Ο ΓΥΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ

Κωστῆς Παλαμᾶς

          ΜΙΑ ΦΩΝΗ
    Καλῶς μᾶς ἦρθες, Βασιλιᾶ! Τί φέρνεις ἀπ' τὰ ξένα;
    Τί μήνυμα, τί χάρισμα, τί θάμα στὸ δισσάκι
    βαστᾶς γιὰ μέ, ταξιδευτή; Τὸ μέγα Εἰκοσιένα
    μὲ κάνα Γέρο τοῦ Μωριᾶ, μὲ κάνα Καραϊσκάκη;

    Μὲ τὴν πορφύρα τοῦ Φωκᾶ, τοῦ Κομνηνοῦ τὴ βέργα,
    τ' ἀκονισμένο τὸ σπαθί, τὸ γλήγορο τὸ βόλι;
    Τί θὰ μοιράσῃς, φιλευτή; Τὰ δοξασμένα τὰ ἔργα;
    Τί δείχνεις μὲ τὸ χέρι σου; Τοῦ ὀνείρου μου τὴν Πόλη;

    Μὴν ἔμαθες τὸ μυστικὸ ποὺ πάλε θὰ μὲ κάμῃ
    νὰ χτίσω Ἀθήνα δεύτερη, καὶ νέαν Ἑλλάδα ἀρχαία,
    πίσω γυρνώντας τοῦ Καιροῦ τ' ἀγύριστο ποτάμι,
    πύργο τὸ Λόγο ὑψώνοντας μὲ βάθρο τὴν Ἰδέα;

    Ἤ μήπως καὶ σὲ μάγεψαν τ' ἄγρια τ' ἀντρίκεια χρόνια,
    ἀπὸ μπαρούτι εὐωδιαστὰ κι ἀπὸ βουνοῦ θυμάρια,
    τὸ καρυοφύλλι, ἡ κλεφτουριά, ὁ κουρσάρος, τὰ τρομπόνια,
    καὶ νὰ βροντήσῃς ἔφτασες «Ὡς πότε παλληκάρια;»

    Σταμάτησε τὸ διάβα σου κανένα συναξάρι
    ὡραῖο, καμιὰ παράδοση γιομάτη ἀπ' τὴν πνοή μου,
    καὶ πῆρες καὶ τὴ σάρκωσες μὲ τοῦ Θεοῦ τὴ χάρη
    καὶ καρτερᾶς τὸ λάβαρο καὶ θέλεις τὴν εὐκή μου;

    Μὲ τὸ κοντάρι τ' ἅη Γιωργιοῦ, μὲ τ' ἅη Δημήτρη τὸ ἄτι
    στράτα θ' ἀνοίξῃς γιὰ νὰ πὰς πρὸς τὴ Θεσσαλονίκη;
    Ἢ μόνος μὲ μιὰ γνώμη ἁδρὴ καὶ μ' ἕνα νοῦ σπαρτιάτη
    θὰ τ' ἀρματώσῃς, πλάστη ἐσύ, τὰ χέρια γιὰ τὴ νίκη;

    Ποιὸς Τοῦρκος καὶ ποιὸς Βούλγαρος ὀχτρὸς ἁλυσωμένος
    θὰ συρθῇ πίσω ἀπ' τοῦ λαμπροῦ θριάμβου σου τ' ἀμάξι;
    Ποῦ θὰ σταθοῦν οἱ δρόμοι σου, καταραμένο Γένος; 
    Τὸ μυριοθαλασσόδαρτο καράβι ποῦ θ' ἀράξῃ; 

          Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ
    Τοὺς γύρους τοὺς ἀγύρευτους, τὰ στέρφα τὰ ταξίδια
    στοῦ δυνατοῦ τὰ χώματα καὶ τὰ παλάτια, φέρνω·
    τοῦ ξένου τὰ ταξίματα, τοῦ πονηροῦ τὰ φίδια,
    κι αὐτὰ ποὺ ἀνώφελα κρατῶ κι ἀθέριστα ὅσα σπέρνω.

    Μὲ τὰ σκυμμένα μέτωπα καὶ τὰ ὑψωμένα χέρια
    φέρνω τ' ἀργομιλήματα, τὰ κρυφοπαρακάλια
    ποὺ φέγγουν καθὼς φέγγουνε τὰ ξόδια τ' ἀχνοκέρια·
    κ' ἔρχομαι ἀπὸ τ' ἀλαργινὰ βουνὰ καὶ τ' ἀκρογιάλια.

    Καὶ φέρνω ἀπὸ τὴν καταχνιὰ τοῦ Τάμεση, ἀπ' τὸ ρέμα
    τοῦ Δούναβη, κι ἀπὸ τὸ Σπρέα κι ἀπὸ τὸ Σηκουάνα
    τὸ λόγο ποὺ κατάστηθα χτυπάει σκληρός, τὸ ψέμα
    ποὺ εἶν' ἀπὸ χάϊδια γλιστερὰ κ' εἶν' ἀπὸ γέλια πλάνα.

    Κ' ἔρχομαι ἀπὸ τὶς ἀφρόπλαστες κι ἀπ' τὶς γαλανοφρύδες
    ποὺ ΝΑΙ ὅλο λὲν κ' εἶν ἄγγιχτες νεράϊδες, κ' εἶν' οἱ ἐλπίδες
    κ' εἶναι οἱ Σειρῆνες. Οἱ λαοί, κι ἀντὶ μπροστὰ νὰ πάνε
    γενναῖα τραβώντας τὰ κουπιὰ στὶς θάλασσες ποὺ ὀργώνουν,
    λιγώνονται ἄνεργα κι ἀκούν... Οἱ ἐλπίδες κελαϊδᾶνε
    καὶ τοὺς λαοὺς σκοτώνουν.

    Εἶδα τῶν χτεσινόπλαστων ἐθνῶν τὴν περηφάνια,
    πιὸ γαῦρα ἀπὸ τὴ Λιάκουρα τὰ σλαβικὰ Μπαλκάνια,
    καὶ νὰ δοξάζουνται οἱ φυλές, νὰ χτίζουνται οἱ πατρίδες
    σὰ σπίτια ὑπάκουων καὶ σὰν ἀρματωλῶ λημέρια
    καὶ σὰ ναοὶ ἰδεῶν·
    κ' ἐρμότοπο οἱ ἀκρίδες
    εἶδα νὰ κάνουν τ' ἄνθισμα τὸ πλούσιο τῶν λαῶν
    ὅσοι σπαράζουν ἄβουλα μέσ' στῶν ἀχρείων τὰ χέρια.

    Εἶδα τοῦ κόσμου τοὺς τρανοὺς νὰ δείχνουν τὸ Ρουμάνο,
    τὸ Σέρβο καὶ τὸ Βούλγαρο καὶ τὸ Μαυροβουνιώτη
    σὰν τὰ παιδιὰ τῆς προκοπῆς καὶ σὰν τῆς γῆς τὴ νιότη,
    κ' ἐμὲ σὰ νὰ βασίλευα σὲ κοιμητήρι ἀπάνω...
    Ποιός εἶσαι;

          Η ΦΩΝΗ
                Ἐγὼ εἶμαι τοῦ στενοῦ κελλιοῦ ἡ φυλακωμένη,
    καὶ τὸ κελλὶ ἀπὸ μάρμαρο, κἂν παλατιοῦ, κἂν τάφου,
    καὶ μὲ χωρίζει ἀπ' τὴ ζωὴ βαθιὰ σκαμμένου τράφου
    τὸ χώρισμα. Μιὰ μάγισσα, μιὰ τρισκαταραμένη
    μἄγγιξε μὲ τὴ βέργα της καὶ πέτρα μ' ἔχει κάμει
    ἀπὸ τὴ μέση ὧς κάτου·
    κι ἀπὸ τὴ μέση ὡς τὴν κορφὴ κ' αἰστάνομαι καὶ νιώθω
    κι ἀπὸ τὴ μέση ὡς τὴν κορφὴ σειέμαι λιγνὸ καλάμι
    κ' ἔχω στὰ πόδια τὰ καρφιὰ τοῦ ἀσάλευτου θανάτου,
    κ' ἔχω στὸ νοῦ τὴν κόλαση καὶ στὴν καρδιὰ τὸν πόθο.

    Κ' ἡ Μάγισσα κι ἀλύπητα μὲ βούνευρο μὲ δέρνει.
    Καὶ τοῦ στερνοῦ Αὐτοκράτορα ἐγὼ εἶμαι ἡ θυγατέρα...
    Σκούζω καὶ σκούζω, κι ὁ ἄνεμος τὸ σκούσμα μου τὸ φέρνει
    στὰ τετραπέρατα, κακοῦ ἀλογάριαστου φοβέρα.

    Γύρω πιστοὶ τῆς Μάγισσας, οἱ μόρτηδες καὶ οἱ δοῦλοι,
    τοῦ νεκροζώντανου εἴδωλου τρώνε τὸ βιός, καὶ βρίζουν.
    Καὶ τοῦ Κατσώνη ἐγὼ ἀδερφή, καὶ μάννα τοῦ Μιαούλη!
    Καὶ μπροστά μου τὰ γόνατα τῆς Ἱστορίας λυγίζουν.

    Δὲν ἔχεις, Ὄλυμπε, θεούς, μηδὲ λεβέντες ἡ Ὄσσα,
    Ραγιάδες ἔχεις, Μάννα Γῆ, σκυφτοὺς γιὰ τὸ χαράτσι,
    κούφιοι καὶ ὀκνοὶ καταφρονᾶν τὴ θεία τραχιά σου γλῶσσα,
    τῶν Εὐρωπαίων περίγελα καὶ τῶν ἀρχαίων παλιάτσοι.

    Καὶ δημοκόποι Κλέωνες καὶ λογοκόποι Ζωΐλοι,
    καὶ Μαμμωνάδες βάρβαροι, καὶ χαῦνοι Λεβαντίνοι·
    λύκοι, ὦ κοπάδια, οἱ πιστικοί, καὶ ψωριασμένοι οἱ σκύλοι,
    κ' οἱ χαροκόποι ἀδιάντροποι, καὶ πόρνη ἡ Ρωμιοσύνη!

          Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ
    Ποιὸς εἶσαι σὺ ποὺ μοίρεσαι καὶ βαριαναστενάζεις
    καὶ ποὺ βογγᾶς καὶ τὸ βραχνὰ γεννᾶς καὶ τὴν ἀγκοῦσα,
    ἅρπα κρατᾶς προφητική, τραβᾶς ρομφαία καὶ σφάζεις;
    Ποιά θεία φωνή; Ποιά θεία ὀργή; Ποιά Νέμεση; Ποιά Μοῦσα;

          Η ΦΩΝΗ
    Καλῶς μᾶς ἦρθες, Βασιλιά! Καὶ πρόσταξε ν' ἀνάψουν
    στὴν ἄκρη τοῦ γιαλοῦ φωτιά,
    καὶ τὸ καράβι σύντριψε ποὺ σ' ἔφερε ἀο' τὴν ξενιτιὰ
    καὶ τὰ συντρίμμια δός τα νὰ τὰ κάψουν.

    Καὶ ρίζωσε στὴ γῆ σου,
    μὲ τὴν ψυχὴ καὶ σάρκα της, ψυχὴ καὶ σάρκα μιά,
    καὶ νήστεψε καὶ γίνε ἁγνὸς καὶ κάθε τι ἀπαρνήσου,
    καὶ κάμε τὸ παλάτι σου τ' ἀσκηταριοῦ ἐρημιά.

    Κ' ὕστερα πάρε δύναμη, γίνε κριτής, καὶ ὀρθώσου,
    κι ἀπάνου ἀπὸ τὸν τρίχινο τὸ σάκκο τοῦ ἀσκητῆ,
    κι ἀπάνου ἀπ' τοῦ καλόγερου τὸ κομποσκοίνι ζώσου
    τὸ ἑλληνικὸ σπαθί, λευτερωτή!

    Καὶ μάζωξε τῆς προκοπῆς τοὺς θησαυρούς, τὰ ὡραῖα,
    τῆς Ἐπιστήμης τοὺς καρπούς, τ' ἄνθια τῆς Ἀρετῆς,
    τὴ θέληση τὴν πάντολμη, τὴν ἐθνοσώστρα Ἰδέα,
    κι ὅσα στὰ ξένα γνώρισες κι ὅσα ἀπὸ κεῖ κρατεῖς.

    Καὶ πλούτισε καὶ μέστωσε τὴ χώρα σου, καὶ πές της:
    «Πάρ' τα καὶ κάμε τα ἄρματα, καὶ σώπα καὶ καρτέρα,
—μετανοιωμένοι ταίριασαν ἡ ἁμαρτωλὴ κι ὁ φταίστης,—
    ὅσο ν' ἀστράψη ὁ πόλεμος, ὅσο νὰ φέξῃ ἡ μέρα».

    Καὶ μάθε της ποιὸ εἶν' ἡ τιμή, καὶ ποιὰ ἡ μεγαλοσύνη,
    καὶ πές της· «τὸ δαφνόδεντρο μπορεῖ παντοῦ καὶ πιάνει,
    ἔχει καρδιὰ κι ὅ Βούλγαρος, κι ὁ Τοῦρκος ἀντρειοσύνη,
    ὁ Ἀρμένης, τῆς θυσίας παιδί, στρατιῶτες οἱ Ρουμάνοι.

    Μίσαε κι ἀγάπαε· κ' ἔρωτες καὶ μίση δούλευέ τα
—πές της— γοργά, μὰ ταπεινά, σοφά, μ' ἀϊτοῦ ματιά,
    κ' ὕστερα χτύπα τὸν ὀχτρὸ στῆς μάχης τὴ φωτιά.
    Μὰ πρῶτα στάσου ἡρωικὰ καὶ τὸν ὀχτρὸ χαιρέτα».

    Μὲ πλατὺ κάστρο ἀγκάλιασε τὴν Πολιτεία σου, Ρήγα,
    βάλ' του μουράγια τρίδιπλα, τετράψηλα φταπύργια,
    καὶ πολεμῆστρες ἄνοιξε παντοῦ γιὰ παραμύθια,
    καὶ στήσου βάρδια ὁλάγρυπνη κι ἀγνάντευε καὶ ὁδήγα.

    Τὸ κάστρο νὰ εἶναι θεώρατο, κι ὁ ἴσκος του ἴσκιος γίγα.

    Καὶ σκότωσε τὴ Μάγισσα ποὺ μὲ κρατάει δεμένη,
    καὶ φέρε μου τ' ἀθάνατο νερὸ νὰ μὲ ραντίσης
    κι ἀνάστησέ με ἀκέρια,
    καμάρι τῆς Ἀνατολῆς καὶ ζήλεμα τῆς Δύσης,
    καὶ φτέρωσε τὰ πόδια μου, καὶ ἀτσάλωσε τὰ χέρια,
    καὶ σκότωσε τὴ Μάγισσα τὴν τρισκαταραμένη.

          Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ
    Ποιός εἶσαι; 

          Η ΦΩΝΗ
                            Εἶμαι Η ΕΘΝΙΚΗ ΨΥΧΗ!

          Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ
                                                              Δυστυχισμένη!

          1907.



Πηγή: Κ. Παλαμᾶ, Ἅπαντα, Τόμος Ε΄. Γ΄ ΕΚΔΟΣΗ, ΓΚΟΒΟΣΤΗΣ
Η ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΚΑΙ Η ΜΟΝΑΞΙΑ (ΔΕΥΤΕΡΟ ΒΙΒΛΙΟ)

Ἑλλήνων Φῶς

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *