Περί Εκκλησιασμοῦ
─ Ἐκκλησιάζεται τό φῶς;
Ἔχει ανάγκη ἀπό ἐκκλησιασμό τό φῶς;
─ Tί προσπαθεῖς νά μοῦ πεῖς;
─ Αὐτοπροσδιορίζεται, αὐτονομεῖται ἀπό τήν ὑπόλοιπη Δημιουργία ἤ ἀποτελεῖ λειτουργικό της κύτταρο;
─ Ὁ ἐκκλησιασμός ὅμως ἀναφέρεται στή σχέση μας μέ τό Θεό.
─ Τό φῶς, λοιπόν, μετέχει στήν εὐρύτερη συμπαντική λειτουργία καί ἔχει μέσα σέ αὐτήν μιά ἰδιαίτερη θέση, μιά ἰδιαίτερη κλήση, ὅπως καί τό καθετί, ὅπως καί ὁ ἄνθρωπος. Πές μου ὅμως, ὑπάρχει κάτι πού δέν ἀναφέρεται στό Δημιουργό του; Ὑπάρχει κάτι γιά νά ὑπάρχει, χωρίς νά λειτουργεῖ ὁ λόγος τῆς παρουσίας του τή μυστική δόξα τοῦ Θεοῦ;
─ Ὁ ἄνθρωπος πάντως εἶναι σέ θέση νά φωτίσει τά πράγματα.
─ Ἐδῶ βρίσκεται ἡ ρίζα κάθε τραγικότητας. Διότι ὁ άνθρωπος συνάμα μπορεῖ καί νά συσκοτίσει τά πράγματα. Ὄχι ἁπλῶς γιά νά ἔχει ὁ ἄνθρωπος φῶς, ἀλλά κυρίως γιά νά γίνει ὁ ἴδιος φῶς τοῦ κόσμου χρειάζεται μιά ὁρισμένη ἀσκητική, μιά ἰδιαίτερη ἀγωγή, ἕνας συγκεκριμένος τρόπος βίου. Χρειάζεται μιά ὑπ-ακοή πρός τή θεία κλήση του. Ὁ ἐκκλησιασμός εἶναι ἀκριβῶς αὐτή ἠ ὑπ-ακοή προκειμένου νά γεωργηθεῖ ἀπό τό θεῖο φῶς ἡ ζωή του .
Ἀνάβοντας κερί εἰσερχόμαστε στό ναό. Καί τό ταπεινό φῶς τοῦ κεριοῦ ἐκκλησιάζεται μαζί μέ τό διψασμένο φῶς τῆς ψυχῆς μας, ἐνῶ συντρέχουν ὁλόγυρα τά ἀναμμένα ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα πρόσωπα τῶν ἁγίων. Καί δέν εἰσερχόμεθα μόνοι ἀλλά πλήρεις, φέρνοντας μαζί μας ὅλους τούς ἀγαπημένους μας, ζῶντες καί κεκοιμημένους νά ἐκκλησιαστοῦν στό ζωοποιό φῶς τῆς Κοινωνίας τοῦ Θεοῦ.
Ἐπαίρεται σήμερα ὁ ἄνθρωπος πώς δέν χωρᾶ ὁ ἐκκλησιασμός στήν πρόοδό του. Ἀλλά τό φῶς τοῦ ἀνθρώπου πού δέν ἐκκλησιάζεται, πού δέν ἐπιθυμεῖ νά εἶναι ὑπάκουο στήν κατά Θεόν κλήση του, ἔγινε αἰτία μέχρι καί τό φῶς τοῦ ἥλιου νά γίνει ἐπικίνδυνο.
Εἶναι γεγονός ὅτι ἔχουν ἀλλάξει οἱ καιροί. Ἐάν τό ἐρώτημα περί ἐκκλησιασμοῦ τῶν μαθητῶν ἐτίθετο στούς Ἕλληνες μετά ἀπό τήν ἀπελευθέρωσή τους ἀπό τήν Ὀθωμανική αὐτοκρατορία, θά γύριζαν ἔκπληκτοι, ἄφωνοι καί τό βλέμμα τους θά μᾶς κατακεραύνωνε φορτωμένο τό «ἐν τούτῳ νίκα» τοῦ τρόπου μας. Ἡ ἐλευθερία δέν ἦταν ἁπλῶς ἡ ἀποτίναξη τοῦ τουρκικοῦ ζυγοῦ ἀλλά ἡ ἀνάσταση τοῦ γένους, δηλαδή ἡ εὐδοκίμηση τοῦ κατ’ ἀλήθειαν τρόπου του.
Ὁ οὐσιαστικός χωρισμός κράτους καί ἐκκλησίας δέν προκύπτει μέσα ἀπό νομοθετήματα, ἀλλά προκύπτει ἀπό τήν ἀποκοπή μας ἀπό τή ρίζα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀγωγῆς. Ὅμοια καί ἡ ἑλληνική γλώσσα δέν ἀλλάζει μέσα ἀπό νομοθετήματα, ἀλλά ὅταν ὀρφανεύει ἀπό τή νηπτική ἀγωγή καί ἐκπίπτει ἀπό ὄργανο ὀντολογικοῦ φωτισμοῦ πού ὀνοματοδοτεῖ τόν κόσμο σέ χρηστικό ἐργαλεῖο ἐπικοινωνίας. Τότε δέν ἔχει σημασία ποιά γλώσσα θά χρησιμοποιήσεις, ἑλληνική, διεθνή ἤ ὅποια ἄλλη, ἀφοῦ ἔχεις προηγουμένως ἀφαιρέσει ἀπό αὐτήν τήν «ἐκκλησιαστική» της κίνηση.
Τό πραγματικό ἐρώτημα δέν εἶναι αὐτό τοῦ ἐκκλησιασμοῦ. Τό πραγματικό ἐρώτημα εἶναι αὐτό τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀγωγῆς. Εἶναι ἡ ἐκκλησιαστική ἀγωγή παιδεία; Κι ἄν εἶναι γιατί ἀπουσιάζει ἀπό τήν παιδεία μας;
Ἀντικαταστήσαμε τήν παιδεία ἐν νουθεσίᾳ Κυρίου μέ μιά παιδεία κατευθυνόμενη ἀπό τίς ἀνάγκες τῆς ἀγορᾶς. Ἀντικαταστήσαμε τόν εὐαγγελισμό τοῦ προσώπου μέ τόν ἐπαγγελματισμό του. Γι’ αὐτό καί τά ἔργα μας καταστρατηγοῦν τήν ἁρμονία τῆς κτίσης.
Ἡ ἐκκλησιαστική ἀγωγή δέν εἶναι μία γνωσιολογική διαδικασία. Ἡ ἐκκλησιαστική ἀγωγή ἀποτελεῖ τήν εἴσοδο σέ ἕναν συγκεκριμένο τρόπο βίου. Εἶναι ἡ ἀγωγή ἡ μυστική ἡ «θανάτῳ θάνατον πατήσασα». Παραιτεῖσαι, νεκρώνεσαι ὡς πρός τούς τρόπους τοῦ κόσμου, ἀπό τά σκληρά δεσμά τῆς ἀνάγκης καί τῆς χρείας, γιά νά ἀναστηθεῖ μέσα σου ὁ τρόπος τῆς χάρης, ὥστε νά ὑπάρξεις ἐν μυστικῇ ἐλευθερίᾳ πέρα ἀπό χῶρο καί χρόνο, ὡς πολίτης τῆς αἰωνιότητας. Ἐδῶ ἡ ἀλήθεια ἤ ὁποιαδήποτε ἄλλη ἀξία, δέν ὑπάρχουν ὡς ἰδεολογήματα ἀλλά ὡς μετοχή, ὡς βιοτή πού σέ ὁδηγεῖ μέσα ἀπό τήν ἐγκράτεια, τή νηστεία, τήν προσευχή, τήν ἀγρυπνία, τήν ἐγρήγορση, τή διακονία, τήν κατάνυξη καί τήν ἀναγωγή τῆς θείας λειτουργίας στήν ἀναστάσιμη κλήση σου, ὥστε νά ὑπάρξεις ὡς υἱός φωτός.
Ἡ ἐκκλησιαστική ἀγωγή εἶναι ἔξοδος ἀπό τή φθορά πού πολιορκεῖ τή ζωή, στήν ἀφθαρσία πού νοηματοδοτεῖ τή ζωή. Ὡς ἀγωγή ἀφθαρσίας ἀποτελεῖ τόν καινό τόπο ἐν Θεῷ, πέρα ἀπό τίς συμπληγάδες τοῦ χωροχρόνου.
Ὡς πολιτική ἀγωγή δέν μᾶς ἐξομοιώνει μέ τά ἔθνη «εἰς τό κατάρχειν τῶν ἐλαχιστοτέρων» ἀλλά «ὁ πρῶτος οὐν ὑμῶν ἔστω πάντων διάκονος, ὁ ἄρχων ὡς ὁ ἀρχόμενος, ὁ προκριθείς ὡς ὁ ἔσχατος» (τροπάριο τῆς Μεγάλης Δευτέρας).
Ὡς κοινωνική ἀγωγή μέτρο λαμβάνουμε ἀπό τήν τελική κρίση: «ἐπείνασα γάρ, καί ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα, καί ἐποτίσατέ με, ἠσθένησα, καί ἐπισκέψασθέ με, ἐν φυλακῇ ἤμην, καί ἤλθετε πρός με» (Ματθ. κε΄ 35-36) κάθε πού συντρέξατε τόν ἐλάχιστο ἀδελφό σας.
Ὡς ἀγωγή εἰρήνης «ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς ὑμῶν, εὐλογεῖτε τούς καταρωμένους ὑμᾶς, καλῶς ποιεῖτε τοῖς μισοῦσιν ὑμᾶς καί προσεύχεσθε ὑπέρ τῶν ἐπηρεαζόντων ὑμᾶς καί διωκόντων ὑμᾶς» (Ματθ. ε΄44).
Ὡς ἀγωγή ἐλευθερίας «ὡς μηδέν ἔχοντες καί πάντα κατέχοντες» (Β΄ πρός Κορινθ. στ΄10), διότι «πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλά οὐ πάντα συμφέρει· πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλά οὐ πάντα οἰκοδομεῖ» (Πρός Κορινθ. Α΄ ι,23), «οὗ δέ τό Πνεῦμα Κυρίου, ἐκεῖ ἐλευθερία» (Β΄ Κορινθ. γ΄17), «ὁ γάρ καρπός τοῦ Πνεύματος ἐν πάσῃ ἀγαθωσύνῃ καί δικαιοσύνῃ καί ἀληθείᾳ» (Πρός Εφεσ. ε,9), «ὁ δέ καρπός τοῦ Πνεύματος ἐστίν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις, πραότης, ἐγκράτεια· κατά τῶν τοιούτων οὐκ ἔστι νόμος» (Πρός Γαλάτ. ε΄22,23).
Καί μετουσιώνεται ἔτσι σιγά σιγά τό ἀνθρώπινο πρόσωπο στό μυστικό ἥλιο τοῦ κόσμου. Λαμβάνει πρόγευση τοῦ ἀνέσπερου «σήμερον» καί τό σκότος δέν εἶναι σκότος πλέον, ἀλλά εἶναι σκαπάνη καί βύθισμα, συστολή καί σιωπή, ἐγρήγορση γιά οὐσιαστικότερη πληρότητα φωτός. Τό σκοτάδι δέν εἶναι πλέον ἀπουσία φωτός ἀλλά ἀποφατισμός, εἶναι ἀναφορά στό μυστήριο.
«Ἡ ὑψηλότερη μορφή ἄνοιξης πού ξέρω:
μιά ἑλληνική Μεγάλη Ἐβδομάδα» Γ. ΣΕΦΕΡΗΣ
Ὁ κατερχόμενος Χριστός, εἶναι ὁ Χριστός τῆς ἄκρας ταπείνωσης, ὄχι ὡς θῦμα τοῦ κόσμου ἀλλά ὡς Νυμφίος. Νυμφίος πού πάσχει ἐκούσια καί θυσιάζεται γιά τήν ἀγαπημένη Του. Καί ἡ ἀγαπημένη του εἶναι ἡ Ἐκκλησία, δηλαδή ὅλοι ἐμεῖς ἐπανακεντρισμένοι στήν κατά Θεόν κλήση μας. Νηστεύοντες καί συμμετέχοντες στό θεῖο δράμα, ἀρχίζουμε νά συμπάσχουμε καί νά βιώνουμε τήν ἐκούσια θυσία τοῦ πιό ἀγαπημένου, τή θυσία τοῦ Θεοῦ μας. Καί διαποτιζόμαστε ὄχι ἀπό μίσος ἤ ἐχθρότητα γιά τόν κόσμο, ἀλλά ἀναγνωρίζοντας στά πάθη τοῦ Χριστοῦ, τά πάθη τοῦ ἀνθρώπινου γένους, βυθιζόμαστε, ἀρπαζόμαστε ἀπό μιά θεία σιωπή, μιά κατάνυξη ἀποφατικῆς εἰρήνης καί μακροθυμίας. Σά νά βεβαιωνόμαστε ὀργανικά πώς ἀφοῦ ὁ Θεός συμπάσχει γιά μᾶς, ἀφοῦ ἐνταφιάζεται μαζί μας, δέν ἔχουν τά πάθη καί ὁ θάνατος καμμία ἐξουσία πάνω μας. Ξαγρυπνώντας τόν Ἐσταυρωμένο καί συνοδεύοντας τόν ἐπιτάφιο θρῆνο, ὀξύνεται σιγά σιγά ἡ ὅραση καί ἡ ἀκοή τῆς καρδιᾶς, ὥστε νά σκιρτήσει ἡ μεγάλη χαρά τοῦ ἀναστάσιμου φωτός μέσα της.
Χρόνο μέ τό χρόνο, περνώντας κάτω ἀπό τόν Ἐπιτάφιο καί ἀνάβοντας μέ ἀναστάσιμο φῶς τή λαμπάδα τῆς ψυχῆς μας, μαθητεύουμε στή ζωή πού νικᾶ τό θάνατο, τόσο πού ἡ ἀνάσταση γίνεται ἡ φυσική μας ἀναπνοή, ἡ χάρη τῆς πίστης μας, καί δέν ὑπάρχουν πιά νεκροί, ἀλλά ζῶντες καί κεκοιμημένοι πού συμπορεύονται ἀναστάσιμα πρός ἀπάντηση (συνάντηση) Κυρίου.
Δίχως τήν ἐκκλησιαστική ἀγωγή, ἡ ἀνάσταση θά ἦταν μιά λέξη, ἀλλά τώρα εἶναι ὁ ἱερός τρόπος πού μπολιάζει τή ζωή μας στό παραδείσιο ξύλο τοῦ Σταυροῦ.
Τό ἐρώτημα λοιπόν δέν εἶναι ἐρώτημα ἐκκλησιασμοῦ, ἀλλά ἐρώτημα ἀγωγῆς. Πορευόμεθα ἀπό τό θάνατο στή Ζωή ἤ ἀπό τή ζωή στό θάνατο, πολιορκημένοι ἀπό τό ναρκισσισμό τῶν ἐφήμερων ἐπιτευγμάτων μας;
Εἶναι ἡ παιδεία μας ἡ «Μεγάλη Ἐπιστροφή» ἤ ἡ μεγάλη ἀντιστροφή τοῦ εἶναι μας;
Ο Αρχάγγελος Γαβριήλ. Φορητή εικόνα από το χέρι του Φώτη Κόντογλου.
Πηγή: Αντίφωνο