Ο περιούσιος λαός του Θεού
Τα σημάδια δεν λαλούν ψέματα, διότι εκείνοι όπου τα
δοκιμάζουν αγρωνίζουν πως είναι αλήθεια.
Χρονικόν Λεόντιου Μαχαιρά
Η Ρωμιοσύνη εν’ φυλή συνότζιαιρη του κόσμου,
κανένας δεν εβρέθηκεν για να την-ι-ξηλείψη,
κανένας, γιατί σσιέπει την που τάψη ο Θεός μου.
Η Ρωμιοσύνη εν’ να χαθή, όντας ο κόσμος λείψη.
Βασίλης Μιχαηλίδης, «9η Ιουλίου»
H μετάπτωση από την κεντρική εξουσία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στο καθεστώς της φεουδαρχίας, που επιβλήθηκε με την κατάληψη της Κύπρου το 1191 από τον βασιλιά της Αγγλίας Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο, θα δομηθεί πάνω στα πιο ακραία τοπία καταπίεσης, την ίδια εποχή που η τυρβώδης ροή της φτωχοποίησης θα συμπαρασύρει τους ανθρώπους και τoν τόπο τους προς το θεμελιώδες συστατικό της δυτικής χωροδεσποτίας: Τη δουλεία.
Μέσα από το πλέγμα των εξουσιαστικών σχέσεων που βασίζονται στην εκμετάλλευση, η λεηλασία του νησιού που ακολούθησε θα υπακούσει σε αυτήν την ίδια τη σύσταση της καταναγκαστικής τάξης κατά την οποίαν η προσωπική ελευθερία γίνεται ασυμβίβαστη με τη διατήρηση της φεουδαρχικής συνθήκης, συγκλονίζοντας τα θεμέλια και την εν γένει μορφολογία του υφιστάμενου κοινωνικού σχηματισμού. Η ανατροπή μιας σειράς οικονομικών, πολιτικών και κοινωνικών θεσμών που ακολούθησε μοιραία θα καθορίσει και το αντικείμενο μιας ακατάπαυστης αντίθεσης και μιας αδιάκοπης αντίστασης απέναντι στην επιχειρούμενη αποανθρωποποίηση του πληθυσμού.
Στο γύρισμα του εντέκατου αιώνα, η Κύπρος, ως μια ρωμαϊκή κοινότητα μαζί με τα πρόστιμα και τους αβάσταχτους φόρους των Ναϊτών, θα εισηγηθεί, σε μια πρώτη ανάγνωση της δραματικής πορείας του τόπου ανάμεσα σε μια σειρά ξένων κατακτήσεων, την ιδέα της αφοσίωσης σε μια πνευματική τάξη απρόσβλητη από το γίγνεσθαι και ικανή να προσηλωθεί σε ένα νόημα ζωής που υπερβαίνει τη φυσική και επίγεια πραγματικότητα. Η σχεδόν αντανακλαστική στροφή του πληθυσμού προς τη διατήρηση του λειτουργικού περιεχομένου των κοινοτήτων, καθώς και του συνόλου των αξιών που τις διατρέχει, θα περιγράψει ακριβώς την οργανική ενσωμάτωση της κοινωνίας στις διαστάσεις του ιστορικού μετασχηματισμού, αλλά και τη διαμόρφωση μιας πανίσχυρης θέλησης για επιβίωση και διατήρηση του εθνολογικού της κριτηρίου.
Η ανάδυση, αναπαραγωγή και ανάπτυξη μιας ακραία συντηρητικής και αντικαθεστωτικής συνείδησης, μέσα από την ανάγκη υπεράσπισης του «κοινοτικού ήθους» απέναντι ακριβώς στις εξωτερικές επιδράσεις, θα καθορίσει και την ιδέα αναζήτησης των έσχατων μηχανισμών συσπείρωσης. Ο οδοδείκτης ολόκληρου του φάσματος των γνώσεων που αποθησαυρίστηκαν διά μέσου των αιώνων θα δείξει κατ’ ευθείαν τον χώρο της εκκλησίας και την εστίαση στις εθιμικές πρακτικές που όριζε η Ορθοδοξία. Μέσα από την εικόνα μιας κοινωνίας που είχε να αντιμετωπίσει ανοιχτά το στοίχημα αφανισμού της και της οποίας όλη η αλήθεια βρίσκεται μέσα στην πίστη της, η προοπτική αλλοίωσης της ελευθερίας που προέκυπτε από τον πυρήνα της παράδοσης θα την εξωθήσει σε μια αυστηρότατη περιχαράκωση στους όρους της εκκλησιαστικής διαθήκης ως το έσχατο ανάχωμα απέναντι στις εκμηδενιστικές δυνάμεις που άρχισαν να την περιβάλλουν.
Την ίδια στιγμή που το πλεόνασμα δυστυχίας θα φανεί ότι δεν αίρεται με την εξασφάλιση των ελάχιστα ανεκτών «αντικειμενικών συνθηκών», η κοινότητα, μέσα στη φυσική της αδυναμία, θα αναζητήσει τη λογική της ολοκλήρωση μέσα στην ιδέα ενός πνευματικού, καθαρά νοητού κόσμου. Μια ολοένα βαθύτερη μεταφυσική ενδυνάμωση θα την αποσυνδέει από τις επιδράσεις της περιβάλλουσας προβληματικής και θα την ωθεί στη βίωση του «παρόντος», έξω και μακριά από αυτήν, ενισχύοντας έκδηλα ή ένδηλα τη σωτήρια λειτουργία του αισθήματος του «κοινού ανήκειν» στα μέλη της.
Ενώ η εμφάνιση μιας τέτοιου μεγέθους εσωστρέφειας θα μπορούσε να οδηγήσει την κοινωνία σε κατάρρευση, η κατεστημένη συλλογική αλήθεια δείχνει να διατρέχει σε τέτοιο βάθος την εκκλησιαστική εμπειρία, που βρίσκει τη λογική της ολοκλήρωση μέσα στην εκκόλαψη μιας οξύμωρης για την εποχή υπερχρονικής σταθερότητας και οντολογικής βεβαιότητας. Γι’ αυτό και η πίστη γίνεται αντιληπτή όχι μόνο ως το θεμελιακό στοιχείο της ανθρώπινης ύπαρξης που ταυτίζεται με τη βεβαιότητα της ύπαρξης του Θεού, αλλά και μια εκ των παραμέτρων της πολιτικής αυτοσυνειδησιακής διαλεκτικής, που θα επιτρέψει στην κοινωνία να αναγνωρίσει την παρουσία μιας εσωτερικής συνέχειας και μιας εσωτερικής λογικής στην ιστορική της ανάπτυξη.
Η άμεση αντίδραση απέναντι στη σκληρή και καταπιεστική διοίκηση των Ναϊτών, το 1192, το μαρτύριο και ο θάνατος στην πυρά, το 1231, των δεκατριών μοναχών της Καντάρας που αρνήθηκαν να αποδεχτούν μερικές δοξασίες της Δυτικής Εκκλησίας, η εξέγερση του Ρε Αλέξη το 1426, η θυσία του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού το 1821, ο Αγώνας του ’55-’59 δεν αποτελούσαν απλώς μία απόπειρα ξεγελάσματος της ιστορίας, αλλά μια ενσυνείδητη επιλογή αντίδρασης που θα κρατήσει την ελπίδα ζωντανή και θα διατηρήσει τις ισχυρές κεντρομόλες τάσεις των σχεσιακών δομών.
Θα είναι, εν τούτοις, ο απεμπλουτισμός του πλέγματος και των κανόνων του σχετίζεσθαι που θα βρεθεί από πολύ νωρίς υπό την απειλή αποδόμησης από μια απρόσμενη επενέργεια. Ανάμεσα στις κενές νοήματος φεουδαρχικές επιταγές της φραγκοκρατίας και τους κλυδωνισμούς από το πέρασμα του αποικιοκρατικού μηχανισμού της «Γαληνοτάτης Δημοκρατίας του Αδρία», θα ανιχνευτεί μια καινοφανής αλλά ιδιότυπη τάση εξω-αμοιβαιότητας στο εσωτερικό της κυπριακής κοινωνίας. Πρόκειται για την ανάδυση και αναπαραγωγή μιας ανερμάτιστης και ηθικά κατώτερης τάξης, που θα συναντήσει τους κατ’ εξοχήν εκπροσώπους της στα πρόσωπα ανθρώπων που θα ταυτίζονται συστηματικά με τους δυνάστες του νησιού, μηδενίζοντας κάθε πίστη στις αλήθειες που αποβλέπουν και τείνουν οι ελπίδες και οι ενέργειες του συνόλου. Ακινητοποιώντας ή τελματώνοντας την προσπάθεια του ρωμαϊκού κόσμου της Κύπρου για τη διατήρηση της ιδιοπροσωπίας του, το προβάδισμα που θα δίνουν στη βιοτική τους φροντίδα θα υπακούει στην έλλειψη επίγνωσης του ιστορικού διακυβεύματος, αλλά και στην εξόφθαλμη παρερμηνεία των ξένων ηγεμονικών προσανατολισμών.
Σε μια κοινότητα φιλοδωρημένη με την απόδοση ενός ακραιφνούς πνευματικού νοήματος στις καταστάσεις και στα πράγματα, «οι πτωχοί οι Κυπριώτες όπου βαστάννουν πολλά, ο Θεός θα τους ευλογήσει με την ελεημοσύνη του» (Λ. Μαχαιράς), ενώ τα έσωθεν και έξωθεν στοιχεία που πιέζουν για αιώνες τώρα τη συνοχή και την ομοφροσύνη δεν πρέπει παρά να συνυπολογιστούν στην ιστορική εξίσωση διατήρησης της συνέχειας των Ελλήνων στον τόπο.
Καθώς και το θαύμα.
Στην τουρκοκρατία και αγγλοκρατία που θα ακολουθήσει απλώς θα υπερτονιστούν οι παράμετροι της ποδηγέτησης που θα εξελιχθεί στην ιδιαίτερη όσο και επικίνδυνη μορφή της δουλοφροσύνης των ημερών μας.
Α.Χ.
Εκ των αντιθέτων η αρμονία
Πηγή: Εφημερίδα Ένωσις