ΠΑΤΡΙΔΕΣ (Κωστῆς Παλαμᾶς)
Στὸ μακάριο ἴσκιο τοῦ Tigran Yergate
ποὺ ἀγάπησε τὶς «Πατρίδες μου»
Ὅπου βογγάει τὸ πολυκάραβο λιμάνι
ἀπ' ἄγριο κῦμ' ἁπλώνεται δαρμέν' ἡ χώρα,
καὶ δὲ θυμᾶται μήτε σὰν ὀνείρου πλάνη
τὰ πρωτινὰ μετάξια της τὰ πλουτοφόρα.
Πολύκαρπα τ' ἀμπέλια τὴν πλουτίζουν τώρα,
τὸ κάστρο της φορεῖ, παλαιϊκό στεφάνι,
δίψα τοῦ ξένου, Φράγκου, Τούρκου, ἀπὸ τὴν ὥρα
ποὺ τὸ διπλοθεμέλιωσαν οἱ Βενετσάνοι.
Ἕνα βουνὸ ἀποπάνω της ἀγρυπνοστέκει,
κι ὁ Παρνασσὸς λευκοχαράζει στὸν ἀέρα
βαθιά, κι ὁ ρουμελιώτης ὁ Ζυγὸς παρέκει·
αὐτοῦ πρωτάνοιξα τὰ μάτια μου στὴ μέρα,
κ' ἡ μνήμη μου σὰν ὄνειρο τοῦ ὀνείρου πλέκει
γλυκειὰ μισοσβησμέν' εἰκόνα, μιὰ μητέρα.
*
Στὴ νησόσπαρτη λίμνη ποὺ τὸ μαϊστράλι,
ἀπὸ θαλασσινὴ δυναμωμένο ἁρμύρα,
ταράζει πέρα τὸ φυκόστρωτο ἀκρογιάλι,
μ' ἔρριξ' ἐκεῖ πεντάρφανο παιδάκι ἡ Μοῖρα.
Ἐκεῖ ὁ Βοριὰς μὲ τὴ Νοτιά, ἐκεῖ ἡ πλημμύρα
σὲ μάχη μὲ τὴ ρήχη βρίσκεται μεγάλη,
μακριά, μέσ' στοῦ πελάγου τὸν καταποτήρα,
τοῦ ἥλιου χάνεται τὸ ὑπέρλαμπρο κοράλλι.
Ἐκεῖ ἀπ' τῆς τρίκορφης Βαράσσοβας τὰ ἥψυ,
σὰν ἀπὸ πύργου δῶμα, δέσποινα ἡ Σελήνη
στὰ ὁλόστρωτα νερὰ τὴν ὄψη της θὰ σκύψῃ·
μὰ τὴν ἀθώα ἐκεῖ παιδιάτικην εἰρήνη
καὶ πουθενὰ δὲ γνώρισα· μόνο τὴ θλίψη·
καὶ τὴ σπίθα τοῦ νοῦ ποὺ μιὰ φωτιὰ ἔχει γίνει
*
Ἐδῶ οὐρανὸς παντοῦ κι ὁλοῦθε ἥλιου ἀχτίνα,
καὶ κάτι ὁλόγυρα σὰν τοῦ Ὑμηττοῦ τὸ μέλι,
βγαίνουν ἀμάραντ' ἀπὸ μάρμαρο τὰ κρίνα,
λάμπει γεννήτρα ἑνός Ὀλύμπου ἡ θεία Πεντέλη.
Στὴν Ὀμορφιὰ σκοντάβει σκάφτοντας ἡ ἀξίνα,
στὰ σπλάχνα ἀντὶ θνητοὺς θεοὺς κρατᾶ ἡ Κυβέλη,
μενεξεδένοπ αἷμα γοργοστάζ' ἡ Ἀθήνα
κάθε ποὺ τὴ χτυπᾶν τοῦ Δειλινοῦ τὰ βέλη.
Τῆς ἱερῆς ἐλιᾶς ναοὶ καὶ οἱ κάμποι·
ἀνάμεσα στὸν ὄχλο ἐδῶ ποὺ ἀργοσαλεύει
καθὼς ἀπάνου σ' ἀσπρολούλουδο μιὰ κάμπη,
ὁ λαὸς τῶν λειψάνων ζῆ καὶ βασιλεύει
χιλιόψυχος· τὸ πνεῦμα καὶ στὸ χῶμα λάμπει·
τὸ νιώθω· μὲ σκοτάδια μέσα μου παλεύει.
*
Ἐκεῖ ποὺ ἀκόμα ζοῦν οἱ Φαίακες τοῦ Ὁμήρου,
καὶ σμίγ' ἡ Ἀνατολὴ μ' ἕνα φιλὶ τὴ Δύση,
κι ἀνθεῖ παντοῦ μὲ τὴν ἐλιὰ τὸ κυπαρίσσι,
βαθύχρωμη στολὴ στὸ γαλανὸ τοῦ Ἀπείρου,
ἐκεῖ ἡ ψυχή μου ὠρέχτηκε νὰ γλυκοζήσῃ,
στὸ μεγαλόπετρο ὅραμα τῆς γῆς τοῦ Πύρρου,
ἐκεῖ ποὺ χύνονται σὰν ὀμορφιὲς ὀνείρου
ἡ μάννα τῆς αὐγῆς, τῆς ἀρμονίας ἡ βρύση.
Τ' ἀθάνατου Τυφλοῦ μὲ νέα φωνὴ ἑλληνίδα
σοφὰ ἐκεῖ πέρ' ἀντιλαλοῦν οἱ ραψωδίες,
ἐκεῖ ἀναπνέει ἀπὸ τὰ ρόδα εὐωδίες
τοῦ Σολωμοῦ ἡ σκιὰ σὲ Ἠλύσια, καὶ τεχνίτης
ἐκεῖ τῆς λύρας ξαναζῇ καὶ τὴν πατρίδα
καὶ τὴ δόξα ὁ Δημόδοκος ὑμνεῖ τῆς Κρήτης.
*
Ξενοσπαρμένα ὀνείρατα μέσ' στὰ ὄνειρά μου.
Τάχα μιὰ λίμνη, τῶν ἀρχαίων ἡ Μ α ρ ε ῶ τ ι ς·
κ' ἔστρωνε μὲ τὸν Ὄσιρη κρεββάτι γάμου
ἡ θεὰ ποὺ πάντα σκεπαστὸ τὸ πρόσωπό της.
Τάχ' ἀπὸ τάφους, βάθη ἀγέλαστα, μπροστά μου
ἄστραφτε κ' ἡ Ζωὴ μὲ τὸ χαμόγελό της,
ἔκαιγε δίψα λιβυκὴ μέσ' στὴν καρδιά μου,
ὁ Ρὰ χτυποῦσε πύρινος παντοῦ τοξότης.
Τὰ δόντια ἀγνάντια μου ἔτριζε κάτι σὰ σκρόφα,
κ' εἶταν ἡ σκλάβα κ' ἡ ἄγρια ψυχὴ τοῦ Ἀράπη·
κυλοῦσε ὁ Νεῖλος τὰ νετὰ τὰ κοσμοτρόφα,
κ' ἐγὼ λωτοστεφάνωτος ἔπλεκα τάχα
στῆς φοινικιᾶς τὸν ἴσκιο, σὰν ἀγρίμι, ἀγάπη
μὲ σφιγγοπρόσωπη κι ὀρθόστηθη Φελλάχα.
*
Ἁμαρτωλὸς καλογερεύω στ' Ἁγιονόρος,
μὲ καίει ὁ Σατανὰς κ' ἡ Κόλαση μὲ τρώει,
σὲ βαθὺ πλάνο ρέμα πνίγομαι ὁδοιπόρος,
εἶν' ἡ ψυχή μου χαλασμὸς καὶ μοιρολόϊ.
Τὸ Αἰγαῖο γαλάζιος θησαυρὸς σμαραγδοφόρος,
ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ σὰ Δάφνης καὶ σὰ Χλόη,
φυτρώνει τῆς ζωῆς λαχταριστὸς ὁ σπόρος,
βυζαίνεται ἀπ' τῶν Ὄντων τὸ μελισσολόϊ
τῶν Ὅλων ὁ χυμός. Ὄλυμπος, Πήλιον, Ὄσσα,
πελάγου κάθε κόρφος, κάθε στεριᾶς γλῶσσα,
ἡ λιμνοφάνταστη Κασσάντρα, ἡ Θράκη, γάμου
φοροῦνε φόρεμα, κ' ἐγώ; «Κύριε, γίνου
Σωτήρ μου!» Καὶ θολώνω μὲ τὰ δάκρυά μου
τὸ θεῖο Βρέφος, ζωγραφιὰ τοῦ Πανσελήνου.
*
Ἡ Ρούμελ' εἶναι μιὰ κορών' ἀπὸ ρουμπίνι,
κ' εἶν' ὁ Μοριὰς μιὰ σμαραγδένια λαμπυράδα,
κ' ἑφτάδιπλο τὰ Ἑφτάνησα εἶναι μπουγαρίνι,
νεράϊδα εἶν' ἀφρογέννητη κάθε Κυκλάδα.
Κομματιασμένη κ' ἡ Ἤπειρο γελάει κ' ἐκείνη,
κ' ἡ Θεσσαλία σκορπίζει μιὰ ξανθὴ ὀμορφάδα·
κρυμμένη στὴν πολύπαθη τὴ Ρωμιοσύνη
σὰ νὰ ξανοίγω τὴ βασίλισσα Ἑλλάδα.
Ἀκόμα τὸ ἔλατο τῆς λεβεντιᾶς φουντώνει,
κι ἀπ' τῶν αἰώνων τοὺς καημοὺς κι ἀπὸ τὰ πάθη
τοῦ Διγενῆ ἡ πνοὴ παντοῦ χυμένη πλάθει
Κανάρη, Καραϊσκάκη καὶ Κολοκοτρώνη·
καὶ μέσ' στῆς χρυσοπράσινης νυχτιᾶς τὰ βάθη
ἀκόμ' ἀργολαλεῖ τοῦ Κολωνοῦ τ' ἀηδόνι.
*
Ἀπὸ τὸ Δούναβη ὡς τὴν ἄκρη τοῦ Ταινάρου
κι ἀπὸ τ' Ἀκροκεραύνα στὴ Χαλκηδόνα
διαβαίνεις, πότε σὰν τῆς θάλασσας Γοργόνα,
πότε σὰν ἄγαλμ' ἀπὸ μάρμαρο τῆς Πάρου.
Πότε κρατᾶς τὴ δάφνη ἀπὸ τὸν Ἐλικώνα
καὶ πότε ὁρμᾶς μὲ τὴ ρομφαία τοῦ βαρβάρου,
καὶ μέσ' στὸ πλάτος τοῦ μεγάλου σου λαβάρου
βλέπω διπρόσωπη ζωγραφισμέν' εἰκόνα.
Ἐδῶ ἱερὸς ὁ Βράχος φέγγει σὰν τοπάζι
κι ὁ λευκοπάρθενος χορὸς τῶν Κανηφόρων
προβαίνει καὶ τὸν πέπλο τῆς θεᾶς ταράζει·
καὶ πέρ' ἀστράφτουν τὰ ζεφείρια τῶν Βοσπόρων,
κι ἀπ' τὴ Χρυσόπορτα περνώντας ἀλαλάζει
ὁ θρίαμβος τῶν νικητῶν Αὐτοκρατόρων!
*
Σὰν τῶν Φαιάκων τὸ καράβ' ἡ Φαντασία,
χωρὶς νὰ τὴ βοηθᾶν πανιὰ καὶ λαμνοκόποι,
κυλάει· κ' εἶναι στὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου τόποι
πανάρχαιοι κι ἀσάλευτοι σὰν τὴν Ἀσία,
πεντάγνωμοι κι ἀπόκοτοι σὰν τὴν εὐρώπη,
σὰ μαύρη γῆ Ἀφρικὴ μὲ σφίγγ' ἡ ἀπελπισία,
κρατῶ μιὰν ἄγρια μέσα μου Πολυνησία,
καὶ πάντα ἕνα Κολόμβο παίρνω τὸ κατόπι.
Καὶ τὰ τεράστια τῆς ζωῆς καὶ τὰ λιοπύρια
τῶν τροπικῶν τὰ γνώρισα, καὶ μὲ τῶν πόλων
τυλίχτηκα τὰ σάβανα, καὶ χίλια μύρια
ταξίδια ἐμπρός μου ξάνοιξαν τὸν κόσμον ὅλο.
Καὶ τ' εἶμαι; Χόρτο ριζωμένο σ' ἕνα σβῶλο
ἀπάνου, ποὺ ξεφεύγει κι ἀπ' τὰ κλαδευτήρια.
*
Ταξιδευτής, ηὗρα σ' ἀκύμαντα πελάγη
τὴν Καλυψώ, καὶ τὴν πεντάμορφη Ἑλένη,
καὶ πῆγα καὶ μὲ πότισαν οἱ Λωτοφάγοι
τὴ λησμονιὰ τῶν ὅλων τὴ μασκαρεμένη.
Μέσα στὴ χώρα τὴν ἡλιοπλημμυρισμένη
στοῦ Ὑπερβορείου στάθηκα θεοῦ τὸ πλάγι·
μιὰ νύχτ' -ἀπάντεχη φεγγοβολιὰ καὶ ξένη-
τὸ μυστικὸ τ' Ἀστέρι μὄδειξαν οἱ Μάγοι.
Καὶ τοῦ Σαβᾶ τὴ ρήγισσα στὸ θρόνο εἶδα,
ψυχή, στὰ δάχτυλα ν' ἀφήνῃ φῶς γιὰ χνούδι,
κι ἀντίκρυσαν τὰ μάτια μου τὴν Ἀτλαντίδα
σὰν ἕν' ἀπίστευτο τοῦ Ὠκεανοῦ λουλούδι.
Κι ὅλων αὐτῶν ἡ μνήμη τώρα κ' ἡ φροντίδα
μοῦ γίνεται ρυθμὸς καὶ στίχος καὶ τραγούδι.
*
Γύρω στὸ ἑφτάστερο τ' Ἁμάξι οὐρανόδρομοι
ἀμέτρητοι, γιγάντων κόσμοι καὶ θηρίων,
ὁ Γαλαξίας, ἥλιων ὠκεανός, ὁ Ὠρίων,
τὰ Ζώδια, τοῦ Ἀπείρου τέρατα καὶ τρόμοι.
Μουγκρίζει ὁ Λέων στὴν ἐρημιὰ τῶν αἰθερίων,
κ' ἡ Λύρα παίζει, καὶ σὰν τρόπαιο καὶ ἡ Κόμη
τῆς Βερενίκης δείχνεται, ρυθμοὶ καὶ νόμοι
μέσα στὸ χάος χάνονται τῶν μυστηρίων.
Καὶ μὲ τὸν Ἥλιο Κρόνος, Ἄρης, Γῆ, Ἀφροδίτη,
σέρνονται, φεύγουν, τρέχουνε κυνηγημένοι
πρὸς τοῦ Ἡρακλῆ τὸ μεγαλόκοσμο μαγνήτη.
Μόνο ἡ ψυχή μου σὰν τὸ πολικό τ' ἀστέρι
ἀσάλευτη, ὅμως λαχταρίζοντας προσμένει·
δὲν ξέρει ἀπὸ ποῦ ἔρχεται, ποῦ πάει δὲν ξέρει.
*
Πατρίδες! Ἀέρας, γῆ, νερό, φωτιά! Στοιχεῖα
ἀχάλαστα, καὶ ἀρχὴ καὶ τέλος τῶν πλασμάτων,
σὰ θὰ περάσω στὴ γαλήνη τῶν μνημάτων,
θὰ σᾶς ξανάβρω, πρώτη καὶ στερνὴ εὐτυχία!
Ἀέρας μέσα μου ὁ λαὸς τῶν ὀνειράτων
στὸν ἀέρα θὰ πάῃ· θὰ πάῃ στὴν αἰωνία
φωτιά, φωτιὰ κι ὁ λογισμός μου, τὴ μανία
τῶν παθῶν μου θὰ πάρ' ἡ λύσσα τῶν κυμάτων.
Τὸ χωματόπλαστο κορμὶ χῶμα καὶ κεῖνο,
ἀέρας, γῆ, νερό, φωτιὰ θὰ ξαναγίνω,
κι ἀπ' τῶν ὀνείρων τὸν ἀέρα, κι ἀπ' τὴν πύρα
τοῦ λογισμοῦ, κι ἀπὸ τὴ σάρκα τὴ λυωμένη,
κι ἀπ' τῶν παθῶν τὴ θάλασσα πάντα θὰ βγαίνῃ
ἤχου πνοή, παράπονο, σὰν ἀπὸ λύρα.
1895
Πηγή: Κ. Παλαμᾶ, Ἅπαντα, Τόμος Γ΄. Δ΄ ΕΚΔΟΣΗ, ΓΚΟΒΟΣΤΗΣ
Η ΑΣΑΛΕΥΤΗ ΖΩΗ
Φωτογραφία: pinterest.com
Ἑλλήνων Φῶς