ΠΑΠΑΦΛΕΣΣΑΣ

Τσόκος Διονύσιος-Γεώργιος Δικαίος, επωνομαζόμενος ‘Παπαφλέσσας’ (1788-1825)

Τσόκος Διονύσιος-Γεώργιος Δικαίος, επωνομαζόμενος ‘Παπαφλέσσας’ (1788-1825)

Ἐγεννήθη τὸ 1788 εἰς τὰς Καλάμας ἀπὸ ἀρχαίαν καὶ ἀρχοντικὴν οἰκογένειαν. Ἐξέμαθε τὰ πρῶτα γράμματα εἰς τὸ ὀνομαστὸν σχολεῖον τῆςς Δημητσάνης. Ἐνδίδων εἰς τὴν ἐπιθυμίαν τῶν γονέων του ὁ νεαρὸς Δικαῖος Φλέσσας προεχειρίσθη ἱερεύς. Ἀλλὰ τὸ ρητὸν ὅτι τὸ ἔνδυμα δὲν κάμνει τὸν καλόγηρον ἐθριάμβευσεν εἰς τὴν περίστασιν αὐτήν. Ὁ Παπαφλέσσας ἦτον υἱὸς τῶν πολέμων καὶ τῶν κινδύνων· τὸ ράσον δὲν τοῦ ἐχρησίμευεν ἢ ὅσον ἔφθανε διὰ νὰ ἐκτελῇ εὐστοχώτερα τὸν προορισμόν του· ὅταν τὸν ἐνοχλοῦσε, μία κίνησις τῆς νευρώδους χειρός του, καὶ τὸ ἤνοιγε, καὶ κάτωθεν αὐτοῦ διεφαίνετο πανοπλία ὁλόκληρος Ἀρματωλοῦ. Τὰ ὅπλα ἤξευρε νὰ τὰ μεταχειρίζεται περισσότερον ἀπταίστως ἀπὸ τὰ εὐχολόγια. Διὰ τοῦτο καὶ εἰς τὴν ἁπλῆν αὐτὴν εἰκόνα του ποὺ διακρίνω ἐνώπιόν μου, τὸν βλέπω περισσότερον ὡς λειτουργὸν τοῦ Σπαθιοῦ ἢ ὡς λειτουργὸν τοῦ Χριστοῦ, μὲ τὴν γενειάδα του τὴν ὁλόμακρην καὶ τὴν ὁλόμαυρην, μὲ τὸ φέσι ποὺ τὸ περιζώνει μαντύλι βαχύθρουν, μὲ τὴν κατακόκκινην γοῦναν καὶ τὸ περίχρυσον γελέκι, μὲ τὸ πάνοπλον σελάχι, μὲ τὴν γρυπὴν ὀξυτάτην μύτην, μὲ τὸ θρασὺ καὶ τὸ ἀποφασιστικὸν τῆς ἐκφράσεως, μὲ τὰ μάτια εἰς τῶν ὁποίων τὰ βλέμματα, ἄν ἐξηκοντίζοντο πρός μέ, φαντάζομαι πὼς δὲν θ' ἀντεῖχα. Ὁ Παπαφλέσσας φημίζεται διὰ τὸ ὕψος τοῦ ἀναστήματος καὶ τὴν γοητείαν τοῦ ἀρρενωποῦ κάλλους του.

Ἡ μεγάλη ἰδέα δὲν γνωρίζει ἄλλον ἀκράτητον, μᾶλλον παράτολμον, μᾶλλον ἁγνότερον θιασώτην αὐτοῦ. Εἶναι εἷς ἀπὸ τοὺς μᾶλλον ἀξιοθαυμάστους τύπους τοῦ νεοελληνικοῦ ἡρωϊσμοῦ ὁ Παπαφλέσσας. Διάκονος ὤν, περιπλέκεται εἰς θανάσιμον ἔχθραν μὲ κάποιον Ἀγᾶν, καὶ ἀναγκάζεται νὰ ἐκπατρισθῇ εἰς τὴν Ζάκυνθον. Ἐκεῖθεν ἐμφανίζεται εἰς Κωνσταντινούπολιν, ἐγκαθίσταται εἰς τὸ Πατριαρχεῖον. Ὁ Πατριάρχης ἀντιλαμβάνεται τὰ προσόντα του, τιμᾷ τὴν εὐφυΐαν του, τὸν προχειρίζει Ἀρχιμανδρίτην. Ἀλλ' ὁ Ἀρχιμανδρίτης ἕν μόνο τρέφει ὄνειρον: τὴν ἀπελευθέρωσιν τοῦ Γένους. Ἡ Φιλικὴ Ἑταιρία παρέχει εἰς αὐτὸν εὐρὺ στάδιον ἀνεκτιμήτου ἐνεργείας. Κατηχεῖται εἰς τὴν Ἑταιρίαν, καὶ μετονομάζεται κατὰ τὰ συνειθιζόμενα  Ἁ ρ μ ό δ ι ο ς.  Καὶ ὁ Ἁρμόδιος ἀπὸ τότε ἤρχισε νὰ περιφέρεται ἀπὸ τόπον εἰς τόπον, ἀπόστολος τῆς ἰδέας καὶ μυστικὸς κατηχητής, κρύπτων τὸ ξίφος του ὄχι ὑπὸ κλάδον μύρτου, ἀλλ' ὑπὸ τὸ ράσον. Συνδέεται εἰς τὴν Βλαχίαν μὲ τὸν Ὀλύμπιον καὶ μὲ τὸν Λεβέντην. Περιέρχεται τὴν Πελοπόννησον. Ἐργάζεται εἰς Σμύρνην πρὸ ἐξοπλισμὸν τῆς Μάνης. Εἰς τὸ Αἴγιον ἐνώπιον τῶν προκρίτων τῆς Πελοποννήσου κηρύττει τὴν ἐπανάστασιν, ἀναπτύσσει τὰ σχέδια τῆς Ἑταιρίας. Τὰ σχέδια φαίνονται τόσον ἀπίθανα, ὥστε ὁ Παπαφλέσσας ὑποβλέπεται ὡς ἀγύρτης, καὶ ὁ Γερμανὸς τῶν Πατρῶν τὸν ἐπιτιμᾷ καὶ διατάσσει τὴν φυλάκισίν του. Ἐκεῖνος καὶ καθειργημένος εἰς τὸ Μέγα Σπήλαιον, κατηχεῖ τοὺ καλογήρους, ὡς πάλαι ποτὲ οἱ ἀπόστολοι τοὺς φύλακας αὐτῶν, καὶ καταρτίζει ἐξ αὐτῶν στρατιωτικὰ σώματα, καὶ δραπετεύει, καὶ κρυπτόμενος ὑπὸ μεταμφίεσιν, καὶ ἀποφεύγων σκοπέλους καὶ καταφρονῶν κινδύνους, τρέχει εἰς συνάντησιν τοῦ Πετρόμπεη, εἰς τὰ πεδία τῶν μαχῶν. Ὁ Πετρόμπεης, ὁ Κολοκοτρώνης, ὁ Νικηταρᾶς, ὁ Ἀνδροῦτσος τὸν ἀσπάζονται συμπολεμιστήν των. Τὰ νὰ βλέπῃς τὸν Παπαφλέσσαν νὰ πολεμᾷ ἦτο κάτι φοβερὸν καὶ θαυμαστὸν ἐν ταυτῷ.

Ἡ ἐν Ἄστρει πρώτη Ἐθνικὴ Συνέλευσις κατέστησε τὸν Δικαῖον ὑπουργὸν τῶν Ἐσωτερικῶν. Ἀλλ' ὁ Δικαῖος ὠνειροπόλει ὑψηλότερον ὑπούργημα, τὴν ὑπέρ πατρίδος θυσίαν. Καὶ ὅταν ὁ Ἰμβραήμης, ἀποβιβασθεὶς τὸν Φεβρουάριο τοῦ 1825 εἰς Μεθώνην, ἤρχισε νὰ προχωρῇ ἀπαισίως εἰς τὰ ἐνδότερα, νικητὴς τῶν Ἑλλήνων εἰς τὸ Κρομμύδι, πορθητὴς τῶν φρουρίων τῆς Πύλου, ἀποβλέπων εἰς τὸ κέντρον τῆς Πελοποννήσου, ὁ Παπαφλέσσας εἰς τὸ Ναύπλιον καταλείπων τὴν ἀργὴν ὑπουργίαν, τίθεται ἐπὶ κεφαλῆς τρισχιλίων ἀνδρῶν, καὶ ὀχυρώνεται εἰς τὸ ὀροπέδιον τοῦ Μανιάκη, παρὰ τὴν πεδιάδα τοῦ Λακεδαίμονος. Δὲν ἤλπιζε νὰ ἀνακόψῃ τὴν πορείαν τοῦ Ἰμβαΐμη. Ἤθελε μόνον νὰ τὸν ἀπασχολήσῃ πρὸς στιγμήν, διὰ νὰ δώσῃ καιρὸν εἰς τὰ πολυπληθῆ γυναικόπαιδα τὰ φέυγοντα τὴν λύσσαν τοῦ Αἰγυπτίου, νὰ περισωθῶσιν εἰς τὰ ὀρεινὰ μέρη τῆς Πελοποννήσου. Νὰ τὸν ἀπασχολήσῃ, θυσιαζόμενος αὐτός· διότι ἐγνώριζεν ὅτι θὰ ἦτον ἀδύνατος ἡ σωτηρία του, ἂν προεκάλει τὸν ἐχθρὸν ἐκεῖ ἐπάνω εἰς τὸ Μανιάκη. Καὶ ἔμεινεν ἐκεῖ μὲ 800 ἐκλεκτοὺς καὶ ὑπέστη τὴν ὁρμὴν 6000 πεζῶν καὶ ἱππέων. Καὶ περιτριγυρισμένος ἐπολέμησεν ὡς ἥρως καὶ ἔπεσεν ὡς μάρτυς. Ἡ παράδοσις ἀναφέρει ὅτι ὁ Πασσᾶς διέταξε καὶ ἔστησαν ὁλόρθον ἐμπροστά του τὸν νεκρὸν τοῦ ἥρωος μὲ τὴν κομμένην κεφαλὴν ἐπάνω εἰς τοὺς ὤμους του. Καὶ τὸν εἶδε καὶ ἀναστέναξεν. Ὁ κ. Μιχαὴλ Μητσάκης ἀπηθανάτισεν εἰς τὸ «Φίλημά» του τὸν θάνατον εἰς τὸν θρίαμβον τοῦ Παπαφλέσσα.



Πηγή: Κ. Παλαμᾶ, Ἅπαντα, Τόμος IΣΤ΄. Β΄ ΕΚΔΟΣΗ, ΓΚΟΒΟΣΤΗΣ
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΠΑΝΘΕΟΝ, ΟΙ ΚΑΤΑ ΞΗΡΑΝ ΗΡΩΕΣ

Φωτογραφία: paletaart4 – Χρώμα & Φώς

Ἑλλήνων Φῶς

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *