀπὸ πόθο γιὰ τὸ μαρτύριο Δημήτριος τοῦ ἀπάντησε ὅτι πρέπει νὰ θυσιασθεῖ γιὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ νὰ ὁμολογήσει τὸ ὄνομά Του ἐνώπιον τῶν ἀπίστων. Γι’ αὐτὸ καὶ εἶναι ἕτοιμος νὰ ὑποστεῖ ὅλα τὰ βασανιστήρια γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Τότε ὁ π. Ἀντώνιος κατάλαβε ὅτι ὁ Κύριος παρίσταται ἀοράτως καὶ δέχεται πρόθυμα τὴν ἀπόφασή του.
Εὐθὺς ἀμέσως ὁ γενναῖος ὁπλίτης τοῦ Χριστοῦ πῆγε στὸ κουρεῖο τοῦ πρώην Τούρκου ἀφέντη του καὶ χαιρέτησε τοὺς παριστάμενους μὲ τὸν ἀναστάσιμο χαιρετισμὸ «Χριστὸς Ἀνέστη». Στὸ ἐρώτημα κάποιων ποιὸς εἶναι, ἀπάντησε ὅτι εἶναι ὁ Δημήτριος, αὐτὸς δηλαδὴ ποὺ μέσα σ’ αὐτὸ τὸ κατάστημα ἀρνήθηκε τὸν Θεό του, τὸν Ὁποῖο ἦρθε τώρα νὰ ὁμολογήσει ἐκεῖ ποὺ Τὸν ἀρνήθηκε. Μόλις οἱ παριστάμενοι χριστιανοὶ ἄκουσαν αὐτά, ἔφυγαν τρομοκρατημένοι, ἐνῶ ἕνας νεαρὸς Τοῦρκος ποὺ ἦταν γνωστὸς τοῦ Δημητρίου καὶ εἶχε μάθει τὴν τέχνη τοῦ κουρέα, τοῦ εἶπε νὰ σταματήσει νὰ λέει τέτοιες κουβέντες καὶ νὰ λυπηθεῖ τὴ ζωή του, διότι ἐὰν τὰ μάθουν αὐτὰ οἱ Τοῦρκοι, θὰ τὸν θανατώσουν. Τότε ὁ Δημήτριος τοῦ ἀπάντησε μὲ παρρησία ὅτι ὁ σκοπὸς ποὺ βρίσκεται ἐκεῖ, εἶναι νὰ ξεπλύνει μὲ τὸ αἷμα του τὸ ἁμάρτημά του. Στὸ ἄκουσμα αὐτῶν τῶν λόγων ὁ νεαρὸς Τοῦρκος τοῦ εἶπε νὰ ἔρθει στὴν αὐλὴ γιὰ νὰ τοῦ κόψει μὲ ξυράφι τὸν λαιμό του. Ἀμέσως μὲ μεγάλη χαρὰ ὁ Δημήτριος ἔσκυψε τὸ κεφάλι του καὶ τὸν παρότρυνε νὰ πράξει αὐτὸ ποὺ εἶχε ἀποφασίσει. Ὁ Τοῦρκος ὅμως φοβήθηκε καὶ ἔφυγε, λέγοντάς του: «Νὰ τὸ εὕρης αὐτὸ ἀπὸ κάποιον ἄλλο». Κατόπιν ὁ θαρραλέος Δημήτριος κάθισε ἔξω ἀπὸ τὸ κουρεῖο τοῦ Βελὴ Μπαρμπέρη ποὺ ἦταν τὸ πρώην ἀφεντικό του. Μόλις τὸν εἶδε ὁ Βελής, προσπάθησε μὲ ἀπατηλὲς ὑποσχέσεις ἀγαθῶν, ἀλλὰ καὶ μὲ φοβερὲς ἀπειλὲς νὰ τὸν μεταπείσει. Ἐκεῖνος ὅμως τοῦ δήλωσε μὲ παρρησία τὴ χριστιανική του ἰδιότητα. Μάλιστα ὁ Βελὴς τοῦ ὑποσχέθηκε νὰ τοῦ δώσει ἀσημένια νομίσματα γιὰ νὰ φύγει ἀπὸ τὴν Τρίπολη καὶ ἔτσι νὰ ζήσει ἐλεύθερος, ὅπου ἐπιθυμεῖ. Ἡ σθεναρὴ ὅμως ὁμολογία τοῦ νεαροῦ ἀθλητοῦ τῆς πίστεως ὅτι πιστεύει στὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ ὅτι ἐπιθυμεῖ διακαῶς νὰ μαρτυρήσει γιὰ τὸ ὄνομά Του, ἐξόργισε τὸν Βελή, ἀλλὰ καὶ ἄλλους Τούρκους ποὺ πληροφορήθηκαν ὅτι κάποιος χριστιανὸς ποὺ εἶχε τουρκέψει, ἀρνήθηκε τὴν πίστη του στὸν Μωάμεθ καὶ ἐπέστρεψε στὴν παλαιά του θρησκεία. Μάλιστα ἕνας αἱμοβόρος Τοῦρκος τὸν ἅρπαξε, ὅπως ὁ λύκος τὸ ἀρνί, γιὰ νὰ τὸν ὁδηγήσει στὸν Τοῦρκο ἡγεμόνα τῆς Τριπόλεως. Καθ’ ὁδὸν τὸν ἔβαλε μέσα σὲ κάποιο κατάστημα γιὰ νὰ ψάξει στὰ ροῦχα του γιὰ τυχὸν ὑπάρχοντα χρήματα. Ὁ ἰδιοκτήτης ὅμως τοῦ καταστήματος ἦταν χριστιανὸς καὶ τοῦ ζήτησε νὰ τὸν ἀπολύσει, δίνοντας στὸν Τοῦρκο τὰ χρήματα. Ἀλλὰ ὁ Δημήτριος ἀπέρριψε μία τέτοια πρόταση καὶ κατόπιν ὁδηγήθηκε στὸν ἐπίτροπο τοῦ Τούρκου ἡγεμόνα, ὁ ὁποῖος προσπάθησε μὲ κολακεῖες καὶ ὑποσχέσεις, ἀλλὰ καὶ μὲ συνεχεῖς ἀπειλὲς νὰ τὸν ἐπαναφέρει στὴ μουσουλμανικὴ θρησκεία. Ὁ Δημήτριος ὅμως ἔμεινε σταθερὸς καὶ ἀκλόνητος στὴν πίστη του, γεγονὸς ποὺ τὸν ὁδήγησε στὸν δικαστή. Στὸν δρόμο μάλιστα τοῦ κρατοῦσαν τόσο σφιχτὰ τὸ δεξί του χέρι, ὥστε δὲν μποροῦσε νὰ κάνει τὸν σταυρό του, ἀλλὰ ἀπαίτησε νὰ μὴν τὸν ἀγγίξει κανείς, ἀφοῦ ἑκούσια ὁδηγεῖτο στὸ μαρτύριο. Στὸν δικαστὴ ὁ γενναῖος Δημήτριος δήλωσε σὲ ἑλληνικὴ γλώσσα ὅτι ἦταν καὶ εἶναι χριστιανὸς καὶ προσκυνᾶ τὸν Χριστὸ ὡς ἀληθινὸ Θεό. Ὁ δικαστὴς ὅμως δὲν γνώριζε ἑλληνικὰ καὶ ζήτησε ἀπὸ κάποιον Τοῦρκο νὰ τοῦ ἐπαναλάβει αὐτὰ ποὺ εἶπε ὁ Δημήτριος. Ὁ διερμηνέας Ἀγαρηνὸς ἀποκρίθηκε τότε ψευδῶς, δηλαδὴ ὅτι ὁ Δημήτριος εἶπε ὅτι ἦταν καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι Τοῦρκος. Ἀμέσως ὁ γενναῖος ἀθλητὴς τοῦ Χριστοῦ διαμαρτυρήθηκε λέγοντας στὰ τουρκικὰ ὅτι εἶναι χριστιανὸς καὶ θέλει νὰ πεθάνει μὲ τὴ χριστιανική του ἰδιότητα. Ἀκούγοντας αὐτὰ ὁ δικαστὴς δὲν θέλησε νὰ ἐκδώσει θανατικὴ ἀπόφαση, ἀλλὰ τὸν ἔστειλε στὸν Τοῦρκο ἡγεμόνα Μουσταφά, ὁ ὁποῖος τοῦ ὑποσχέθηκε πάμπολλα ἀγαθά, ὅπως χρυσοχάλκινα ἄλογα, ἀκριβὰ ἐνδύματα καὶ ἄφθονο χρυσάφι καὶ ἀσήμι. Ὁ Δημήτριος ὅμως ἔμεινε σταθερὸς καὶ ἀκλόνητος στὴν πίστη του καὶ δήλωσε καὶ πάλι μὲ παρρησία τὴν ὁμολογία του στὸν Κύριο. Στὸ ἄκουσμα αὐτῆς τῆς θαρραλέας ὁμολογίας πίστεως ὁ ἡγεμόνας ἀποφάσισε τὴ δι’ ἀποκεφαλισμοῦ θανάτωσή του.
Ἔτσι ἔμπλεως χαρᾶς ὁ νεαρὸς ἀθλητὴς τῆς πίστεως καὶ πρώην ἐξωμότης Δημήτριος ὁδηγήθηκε στὸν τόπο τῆς καταδίκης του. Καθ’ ὁδὸν ζητοῦσε συγχώρηση ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς ποὺ συναντοῦσε, ἐνῶ ὅταν ἔφτασε στὸ μέσο τῆς ἀγορᾶς ἔστρεψε τὸ κεφάλι του στὸν οὐρανὸ καὶ μὲ δυνατὴ φωνὴ δόξασε τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ὁ Ὁποῖος τὸν ἀξίωσε νὰ φθάσει σ’ αὐτὴ τὴν εὐλογημένη στιγμὴ καὶ νὰ δώσει τὸ αἷμα του γιὰ τὸ ὄνομά Του. Ἡ θανατικὴ ἐκτέλεση τοῦ γενναίου μάρτυρος Δημητρίου ἔλαβε χώρα στὴν ψαραγορά, ἀφοῦ πρῶτα ὁ δήμιος μὲ τὸν μάρτυρα πέρασαν ἀπὸ τὸ κουρεῖο τοῦ πρώην Τούρκου ἀφεντικοῦ του. Κατόπιν ὁ δήμιος μὲ τρία χτυπήματα ἀποκεφάλισε τὸν νεαρὸ ὁπλίτη τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος παρέδωσε τὴν ἁγία του ψυχὴ στὸν Κύριο, τὸν Ὁποῖο μὲ τόση ἀγάπη καὶ πίστη ὁμολόγησε. Ἡ δι’ ἀποκεφαλισμοῦ μαρτυρικὴ τελείωση τοῦ νεομάρτυρος Ἁγίου Δημητρίου τοῦ ἐκ Λιγουδίστης τῆς Τριφυλίας ἔλαβε χώρα στὶς 14 Ἀπριλίου 1803, ἡμέρα Τρίτη της ἑβδομάδος τοῦ Θωμᾶ καὶ ὥρα ἑβδόμη ποὺ ἀντιστοιχεῖ στὶς 1 τὸ μεσημέρι.
Τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ νεομάρτυρος ἔμεινε ἄταφο στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου ἐπὶ τρεῖς ἡμέρες καὶ πολυάριθμοι χριστιανοί, μόλις πληροφορήθηκαν τὴ θανάτωση τοῦ Δημητρίου, ἔτρεξαν γιὰ νὰ λάβουν κάποια εὐλογία ἀπὸ τὸν ἔνδοξο μάρτυρα τοῦ Χριστοῦ, εἴτε αἷμα, εἴτε τεμάχιο ἀπὸ τὰ ροῦχα του εἴτε τρίχες ἀπὸ τὸ κεφάλι του ἢ μέρος τοῦ σώματός του. Ἄλλωστε οἱ χριστιανοὶ τόσο πρὶν ὅσο καὶ μετὰ ἀπὸ τὸ μαρτύριό του ὠφελήθηκαν πνευματικὰ καὶ ἐνισχύθηκαν ψυχικά, βιώνοντας πολλὰ θαύματα, δεδομένου ὅτι καὶ τὸ κομμένο του κεφάλι φαινόταν σὰν νὰ ἦταν ζωντανό. Ὁ εὐλαβὴς ἱερέας Ἀντώνιος πῆρε κρυφὰ τὴν τιμία κεφαλή του καὶ τὴν ἐνταφίασε ἐντός τοῦ Ἱεροῦ Βήματος τοῦ ἐνοριακοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου μεγαλομάρτυρος Δημητρίου τοῦ Μυροβλήτου στὴν Τρίπολη καὶ μάλιστα κάτω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα. Σήμερα ἡ τιμία καὶ πανσεβάσμια κάρα τοῦ νεομάρτυρος Δημητρίου φυλάσσεται ὡς χαριτόβρυτος καὶ μυρίπνοος θησαυρὸς στὸν ἱστορικὸ Ἱερὸ Μητροπολιτικὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Βασιλείου Τριπόλεως, ὁ ὁποῖος θεμελιώθηκε τὸ 1855 καὶ ἐγκαινιάσθηκε τὸ 1884. Τὸ ἀκέφαλο σῶμα τοῦ Ἁγίου κινδύνευε ὅμως νὰ ριχθεῖ στὴν πυρὰ ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ἀλλὰ ὁ π. Ἀντώνιος συγκέντρωσε χρήματα ἀπὸ τοὺς χριστιανούς, τὰ ὁποῖα καὶ ἔδωσε στοὺς ἄπιστους. Ἔτσι τὸ τίμιο λείψανό του πετάχθηκε ἔξω ἀπὸ τὰ τείχη τῆς πόλεως σὲ τοποθεσία, ὅπου κρεμοῦσαν οἱ Τοῦρκοι τοὺς Ἕλληνες καταδίκους. Κατόπιν καὶ σύμφωνα μὲ τὸν διάκονο Ἰωσήφ, ὁ ὁποῖος ἀργότερα ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Ἀνδρούσης (1770-1844), οἱ εὐλαβεῖς ὑπηρέτες τοῦ πολιτικοῦ Σωτηρίου Κουγιᾶ, ἀδελφοῦ τοῦ Ἐπισκόπου Τριπόλεως καὶ Ἀμυκλῶν Νικηφόρου, παρέλαβαν τὸ ἀκέφαλο σῶμα τοῦ νεομάρτυρος Δημητρίου καὶ τὸ ἐνταφίασαν στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίου Νικολάου Βαρσῶν Μαντινείας, ἡ ὁποία χρονολογεῖται ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 11ου αἰώνα καὶ βρίσκεται σὲ ἀπόσταση δώδεκα χιλιομέτρων ἀπὸ τὴν Τρίπολη. Τὸ 1908 τὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου ἦρθαν «ὁσιακαῖς χερσὶν» στὴν ἐπιφάνεια ἀπὸ τὸν τόπο ποὺ βρίσκονταν καὶ τοποθετήθηκαν σὲ ξύλινη λειψανοθήκη, ἡ ὁποία τὸ 1920 ἔγινε ἀργυρὴ μὲ δωρεὰ τῆς εὐσεβοῦς οἰκογένειας Μακρῆ. Ἔκτοτε φυλάσσονται στὴ νέα λειψανοθήκη ὡς πολύτιμος πνευματικὸς θησαυρὸς τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Βαρσῶν, μαζὶ καὶ μὲ τμῆμα τοῦ ἐν Τριπόλει μαρτυρήσαντος στὶς 22 Μαΐου 1818 Ἁγίου ὁσιομάρτυρος Παύλου. Ἡ ἱερὰ αὐτὴ λειψανοθήκη μεταφέρεται κατ’ ἔτος στὴν Τρίπολη κατὰ τὸν κοινὸ πανηγυρικὸ ἑορτασμὸ τῆς μνήμης τῶν Ἁγίων νεομαρτύρων Δημητρίου καὶ Παύλου στὶς 22 Μαΐου, οἱ ὁποῖοι μὲ σχετικὸ βασιλικὸ διάταγμα τῆς 4ης Ἰουνίου 1909 τιμῶνται ὡς πολιοῦχοι καὶ προστάτες ἅγιοι τῆς Τριπόλεως. Οἱ ἱερὲς ἀκολουθίες πρὸς τιμὴν τῶν δύο ἐφόρων καὶ πολιούχων ἁγίων της ἱστορικῆς ἀρκαδικῆς πρωτεύουσας τελοῦνται στὸν ἱερὸ ἐνοριακὸ ναὸ τοῦ Προφήτου Ἡλιοῦ καὶ Νεομαρτύρων τῆς Τριπόλεως, ἐνῶ ἡ μνήμη τοῦ νεομάρτυρος Ἁγίου Δημητρίου στὶς 14 Ἀπριλίου τιμᾶται καὶ στὸν ὁμώνυμο ἱερὸ ναὸ τῆς Τριπόλεως, ὁ ὁποῖος ἀνεγέρθηκε στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου του κατὰ τὸ ἔτος 1904 μὲ δαπάνη τοῦ εὐσεβοῦς Ἀλεξάνδρου Παπαλεξανδρῆ καὶ τῆς συζύγου του, Δήμητρας. Ὁ Ἅγιος νεομάρτυς Δημήτριος ἑορτάζεται ἐπίσης πανηγυρικὰ ὡς πολιοῦχος καὶ προστάτης ἅγιος στὴ Χώρα Τριφυλίας (Λιγούδιστα), ὅπου ἔχει ἀνεγερθεῖ παρεκκλήσιο πρὸς τιμήν του, στὸ χωριὸ Φλόκα Τριφυλίας, ὅπου σύμφωνα μὲ τὴν προφορικὴ παράδοση καταγόταν ὁ πατέρας του καὶ ὁ ἐνοριακὸς ναὸς τοῦ χωριοῦ εἶναι ἀφιερωμένος στὸ ὄνομά του, καθὼς καὶ στὸ χωριὸ Μερκοβούνι Ἀρκαδίας, ὅπου ἐπίσης ὁ ἐνοριακὸς ναὸς τοῦ χωριοῦ ἔχει ἀνεγερθεῖ πρὸς τιμήν του, ἐνῶ ὁ Ἅγιος τιμᾶται καὶ στὸν ἱερὸ ἐνοριακὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου Ἀρκάδων τῆς πόλεως Καλαμάτας. Ἑορτασμὸς τῆς μνήμης του μαζὶ καὶ μὲ τὸν Ἅγιο ὁσιομάρτυρα Παῦλο τελεῖται ἐπίσης στὴν Πάτρα, στὸν ἱερὸ ἐνοριακὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Διονυσίου, ὅπου ἀπὸ τὸ 1861 φυλάσσεται εἰκόνα τῶν δύο πολιούχων ἁγίων της Τριπόλεως, ἡ ὁποία εἶναι ἀφιέρωμα τῶν ἐν Πάτραις διαβιούντων Ἀρκάδων, καθὼς καὶ στὸν ἱερὸ ἐνοριακὸ ναὸ Κοιμήσεως Θεοτόκου Κυπριάδου Ἀθηνῶν.
Πολυάριθμα εἶναι τὰ θαύματα ποὺ ἔχει ἐπιτελέσει ὁ Ἅγιος Δημήτριος ὁ Πελοποννήσιος, ἀφοῦ δαιμονιζόμενοι, ἑτοιμοθάνατοι καὶ τυφλοὶ βρῆκαν τὴ θεραπεία τους χάρη στὴ θαυματουργικὴ ἐπέμβαση τοῦ νεομάρτυρος διὰ τῆς χάριτος τοῦ Παντοδυνάμου Θεοῦ. Ἀλλὰ καὶ ἡ μυροβλυσία τῆς τιμίας κάρας του εἶναι ἀδιάλειπτη καὶ αἰσθητὴ σὲ πολλοὺς χριστιανοὺς ποὺ προσέρχονται μὲ εὐλάβεια γιὰ νὰ τὴν προσκυνήσουν. Πλούσια εἶναι καὶ ἡ συνταχθεῖσα πρὸς τιμήν του ὑμνογραφία, ἀφοῦ τὸ 1804 ἐκδόθηκε στὴ Βενετία ἡ ποιηθεῖσα ὑπὸ τοῦ Διακόνου Ἰωσήφ (τοῦ καὶ μετέπειτα Ἐπισκόπου Ἀνδρούσης) Ἀκολουθία τοῦ Ἁγίου, ἡ ὁποία ἐπανεκδόθηκε τὸ 1888 στὴν Τρίπολη καὶ κατὰ τὰ ἔτη 1909 καὶ 1927 στὴν Καλαμάτα. Ἀκολουθία τοῦ Ἁγίου ἐποίησε ἐπίσης καὶ ὁ Ὅσιος Νικηφόρος ὁ Χίος, ὁ ὁποῖος ἐξέδωσε καὶ τὸ Μαρτύριο τοῦ νεομάρτυρος στὸ Νέο Λειμωνάριο ποὺ ἐκδόθηκε τὸ 1819 στὴ Βενετία.
Ὁ ἐκ Λιγουδίστης τῆς Τριφυλίας καὶ ἐν Τριπόλει τῆς Πελοποννήσου μαρτυρικῶς ἀθλήσας στὶς 14 Ἀπριλίου 1803 ἔνδοξος καὶ καλλίνικος νεομάρτυς τοῦ Χριστοῦ Ἅγιος Δημήτριος ἀποτελεῖ γιὰ τὴν πνευματικὰ ἀλλοτριωμένη κοινωνία τοῦ 21ου αἰώνα ἕνα ὁλόλαμπρο παράδειγμα καὶ ἕνας φωτεινὸς ὁδοδείκτης γιὰ κάθε ἁμαρτωλὸ καὶ ταλαιπωρημένο ἄνθρωπο ποὺ ἀναζητᾶ τὴ σωτηρία καὶ τὴ λύτρωση μέσα ἀπὸ τὴν εἰλικρινῆ μετάνοια καὶ ποθεῖ τὴ χαρὰ τῆς οὐράνιας ἀγαλλίασης καὶ αἰωνίας ζωῆς μέσα ἀπὸ τὴ συνεχῆ ἐπικοινωνία μὲ τὸν Κύριο ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστό.
Ἀριστείδης Γ. Θεοδωρόπουλος
Ἐκπαιδευτικὸς
ΠΗΓΗ: syndesmosklchi.blogspot.gr
Βιβλιογραφία
- Καραχάλιου Δημητρίου Γ., Συναξάριον τῶν Ἁγίων τῆς Ἀρκαδίας, Ἔκδοσις Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μαντινείας καὶ Κυνουρίας, Τρίπολις 2004.
- Μητροπολίτου Πατρῶν Χρυσοστόμου, 14 Ἀπριλίου 1803, Τριπολιτσᾶ « Δημήτριε … Δημήτριε …, τώρα ποὺ θὰ πᾶς στὸν οὐρανό, νὰ προσεύχεσαι γιά μᾶς…», Ἐφημερίδα «Ἐκκλησιολόγος», ἀρ. φύλ. 308, Πάτρα 13-04-2013.
- Σκλήφα Χρυσοστόμου, Ἀρχιμανδρίτου (νῦν Μητροπολίτου Πατρῶν), Ὁ Ἅγιος νεομάρτυς Δημήτριος, Ἔκδοση Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μαντινείας καὶ Κυνουρίας, Τρίπολη 1995.
- Χαλκιᾶ – Στεφάνου Πόπης, Οἱ Ἅγιοι τῆς Χίου, Ἐκδόσεις Ἑπτάλοφος, Β΄ Ἔκδοσις, Ἀθῆναι 2008.
Πηγή: Χριστιανικὴ Βιβλιογραφία