Ο Γ Λ Α Ρ Ο Σ
Ἕνα πουλάκι ἐπέταξε μιὰ 'μέρα
'στοὺς μαύρους βράχους, ποῦ τὸ κῦμα σπᾷ
κ' εἶδε ψηλὰ τὸ γλάρο 'στὸν ἀέρα
τὰ κάτασπρα φτερά του νὰ κτυπᾷ...
Καί κάτω του τὸ πέλαγος γυρνοῦσε
'στὸ φύσημα τοῦ ἀκούραστου βορηᾶ,
κι' ἀπ' τὸ θυμό του λὲς πῶς ἐπετοῦσε
τὸν ἀσημένιο ἀφρό του 'στὴν στεριά.
Καὶ τὸ φτωχὸ πουλάκι τρομασμένο,
εἶπε 'στὸ γλάρο μὲ γλυκειὰ φωνή.
«Πῶς ζῆς ἐδῶ πουλὶ δυστυχισμένο,
καθένας 'ποῦ σὲ βλέπει σὲ πονεῖ».
Γυρίζει τὴν περήφανη ματιά του
ὁ γλάρος καὶ κυττάζει τὸ πουλὶ
κοντὰ σιμώνει μ' ἕνα πέταγμά του,
σἂν τὴ σαΐτα κ' ἔτσι τοῦ μιλεῖ.
«Μικρὸ πουλὶ 'στὰ δένδρα τ' ἀνθισμένα
'σαν τὴν ἀχτίδα φεύγεις καὶ πηδᾶς
Ὁλημερὴς μὲ ταίρια ἀγαπημένα
τραγούδια... τραγουδᾶς.
Μὰ ἐγὼ βραχνὸ παιδὶ τῆς τρικυμίας
'στα κύματα αἰώνια γυρνῶ
φωλιάζω 'στῆς σπηλιαῖς τῆς παραλίας
κι' ἀνεμοζάλη πάντοτε μηνῶ.
Ἡ θάλασσα, τὰ κύματα; ἡ μπόρα
εἶν' ἡ ζωή μου, ἀκούραστα πετῶ
μαζί μ' ἐκεῖνα πάντα καὶ μὲ φόρα
'στὰ ἀγριεμένα κύματα βουτῶ.
Εἶμαι τοῦ ναύτη ὁ σύντροφος, γνωρίζω
τῆς θάλασσας τὰ τόσα μυστικά,
κ' ἐκεῖ ποῦ μέσ' στὰ σύνεφα γυρίζω
τὰ μαῦρα της κυττάζω σωτικά.
Κ' ἐσὺ μοῦ λες τὰ κύματα ν' ἀφήσω
τῆς ξέραις, τὰ καράβια, τὸ Βορρηᾶ!
Μακρυά τους δὲν μπορῶ στιγμὴ νὰ ζήσω
θαλασσινὸ πουλί, θὰ ξεψυχήσω,
ἅμα κλειστῶ μιὰ 'μέρα στὴ στερηά».
Ν. Δαμιανός
Πηγή: ΖΑΧΑΡΙΑ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΤΟΜΟΣ Γ΄ (1923)
Ἑλλήνων Φῶς