Ὁ Ῥωμηός - Γεώργιος Σουρῆς
Στὸν καφενὲ ἀπ᾿ ἔξω σὰν μπέης ξαπλωμένος, τοῦ ἥλιου τὶς ἀκτῖνες ἀχόρταγα ρουφῶ, καὶ στῶν ἐφημερίδων τὰ νέα βυθισμένος, κανέναν δὲν κοιτάζω, κανέναν δὲν ψηφῶ. Σὲ μία καρέκλα τὅνα ποδάρι μου τεντώνω, τὸ ἄλλο...
«χαῖρε, ξεῖνε, παρ᾿ ἄμμι φιλήσεαι: αὐτὰρ ἔπειτα δείπνου πασσάμενος μυθήσεαι ὅττεό σε χρή.»
Αναδημοσιεύσεις / Ποίηση / Σάτιρα
17 Μαρ, 2015
Στὸν καφενὲ ἀπ᾿ ἔξω σὰν μπέης ξαπλωμένος, τοῦ ἥλιου τὶς ἀκτῖνες ἀχόρταγα ρουφῶ, καὶ στῶν ἐφημερίδων τὰ νέα βυθισμένος, κανέναν δὲν κοιτάζω, κανέναν δὲν ψηφῶ. Σὲ μία καρέκλα τὅνα ποδάρι μου τεντώνω, τὸ ἄλλο...