ΠΑΡΗΓΟΡΗΤΙΣΣΑ
Παρθένα μάννα, τοῦ στρατοῦ σου ἀσπίδα,
Τῶν πρώϊμων μυγδαλιῶν θὰ ρέψ' ἡ ἐλπίδα,
Στοὺς βωμοὺς τῆς Ἠπείρου, ὁποῦ φλογίζουν;
Παρθένα μάννα, ἐσώθη τὸ φεγγάρι,
Ποὺ φώταε τὴ μεγάλη σου τὴ χάρη
Κι' οἱ ἀρματωμένοι τοὺς ναοὺς φροντίζουν,
Σὲ ρημοκκλήσια, ὁποῦ μιὰ φλόγα τρέμει
Τοῦ χλωμοῦ καντηλιοῦ σου, καὶ οἱ ἀνέμοι
Κ' ἡ βροχὴ παραδέρνουν νὰν τὴ σβύσουν
Κ' οἱ λαβωμένοι, βόγγουν γιὰ τὰ χάδια,
Τὰ δροσοπάροχά σου, στὰ σκοτάδια,
Μεταλαβή τους πρὶν νὰ ξεψυχήσουν.
Κυρά, ποὺ δρόσο ἐρήχναν τὰ μαλλιά σου,
Νὰ κοιμηθῇ ἡ σκλαβιὰ στὴν ἀγκαλιά σου,
Ὁποῦ μπροστά σου ὅση εἶναι δάφνη στέκει
Κι' ὅσο λιβάνι γιὰ τὰ γόνατά σου
Κι' ἀπ' τὴν παρηγορήτραν ὀμορφιά σου
Παίρνει ὅση χάρην ἔχει τὸ τουφέκι·
Ποὺ τὰ βαθειὰ Γιαννιώτικα περβόλια
Μοσκοβολᾶν γιὰ τὴ δική σου ἀνάσα,
Ποὺ τάμα σοῦ ἐχρυσώσανε τὰ βόλια
Καὶ ἡ ἔρμη πολιτεῖα σοῦ ἐτάχτη πᾶσα
Σὰ νύφη καὶ σὰ χήρα, ὁποῦ ἡ δόλια
Μοῖρα της σκέπει σὲ καλόγριας ράσα,
Ἅπλωσ' τὰ χέρια στὸ χαμό—κι' ἂς γύρει
Ἡ χάρη σου, καθὼς σὲ πανηγύρι,
Παντάνασσα, κι' ἂς βρεῖ τὸ μονοπάτι,
Πέρα ἀπ' τὸ δρόμο, μὲ κορμιὰ στρωμένο,
Ποὺ περιμένει τὸ συγυρισμένο,
Γιὰ νὰ σὲ πάει, στὰ Γιάννενα, ἄσπρον ἄτι!
Παρθένα μάννα! τὸ πικρὸ ποτήρι
Ὡς τὴν στερνὴ τὄπιαμε στάλα· δράμε,
Ἐκεῖ, ποὺ τὰ ἴδια σπλάχνα σου ξεσκίζουν·
Ἄνοιξ' τὸ δρόμο, ἀκοίμητη, νὰ πάμε·
Ὅπου τουφέκι καὶ λιβανιστήρι·
Οἱ ἀρματωμένοι τοὺς ναοὺς φροντίζουν!
Στὸ ναό σου, ὅλος νὰ μπῇ ὁ στρατός σου, κάμε!
ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ
«Ὁ Νουμᾶς», ΧΡΟΝΙΑ ΙΑ΄. ΑΘΗΝΑ, ΣΑΒΒΑΤΟ, 23 ΤΟΥ ΦΛΕΒΑΡΗ 1913, ΑΡΙΘΜΟΣ 501
Πηγή: Ψηφιακή Συλλογή Κοσμόπολις
Φωτογραφία: Παναγία Παρηγορήτισσα - Αρχαιολογία Online
Ἑλλήνων Φῶς