«Ὁ χειμώνας μπορεῖ νἄρθει ξαφνικά! Προετοιμαστῆτε!»
ΤΟ ΑΠΡΟΣΔΟΚΗΤΟ
ΔΙΗΓΗΜΑ
Ἀπὸ τὸ πρωὶ ὁ καιρὸς ἦταν μουντός, ἔκανε ψύχρα.
Στεκόταν ὄρθιος, πιανόταν ἀπὸ μιὰ χειρολαβὴ γιὰ νὰ μὴν πέσει, ὕστερα μάλιστα ἀπὸ τόσες ὧρες δουλειά. Αἰσθανόταν κουρασμένος καθὼς ἦταν τέσσερις ἡ ὥρα καὶ δὲν εἶχε βάλει στὸ στόμα του παρὰ τὸν πρωινὸ καφέ.
Κι ὅμως δὲν τοῦ πήγαινε στὸ μυαλὸ πὼς ὁ νεαρὸς ποὺ ἔκανε νόημα μποροῦσε ν' ἀπευθύνεται σ' αὐτὸν γιὰ νὰ τοῦ προσφέρει τὴ θέση του. Στὴν ἀρχὴ νόμισε πὼς μιλοῦσε σὲ κάποιον ἄλλον. Ὅταν τελικὰ βεβαιώθηκε, ἔμεινε γιὰ λίγο ἀμίλητος καὶ φυσικὰ δὲν δέχτηκε.
Δὲν τὸ καλοσκέφτηκε στ' ἁμάξι, δὲν εἶχε ἂλλωστε καὶ τὸ χρόνο. Ἀνάμεσα στὸ πλῆθος πῶς νὰ σκεφτεῖς!... Ἔντονα πέρασε ἡ σημερινὴ μέρα κι αὐτὸς ἔνοιωθεν ἐξάντληση.
Ὅταν τὸ βράδυ περιμάζεψε τὶς σκέψεις του, ὕστερα ἀπὸ τὴν πρώτη ξεκούραση καὶ ξεντώνοντας μέσα στὶς πυτζάμες του καὶ στὶς παντόφλες του, ἔφερε στὸ νοῦ του τ' ἀπογευματινὸ ἐπεισόδιο. Πῆγε καὶ κοιτάχτηκε στὸν καθρέφτη προσεχτικά, ὅσο μποροῦσε.
— Νὰ πάρ' ἡ εὐχή, ποῦ στηρίχτηκε γιὰ νὰ δώσει τὴ θέση του τὸ παλιόπαιδο; Δὲν ἄλλαξα σὲ τίποτα. Οἱ λίγο γκρίζοι κρόταφοι; Μὰ καὶ μερικοὶ τριαντάρηδες ἀσπρίζουν. Ποῦ δίνεις τὴ θέση σου σ' ἕναν πενηντάρη, ὄχι, ὄχι, σαρανταοχτάρη, ρὲ λωβούτσικο; Τὄκανε σίγουρα γιὰ νὰ μὲ σνομπάρει, σκεφτόταν.
Τὸ ἀπόγεμα πέρασε γρήγορα, ὅπως περνάει τ' ἀπόγεμα τῶν ὑπαλλήλων τὸ χειμώνα. Βραδυάζει ἀμέσως. Τί νὰ κάνει κ' ἔξω ποὺ φύσαγε, μέσα εἶχε τὸ χουζούρι του...
...Ἔπεσαν νὰ κοιμηθοῦν. Γύρισε πρὸς τὴ γυναίκα του τρυφερώτερος ἀπὸ κάθε ἄλλη φορά, τουλάχιστον ἐδῶ καὶ ὀχτὼ-δέκα χρόνια. Εἶχε ἀνάγκη γιὰ σιγουριά. Αἰσθάνθηκε ἢ νόμισε πὼς αἰσθάνθηκε ἕνα μούδιασμα, κάτι σὰν κρύο στὰ πόδια του.
— Δὲν θἄχουμε θέρμανση, ἔκανε ἐκνευρισμένος. Ἀκούμπησε τὸ χέρι του στὸ σῶμα τοῦ καλοριφέρ. Ἦταν ζεστὸ πολὺ.
— Ἄσχημος καιρός, μονολόγησε. Κι ἀπὸ μέσα του: — Ἴσως νἆναι καὶ μικρορευματισμοί... Σκέφτηκε λίγο τὰ λόγια του.
Ἔξω στὸ δρόμο δυὸ-τρεῖς φωνὲς ἀκούστηκαν πολὺ καθαρὰ νὰ τραγουδοῦν:
«Ξύπνα, μωρό μου, κι ἄκουσε
κάποιο μινόρε τῆς αὐγῆς...»
Ἔμεινε γιὰ λίγο νὰ τὶς ἀκούει καθὼς χάνονταν στὴ νύχτα. Ὕστερα κόλλησε περισσότερο στὴ γυναίκα του, τρυφερός. Ἐξακολουθοῦσε νὰ κρυώνει.
.......Τὸ πρωΐ ποὺ ξυριζόταν, ἰδιαίτερα προσεχτικὰ κοιταζόταν στὸν καθρέφτη: Πρόσεχε τ' ἀραιωμένα μαλλιά, τοὺς κροτάφους καὶ τὶς ζάρες ποὺ ἄφηναν οἱ συσπάσεις. «Ἡ ἔνταση προτιμᾶ τὰ ἀνάγλυφα σχήματα στὸ πρόσωπο» θυμήθηκε πὼς κάπου διάβασε. Περισσότερο πρόσεξε πὼς πῆγε στὴν τουαλέττα χωρὶς κάλτσες. Κι ὅμως τὶς εἶχε τόσο ἀνάγκη σήμερα. Στὸ πρωινὸ ἱκανοποιήθηκε μὲ τὸ χαϊδευτικὸ βλέμμα τῆς γυναίκας του.
— Χρησιμοποίησες Old Spice; Πολὺ διαφημίζεται, τοὖπε ἐκείνη τρυφερά.
Σκέφτηκε πὼς κάποτε ὅλα χρειάζονται τὴ διαφήμιση, τί νὰ γίνει...
Κ' ἐνῶ νευριάζει πολὺ μὲ τὶς ψεύτικες διαφημίσεις, ἡ σκέψη του γαντζώθηκε στὴ διαφήμιση γιὰ τὰ παλτά. Τί σλόγκαν ἦταν αὐτό;
«Ὁ χειμώνας μπορεῖ νἄρθει ξαφνικά! Προετοιμαστῆτε!»
Φίλησε τὴ γυναίκα του φεύγοντας γιὰ νὰ πάρει δύναμη. Τὴν εἶχε ἀνάγκη. Κλεῖσαν συνάντηση νὰ κατέβει ν' ἀγοράσουν παλτὰ γιὰ τὸ χειμώνα ποὐρχόταν.
Στὴν ἐργασία του πέρασε ὅπως πάντα, σκοτούρα κ' ἔνταση. Εὐτυχῶς ποὺ δὲ σοῦ δίνει τὸ χρόνο νὰ σκεφτεῖς καὶ τίποτ' ἄλλο. Ἡ ἀργόσχολη σκέψη δὲν κάνει ποτὲ καλό.
Στὸ ἁμάξι, καθὼς ἀνέβαιναν, κόσμος πολύς. Ὥρα αἰχμῆς, κι αὐτὸς μὲ τὴ γυναίκα του κρεμασμένοι ἀπὸ τὶς χειρολαβές. Τὸ παιδάκι του ἀπὸ τὸ μανίκι του. Κοίταζε στὴ μισοδιπλωμένη ἐφημερίδα του, γιατὶ ἂν ἀντάμωνε τὸ βλέμμα του κανένα νεαρὸ μποροῦσε νὰ τοῦ προσφέρει τὴ θέση του καὶ τότε τί νἄκανε; Στὴν ἀρχὴ πολυκοσμία, οὔτε μποροῦσε νὰ πεῖ κάτι στὴ γυναίκα του. Τί νὰ τῆς ἔλεγε, τέτοιαν ὥρα;
Τοῦ φάνηκε πὼς κάποιος καθισμένος τὸν κοίταζε.
— Θἆναι γιὰ τὸ μεσόκοπο δίπλα μου, σκέφτηκε. Καὶ τ' ἁμάξι προχωροῦσε, ἄλλοι ἀνέβαιναν, ἄλλοι κατέβαιναν. Πλησίαζαν καὶ τὸ χαιρόταν διπλά. Μιὰ στιγμὴ, αἰσθάνθηκε κάποιος νὰ τὸν σκουντᾶ στὸ χέρι. Τράβηξε τὰ μάτια του ἀπὸ τὴν ἐφημερίδα κι εἶδε ἕνα νεαρό.
— Ἐλάτε, καθήστε, τοὖπε, κι ἀνασηκώθηκε.
— Ὄχι, ὄχι, ἔκανε αὐτός βιαστικά. Δὲν πειράζει... κατεβαίνω σὲ λίγο.
— Μὰ ἔχετε καὶ τὸ παιδάκι, τοὖπε.
Τότε τράβηξε τὴ γυναίκα του, τὴν ἔβαλε στὸ κάθισμα καὶ τῆς ἔδωσε καὶ τὸ παιδί. Δὲν θυμᾶται, ἂν εὐχαρίστησε τὸ νεαρό.
— Ὄμως δὲν τὴν πρόσφερε γιὰ μένα. Εἶδε, βλέπεις, τὸ παιδί...
— Μὰ ἔχετε καὶ τὸ παιδί... Αὐτὸ τὸ «καὶ» τί τὄθελε;
Φτάνοντας κατέβηκαν μ' ἀνακούφιση. Τὸ παιδάκι του, ἂν κ' ἔκανε τσουχτερὸ κρύο, ἔτρεχε μπροστὰ καὶ γελοῦσε. Θυμήθηκε τοὺς χτεσινοβραδυνοὺς νέους μὲ τὸ τραγούδι τους. Χαμογέλασε ἰκανοποιημένος. Πιάστηκε ἀπ' αὐτὴ τὴ σκέψη κι ἀκολούθησε τὸ παιδάκι του τρέχοντας. Ἡ γυναίκα του ξωπίσω τὸ ἴδιο. Ἦταν τρεῖς χαρούμενοι.
Ἐκεῖνο τὸ σλόγκαν γιὰ τὰ παλτὰ ξαναγύριζε μὲ θόρυβο στὸ μυαλό του. Πάλι τὸ ἴδιο καὶ τὸ ἴδιο. Ἦταν ὅμως Σαββατόβραδο, ἐρχόταν Κυριακή, εἶχε καιρὸ νὰ σκεφτεῖ.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΡ. ΜΠΟΣΙΝΑΚΗΣ
Πηγή: «Νέα Ἑστία» τχ. 1151, 1975
Φωτογραφία: pinterest
Ἑλληνων Φῶς