Οἱ Χαλασωχώρηδες (1892)
ΙΑ´
… Τώρα, δὲν τοὺς βλέπεις, καὶ τὰ δύο τὰ κόμματα, διὰ ποίων μέσων προσπαθοῦν νὰ κερδήσουν τὴν ἐκλογήν; Δὲν βλέπεις τὰ δύο πρακτορεῖά των ἀνοικτά, φανερῶς ἐνεργοῦντα, δὲν ἀκούεις κρυφομιλήματα ὄπισθεν πάσης θύρας καὶ πάσης γωνίας τῆς ὁδοῦ, δὲν βλέπεις τὰ τρεξίματα καὶ τοὺς ἱδρῶτας τῶν ὀργάνων των, δὲν ἀκούεις τὸν κρότον τῶν χαλκίνων κερμάτων ὄπισθεν τῶν λογιστηρίων; Δὲν βλέπεις ἁπλοϊκοὺς ἐκλογεῖς νὰ βαδίζουν καὶ νὰ κοντοστέκωνται, νὰ ἐξάγουν τὴν χεῖρα ἀπὸ τὴν τσέπην καὶ νὰ μετροῦν δεκάρες;
Καὶ ὁ λαλῶν ἔδειξεν εἰς τὸν ἀκροατήν του γέροντα χωρικόν, ὅστις ἐξελθὼν τοῦ πρακτορείου τῶν Χαλασοχώρηδων, εἶχε σταθῆ ἐνώπιόν των κρατῶν φυσέκιον τεσσάρων δραχμῶν, τὸ ὁποῖον ἔσχισε κ᾽ ἐμέτρει διὰ νὰ ἰδῇ ἂν ἦσαν σωστὲς οἱ δεκάρες. Ἐφαίνετο οἰνοβαρὴς καὶ ἠκούετο ὁ μονόλογος καὶ οἱ ψιθυρισμοί του: «Τέσσερες δραχμὲς βάσταξ᾽ ἡ ψυχή του;… τέσσερες, ὄχι παραπάνω… Ἔχουμε καὶ λέμε, μία, δυό, τρεῖς, τέσσερες, πέντε, ἕξ, ἑφτά, ὀχτώ… ἑφτά, ὀχτώ, ἐννιά… μία δραχμή… Ἔχουμε καὶ λέμε…» Κ᾽ ἐπειδὴ εὐκόλως ἔχανε τὸν λογαριασμόν, ἤρχιζεν ἐξ ἀρχῆς πάλιν.
― Τοὺς βλέπεις ἢ ὄχι; ἐπανέλαβεν ὁ λαλῶν.
― Τοὺς βλέπω, ἀπήντησεν ὁ ὁμιλητής του.
― Λοιπόν, αὔριο, νὰ ἔχῃς ὄρεξιν ν᾽ ἀκούῃς τὰ παράπονα τῶν ἡττημένων. Ὅσοι θὰ εἶναι ἐν ἀποτυχία, θὰ χαλάσουν τὸν κόσμον μὲ τὲς φωνές, θὰ κατηγοροῦν τοὺς νικητὰς ἐπὶ χρήσει αἰσχρῶν μέσων, θὰ ὑποβάλουν φοβερὰς ἐνστάσεις, θὰ προσβάλουν τὸ κῦρος τῆς ἐκλογῆς λόγῳ ὅτι τὸ ἀποτέλεσμα ἐπετεύχθη διὰ δωροδοκίας. Οὔτε θὰ τοὺς τύπτῃ ἡ συνείδησις ἐπὶ τῷ ὅτι καὶ αὐτοὶ μετῆλθον τὸ αὐτὸ μέσον. Οὐδὲ φοβοῦνται τὸν Θεὸν ὅτι ἐν τῷ αὐτῷ κρίματί εἰσι.
― Δι᾽ αὐτὸ λοιπὸν σὺ δὲν πηγαίνεις νὰ ψηφοφορήσῃς; ἠρώτησεν ὁ ἄλλος.
Ὁ οὕτως ἐρωτήσας ἦτο ξένος παρεπιδημῶν πρὸς καιρὸν ἐν τῇ νήσῳ. Ὁ δ᾽ ἐξαρχῆς ὁμιλῶν ἐκαλεῖτο Λέανδρος Παπαδημούλης, καὶ κατήγετο ἐκ τοῦ τόπου. Εἶχε κατέλθει μετὰ πολλὰ ἔτη, νοσταλγὸς ἐξ Ἀθηνῶν, ὅπου συνήθως διέτριβεν ἀσχολούμενος εἰς ἔργα οὐχὶ παραδεδεγμένης χρησιμότητος. Ἦτο ὑψηλός, ὑπερτριακοντούτης, μὲ μαύρην κόμην καὶ γένειον, μελαψός, μὲ ἁδροὺς χαρακτῆρας, πενιχρὸς τὴν ἀναβολήν, πτωχαλαζών, τρέφων ἀλλοκότους ἰδέας. Περὶ τὸ δειλινόν, ὁ ξένος φίλος του, περίεργος ὡς πᾶς ἄνθρωπος, τὸν εἶχε παρακαλέσει καὶ μετέβησαν ὁμοῦ ἀντικρὺ τοῦ σχολείου, ὅπου σταθέντες παρά τινα γωνίαν ἐθεῶντο τὴν ἐκλογικὴν κίνησιν.
―Ὄχι δι᾽ αὐτό, ἀνένευσεν ἐντόνως ὁ Λέανδρος Παπαδημούλης. Αἱ ἀτομικαὶ ἰδέαι μου, φίλε, δὲν φαίνονται νὰ ἔχωσι τίποτε τὸ πρακτικόν, καὶ διὰ τοῦτο δὲν ἀγαπῶ νὰ τὰς ἐκθέτω. Σέβομαι ἄλλως τοὺς νόμους καὶ τὸ πολίτευμα τῆς πατρίδος μου, καὶ δὲν θέλω νὰ ὁμολογήσω ὅτι εἶμαι ἀπολυταρχικὸς καὶ ὅτι δὲν πρεσβεύω τὴν καθολικὴν ψηφοφορίαν. Ἀλλὰ καὶ ἂν σοῦ ἔλεγα τοιοῦτόν τι, θὰ ἐχρειάζετο νὰ σοῦ ἀναπτύξω διὰ μακρῶν τὸ θέμα, νὰ δαπανήσω μάτην πολλὰς λέξεις, νὰ σοῦ κλέψω τὸν πολύτιμον καιρόν σου, χωρὶς ἐλπίδα ὄχι νὰ πεισθῇς, ἀλλ᾽ οὐδὲ νὰ μ᾽ ἐννοήσῃς καὶ μοῦ ἀποδώσῃς ἐν μέρει δίκαιον, τοὐλάχιστον. Ἁπλῶς σοῦ λέγω, ὅτι παραιτοῦμαι δικαιώματος, τὸ ὁποῖον δὲν μὲ ὠφελεῖ, οὔτ᾽ ἐμὲ οὔτε τοὺς ἄλλους.
Ὅσον ἀφορᾷ τὴν δωροδοκίαν, μὴ πιστεύῃς ὅτι τὴν βδελύττομαι τόσον, ὅσον φαίνομαι. Εἶναι ἄλλαι πολὺ χειρότεραι ἐκλογικαὶ διαφθοραί. Τὸ κατ᾽ ἐμέ, φρονῶ ὅτι ἡ δωροδοκία εἶναι τὸ μικρότερον κακόν.
― Τὸ μικρότερον κακόν; ἐπανέλαβεν ἔκπληκτος ὁ ξένος.
― Ναί, φρονῶ, εἶπεν, ὅτι ἡ δωροδοκία εἶναι τὸ μικρότερον κακόν. Μὴν ἀκούῃς μερικοὺς φαρισαίους, οἵτινες σχίζουν διὰ κάθε τι τὰ ἱμάτιά των, μήτε μερικοὺς ἄλλους ψιττακοὺς ἠθικολόγους τῶν ἐφημερίδων, οἵτινες ρηγνύουν ὑπερβολικὰς φωνὰς μὲ τόσην ἀφέλειαν καὶ ἀγαθοπιστίαν δι᾽ ὅλα τὰ πράγματα. Οἱ πρῶτοι ὁμοιάζουσι τοὺς ἡττημένους τῆς αὔριον, οἵτινες θὰ ζητήσουν τὴν ἀκύρωσιν τῆς παρούσης ἐκλογῆς ὡς διεξαχθείσης τῇ βοηθείᾳ τῆς δωροδοκίας. Οἱ δεύτεροι οὐδόλως ἐνεβάθυναν εἰς τὰ πράγματα καὶ δὲν ἀντελήφθησαν τὴν ἔννοιαν ἥτις εἶναι παντὸς ζητήματος ὁ πυρήν. Πετῶντες ἀπὸ γενικότητος εἰς γενικότητα, περιέδρεψαν συλλογήν τινα ἠθικῶν ἀξιωμάτων, τὴν ὁποίαν νομίζουσιν ἀλάνθαστον πανάκειαν πρὸς θεραπείαν πάσης πολιτικῆς καὶ κοινωνικῆς νόσου. Ὅπου γενικότης, ἐκεῖ καὶ ἐπιπολαιότης. Διὰ νὰ εἶναί τις ἐμβριθής, πρέπει νὰ ἐγκύπτῃ εἰς βαθεῖαν τῶν πραγμάτων μελέτην.
Διατί δέ, καί τινες τῶν νεαρῶν πολιτευομένων ἐν Ἑλλάδι, δι᾽ οὓς φαίνεται ὅτι πληροῦται, δευτέραν φοράν, εἰς βάρος μας, ἡ κατάρα τὴν ὁποίαν ὁ Θεὸς κατηράσθη διὰ τοῦ προφήτου Ἡσαΐου τὸν Ἰσραήλ, λέγων: Καὶ οἱ νεανίσκοι ἄρξουσιν ὑμῶν· ― διατί, λέγω, τόσον κακοζήλως, ἂν ὄχι καὶ κακοπίστως, κραυγάζουσι κατὰ τῆς πλουτοκρατίας; Τί τοὺς κακοφαίνεται; qui veut la fin, veut les moyens*. Ἡ ἠθικὴ δὲν εἶναι ἐπάγγελμα, καὶ ὅστις ὡς ἐπάγγελμα θέλει νὰ τὴν μετέλθῃ, πλανᾶται οἰκτρῶς καὶ γίνεται γελοῖος. Ὅστις πράγματι φιλοσοφῇ, καὶ ἀληθῶς πονῇ τὸν τόπον του, καὶ ἔχει τὴν ἠθικὴν ὄχι εἰς τὴν ἄκραν τῆς γλώσσης ἢ εἰς τὴν ἀκωκὴν τῆς γραφίδος, ἀλλ᾽ εἰς τὰ ἐνδόμυχα αὐτὰ τῆς ψυχῆς, βλέπει πολὺ καλὰ ὅτι εἶναι ἀδύνατον νὰ πολιτευθῇ. Κυάμων ἀπέχεσθαι.
Ὁ Χριστὸς εἶπεν:
Οὐ δύνασθε Θεῷ λατρεύειν καὶ Μαμωνᾷ. Διατί δὲν ἔλαβεν ὡς ὅρον ἀντιθέσεως ἄλλο τι βαρβαρικὸν εἴδωλον; Διατί δὲν εἶπε Θεῷ καὶ Μολὼχ ἢ Θεῷ καὶ Ἀσταρὼθ ἢ Θεῶ καὶ Βάαλ; Διότι ὁ Μαμωνᾶς εἶναι ὁ ἰσχυρός, ὁ κραταιότερος, ὅστις ὑποτάσσει πᾶν ἄλλο εἴδωλον, καὶ τὸν Μολὼχ καὶ τὸν Ἀσταρὼθ καὶ τὸν Βάαλ. Ἡ πλουτοκρατία ἦτο, εἶναι καὶ θὰ εἶναι ὁ μόνιμος ἄρχων τοῦ κόσμου, ὁ διαρκὴς ἀντίχριστος. Αὕτη γεννᾷ τὴν ἀδικίαν, αὕτη τρέφει τὴν κακουργίαν, αὕτη φθείρει σώματα καὶ ψυχάς. Αὕτη παράγει τὴν κοινωνικὴν σηπεδόνα. Αὕτη καταστρέφει κοινωνίας νεοπαγεῖς.
― Καὶ ὕστερον λέγεις ὅτι ἡ δωροδοκία εἰς τὰς ἐκλογὰς εἶναι μικρὸν κακόν; παρετήρησεν ὁ ξένος.
― Ναί, διότι κινδυνεύω νὰ πάθω τὸ αὐτὸ πάθημα ἐφ᾽ ᾧ κατέκρινα τοὺς εὐθηνοὺς ἠθικολόγους τῶν ἡμερῶν μας, ἀπήντησεν ὁ Λέανδρος Παπαδημούλης. Νὰ πέσω δηλαδὴ εἰς τὸ ἐσπαρμένον σκοπέλους πέλαγος τῶν γενικοτήτων. Ἀλλ᾽ ἰδοὺ ἐπανέρχομαι εἰς τὸ προκείμενον. Ὁ λόγος δι᾽ ὃν θεωρῶ τὴν δωροδοκίαν ὡς τὸ μικρότερον κακὸν εἶναι ὅτι, ὡς εἶδος ἐκλογικῆς διαφθορᾶς, τὴν ὑπάγω εἰς τὸ γένος τῆς συναλλαγῆς. Συναλλαγὴ εἶναι ἡ ἐν πρυτανείῳ σίτησις, αἱ ἐκ τοῦ δημοσίου ταμείου παροχαί, τὰ ρουσφέτια. Συναλλαγὴ εἶναι καὶ ἡ εἰς παρανόμους δίκας προστασία. Συναλλαγὴ εἶναι καὶ ἡ πρὸς παραγραφὴν ὀφειλομένων φόρων συνδρομὴ καὶ ἡ παράνομος ἐξαίρεσις κληρωτῶν. Συναλλαγὴ εἶναι καὶ ἡ δωροδοκία. Τώρα, ποῖος προστάτης, ποῖος πολιτευόμενος, ποῖος βουλευτὴς, εἶναι ἱπποτικώτερος; Ἐκεῖνος ὅστις ἐκ τοῦ ἰδίου ταμείου ἀγοράζει τὰς ψήφους τῶν ἐκλογέων, ἢ ἐκεῖνος ὅστις τὰς ἀγοράζει ἐκ τοῦ δημοσίου θησαυροῦ; Ἐκεῖνος ὅστις πληρώνει ἐκ τοῦ θυλακίου του ἢ ἐκεῖνος ὅστις πληρώνει ἐκ τῶν χρημάτων τοῦ ἔθνους, χρημάτων ξένων, τὰ ὁποῖα εἰς τὴν Ἑλλάδα μάλιστα ἐσυνηθίσαμεν ὅλοι νὰ θεωροῦμεν ἔρμα καὶ σκοτεινά; Ποῖος εἶναι πλέον γαλαντόμος;
― Βεβαίως, ἐκεῖνος ποὺ πληρώνει ἀπὸ τὴν τσέπη του, ἀπήντησεν ἀδιστάκτως ὁ ξένος.
― Βλέπεις; Ἰδοὺ διατὶ μισῶ τὰς γενικότητας κ᾽ ἐπιθυμῶ νὰ εἰδικεύω. Ὁμιλῶ σχετικῶς καὶ ὄχι ἀπολύτως. Δὲν λέγω ὅτι ἡ δωροδοκία εἶναι καλόν τι, λέγω ὅτι εἶναι τὸ ὀλιγώτερον κακόν. Καὶ σημείωσαι ὅτι οὐδεὶς ποτὲ ἐκλέγεται βουλευτὴς διὰ τῆς δωροδοκίας. Ὅλοι ἐκλέγονται τῇ βοηθείᾳ τῆς δωροδοκίας. Ἀπάνθρωπος τοκογλύφος, ὅσας καὶ ἂν ἀγοράσῃ ψήφους, ποτὲ δὲν θὰ ἐκλεχθῇ. Πρὶν κατέλθῃ εἰς τὸν ἀγῶνα, θὰ ὑποδυθῇ τὴν φιλανθρωπίαν, ὡς προσωπεῖον, θὰ φορέσῃ τὴν δημοτικότητα, ὡς κόθορνον. Θὰ φροντίσῃ ν᾽ ἀποδώσῃ μέρος τῶν ὅσα ἥρπασεν εἰς τοὺς ἐκλογεῖς. Καὶ μεταξὺ δύο ἀντιπάλων, μετερχομένων τὴν αὐτὴν διαφθοράν, θὰ ἐπιτύχῃ ἐκεῖνος ὅστις εὐπρεπέστερον φορεῖ τὸ προσωπεῖον κ᾽ ἐπιδεξιώτερον τὸν κόθορνον.
Ἂς ἐξετάσωμεν τώρα, ἐξηκολούθησεν ὁ Λέανδρος Παπαδημούλης, πόθεν καὶ πῶς, ἀφοῦ ἡ πλουτοκρατία εἶναι δεδομένον τι καὶ ἀναπόδραστον κακόν, ἂς ἐξετάσωμεν πῶς ἐγεννήθη, πῶς γεννᾶται φυσικῶς, ἡ δωροδοκία.
Ὑπόθεσε, φίλε, ὅτι σ᾽ ἐκυρίευσε καὶ σὲ ἔξαφνα ἡ φιλοδοξία τοῦ Γιαννάκου τοῦ Χαρτουλαρίου, ὅτι ἐπεθύμησες νὰ γίνῃς βουλευτής, διὰ νὰ ὑπηρετήσῃς τὸ ἔθνος. Διὰ νὰ ἐπιθυμήσῃς τοῦτο, σημείωσαι, πρέπει νὰ εἶσαι χορτᾶτος. Ἡ φιλοδοξία εἶναι ἡ νόσος τῶν χορτάτων, ἡ λαιμαργία εἶναι τῶν πεινασμένων τὸ νόσημα. Ἐξέρχεσαι εἰς τὴν ἀγοράν, βγάζεις λόγον, καὶ παρακαλεῖς τοὺς προσφιλεῖς συμπολίτας νὰ σὲ τιμήσωσι διὰ τῆς ψήφου των. Ἀλλ᾽ εἶσαι ἆρα εἰς θέσιν νὰ ἠξεύρῃς πόσοι ἐκ τῶν προσφιλῶν συμπολιτῶν σου εἶναι χορτᾶτοι, καὶ πόσοι δὲν εἶναι; Μὴν ἀμφιβάλλῃς ὅτι οἱ πλεῖστοι εἶναι πεινασμένοι, διότι ἂν δὲν ἦσαν, ὅλοι θὰ ἔβγαζαν κάλπας διὰ νὰ γίνουν βουλευταί! Ἀλλὰ μεταξὺ τῶν ἀκροατῶν σου, μεταξὺ τῶν προσφιλῶν σου συμπολιτῶν, δυνατόν, πιθανόν, βέβαιον μάλιστα ὅτι εὑρίσκονταί τινες, εἷς, δύο, τρεῖς, πέντε, δέκα, κατὰ γράμμα πεινασμένοι. Τώρα, τὴν ἡμέραν τῆς ἐκλογῆς, πῶς ἀπαιτεῖς νὰ ὑπάγῃ ἄνθρωπος πεινασμένος, ἄνθρωπος ὅστις θὰ ψαύῃ τὴν κοιλίαν του ὡς ἔγχορδον ὄργανον, ἄνθρωπος ὅστις δὲν θὰ ἔχῃ τὴν δύναμιν νὰ ἵσταται καὶ νὰ βαδίζῃ, πῶς ἀπαιτεῖς τοιοῦτος ἄνθρωπος νὰ ὑπάγῃ νὰ ψηφοφορήσῃ εἰς τὴν κάλπην σου, καὶ νὰ σοῦ δώσῃ μάλιστα λευκὴν ψῆφον; Φυσικὸν εἶναι, ἀφοῦ θὰ λάβῃ τὸν κόπον πρὸς χάριν σου, νὰ τοῦ δώσῃς τοὐλάχιστον νὰ φάγῃ, δι᾽ ἐκείνην τὴν ἡμέραν.
Ἐὰν δὲν τοῦ δώσῃς χρήματα, θὰ τοῦ προσφέρῃς γεῦμα. Καὶ τοῦτο δωροδοκία δὲν εἶναι; Ἢ θὰ τοῦ στείλῃς κατ᾽ οἶκον βακαλιάρον καὶ σαρδέλες καὶ οἶνον; Δωροδοκία καὶ τοῦτο. Ἐὰν δὲν σπεύσῃς ἐγκαίρως σύ, θὰ σὲ προλάβῃ ὁ ἀντίπαλός σου, ὅστις θὰ φορῇ τὸν κόθορνον τῆς φιλανθρωπίας ἀμφιδεξιώτερον.
Ἰδοὺ πόθεν ἐγεννήθη ἡ δωροδοκία. Πῶς θέλεις νὰ ἐνδιαφέρηται ὁ ἀγρότης, ὁ βοσκός, ὁ πορθμεύς, ὁ ναύτης, ὁ ἐργάτης, ὁ ἀχθοφόρος, πῶς θέλεις νὰ ἐνδιαφέρωνται διὰ τὸν Καψιμαΐδην καὶ Γεροντιάδην, ἂν θὰ γίνωσι βουλευταὶ ἢ ὄχι; Ἐκεῖνοι εἶναι χορτᾶτοι καὶ τρέφουσιν ὄνειρα φιλοδοξίας, οὗτοι πεινῶσι καὶ θέλουν νὰ φάγωσι. Δὲν ἔχουσιν οἱ πτωχοὶ μεγάλας ἀξιώσεις. Δὲν περιμένουν διορισμοὺς καὶ παχέα ρουσφέτια ἀπὸ τὴν Κυβέρνησιν. Ἀλλ᾽ ἀφοῦ θητεύουσιν ἐπιπόνως καὶ δὲν ἐπαρκοῦν νὰ τραφῶσιν ἐκ τοῦ ἱδρῶτός των, ἀφοῦ οἱ λεγόμενοι ἀντιπρόσωποί των δὲν παύουν νὰ ψηφίζωσιν ἐλαφρᾷ τῇ καρδίᾳ φόρους καὶ φόρους καὶ πάλιν φόρους, ἂς τοὺς θρέψωσιν ἐπὶ μίαν ἡμέραν ἐκ τοῦ βαλαντίου των.
Ἀνέκαθεν τὰ ἀξιώματα ἦσαν ἀγοραστά! Καὶ ἀφοῦ ἡ ἐπάρατος πλουτοκρατία εἶναι ἄφευκτον κακόν, κατὰ ποῖον ἄλλον τρόπον θ᾽ ἀποκτῶνται τὰ ἀξιώματα; Πρᾶγμα, τὸ ὁποῖον ἔχασε πρὸ πολλοῦ πᾶσαν ἠθικὴν ἀξίαν, μόνον διὰ χρημάτων εἶναι κτητόν. Καὶ οὕτως ἑπόμενον ἦτο νὰ καταντήσουν τὰ πράγματα. Οὐδὲν κακὸν ἄμεικτον καλοῦ! Εὐτύχημα μάλιστα νομίζω ὅτι δὲν ἀνεφάνη ἐπιφανής τις πολιτευτὴς εἰς τὰ μέρη ταῦτα.
― Πῶς εἶπες; ἠρώτησεν ἀπορήσας ὁ ξένος.
― Λέγω ὅτι λογίζομαι ὡς εὐτύχημα τὸ ὅτι δὲν ἀνεφάνη τις ἐκ τῶν λεγομένων ἐπιφανῶν πολιτευτῶν εἰς τὰς νήσους ταύτας. Ἐνθυμοῦμαι τί συνέβη πρὸ πολλῶν ἐτῶν, ὅταν εἶχε γίνει τις ὑπουργὸς βουλευτὴς γείτονος ἐπαρχίας. Οἱ κουρεῖς ἔκλεισαν τὰ κουρεῖά των, οἱ καφεπῶλαι τὰ καφενεῖά των, οἱ ὑποδηματοποιοὶ ἐπώλησαν τὰ καλαπόδια των. Δὲν ὑπῆρξε βοσκὸς ὅστις νὰ μὴ διωρίσθη τελωνοφύλαξ, οὔτε ἀγρότης ὅστις νὰ μὴ προχειρισθῇ εἰς ὑγειονομοσταθμάρχην. Τότε εἴδομεν πρώτην φορὰν κ᾽ ἐδῶ εἰς τὴν νῆσον λιμενάρχην φουστανελάν. Ὁ ἐκ τῆς γείτονος ἐπαρχίας ὑπουργὸς μᾶς τὸν εἶχε στείλει ὡς δεῖγμα περίεργον ὑπαλλήλου. Ὁ Θεὸς μᾶς ἐλυπήθη καὶ δὲν παρεχώρησε νὰ γεννηθῇ ἐπιφανής τις ἐδῶ, ἐσκλήρυνε δὲ τὴν καρδίαν μας καὶ δὲν ἐδέχθημεν εἰσβολὴν ξένου ὑποψηφίου. Ἰλιγγιῶ νὰ φαντασθῶ τί θὰ ἐγίνετο. Ὅλοι οἱ πορθμεῖς θὰ ἐγκατέλειπον τὰς λέμβους των, οἱ κυβερνῆται θὰ ἔρριπτον ἔξω τὰ πλοῖά των, οἱ ναυπηγοὶ θὰ ἐπετοῦσαν τὰ ἐργαλεῖά των καὶ θὰ ἐζήτουν δημοσίας θέσεις. Διότι μὴ νομίσῃς ὅτι ἡ θεσιθηρία γεννᾶται μόνη της. Τὰ δύο κακὰ ἀλληλεπιδρῶσιν. Ἡ ἀκαθαρσία παράγει τὸν φθεῖρα καὶ ὁ φθεὶρ παράγει τὴν ἀκαθαρσίαν. Τὸ τέρας τὸ καλούμενον ἐπιφανὴς τρέφει τὴν φυγοπονίαν, τὴν θεσιθηρίαν, τὸν τραμπουκισμόν, τὸν κουτσαβακισμόν, τὴν εἰς τοὺς νόμους ἀπείθειαν. Πλάττει αὐλὴν ἐξ ἀχρήστων ἀνθρώπων, στοιχείων φθοροποιῶν, τὰ ὁποῖα τὸν περιστοιχίζουσι, παρασίτων τὰ ὁποῖα ἀποζῶσιν ἐξ αὐτοῦ παχυνόμενα ἐπιβλαβῶς, σηπόμενα, ζῳύφια βλαβερά, ὕδατα λιμνάζοντα, παράγοντα ἀναθυμιάσεις νοσηράς, πληθύνοντα τὴν ἀκαθαρσίαν. Εὐτυχῶς δὲν ὑπῆρξεν ἐνταῦθα ἔδαφος κατάλληλον διὰ νὰ γεννηθῇ τὸ θρέμμα τὸ καλούμενον ἐπιφανής, καὶ οὕτως ἀπηλλάγημεν τῆς τοιαύτης ἀθλιότητος μέχρι τῆς ὥρας. Ἡ δωροδοκία δέ, τὴν ὁποίαν βλέπεις τόσον γενικευμένην ὡς ἐκλογικὸν ὅπλον, εἶναι κατ᾽ ἐμὲ τὸ μικρότερον κακόν. Ὅστις ὅμως δυσφορῇ ἐπὶ ταύτῃ, ἂς μὴ μετέχῃ τοῦ ἐκλογικοῦ ἀγῶνος, μήτε ὡς ἐκλογεύς, μήτε ὡς ἐκλέξιμος. Κυάμων ἀπέχεσθαι…
(Ἀπόσπασπα ἀπό τό διήγημα τοῦ Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη "Οἱ Χαλασωχώρηδες")
Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, Άπαντα, Τόμος Δεύτερος, Κριτική Έκδοση, Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος, εκδ. Δόμος, Αθήνα 1982
Πηγή: Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης