Βουλές μπλε

o-parliament-greece-funny-facebook

Πάτερ, άφες αυτοίς· ου γαρ οίδασι τι ποιούσι…
(Λκ. 23,34)

Όταν ο Κλεισθένης, προκειμένου να διασπάσει την παλιά αριστοκρατική ιθύνουσα ομάδα των Αθηναίων, έφτιαξε από τις διεσπαρμένες κοινότητες που κατοικούσαν την αρχαία Αττική τις δέκα νέες τεχνητές φυλές, οι πλούσιοι ευγενείς έπαψαν να αποτελούν από μόνοι τους μια ισχυρή τάξη. Δίδοντας «την πολιτεία στον λαό», όπως διαπίστωσε αργότερα ο Αριστοτέλης, κατήργησε τους θεσμούς των γενών και των φυλών που αποτελούσαν τη βάση της καθεστηκυίας κοινωνικής διαίρεσης και τους ανάμειξε με τους υπόλοιπους πολίτες.

Με αυτό το αποφασιστικό βήμα, η κεφαλαιοποίηση και εξαργύρωση της εξουσίας από τους πολιτικούς προς όφελος μιας μόνο κάστας ξεπερνιέται, καθώς ο μοναδικός φορέας εξουσίας είναι πλέον η Εκκλησία του Δήμου, μέσω της οποίας κληρώνονται ή εκλέγονται όλες οι διοικητικές αρχές της Αθηναϊκής Πολιτείας.

Μέσα σε ένα γόνιμο από θεσμούς και ιδέες πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον, η Εκκλησία του Δήμου συνεδριάζει σαράντα φορές τον χρόνο, ενώ οι άνθρωποι εντός της πολιτικής κοινωνίας διαδραματίζουν ενεργό ρόλο, ισορροπώντας και εναρμονίζοντας το προσωπικό τους συμφέρον και ελευθερία με τη συλλογική ζωή και ευημερία.

Καθώς η «κλήρωση»[1] θα ανάγεται σε διαδικασία της Πόλεως, οι όροι συγκρότησης της Βουλής των Πεντακοσίων ως το κατ’ εξοχήν συμβουλευτικό όργανο της Εκκλησίας του Δήμου εξασφαλίζουν όχι μόνο το καθολικό δικαίωμα του εκλέγεσθαι και την απρόσκοπτη πρόσβαση προς τις θέσεις της εξουσίας, αλλά τερματίζουν την εξάρτηση της πολιτικής ζωής της Αθήνας από τη συγγένεια και την καταγωγή.

Όπως «έδοξε τη βουλή και τω δήμω», όλη αυτή η θέσπιση, που αναμφίβολα αποκαλύπτει την είσοδο στο προσκήνιο της ιστορίας μιας νέας συμμετοχικής πραγματικότητας, στην οποίαν οι άνθρωποι κληρώνονται άρχοντες, γραμματείς, βουλευτές, δικαστές, ταμίες, δημόσιοι λειτουργοί, δείχνει να καθιστά προφανές και κυρίως αντιληπτό στον καθένα ότι «ἡ µὲν γὰρ τυραννίς ἐστι µοναρχία πρὸς τὸ συµφέρον τὸ τοῦ µοναρχοῦντος, ἡ δ’ ὀλιγαρχία πρὸς τὸ τῶν εὐπόρων, ἡ δὲ δηµοκρατία πρὸς τὸ συµφέρον τὸ τῶν ἀπόρων: πρὸς δὲ τὸ τῷ κοινῷ λυσιτελοῦν οὐδεµία αὐτῶν»[2].

Αντίθετα με το «τι φάνηκε σωστό στον λαό» των Αθηνών, το «κοινοβούλιο» που εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην Αγγλία στα μέσα του 13ου αιώνα περιέγραφε τη συγκέντρωση του βασιλικού συμβουλίου, δηλαδή μιας κάστας ιπποτών-φεουδαρχών που λειτουργούσε ως προσωρινή συμβουλευτική επιτροπή, καλούμενο από τον μονάρχη, όταν το Στέμμα απαιτούσε επιπλέον φορολογικά έσοδα.

Ακόμη και όταν η αφύπνιση των δυτικών κοινωνιών, ως αποτέλεσμα κυρίως του Διαφωτισμού, θα οδηγήσει σε κάποιας μορφής διαπραγμάτευση με τους όρους της αρχαίας ελληνικής δημοκρατίας, την οποία θα χρησιμοποιήσει σαν πρότυπο, εξελίσσοντας αργά το κοινοβουλευτικό μόρφωμα, η ελευθερία που περίμενε ο Σαιν Ζυστ ότι θα φύγει από τα βιβλία και θα μεταφερθεί στον λαό μετατρεπόμενη σε πρακτική θα παραμείνει στην ουσία μια κενή συνθήκη έμπλεη αλληγοριών.

Με τον εγκλωβισμό της ιδεολογικής βάσης του κοινοβουλευτισμού πάνω στην αρχή της αντιπροσώπευσης, η αρχαιοελληνική οπτική θα διέλθει κάτω από τα «καυδιανά δίκρανα»[3], αφού η «συνείδηση που εκχωρείται ή παραχωρείται» θα αποτελεί το ανελεύθερο κράμα μιας ισότητας που αντικατέστησε τη δικαιοσύνη, ενός δόγματος που αντικατέστησε την αλήθεια, μιας αντιπροσώπευσης που αντικατέστησε τη συμμετοχή, ενός pluralisme που αντικατέστησε την ενότητα και οπωσδήποτε ενός επιφαινόμενου που αντικατέστησε τη δημοκρατία.

Μέσα από την επιπόλαιη ταύτιση των δύο συστημάτων, ο Κορνήλιος Καστοριάδης διαπιστώνει πως: «Οι αρχαίοι δεν γνωρίζουν την υποκριτική και απατηλή έννοια της αντιπροσωπείας του λαού, όπως δεν τη γνωρίζουν και οι μεγάλοι φιλόσοφοι συμπεριλαμβανομένου και του Ρουσσώ. Για τους αρχαίους, το ζήτημα δεν έμπαινε καν, ο δε λόγος είναι εμφανής. Από τη στιγμή κατά την οποίαν, αμετάκλητα και για ορισμένο χρονικό διάστημα (π.χ. πέντε χρόνια), αναθέτει κανείς την εξουσία σε ορισμένους ανθρώπους, έχει μόνος του αλλοτριωθεί πολιτικά. Ο Ρουσσώ έγραφε για τους Άγγλους (γιατί τότε η Αγγλία μόνο είχε κοινοβούλιο): Οι Άγγλοι νομίζουν ότι είναι ελεύθεροι μία μέρα στα πέντε χρόνια. Στο σημείο αυτό ο Ρουσσώ είναι, βέβαια, ενδοτικός, διότι, φυσικά, ούτε μια μέρα στα πέντε χρόνια δεν είναι ελεύθεροι: αυτό που σκέφτεται κανείς, οι επιλογές που κάνει αυτήν τη μέρα έχουν ήδη καθοριστεί (και πολύ περισσότερο στη σημερινή εποχή) από τα προηγούμενα πέντε χρόνια: από τον εκλογικό νόμο, από τα υπάρχοντα κόμματα, τους υποψηφίους κτλ.».

Φορείς εκ συγκροτήσεως μιας βαθιάς παθογένειας, οι αντιπροσωπευτικοί θεσμοί που μεταφυτεύτηκαν βίαια στο έδαφος πρώτα του νεοελληνικού κράτους, αλλά και του ζυριχικού μορφώματος της δεκαετίας του ’60 στην Κύπρο, θα αλλοιώσουν την πολιτική συνείδηση των Ελλήνων, όπως αυτή διαχρονικά αναπτύχθηκε στο πλαίσιο της κοινότητας. Η ολοκληρωτική αυτή μετατόπιση από το εμπειρικό ισοπολιτειακό ήθος των κοινοτήτων προς την κυριαρχία της γλώσσας του νομικοπολιτικού εξισωτισμού θα διαταράξει συθέμελα την προϋπάρχουσα ελληνική δημοκρατική παράδοση του τόπου.

Η δε προσαρμογή της ανθρώπινης δράσης σε μια αφηρημένη ηθική αρχή από την οποίαν απορρέει κάποια επίσης αφηρημένη μορφή ελευθερίας (ως απότοκο οικονομικών συμφερόντων και ταξικών πολιτικών επιδιώξεων), ενώ αποτέλεσε για τα δυτικοευρωπαϊκά κράτη το συστατικό γεγονός και το αποτέλεσμα της βαθύτερης κίνησης στη μακρόχρονη και πλήρη συγκρούσεων πορεία κατάκτησης των στοιχειωδών ελευθεριών, θα βρεθεί ακριβώς στον αντίποδα της ελληνικής εμπειρίας, συσκοτίζοντας την από αιώνες κατεστημένη εικόνα του πολίτη ως «δ’ απλώς ουδενί των άλλων ορίζεται μάλλον η τω μετέχειν κρίσεως και αρχής» κατά τον Αριστοτέλη, «οὕτω γὰρ ἂν ὑπάρχειν νοµίζοιεν τήν τ’ ἰσότητα τῇ πολιτείᾳ καὶ τὴν ἐλευθερίαν» (διότι έτσι θα φρονούσαν πως υπάρχει στην πολιτεία ισότητα και ελευθερία).

Μέσα στην πολιτική απομίμηση και την επιβολή μιας αναντιστοιχούσας μεταξύ των οικονομικοκοινωνικών και των πολιτικών δομών σφαίρας, θα αποσυρθεί από το προσκήνιο η ανανεωτική οπτική της διαμόρφωσης και του εμπλουτισμού της ελληνικής ιδιοπροσωπίας, αφού εγκαθίσταται πλέον ένα σύνολο συσχετισμών που αντιτίθενται στο υφιστάμενο βιωματικό πεδίο του μετέχειν και ακυρώνει την έκφραση της αυτονομίας του, λειτουργώντας ως πηγή στειρότητας.

Oι ιστορικές σχηματοποιήσεις που απετέλεσαν το κέντρο της κοινοβουλευτικής πολιτικής σύστασης των δυτικών κοινωνιών υπήρξαν η αυτονόητη κατάληξη ενός αχαλίνωτου μετασχηματισμού των παραγωγικών δομών και σχέσεων με την ανάπτυξη της βιομηχανίας, γεγονός που συνεπαγόταν έναν εκ των πραγμάτων άνευ προηγουμένου μετασχηματισμό της αντίληψης των ανθρώπινων αλλά και των κοινωνικών σχέσεων που ipso facto ουδέποτε δικαιολογήθηκαν ή ανταποκρίθηκαν στις ανάγκες της ελληνικής ή κυπριακής αυτοσυνειδησίας.

Αντίθετα, η υιοθέτησή τους όχι μόνο εξάλειψε τις τοπικές ιδιομορφίες αρχών, συνηθειών, κανόνων, ακόμη και προθέσεων, αλλά ενίσχυσε την ενδημική πολιτική μωρία, καθιστώντας ακόμη και τα ελάχιστα θετικά στοιχεία των συστημάτων αυτών επικίνδυνα στα χέρια των πολιτικών και των κόμματων.

——————————————————————-

Και μια σχετική ανάγνωση του εκλογικού αποτελέσματος:

Η αποκαθήλωση πρώτα των θεσμών, μετά η απαξίωση των πολιτικών και τώρα ο εξοβελισμός της εκλογικής διαδικασίας, που αποτελεί και την κεντρική παράμετρο μιας ανοίκειας διαμόρφωσης, δεν φαίνεται σαν η έκφραση μιας παροδικής συμπεριφοράς απέναντι σε έναν λειτουργικά ανάπηρο θεσμό, αλλά δείχνει να συνιστά μια θεμελιώδη ιστορική επιλογή ενός κόσμου που συνειδητά ή ασυνείδητα διαγράφει την πορεία ενός δειλού τολμήματος αλλαγής του προτύπου της δημοκρατικής εικόνας.

Ούτως εχόντων, η διατήρηση θεσμικών μεσαζόντων σε εποχές όπου τα άλματα της τεχνολογίας μπορούν να δώσουν τη λύση σε αμεσότερης μορφής πολιτικές διεργασίες, αποτελεί μία τεραστίων διαστάσεων καθήλωση ρητά συντηρητικού χαρακτήρα.

A.X.

Εκ των αντιθέτων η αρμονία

  1. Κατά τον Αριστοτέλη, κύριο γνώρισμα της Δημοκρατίας, η ειδοποιός διαφορά της, είναι το ότι αναδείχνει τους άρχοντες με κλήρωση· η εκλογή είναι η ειδοποιός διαφορά της Ολιγαρχίας. Λέει χαρακτηριστικά: «Λέγω δ’ οίον δοκεί δημοκρατικόν μεν το κληρωτάς είναι τας αρχάς, το δ’ αιρετάς ολιγαρχικόν…», Πολιτικά, Δ, 1294b 8-9. Η κλήρωση δεν επιτρέπει τη διάκριση των πολιτών σε άρχοντες και αρχόμενους. Να σημειωθεί πως στην Αθήνα, που είχε 7.000 περίπου άρχοντες (δικαστές, διαιτητές, βουλευτές, διοικητικούς υπαλλήλους), οι 6.805 ήσαν κληρωτοί ή σε ποσοστό 98%.
  2. Αριστοτέλης, Γ, 1279a – 1279 26-28.
  3. Η φράση «περνώ μέσα από τα καυδιανά δίκρανα» σημαίνει αναγκάζομαι να υποστώ ταπεινώσεις. Η φράση προέρχεται από την ταπεινωτική ήττα του ρωμαϊκού στρατού στο Καύδιο, στην Αππία οδό, όπου ο ρωμαϊκός στρατός υποχρεώθηκε να περάσει κάτω από έναν ζυγό σε σχήμα Π κατασκευασμένο από δόρατα (καυδιανά δίκρανα).



Πηγή: Εφημερίδα Ένωσις

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *