Σούδα - Ταίναρο (1825)

Σούδα - Ταίναρο (1825)

Ὁ Ἰμπραὴμ ἀφοῦ πῆρε τὸ Ναυρανίνο τράβηξε μὲ τὴν ἀρμάδα του ὅλη καὶ κλείστηκε στὴ Σοὺδα τῆς Κρήτης. Ὁ Μιαούλης μὲ λίγα καράβια τοῦ εἶχε στήσει καρτέρι. Μαζί του εἶχε καὶ τέσσερα μπουρλότα: Τοῦ Γιάννη Στίπα, τοῦ Θοδωράκη Βώκου, τοῦ Γιώργη Πολίτη καὶ τοῦ Ἀναγνώστη Δημαμᾶ.

Μόλις φύσιξε πρίμο ἀεράκι, ἡ αἰγυπτιακὴ ἀρμάδα ἄρχισε νὰ βγαίνει ἀπὸ τὴ Σούδα. Ἦταν σαράντα κομμάτια, τὰ πιὸ πολλὰ μεγάλα. Κορβέτες, ντελίνια, φρεγάτες, μπρίκια, γολέτες. 2 Ἰουνίου 1825 ἀρχίζει ὁ πόλεμος. Οἱ Αἰγύπτιοι μὲ καταπρίμο καιρὸ κι οἱ Ρωμιοὶ μ' ἀντίπλωρο. Γι' αὐτὸ τὰ καράβια τοῦ Ἰμπραὴμ περνοῦσαν δίπλα στὰ ἑλληνικὰ ποὺ ἀπ' τὸν καιρὸ δὲν μποροῦσαν νὰ κινηθοῦν κι ἄδειαζαν καταπάνω τους τὰ κανόνια. Μ' ὅλη τὴν κρίσιμη στιγμὴ οἱ Γραικοὶ δὲ δειλιάζουν. Ὥρα νὰ ξεχυθοῦν τὰ μπουρλότα.

Πρῶτος ὁ Στίπας. Βάζει στὸ μάτι μιὰ κορβέτα μὲ εἰκοσιπέντε κανόνια. Κάνει μανοῦβρες ὡς νὰ μπορέσει νὰ τὴν πλευρίσει. Ἀνάστατη ἡ ἀρμάδα.

- Γκιαουρλάρ! Γκιαουρλάρ! ἀκούγεται παντοῦ.

Τὸν ἀρχίζουν οἱ ἀραπάδες μὲ «ψιλὴ φωτιὰ» καὶ μὲ μυδράλια. Ἔχει ζυγώσει ἀρκετὰ τὴν κορβέτα ὁ Στίπας καὶ εἶναι ἕτοιμος νὰ τὴν τρακάρει μὲ τὸ μπουρλότο του. Κείνη τὴ στιγμὴ μιὰ φλογοβόλα μπάλα κανονιοῦ πέφτει πάνω στὸ μπουρλότο. Γιατὶ ὁ Ἰμπραήμ εἶχε στὰ καράβια του «φλογοβόλες σφαῖρες» ποὺ τὶς ρίχνανε Γάλλοι ἀξιωματικοὶ ποὺ ὑπηρετοῦσαν στὰ καράβια τοῦ πασᾶ. Τὸ μπουρλότο τοῦ Στίπα ἁρπάζει φωτιά. Πάει χαμένο. Μόλις προκάνει ὁ μπουρλοτιέρης καὶ οἱ συντρόφοι του νὰ πηδήσουν στὴ σκαμπαβία καὶ νὰ γλυτώσουν στὰ καράβια τοῦ στόλου.

Τὴν ἀτυχία τοῦ Στίπα θὰ ἐκδικηθεῖ ὁ Θοδωράκης Βῶκος. Δὲ χάνει καιρὸ καὶ μὲ τὸ μπουρλότο του ρίχνεται στὴν ἴδια κορβέτα. Τὸν βλέπουν οἱ ἀραπάδες καὶ γιὰ νὰ τοῦ ἀνακόψουν τὸ δρόμο στέλνουν καταπάνω του βάρκες μ' ἀρματωμένους. Οἱ σύντροφοι ὅμως τοῦ Βώκου ἀνοίγουν ντουφεκίδι μὲ τοὺς ἀραπάδες καὶ δὲν τοὺς ἀφήνουν νὰ ζυγώσουν. Στὸ μεταξὺ ὁ καπετὰν Θοδωράκης τρακάρισε τὸ μπουρλότο του στὴν κορβέτα. Τὸ γατζώνει καλὰ καὶ στὰ σβέλτα τοῦ βάζει φωτιά. Φουντώνει καὶ καίγεται ἡ κορβέτα. Οἱ ἀραπάδες πέφτουν στὸ νερὸ νὰ γλυτώσουν. Οἱ πιὸ πολλοὶ πνίγονται γιατὶ δὲν ξέρουν νὰ κολυμπήσουν.

Σ' ἀναστάτωση πάλι ἡ ἀρμάδα. Μερικὰ ἀπ' τὰ καράβια της ἐτοιμάζονται ν' ἀποτραβηχτοῦν γιὰ μέσα τὸ λιμάνι.

Ὁ ἀναγνώστης Δημαμᾶς κάρφωσε μὲ τὰ μάτια του μιὰ ἄλλη τρανὴ κορβέτα. Τὴ λένε «Τζεϋλὰν Μπεϋφίν». Ἔχει πάνω της εἰκοσιπέντε βαριὰ κανόνια. Ἡ μπάλα τοῦ κάθε κανονιοῦ ζύγιζε ἑφτὰ ὀκάδες! Ἡ κορβέτα αὐτὴ ἦταν τὸ καμάρι τοῦ Ἰμπραὴμ πασᾶ. Καπετάνια εἶχε τὸ Ντζερτζὶν Χουσεΐν, ἀπ' τοὺς πιὸ ἄξιους καπεταναίους τῆς ἀρμάδας.

Σ' αὐτὴ χυμάει παράφορα ὁ Ὑδραῖος ὁ Δημαμᾶς. Τὴν τρακάρει, ψύχραιμα πετάει τοὺς γάτζους στὰ πλευρά της, δένει μὲ σιγουριὰ τὸ μπουρλότο του καὶ τοῦ δίνει φωτιά. Ἀνώφελα οἱ Γαλλο - ἀραπάδες καταγίνονται νὰ σβήσουν τὸ μπουρλότο καὶ νὰ γλυτώσουν τὸ καράβι τους. Οἱ φλόγες γλύφουν κιόλας τὰ πλευρὰ τῆς «Τζεϋλὰν Μπεϋφὶν» καὶ ὅλο καὶ δυναμώνουν. Ἁρπάζει γρήγορα φωτιὰ ἡ μπαρουταποθήκη. Ἡ κορβέτα σκορπάει στὸν ἀέρα. Τὸ τσοῦρμο της χάνεται. Μαζὶ κι ὁ καπετάνιος της Ντζερτζὶν Χουσεΐν.

Ὕστερα ἀπ' αὐτὸ ἡ ἀρμάδα τοῦ Ἰμπραὴμ τώρα, τὸ βάζει στὴ φευγάλα. Τὰ καράβια της τρέχουν τὸ ἕνα πίσω ἀπ' τὸ ἄλλο νὰ χωθοῦν, νὰ κρυφτοῦν, νὰ ποδίσουν γιὰ νὰ γλυτώσουν στὸ λιμάνι τῆς Σούδας. Μ' ὅλο ποὺ τὰ στεριανὰ κανονοστάσια τοῦ κάστρου τὰ χτυπᾶνε, τὰ ἑλληνικὰ καράβια ξακολουθᾶνε νὰ κυνηγᾶνε τὰ ἀράπικα ὡς τὴν εἴσοδο τοῦ λιμανιοῦ.

Ἀπὸ κοντὰ κι ὁ Γιῶργος Πολίτης μὲ τὸ μπουρλότο του, μ' ὅλο ποὺ ὁ ἀέρας εἶναι λιγοστός. Διαλέγει μιὰ κορβέτα ποὺ ἀπόμεινε ἀπ' τὰ τελευταῖα καράβια τῆς ἀρμάδας, καὶ βρίσκεται στὴν εἴσοδο τοῦ λιμανιοῦ. Τὴν προκάνει ὁ Πολίτης καὶ κοντεύει νὰ τὴν τρακάρει. Ξαφνικὰ σταματάει ὁ ἀέρας. Τὸ μπουρλότο μένει ξυλάρμενο καὶ στέκει λὲς καὶ κάποιο γιγάντιο ἄφαντο χέρι τὸ κρατάει στὸν τόπο. Τώρα ἀρχίζουν νὰ τὸ χτυπᾶνε τὰ στεριανὰ κανόνια ἀπ' τό κάστρο τῆς Σούδας μὲ μυδράλια καὶ γκιουλέδες.

Οἱ ἀραπάδες κατεβάζουν ἀπ' τὴν κορβέτα στὴ θάλασσα βάρκες μ' ἀρματωμένους γιὰ νὰ πιάσουν τὸ μπουρλότο. Ὄρθιος ὁ Πολίτης πολεμάει μὲ τὸ τρομπόνι στὸ χέρι καὶ τὸ μαχαίρι στὸ στόμα. Ὅταν ζύγωσαν οἱ ἀραπάδες, φωνάζει στοὺς συντρόφους του νὰ πηδήσουν στὴ βάρκα. Αὐτὸς τους προστατεύει ντουφεκώντας ἀδιάκοπα τοὺς ἀραπάδες. Νὰ ὅμως ποὺ οἱ μαῦροι τοῦ Ἰμπραὴμ καραφέρνουν νὰ πηδήσουν στὴν πρύμνη τοῦ μπουρλότου. Ἀπόμεινε ὁλομόναχος ὁ Ὑδραῖος μπουρλοτιέρης. Ἄν δὲν τὸν σκοτώσουν, θὰ τὸν πιάσουν ζωντανό. Βάζει φωτιὰ στὸ μπουρλότο κι ὁ Πολίτης πηδάει στὴ βάρκα ποὺ τὸν καρτερᾶνε οἱ συντρόφοι του. Τὸ μπουρλότο καίγεται καὶ μαζί μ' αὐτὸ κι ὅσοι ἀραπάδες βρέθηκαν πάνω. Βρῆκε τὸν καιρὸ ἡ κορβέτα, πρόκανε καὶ τρύπωσε στὸ λιμάνι.

Κείνη τὴ μέρα ἡ ἀρμάδα τοῦ Ἰμπραήμ, ἔπαθε ἀκόμα ἕνα ρεζίλεμα.

***

(Συνεχίζεται...)


ΤΑΚΗ ΛΑΠΠΑ
ΟΙ ΜΠΟΥΡΛΟΤΙΕΡΗΔΕΣ ΤΟΥ ΕΙΚΟΣΙΕΝΑ
ΤΑ «ΚΑΛΑ ΒΙΒΛΙΑ»
ΠΑΙΔΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ

Ἀντιγραφή: Ἑλλήνων Φῶς

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *