Οὔτε δo-λι-οι οὔτε δο-λιοι ἀλλὰ ἄδολοι δοῦλοι τοῦ Χριστοῦ
Γράφει ο Ἠλιάδης Σάββας, Δάσκαλος Κιλκίς
Ὁ ἄνθρωπος πασχίζει ἀγωνιωδῶς καὶ ἀναλώνεται, γιὰ νὰ διεκπεραιώσει τὶς τρέχουσες καθημερινὲς ἐργασίες του, ἄλλες ποὺ χρειάζονται ἀπλῶς δικό του μόνο κόπο, σωματικὸ καὶ πνευματικὸ καὶ ἄλλες ποὺ ἔχουν σχέση μὲ τὸν πλησίον καὶ χρειάζονται λύση σὲ ἐπίπεδο διαπροσωπικὸ καὶ γενικῶς καὶ πέρα ἀπ΄ αὐτόν. Εἶναι ἡ μοίρα του. ««Εν ἱδρῶτι τοῦ προσώπου σου φαγῇ τὸν ἄρτον σου»».(Γεν. 3,19) Ἰδιαίτερα σήμερα μὲ τὶς δημιουργηθεῖσες πλασματικὲς ἀνάγκες τοῦ τρέχοντος πολιτισμοῦ, ποὺ τρέχει καὶ δὲν προλαβαίνει.
Κατὰ τὴ διαρκή αὐτὴ διαδικασία προκύπτουν ἠθικὰ διλήμματα. Διλήμματα, ποὺ κουράζουν, ἐξουθενώνουν πολλὲς φορὲς τὸν ἄνθρωπο, στὴν προσπάθειά του νὰ δώσει λύση κατὰ συνείδηση. Νὰ μὴ χάνει τὴν ἐπικοινωνία μὲ τὰ πρόσωπα, ἀλλὰ καὶ νὰ μὴν μυκτηρίζει (κοροϊδεύει) τὸ Θεό. Δὲ γίνεται λόγος βέβαια γὶ΄ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν αὐτοσκοπὸ τὴν ἀπάτη καὶ τὴν περιθωριακοῦ τύπου συμπεριφορὰ σὲ κάθε διαδικασία τοῦ «δοῦναι λαβεῖν». Ἂν καὶ τὰ παρακάτω γραφόμενα μποροῦν νὰ τοὺς «θίξουν» καὶ αὐτοὺς καὶ νὰ τοὺς προβληματίσουν. Θέλει νὰ τελειώσει τὴ δουλειὰ του ἀναπαυμένος ὁ κάθε εὐσυνείδητος καὶ νὰ....
γυρίσει στὸ σπίτι τοῦ ἤρεμος. Πῶς ὅμως μπορεῖ νὰ γίνει αὐτὸ μὲ τὸν καλύτερο καὶ δικαιότερο κατὰ τὰ ἀνθρώπινα δυνατὸ τρόπο;
Ὅλη ἡ βιοπάλη μας, ὅλος ὁ βίος καὶ ἡ πολιτεία μᾶς ἔχουν ἀνάγκη κατὰ φύση τὴν ἀναφορὰ στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Νὰ εἶναι χριστοκεντρικές. Νὰ Ἔχουν ἀνάγκη τὴν καταφυγὴ στὸν «ὑπογραμμόν», ποὺ μᾶς ἄφησε. Τὸ πρότυπο, τὸ παράδειγμα: «εἰς τοῦτο γὰρ ἐκλήθητε, ὅτι καὶ Χριστὸς ἐπαθεν ὑπὲρ ὑμῶν, ὑμὶν ὑπολιμπάνων ὑπογραμμὸν ἴνα ἐπακολουθήσητε τοῖς ἴχνεσιν αὐτοῦ». (Πέτρ. Α΄ 2,21) Καὶ αὐτὸ τὸ πρότυπο, μᾶς τὸ ἐγγυᾶται ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία διὰ τῶν Ἁγίων της, οἱ ὁποῖοι ἔκαναν τὸ Εὐαγγέλιο ζωή τους, τὸ ἔκαναν πράξη.
Ὁ χριστιανὸς δὲν ἀγωνίζεται ἀγωνιωδῶς καὶ ἀπεγνωσμένως γιὰ τὰ πράγματα τοῦ βίου. Δὲν ξοδεύει ὅλη του τὴν «ἐξυπνάδα» καὶ τὴν καπατσοσύνη νὰ «ρίξει» τὸ συνάνθρωπό του καὶ νὰ πετύχει τὸ θέλημά του. Νὰ τοῦ βγεῖ τὸ σχέδιο, τὸ πρόγραμμα. Νὰ νικήσει ἐν τέλει ὡς δο-λι-ος, ἀγνοώντας τὶς ἐπιπτώσεις ποὺ μπορεῖ νὰ ἔχει τὸ ἀποτέλεσμα στὴν ψυχὴ τοῦ ἄλλου. Νὰ χρησιμοποιήσει τὴ δολιότητα, γιὰ νὰ χαρεῖ ἕνα ἀποτέλεσμα, ποὺ δὲν εἶναι εὐλογημένο ἀπὸ τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ. Διότι ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ δὲ βλέπει τοὺς συνανθρώπους σὰν ἀντιπάλους ἀλλὰ σὰν ἀδελφούς. Ἔχει ἐμπιστοσύνη στὴ διαρκῆ παρουσία τοῦ Θεοῦ στὴ ζωή του καὶ πιστεύει ἀκράδαντα πὼς ,ἂν κάνει τὸ θέλημά Του, «ἐν καιρῶ» θὰ ἀποκατασταθεῖ τὸ κὰτ΄ αὐτὸν θεωρούμενο «ὑστέρημα». Αὐτὸ ἔκαναν οἱ ἅγιοι στὴ ζωή τους καὶ ἔζησαν μὲ καταλλαγὴ (συμφιλίωση) μὲ τοὺς ἀνθρώπους καὶ μὲ τὸ Θεό.
Δόλος: Παράγεται ἀπὸ τὸ ρῆμα δέλω, δελεάζω καὶ λέγεται κυρίως τὸ δέλεαρ, μὲ τὸ ὁποῖο συλλαμβάνουν τὰ ψάρια καὶ ἐν γένει κάθε παγίδα, μὲ τὴν ὁποία ζητάει κάποιος νὰ ἐξαπατήσει τὸν ἄλλον καὶ ἐδῶ ἐννοεῖ τὴ διάθεση ἐξαπάτησης τοῦ πλησίον.
Κορυφαία προσωποποίηση τῆς δολιότητας στὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας ὑπῆρξε ὁ Ἰούδας. «Ὅταν κάποιος κρύβει κάτι στὴν καρδιά του καὶ λέει ἄλλο, αὐτὸ εἶναι δόλος καὶ ἔχει αὐτὸς δυὸ καρδιές». (Αὐγουστίνος) Ἂν κάποιος ἔχει μοιρασμένη τὴν καρδιά του, δυὸ ἐσωτερικὲς ἀντίπαλες καταστάσεις, τί θὰ συμβαίνει; Θὰ εἶναι δοσμένες ἡ μία στὸ Χριστὸ καὶ ἡ ἄλλη στὸ διάβολο; Ἀλλά: «Οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν». (Ματθ. 6, 24) Ἄρα εἶναι μολυσμένη κατάσταση, εἶναι τοῦ διαβόλου.
Ἔτσι ἐνήργησε ὁ Ἰούδας καὶ παρέμεινε τὸ αἰώνιο σύμβολο τῆς δολιότητας. Στὴν ὑμνολογία τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος ὁ βασικὸς χαρακτηρισμὸς ποὺ ἀποδίδεται στὸν Ἰούδα εἶναι αὐτὸς τοῦ δολίου. Λέει χαρακτηριστικὰ ἕνα τροπάριο: «…σχήματι μὲν ὧν μαθητής, πράγματι δὲ παρὼν φονευτής», δηλαδή, ἐξωτερικὰ συμπεριφερόταν σὰν τοὺς μαθητές, ἐσωτερικὰ ὅμως ἦταν ἕτοιμος γιὰ τὸ φόνο.
Στὴν Ἐκκλησία, ἡ δολιότητα ἦταν καὶ εἶναι χαρακτηριστικό των αἱρετικῶν, τῶν ψευδοπροφητῶν, τῶν πλανεμένων. Ἄλλοι δείχνουν ἐξωτερικὰ καὶ ἄλλοι εἶναι στὴν πραγματικότητα.
Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ὁ χριστιανὸς δὲν εἶναι καημένος, ἠττοπαθής, δὲν εἶναι δὸ-λιος. Δὲν παραιτεῖται ἀπὸ τὸν οὐσιώδη ἀγώνα. Ἀπὸ τὸν ἀγώνα ποὺ ἔχει σχέση μὲ τὴν ὑποστήριξη καὶ τὸ δίκαιό τοῦ πλησίον καὶ κυρίως μὲ τὰ πνευματικά, τὰ σωτηριώδη. Κρατᾶ τὴν Ἀγάπη καὶ ἀγωνίζεται μὲ πεῖσμα γιὰ τὴν Ἀλήθεια. Ἡ κακομοιριὰ καὶ ἡ μιζέρια, εἶναι μιὰ μορφὴ ἄρνησης τοῦ Χριστοῦ.
Στὴν κατάσταση αὐτὴ τὴ λυπηρὴ περιῆλθε ὁ ἀπόστολος Πέτρος, ὅταν ἀρνήθηκε τὸ Χριστό. Λέει ὁ Χρυσόστομος: «Ώ, τί καινὰ καὶ παράδοξα πράγματα! Ὅταν εἶδε τὸ διδάσκαλο μόνο του, νὰ τὸν ἔχουν κρατούμενο, τόσο πολὺ ἄναψε, ὥστε πῆρε τὸ μαχαίρι… ὅταν δὲ ἔπρεπε νὰ ἀγανακτήσει περισσότερο, ὅπως ἦταν φυσικό, καὶ νὰ πάρει φωτιὰ καὶ νὰ γίνει πῦρ καὶ μανία, ἀκούγοντας τέτοιες κοροϊδίες κατὰ τοῦ Χριστοῦ, τότε ἔφτασε στὴν ἀπόλυτη ἄρνηση. Ἀλλὰ ὁ μαθητὴς κατανικηθείς ἀπὸ τὸ φόβο, ὄχι μόνο δὲν ἔδειξε ἀγανάκτηση, ἀλλὰ καὶ ἀρνήθηκε τὸ Χριστὸ καὶ δὲν μπόρεσε νὰ ἀντέξει τὴν ἀπειλὴ ἑνὸς μικροῦ κοριτσιοῦ ταλαίπωρου καὶ τιποτένιου». Αὐτὸ συνέβη «ἐπειδὴ ἐγκαταλείφθηκε ἀπὸ τὴ θεία χάρη». (Ζιγαβηνὸς) Ἀκολούθησε βέβαιά το πικρὸ κλάμα τῆς μετάνοιας καὶ ἐπῆλθε ἡ καταλλαγή.
Ἄρα ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ δὲν ἐργάζεται οὔτε ὡς δο-λι-ος οὔτε ὡς δο-λιος. Ἀλλὰ τότε, ποιὰ εἶναι ἡ στάση του;
Αὐτὴ μὲ τὴν ὁποία πολιτεύτηκαν οἱ Ἅγιοι καὶ μᾶς ἄφησαν παράδειγμα τὴ ζωή τους. Ὅταν ὁδηγήθηκαν στὰ μαρτύρια οἱ μάρτυρες, ὅταν ἀγωνίστηκαν στὸ βίο τοὺς οἱ ὅσιοι, ὅταν διώχτηκαν οἱ ὁμολογητές, αὐτὴ ἦταν ἡ στάση καὶ ἡ συμπεριφορά τους. Ὡς ἄδολοι δοῦλοι τοῦ Χριστοῦ ἰσορροποῦσαν ἀνάμεσα στὴν Ἀγάπη καὶ στὴν Ἀλήθεια. Χωρὶς δόλο, χωρὶς πονηριά, χωρὶς ὑστεροβουλία, χωρὶς τελικὸ σκοπὸ τὴν ἐξαπάτηση, τὴν ἀδικία τὸ ψέμα, τὴν ἁμαρτία. Μένοντες σταθεροὶ στὴ «ζῶσα ἐλπίδα».
Αὐτὸ πρέπει νὰ γίνεται καὶ σὲ μᾶς μὲ καθοδήγηση πνευματικὴ καὶ ὄχι αὐθαίρετα, διότι ὑπάρχει κίνδυνος πλανεμένων ἐπιλογῶν, ὅταν λείπει ἡ διάκριση.
Μετὰ τὸν «ὑπογραμμόν», ὁ ἀπόστολος Πέτρος συνεχίζει γιὰ τὸ Χριστό: «ὃς ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησεν, οὐδὲ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ» (Πέτρ. Α΄2, 22)
«Δὲν ὑπῆρξε ἀπὸ τὸ Χριστὸ ἀνειλικρίνεια ἢ ὑποκρισία ἢ κάποιο ψέμα. Ὑπῆρξε ἅγιος καὶ ἀπολύτως ἀναμάρτητος, ὥστε καμιὰ πρόκληση ἐκ μέρους αὐτῶν ποὺ τὸν ἀδίκησαν, κανένας πειρασμὸς καὶ καμιὰ ἀδικία δὲν μπόρεσε ὄχι κάποια πράξη ἀντεκδίκησης ἢ ἀγανάκτησης ἀλλὰ οὔτε πικρὸ ἢ ἄτοπο λόγο νὰ ἀποσπάσει ἀπὸ τὰ χείλη του». (Π. Τρεμπέλας) Ὁ Χριστὸς ὑπῆρξε ὁ καθεαυτοῦ ἄδολος.
Ἀλλὰ καὶ ὅταν ὁ Χριστὸς εἶδε τὸ Ναθαναὴλ νὰ πηγαίνει πρὸς Αὐτὸν εἶπε:« Ἴδε ἀληθῶς Ἰσραηλίτης ἐν ὢ δόλος οὐκ ἔστι» (Ἰω. 1,48)
Ὁ Ζιγαβηνὸς λέει: «Δόλο λέει τὴν ἐπικάλυψη τῆς ἀλήθειας, τὴν πονηριά». Ὁ Ναθαναὴλ πολιτευόταν μὲ ὁδηγὸ τὴν ἀλήθεια, τὴν καθαρότητα, τὴ διαφάνεια. Ὑπῆρξε ὁ καθεαυτοῦ ἄδολος δοῦλος τοῦ Χριστοῦ.
Ἐνεργεῖ λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ μὲ ὁδηγὸ τὴν Ἀλήθεια καὶ μὲ καθαρὴ συνείδηση δίνει λύσεις ἀρεστὲς στὸ Θεό. Αὐτὸ τὸ εἰσπράττει ἀναμφίβολα ὡς μιὰ χαρὰ ξεχωριστή, γεμάτη ἐλπίδα καὶ σιγουριά, ποὺ τρέφει τὴν ψυχὴ καὶ τὴ δυναμώνει γιὰ συνέχιση τοῦ ἀγώνα.
Ἃς ἀφήσουμε λοιπὸν ἀπὸ τὴ μιὰ τὴν πονηριά, ποὺ εἶναι κομμάτι τῆς αὐτοπεποίθησης καὶ τῆς αὐτονόμησης τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ψεύτικη ἀγαθοσύνη, τὴν κακομοιριὰ καὶ τὴν ἠττοπάθεια ἀπὸ τὴν ἄλλη καὶ ἃς ἀκολουθήσουμε τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ παλικαρίσια, ὄχι ἐπιλεκτικὰ ἀλλὰ καθολικὰ καὶ ἀπόλυτα, γιὰ νὰ βροῦμε ἔλεος ἐνώπιόν Του.
Κιλκίς, 22-7-2015
Πηγή: Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό