«Παραμύθια»;
§20 «Παραμύθια»;...Αἴ λοιπὸν θὰ σᾶς πῶ κ' ἕνα παραμύθι, να ξεκουραστεῖται! Μιὰ φορὰ κ' ἕναν καιρὸ οἱ κλέφτες τῆς πρώτης πολιτείας τοῦ κόσμου, ἀφοῦ πλουτήσανε ἀρκετά, ἀποφασίσανε νὰ ταχτοποιήσουνε τὴ ζωή τους. Μπλοκάρανε τὸ λοιπὸν τοὺς φτωχοὺς τῆς πολιτείας κι ἀφοῦ τοὺς μαζώξανε στὴν πλατέα, τοὺς εἴπανε: «Ψηλὰ τὰ χέρια! Θέλουμε τὸ καλό σας. Δὲ θὰ σᾶς πάρουμε τὰ φκιάρια, τοὺς κασμάδες, τὰ σκεπάρνια, τὰ δισάκια καὶ τὰ ζεμπίλια σας μὲ τὸ ψωμοτύρι, τὰ τρύπια σας πουκάμισα μὲ τὶς ψεῖρες καὶ τὶς ἀπάτωτες καλύβες σας, ποὺ κάνουνε νερά, σὰ βρέχει. Εἴσαστε λέφτεροι! — (ψηλὰ τὰ χέρια!). Λέφτεροι νὰ ζεῖτε κατὰ τὸ κέφι σας, νὰ κερδίζετε, νὰ κάνετε κομπόδεμα, νὰ μεθᾶτε, νὰ χορέβετε, νὰ γεννοβολᾶτε καὶ νὰ πεθαίνετε. Ἐμεῖς θὰ σᾶς μαθαίνουμε τὶς...ἀλήθειες! Θὰ σᾶς δώσουμε πλούσια φαντασία κ' αἰσθαντικὴ καρδιά· θὰ σᾶς δώσουμε κι ἀθάνατη ψυχή. Κι ὅποιος ἀπὸ σᾶς τοῦ γουστάρει, θὰ μπορεῖ νὰ γράφει ποιήματα, νὰ σκαρώνει θεωρίες καὶ νὰ δοξάζεται! Ὁ κυρίαρχος λαὸς θά σαστε σεῖς! Ἐμεῖς μονάχα θὰ σᾶς κουμαντάρουμε. Θὰ φροντίζουμε γιὰ τὴν ἀσφάλεια τῆς ζωῆς, τῆς τιμῆς καὶ τῆς περιουσίας σας — μ' ἕνα λόγο γιὰ τὴ λεφτεριά σας. Σεῖς θὰ δουλέβετε, καταπῶς θέλετε κι ὅ,τι θέλετε κι ὅποτε θέλετε. Ἐμεῖς θὰ σᾶς δίνουμε δουλειά, φτάνει νὰ βρίσκεται, καὶ σεῖς θὰ μᾶς δίνετε τὰ κόπια σας. Καὶ γιὰ νὰ μὴ θαρρέψετε πὼς σᾶς ἀδικοῦμε, θὰ πλερώνουμε κ' ἐμεῖς τὸ ἴδιο δόσιμο στὸ Κράτος, — στὸν ἑαφτό μας!
§21 »Κ' ἐσεῖς κ' ἐμεῖς θά χουμε πάνου ἀπὸ τὰ κεφάλια μας τοὺς ἴδιους θεούς, ποὺ θὰ προστάζουν ἐσᾶς νὰ δουλέβετε καὶ νὰ μὴν τρῶτε κ' ἐμᾶς νὰ καθόμαστε καὶ νὰ τρῶμε. Κ' ἐμεῖς κ' ἐσεῖς θά χουμε πάνου ἀπὸ τὰ κεφάλια μας τοὺς ἴδιους νόμους, ποὺ ἐμεῖς θὰ σᾶς τοὺς δίνουμε κ' ἐσεῖς θὰ τοὺς ψηφίζετε σὰ βουλεφτάδες καὶ θὰν τοὺς ἐφαρμόζετε σὰ δικαστάδες ἐνάντια στὸν ἑαυτό σας. Καὶ γιὰ νὰ μὴν πλακώνουν ἀπ' ἂλλες στεριὲς καὶ θάλασσες κουρσάροι καὶ κλέφτες ν' ἁρπάζουνε τὸ ὑστέρημά σας καὶ νὰ παίρνουνε σκλάβους κ' ἐσᾶς καὶ τὶς γυναῖκες σας καὶ τὰ παιδιά σας, θὰ σᾶς ἀρματώνουμε, θὰ σᾶς γυμνάζουμε, γιὰ νὰ μπορεῖτε νὰ διαφεντέβετε τοὺς θεούς σας, τὸν ἑαφτό σας κ' ἐμᾶς, δηλαδὴ τὴν πατρίδα. Νὰ σκοτώνεστε σεῖς καὶ νὰ ζοῦμε μεῖς. Κι' ἐπειδὴ μοναχοί σας δὲ θὰ μπορούσατε νὰ σκεφτεῖτε τὸ συφέρο σας καὶ νὰ φυλάξετε τὸν ἑαφτό σας, θὰ σᾶς ἀναγκάζουμε μὲ τὸ ζόρι (ψηλὰ τὰ χέρια!). Ἕνα πράμα μονάχα σᾶς ἀπαγορέβουμε: νὰ κλέβει ὁ ἕνας τὸν ἄλλονε. Γιατὶ μπορεῖ νὰ κλέψετε κ' ἐμᾶς».
§22 Ἒτσι λοιπὸν ὁ λαὸς δούλεβε λέφτερα καὶ λέφτερα σκεφτότανε. Καὶ τραγουδοῦσε χαρούμενα στὶς ταβέρνες σὰν τὸν κότσυφα στὸ κλαρὶ (στὸ κλουβί!). Κ' οἱ σωτῆρες του ξαπλωνόντανε τ' ἀνάσκελα σὲ ζεστὰ παλάτια τὸ χειμώνα καὶ κάτου ἀπ' ἀνθισμένα δέντρα τὸ καλοκαίρι — καὶ σωρὸ γυναικοῦλες ὄμορφες τοὺς ψειρίζανε τὸ σβέρκο καὶ τοὺς χουχουλίζανε τὸ ριζάφτι (πολὺ συντελεῖ!). Κ' ἡ ἐφτυχία τους, εἴτανε δύναμη τῆς πατρίδας κ' ἡ ξετσιπωσιά τους καθαρμός. Κι ἂν κάπου βαριεστίζοντας ὁ λαὸς τοὺς ἔδιωχνε, ζητοῦσε ἀμέσως ἄλλους νὰ τόνε κλέβουνε: δὲν μποροῦσε πιὰ μήτε νὰ ζήσει μήτε νὰ σκεφτεῖ χωρὶς «σωτῆρες».
§23 Γελᾶτε καὶ μὲ τὸ δίκιο σας, ὦ ἄντρες Ἀθηναῖοι. Τέτια παράξενη πολιτεία μήτε γίνηκε μήτε θὰ γίνει ποτές! Παραμύθι, βλέπετε. Τώρα θὰ μοῦ ζητᾶτε κ' ἐπιμύθιο! Ποῦ νὰν τὸ βρῶ!... Μονάχα σᾶς λέω: «Ἀλίμονο στὸν ἀφτόδουλο πολίτη, ποὺ φτασμένος στὰ ἔσχατα τῆς ἀπελπισιᾶς παραδίνεται, γιὰ νὰ σωθεῖ, στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ στοὺς νόμους τῶν Κλεφτῶν»
Πηγή: Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΗ, ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ 1974 (Ἀπόσπασμα)
ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΣΗ ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
Ἑλλήνων Φῶς