Σφαγή τής Χίου (30 Μαρτίου 1822)
...συνέχεια από εδώ.
«Τήν πρωΐαν τής δευτέρας ημέρας τού Ρετζέπ, προσευχηθέντες καί αποχαιρετισθέντες διά τελευταίαν φοράν, αναθέσαντες δ' άπασαν ημών τήν ελπίδα εις τόν προφήτην, τόν ήλιον τών δύο κόσμων, εξηγάγομεν εκ τής πύλης τού Τειχάρχου έως τετρακοσίους οπλίτας, οίτινες καρτερικώτατα ώρμησαν πρώτον εις τά πέριξ χαρακώματα τών απίστων, περί τήν κυρίευσιν τών οποίων έγινε συμπλοκή πεισματώδης καί διά πολλήν ώραν οι άπιστοι απηλπισμένως εμάχοντο στήθος πρός στήθος πρός τούς ημέτερους ηρωϊκούς καί θεοφρούρητους στρατιώτας.
Η ημέρα αύτη εστάθη αξιοσημείωτος διά τήν ηρωϊκήν καρτερίαν καί πρός τούς κινδύνους αμεριμνησίαν τών ημετέρων λεοντόκαρδων στρατιωτών, καί δέν έπαυσεν ειμή όταν πλέον ο δυστυχώς πρός τούς γκιαούρους ανατείλας εκείνην τήν ημέραν ήλιος έστρεψε τά βήματά του πρός τήν δύσιν, ότε επέστρεψαν εις τήν ακρόπολιν θριαμβεύσαντες καί δοξολογούντες τόν μέγαν προφήτην.
Εις τάς συμπλοκάς τής ημέρας εκείνης έμειναν εις τά πεδία μάχης έως 3000 (ψευδής αριθμός) πτώματα ασπαίροντα βεβήλων καί απίστων κιαφίρων, εξ ημών δέ μόλις έξι μετέβησαν εις τάς αιωνίους μονάς ίνα λάβωσι τόν μαρτυρικόν στέφανον, εννέα δέ ετραυματίσθησαν καί ούτοι όχι κινδυνωδώς. Τό εσπέρας οι ήρωές μας εκ τής φρουράς έσπευσαν νά θέσωσιν υπό τούς πόδας τού τοποτηρητού τάς αιμοσταγείς κεφαλάς τών αποστατών επισημοτέρων γκιαούρων λαβόντων τά επίχειρα τής απιστίας των υπό τήν μουσουλμανικήν μάχαιραν.
Άλλοι πάλιν προσέφερον εις τόν τοποτηρητήν ουχ ήττον πολύτιμον προσφοράν ζώντας αιχμαλώτους τινάς εκ τών ονομαστών επί απιστία καί αποστασία Χίων Χριστιανών, τούς οποίους άμα είδεν ο τοποτηρητής προσέταξε νά καρατομηθώσι καί νά γεμισθώσι τά κρανία των δι' αχύρου απαλού, τά δέ βέβηλα καί άπιστα πτώματά των ερρίφθησαν αυθωρεί εις τήν θάλασσαν.
Τούτου δέ γενομένου, ανηγγέλθη μέ μεγάλην χαράν καί αγαλλίασιν τού τε τοποτηρητού καί παντός ισλάμη, ότι πρός τό μέρος Προβατονήσια (Οινούσαι) εφάνησαν τά ιστία τού λυτρωτού αυτοκρατορικού στόλου διοικουμένου παρά τού ναυάρχου Νουαίχ Ζααδέ Αλή πασά καί τωόντι ο στόλος φανείς εκ μέρους τής Ερυθραίας, ήλθε καί ήραξεν εις τήν νήσον, σημειωτέον ότι άμα τή εμφανίσει τού στόλου, τά αντάρτικα πλοιάρια έφυγον όπισθεν τής νήσου, αφ' ετέρου η ολίγη καί γενναία φρουρά απέκτησεν ηθικώς δύναμιν δεκαπλάσιαν, αποτολμώσα ένθεν μέν εις τήν φροντίδα τού νά στείλη πλοιάρια εις Κρήνην πρός μεταφοράν στρατευμάτων.
Μεταξύ δέ τής οχλοβοής εκείνης η φρουρά μας επέπεσε μετ' απαραμίλλου ενεργητικότητος, ταχύτητος καί γενναιότητος κατά τών απίστων γκιαούρων, τών οποίων τούς μέν ηλικιωμένους επέρασαν γενναιότατα εν στόματι μαχαίρας, παρομοίως καί τάς ηλικιωμένας γραίας, τήν δέ κινητήν περιουσίαν αυτών ελεηλάτησαν, λείαν ήτις ανήκει κατά τούς πολεμικούς νόμους εις ιδιοκτησίαν τών στρατιωτών, τάς δέ ωραίας κόρας των καί τούς τρυφερούς νεανίσκους των ηχμαλώτισαν, τό αίμα έρρευσε ποταμηδόν, η τέ αντίστασις τών απίστων καί γενναιότης τών πολεμήσαντων στρατιωτών μας ήσαν ανώτεραι περιγραφής.
Τήν επαύριον ο τοποτηρητής εκθέσας εν μακρά εκθέσει τά γεγονότα έστειλεν αντίγραφον επικυρωμένον υπό τών προκρίτων οθωμανών εις τήν Βασιλεύουσαν, φιλοτιμηθείς μάλιστα νά συνοδεύση τόν επί τούτω απερχόμενον πεζοδρόμον μέ πέντε φορτία αποτετμημένων αιμοσταγών κεφαλών τών αποστατών καί τών συμμετόχων αυτών επισημοτέρων γκιαούρηδων, άλλα δέ δύο φορτία αυτίων επίσης θανατωθέντων κατωτέρων πολιτών ανταρτών καί αντισταθέντων εις τήν νόμιμον τού κυριάρχου των εξουσίαν.
Ούτως ο τοποτηρητής εκτελέσας τούς ιερούς κανόνας τής πίστεως καί θρησκείας καί τάς υψηλάς τού κραταιού μονάρχου διαταγάς, επροσευχήθη εις τό ιερόν τέμενος, ευχαριστήσας τόν υπέρτατον Αλλάχ διά τήν εξασφάλισιν τής ατομικής ησυχίας τών μουσουλμάνων. Τήν 21ην τού αυτού μηνός, ημέρα Σαββάτω, ο τοποτηρητής προσεκάλεσε τόν αρχηγόν τών εκ τής Ερυθραίας πλευσάντων στρατιωτών, Κιουτσούκ Αχμέτ μπέη τούνομα καί τόν Ντελήμπαση Σουλεϊμάναγα, τούς οποίους συντροφεύσας μετά χιλίων ευζώνων στρατιωτών, ενετείλατο αυτοίς ίνα λόχος πρός λόχον επιπέσωσι κατά τών χωρίων, όπου ίδωσιν αποστασίας οσμήν, εν περιπτώσει δέ εάν ήθελον δεχθή τόν ισλαμισμόν, τότε μόνον νά φεισθώσι τής νεότητος μόνης, τών γερόντων αποκλειομένων καί τής εν τοιαύτη περιπτώσει χάριτος.
Τήν διαταγήν ταύτην λαβόντες, ο μέν Κιουτσούκ Αχμέτ μπέης διευθύνθη εις τό χωρίον Ερυθιανή, ο δέ Σουλεϊμάναγας εις τό χωρίον Θυμιανά, τά οποία χωρία εξηφάνισαν χάριτι θεία από προσώπου γής. Επιστρέφοντα δέ τά τροπαιούχα ταύτα στρατεύματα, ως ροαί πλημμυρούντος ποταμού, μή εμποδιζομένου παρ' ουδενός εμποδίου, ήκουσαν ότι εις τό χωρίο Καλλιμασιά ένδον τής μονής τής άλλως τε μεγάλης τού Αγίου Μηνά, ήσαν μαζωμέναι πολλαί οικογένειαι αμφιβόλων φρονημάτων ως πρός τό καθεστώς.
Τούς εν τώ μοναστηρίω πάντας επέρασαν εν στόματι μαχαίρας, ανδραποδίσαντες τούς νεωτέρους εξ αμφοτέρων τών φύλων, τάς δ' αιμοσταγείς κεφαλάς καί τ' αυτία τών θανατωθέντων εξαπέστειλαν εις τόν τοποτηρητήν, όστις δι' αδρών δώρων εφιλοτιμήθη ν' ανταμείψη τήν γενναιότητα καί αφοσίωσιν τών ηρωϊκών ημών στρατευμάτων, πολεμησάντων υπέρ τής τιμής καί τής θρησκείας. Τότε δή μόνον έγνωσαν οι δείλαιοι άπιστοι ότι ουδέν εμποδίζει τήν ορμήν τού πιστού επιπίπτοντος κατά τών απίστων γκιαούρων.
Τήν επιούσαν επεσκέφθησαν τόν τοποτηρητήν πάντες οι εν Χίω ευρισκόμενοι καί σημαίαν αναπεταννύοντες πρόξενοι καί υποπρόξενοι τών ξένων δυνάμεων εκτός τού ρωσσικού, αφ' ού ηυχήθησαν αείποτε νίκην εις τά αυτοκρατορικά όπλα, συνεχάρησαν τόν τοποτηρητήν επί τή συνέσει καί μετριοπαθεία του, ευχαριστήσαντες επί τέλους ότι ούτε αυτοί, ούτε ουδείς τών εις αυτούς υπαγομένων υπηκόων έπαθον τι καθ' όλην τήν διάρκειαν τών γεγονότων.
Χαίρει η ψυχή μου, διότι ως εκ τών περιστάσεων τούτων πολλοί νέοι καί νέαι γκιαουρικού αίματος περιτμηθέντες καί δεχθέντες τόν σωτήριον ισλαμισμόν, έτυχον τής αιωνίου αφέσεως τών αμαρτιών, απαλλαχθείσαι αι ψυχαί των εκ τής αιωνίου κολάσεως, ήτις βεβαίως τούς περιέμενε. Όσον δέ περί τής συνειδήσεώς μου, επί λόγω αμφιβολίας τής ενοχής τών πολιτών ή μή εις τάς επαναστατικάς κινήσεις τών έξωθεν ελθόντων Ρωμηών, είμαι ήσυχος καί ουδαμώς μέ τύπτει, καθότι πολλάκις επαρατήρησα εις τό ιερόν βιβλίον τού Ιμάμ Σερχουσνή ότι η αποτομή ξύλου καί λάρυγγος ανθρωπίνου διαφέρουσιν, αλλ' όχι εν περιπτώσει λάρυγγος γκιαούρη, κατωτέρω δέ ο σοφός νομολόγος σχολιάζει τόν ιερόν τούτον κανόνα, ότι η εξόντωσις ενός απίστου γκιαούρη είναι παρά τώ ισλάμη ίση ως καί η εξόντωσις δένδρου ή βοτάνης. »
Απομνημονεύματα τού τοποτηρητού στή Χίο Βαχίτ πασά κατά τό έτος Αιγίρας 1237 (1822)
Στό μεταξύ ο σουλτάνος Μαχμούτ όταν πληροφορήθηκε ότι οι Χιώτες σήκωσαν μπαϊράκι τό πήρε σάν μία μεγάλη προσβολή γιά τό πρόσωπό του, αφού θεωρούσε τήν Χίο τήν πιό πιστή καί προνομιούχο περιοχή τού οθωμανικού κράτους. Τό πλούσιο καί αχάριστο νησί έπρεπε νά τιμωρηθεί αυστηρά καί γι' αυτό θά έπρεπε νά σβηστεί από προσώπου γής. Στίς 13 Μαρτίου 1822, ο σουλτάνος έδωσε φιρμάνι καί κρεμάστηκαν 60 Χιώτες έμποροι πού διέμεναν στή Βασιλεύουσα, καθώς καί όλοι οι Χιώτες όμηροι πού βρίσκονταν στή φυλακή τού Μποσταντζίμπαση. Παράλληλα, έδωσε εντολή στόν καπιτάν πασά Καρά Αλή νά επιβιβάσει στά πλοία του 7000 οπλοφόρους, νά σπεύσει στή Χίο καί νά τιμωρήσει παραδειγματικά τού αχάριστους Χίους. Παραδειγματική τιμωρία ισοδυναμούσε μέ τήν πλήρη ελευθερία δράσεως τού τουρκικού στρατού. Η μοίρα τών 120000 κατοίκων τής Χίου είχε γραφτεί μέ κόκκινο μελάνι στό σουλτανικό φιρμάνι.
Στίς 30 τού μήνα, δηλαδή τή Μεγάλη Πέμπτη, οι Χιώτες διέκριναν στόν ορίζοντα τά πανιά τού τουρκικού στόλου. Τόν αποτελούσαν 46 μπεηλίδικα (τουρκικά πλοία), από τά οποία 6 ήταν δίκροτα, 9 φρεγάτες, 10 κορβέτες, καί τά υπόλοιπα μπρίκια, γολέτες, μπριγαντίνια καί μπομπάρδες. Μέ τήν εμφάνισή του ο εχθρικός στόλος σκόρπισε τά λίγα ψαριανά πλοία πού περιφρουρούσαν τό λιμάνι. Ο καπιτάν πασάς φέρθηκε στήν αρχή μέ προσοχή καί δέν σήκωσε τή σημαία του, επειδή δέν γνώριζε καλά τήν κατάσταση ούτε τής πόλης ούτε τού φρουρίου. Όταν όμως νύκτωσε καί έμαθε ότι οι Ρωμιοί σκότωσαν τό πλήρωμα μίας κορβέτας πού είχε εξωκείλει στά ρηχά, άρχισε νά κανονιοβολεί καί νά βομβαρδίζει τήν πόλη, ενώ συγχρόνως αποβίβασε στή στεριά τούς γκαλιοντζήδες (πεζοναύτες) του.
Μέ τήν άφιξη τού στόλου, οι κλεισμένοι στό φρούριο βγήκαν μέ τά σπαθιά στά χέρια καί όλοι μαζί πλέον ρίχτηκαν στούς Σαμιώτες πολιορκητές από δύο πλευρές, τούς διασκόρπισαν, έκαψαν τήν πόλη καί τά κοντινά χωριά καί μετά επιδόθηκαν στίς αρπαγές καί στίς αιχμαλωσίες. Τήν άλλη μέρα εμφανίστηκαν δεκάδες καΐκια πού μετέφεραν ζεϊμπέκια καί ταγκαλάκια (μουσουλμάνους άτακτους στρατιώτες) από τήν απέναντι ξηρά καί οι οποίοι έτρεχαν νά προλάβουν τό "πανηγύρι" τής σφαγής τών Χριστιανών κατοίκων τού νησιού.
Υπολογίζεται ότι περίπου 15000 οπλισμένοι μουσουλμάνοι είχαν εισρεύσει στό νησί. Οι περισσότεροι Χιώτες κατέφυγαν στό εσωτερικό τού νησιού γιά νά βρούν καταφύγιο στά ορεινά μέρη καί στά δυσπρόσιτα μοναστήρια. Οι Τούρκοι επιδόθηκαν από τήν πρώτη στιγμή στήν λεηλασία τών όμορφων κατοικιών τών Χριστιανών καί δέν ασχολήθηκαν αμέσως μέ τήν καταδίωξη τους.
Μετά τήν λεηλασία τών σπιτιών καί τήν βεβήλωση τών εκκλησιών, άρχισαν οι σφαγές τών Χριστιανών τού νησιού, υπό τά όμματα τών προξένων τής Γαλλίας, τής Αυστρίας, τής Ολλανδίας καί τής Αγγλίας. Οι στρατιώτες τού Καρά Αλή καί τού Βαχίτ πασά, διψώντας γιά αίμα γκιαούρηδων καί γιά όμορφες παρθένες έτρεξαν νά κυνηγήσουν τούς πανικόβλητους κατοίκους τού νησιού. Σέ όλα τά μέρη τού νησιού γράφτηκαν άπειρες στιγμές φρίκης καί τραγωδίας, καθώς οι γέροι καί οι γριές σφάζονταν επί τόπου ενώ οι νέοι καί οι νέες βιάζονταν καί στή συνέχεια μεταφέρονταν στά καράβια γιά νά πουληθούν σκλάβοι στίς εσχατιές τής Ανατολής. Τά αγόρια τά ανάγκαζαν σέ περιτομή, ενώ όποιος γινόταν μουσουλμάνος γλύτωνε τή ζωή του. Οι δρόμοι αντηχούσαν από τά ξεφωνητά τών γυναικών, τά κλάμματα τών βρεφών καί τά βογκητά τών πληγωμένων. Λίγες μόνο ώρες ήταν αρκετές γιά νά αλλάξει τελείως η εικόνα τής Χίου καί νά μετατραπεί σέ ένα απέραντο σφαγείο γεμάτο ακέφαλα πτώματα σπαρμένα στούς δρόμους καί στά χωράφια.
«Such was the state of the beautiful Scio for seven days. "My God !" (says an eye-witness who escaped) "what a scene was then presented! On what side soever I cast my eyes, nothing but pillage, and conflagration, and murder, appeared. While some were occupied in plundering the country houses of the rich merchants, and others setting fire to the villages, the air was rent with the mingled groans of men, women, and children, who were falling under the yataghans and daggers of the infidels.
The only exception made during the massacre, was in the favour of the women and boys, who were preserved to be sold as slaves. Many of the former were running to and fro, half frantic, with torn garments, and dishevelled hair; pressing their trembling infants to their breasts, and seeking death, as a preservation from the greater calamities that await them."
The carnage then ceased for a time; and those wretches who had been reserved for sale, were driven to the town, where more than ten thousand women and children were collected. The boys were circumcised, in order to fit them to become muslims, and the whole embarked on board the fleet to be conveyed to Constantinople.
The Capitan Pasha, in order to renew the fury of his soldiery, then took the eighty hostages, the oldest and most respectable men of the island, and hung them up at the yard arms of his vessels; and the signal was instantly answered from the shore, by the butchery of seven hundred peasants who had been confined in the citadel.
An attempt was then made to induce those of the Greeks, who in great numbers had fled to the mountains, and the almost inaccessible parts of the island, to come down and give themselves into the hands of their masters, who promised them mercy: and, strange to say, many of them did do so, and were all butchered except those whose beauty made them valuable.»
An historical sketch of the Greek revolution Samuel Gridley Howe
Στή Μονή τού Αγίου Μηνά τής Χίου κατέφυγαν πολλοί από τούς αλλόφρονες κατοίκους τής μαρτυρικής νήσου, οι οποίοι ζητούσαν απεγνωσμένα κάποιο τόπο σωτηρίας. Η άμυνα πού προέβαλαν απέναντι στά στίφη τών βαρβάρων κάμφθηκε όταν οι Τούρκοι έριξαν μέρος τού τείχους πού περιέβαλε τό μοναστήρι καί όρμησαν στό εσωτερικό του, κραδαίνοντας τά γιαταγάνια τους καί αρχίζοντας τή σφαγή τών ανδρών καί τών γερόντων.
Μέσα στήν εκκλησία, όπου είχαν καταφύγει τά γυναικόπαιδα, ετελείτο ο εσπερινός τού Πάσχα από τόν γέροντα ιερέα Ιάκωβο Μαύρο, ο οποίος εκοινωνούσε τούς μελλοθάνατους. Ο ηγούμενος τής Μονής Αρχιμανδρίτης Θεοδόσιος Λουφάκης ανασκολοπίσθηκε ενώ οι υπόλοιποι κληρικοί καρατομήθηκαν μέ τσεκούρι. Τρείς χιλιάδες εσφάγησαν από τούς Τούρκους καί τά πτώματά τους στρώθηκαν σάν ένα μακάβριο χαλί σέ ολόκληρο τό μοναστήρι. Κομμένα χέρια, πόδια, αυτιά, μύτες ακόμα καί μαστοί από τίς γυναίκες ήταν ανάμεσα στά λάφυρα πού αποκόμισαν οι Οθωμανοί. Όλα αυτά θά κρέμονταν αργότερα στά κατάρτια τής ναυαρχίδας τού καπιτάν πασά καί τών άλλων τουρκικών πλοίων. Η είσοδος τού στόλου στήν Ιστανμπούλ πάντοτε συνοδεύονταν μέ τέτοιου είδους έπαθλα, τά οποία προσφέρονταν ως δώρο στόν σουλτάνο γιά νά στολίσει τά παλάτια του.
«Τό πρωΐ τής Μεγάλης Πέμπτης εφάνησαν τά βασιλικά ξύλα, τά οποία διά νά τούς εξαφνίσουν ίσως, ερχόμενα δέν είχον τήν τουρκικήν αιμόβαπτον σημαίαν. Μόλις είχαν προκύψη από τάς Εγνούσας καί τά τουρκικά πλήθη τά παραφυλάττοντα εις τό αντίκρυ τής ανατολής μέρος, άρχισαν απ' ολίγα νά ξεκινώσιν εκείθεν κατά τής Χίου. Αλλά μ' όλον ότι οι Ρωμαίοι φοβηθέντες άδειασαν τήν χώραν καί κατέφυγον εις τά παραθαλάσσια χωρία, οι ολίγοι όσοι έμειναν εις τάς επάλξεις εμπόδισαν γενναίως τήν πρώτην έφοδον τών Τούρκων, καί τούς έκαμαν νά πέσουν θύματα τών πυροβόλων τους.
Υπέρ τά σαράντα σαμικά ήσαν αραγμένα εις τό Κοντάρι, καί τό πρωΐ τής Μεγάλης Πέμπτης όσον τάχιστα έφυγον όλα, μ' όσους επρόφθασαν νά λάβωσι εντοπίους των, μή θελήσαντες νά δεχθώσιν κανέναν Χίον μαζύ των. Ούτω λοιπόν μή έχοντες κανένα εμπόδιον οι Τούρκοι ετόλμησαν ολίγοι καί εξήλθον κατά τό εσπέρας τής Μεγάλης Παρασκευής. Τό πρωΐ τού Μεγάλου Σαββάτου επληθύνθησαν καί η χώρα ήτον ήδη υπό τήν εξουσίαν των. Πρώτον λοιπόν ελεηλάτουν τά οσπίτια τής χώρας καί ότι τοίς ήρεσεν έπαιρναν, είτα τά έκαιον. Λέγουσι μάλιστα ότι η ωραία τού σχολείου βιβλιοθήκη μαζύ μ' όλην τήν οικοδομήν απετεφρώθη, καί ούτω προχωρούντες έφθασαν εις τόν Κάμπον, πάντοτε όμως αργά, μέ τό νά μήν είχον εισέτι ξεθαρρευθή.
Δέν άργησαν οι Τούρκοι νά φθάσωσι καί εις τά χωρία, εις τά οποία όλος ο λαός είχε καταφύγει. Όπου έμβαιναν ότι τοίς υπαγόρευεν η μανία των, έσφαζον, έκαιον, ελεηλάτουν καί ηχμαλώτευον. Όσοι δέ ηδύναντο νά εκφύγωσι τάς χείρας των καί νά μεταβώσιν εις άλλο χωρίον δέν εχαίροντο παρά στιγμάς μόνον. Διότι όλος τών ελθόντων Τούρκων ο σκοπός δέν ήτο παρ' η γενική τού τόπου καταστροφή. Τών Χριστιανών τό καταφύγιον ήσαν τά σπήλαια, μέ τό νά ενόμιζον απεραστικήν τών Τούρκων τήν μανίαν.
Εν γένει γέροντες τόσον άνδρες ως καί γυναίκες, εθανατώνοντο κατ' αρχάς καί νέοι από 15 χρόνων καί άνω, τά δέ βρέφη αποσπώμενα από τάς μητρικάς αγκάλας, άλλα ερρίπτοντο εις τήν θάλασσαν καί άλλα επάνω εις τά όρη. Νέοι από 20 έως 28 χρόνων χείρα μέ χείρα δεδεμένοι εσχημάτιζον ορμαθούς, έχοντες πρίν τού θανάτου εζωγραφισμένον εις τό πρόσωπόν των τόν θάνατον. Καί εις τήν καταδίκην απαγόμενοι, έκαμνον ν' αντηχή ο τόπος από τάς οιμωγάς των.
Ούτως εξηκολούθει τό πράγμα υπέρ τόν ένα μήνα σχεδόν, καί δέν έλλειψεν ημέρα καθ' ήν νά μή γένη νέα ανακάλυψις ανθρώπων κεκρυμμένων, τούς οποίους καθώς η μανία τούς υπαγόρευεν εμεταχειρίζοντο. Άλλους έσφαττον ευθύς, τούς οποίους μετά τήν σφαγήν έκαιον, άλλους εις τόν δρόμον ενώ τούς έφερον εις τήν χώραν καί άλλους έως εις τό κάστρον. Όποιον δρόμον επεριπάτει τις σπανίως έβλεπε δύω λεπτών διάστημα κενόν, χωρίς δηλαδή ν' απαντήση πτώματα έν μετά τό άλλο, τά οποία ημικεκαυμένα παρίστανον τις τήν όρασιν τήν πλέον φρικώδη σκληρότητα.»
Αναμνήσεις Ανδρέου Μάμουκα
Ένα ακόμη μέρος όπου πολέμησαν μέχρις εσχάτων οι Χιώτες ήταν τό χωριό Θυμιανά. Εκεί οι κάτοικοι τού χωριού μέ επικεφαλής τόν Εμμανουήλ Αγγελινίδη εσφάγησαν άπαντες γιά νά ακολουθήσει λίγο αργότερα ο Ανάβατος καί τό Νεοχώρι, όπου εξολοθρεύθησαν όλοι τους οι κάτοικοι. Ο αυτόπτης μάρτυρας Ανδρέας Μάμουκας θά περιέγραφε αργότερα τόν τρόπο μέ τόν οποίο οι μουσουλμάνοι σκότωσαν μπροστά του ένα βρέφος. Τό άρπαξαν από τό στήθος τής νεαρής του μητέρας καί άρχισαν νά τό πετούν στόν αέρα καί νά τό κατακόπτουν μέ τό σπαθί τους μέχρι πού αυτό διαμελίσθηκε τελείως.
Τή Δευτέρα τού Πάσχα οι Τούρκοι επιτέθηκαν κατά τού χωριού Άγιος Γεώργιος Συκούσης, όπου είχαν καταφύγει αρκετοί Σάμιοι μέ τόν Λυκούργο Λογοθέτη. Μετά από σύντομη μάχη, οι Τούρκοι επικράτησαν καί όσοι Χίοι βρέθηκαν στό χωριό, εσφάγησαν. Ο ιερεύς Φραγκάκης, μετά τή σφαγή τής οικογενείας του καί τόν εμπρησμό τής οικίας του, διετάχθη νά αλλαξοπιστήσει καί νά ασπαστεί τό Ισλάμ. Μετά τήν άρνησή του οι μουσουλμάνοι τόν εβασάνισαν καί τόν παλούκωσαν. Επίσης εις τόν Άγιο Γεώργιο εσφαγιάσθη ο κορυφαίος μαθηματικός Ιωάννης Τσελεπής, από τό γένος τών Μαυροκορδάτων.
Στό χωριό Καλλιμασιά οι μουσουλμάνοι συνέλαβαν τόν διάκονο τού χωριού μέσα στό σπίτι του καί εκεί, μπροστά στή γυναίκα του, τού έκοψαν τά αυτιά, τή γλώσσα, τή μύτη καί στό τέλος τό κεφάλι τό οποίο καί έριξαν μπροστά στά πόδια της. Οι καλόγριες τού μοναστηριού τής Χαλάνδρας κατέφυγαν σέ ένα πύργο όπου κρύφτηκαν καί παρακολουθούσαν τούς μουσουλμάνους νά βγάζουν τά μάτια σέ παππάδες καί νά τούς καίνε ζωντανούς. Η Ιερώνυμα, σύζυγος τού Μικέ Φακάρου βιάστηκε επανειλημμένως καί σωριάστηκε λιπόθυμη. Οι Τούρκοι τής έκοψαν τέσσερα δάκτυλα από τό χέρι γιά νά διασκεδάσουν καί μετά τήν έσυραν σέ αιχμαλωσία. Πολύ αργότερα καί αφού πέρασε από πολλούς μουσουλμάνους δουλέμπορους στήν Ασία καί τήν Αφρική κατάφερε νά σωθεί καί νά καταφύγει στή Μασσαλία.
Ο ιερομόναχος Κωνσταντίνος Πίτικας αφού αρνήθηκε νά εξωμόσει κατακρεουργήθηκε. Ο Κωνσταντίνος Θεσσαλονικιός παλουκώθηκε πάνω σέ μανουάλι εκκλησίας, όπου παρέμεινε ζωντανός δύο ολόκληρες ημέρες, ικετεύοντας μάταια τούς περαστικούς γιά λίγο νερό. Τή γυναίκα τού Θωμά Ράλλη τήν βίασαν καί τήν άρπαξαν γιά τό σκλαβοπάζαρο. Εκείνη κλαίγοντας φώναζε τόν άντρα της καί οι Τούρκοι τής πέταξαν τό κεφάλι του, λέγοντάς της: "Νά ο άντρας σου!"
Στίς σφαγές συνέπραξαν καί οι εβραίοι κάτοικοι τού νησιού, ενώ οι καθολικοί έμειναν αμέτοχοι στήν επανάσταση. Αντίσταση γενναία στούς Τούρκους, πρόβαλαν οι κάτοικοι τού Βροντάδου καί τών Καρδαμύλων, στό βόρειο μέρος τής Χίου. Η βυζαντινή Νέα Μονή Χίου, κτισμένη από τόν Κωνσταντίνο τόν Μονομάχο, έγινε ο τάφος 2000 Χριστιανών. Ο περικαλλής εκείνος ναός κάηκε ολοσχερώς και οι θησαυροί του λεηλατήθηκαν.
Χιλιάδες νέοι καί νέες Χριστιανές δεμένοι χέρι χέρι εσύροντο σάν τά πρόβατα μέσα στά πλοία γιά νά μεταφερθούν σάν κοπάδια ζώων στίς πόλεις τής Αφρικής καί τής Ασίας καί νά γίνουν κτήμα τών πλουσίων μουσουλμάνων όχι μόνο τής Τουρκίας αλλά καί τής Αραβίας, τής Αλγερίας, τής Αιγύπτου, τής Τυνησίας καί όπου αλλού επιτρέπονταν τό εμπόριο τής λευκής σαρκός. Οι Χριστιανοί αυτοί κατεγράφησαν από τά τελωνεία τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας ως εξαγωγικό εμπόρευμα. Στό νησί τών 120000 κατοίκων απέμειναν μετά τή σφαγή καί τήν αιχμαλωσία 1800 κάτοικοι, διασκορπισμένοι στά σπήλαια καί στά όρη. Η Χίος, ποτέ δέν θά αποκτούσε ξανά τόσο πληθυσμό.
«Στίς 9 Μαΐου 1822 (ν.η.) βγήκαμε πάλι στήν ξηρά. Μιά φρικτή όψη, τά στάχυα σέ άριστη κατάσταση, η γή καλά καλλιεργημένη, τά άλογα, τά κατσίκια καί τά πρόβατα έβοσκαν, αλλά καμιά ζωντανή ψυχή. Τέσσερις φορές βρήκαμε ένα σωρό από σκοτωμένους άνδρες καί γυναίκες. Πόσο σπαρμένη ήταν η ακτή, οι χαράδρες καί οι κοιλάδες καί πόσο ωραία η θέα! Όμως εδώ ένα πτώμα πού πετάχτηκε πάνω από τούς βράχους δεμένο χειροπόδαρα καί φοβερά ακρωτηριασμένο, εκεί ένα άλλο χωρίς κεφάλι, σχεδόν ακόμη ζεστό, παραπέρα καμιά δωδεκαριά πτώματα πού άρχισαν νά σαπίζουν καί στήν άλλη πλευρά ακόμη μεγαλύτερος αριθμός από ολόγυμνα κορμιά, πού μόλις είχαν χάσει τήν πνοή τους. Μία ακτή σπαρμένη κεφάλια!»
George Jarvis - Visits to Devastated Chios
Η οικτρά αποτυχία τής επαναστάσεως στή Χίο καί η σφαγή τών κατοίκων της, εμπόδισαν τόν Παλαιολόγο Λεμονή νά επιχειρήσει τήν απελευθέρωση τής πατρίδας του, τής Μυτιλήνης. Ο επιφανής φιλικός είχε χαρίσει τήν περιουσία του στό έθνος καί οι Τούρκοι είχαν εκτελέσει τούς γονείς του καί είχαν πουλήσει τή γυναίκα του στά σκλαβοπάζαρα. Πολλά νησιά τού Αιγαίου προσκύνησαν καί οι πρόκριτοι έτρεχαν νά πληρώσουν όλους τίς καθυστερούμενες οφειλές.
Τό αίμα τών Χιωτών ξύπνησε τά πνεύματα τής χριστιανικής Ευρώπης, η οποία συνταράχθηκε από τίς τουρκικές ωμότητες. Ο Ντελακρουά (Eugene Delacroix) έκανε γνωστή σέ ολόκληρο τόν κόσμο τήν γενοκτονία τών χριστιανικών πληθυσμών καί οι φωνές αντίδρασης κατά τών ευρωπαϊκών κυβερνήσεων άρχισαν νά πληθαίνουν. Οι εφημερίδες καί τά έντυπα μετέφεραν στόν κόσμο τίς λεπτομέρειες τών δραματικών γεγονότων καί η δυσαρέσκεια τού κόσμου γινόταν αισθητή στίς αυλές τών Μεγάλων Δυνάμεων.