18 Μαΐου 1821: Η μάχη Βερβένων και Δολιανών

Η μάχη των Βερβένων όπως απεικονίστηκε σε ζωγραφικό πίνακα του Παναγιώτη Ζωγράφου που εικονογράφησε τα απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη.

Η μάχη των Βερβένων όπως απεικονίστηκε σε ζωγραφικό πίνακα του Παναγιώτη Ζωγράφου που εικονογράφησε τα απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη.

Tου Καθηγητή Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, κ. Παναγιώτη Β. Φάκλαρη

Στις 18 Μαΐου γιορτάζεται η 190η (Σημείωση 194η) επέτειος της μάχης Βερβένων και Δολιανών, της διπλής μάχης που κατάφερε στους Τούρκους μια από τις πρώτες και συντριπτικότερες ήττες τους, ανοίγοντας τον δρόμο για την Άλωση της Τριπολιτσάς, εδραιώνοντας την μόλις δίμηνη Επανάσταση των Ελλήνων και ανυψώνοντας το αρχικά χαμηλό ηθικό τους.

Με την έναρξη του Αγώνα, προσδιορίστηκε ως κύριος στόχος του η κατάληψη της Τρίπολης, έδρας του διοικητή της Πελοποννήσου και γεωγραφικού και στρατηγικού κέντρου της, που ήταν απαραίτητο για το μέλλον της Επανάστασης να περάσει σύντομα σε ελληνικά χέρια. Με σκοπό τον αποκλεισμό και την κατάληψη της πρωτεύουσας του Μοριά οργανώθηκαν στρατόπεδα σε τέσσερα στρατηγικά σημεία στα βουνά της περιφέρειας του λεκανοπεδίου της (Βαλτέτσι, Χρυσοβίτσι, Πιάνα, Βέρβενα), των οποίων οι θέσεις επιλέχθηκαν από τον Κολοκοτρώνη.

Το πρώτο στρατόπεδο οργανώθηκε ήδη από τις 25 Μαρτίου στο μεσαιωνικό κεφαλοχώρι των Βερβένων, το οποίο, από το υψόμετρο των 1160 μέτρων του, έχει στα πόδια του όλη την πεδιάδα της Τριπολιτσάς, χωρίς να είναι το ίδιο ορατό από αυτήν, και διαθέτει εξαιρετική οπτική επαφή με τα άλλα τρία στρατόπεδα. Πρόκειται για το πρώτο οργανωμένο στρατόπεδο του Αγώνα, το οποίο έμελλε να είναι και νικηφόρο. Στα Βέρβενα, εκτός από τους ντόπιους αγωνιστές υπό τον Κ. Καράμπελα, απόγονο του πολυτραγουδισμένου κλέφτη Θανάση Καράμπελα, συγκεντρώθηκαν οι αγωνιστές από την Κυνουρία υπό τον Αγιοπετρίτη Αναγνώστη Κονδάκη, από την Τεγέα υπό τον Λάμπρο Ριζιώτη, από τη Μάνη και την υπόλοιπη Λακωνία υπό τους Μαυρομιχαλαίους και τον Παν. Γιατράκο. Επικεφαλής του στρατοπέδου, που αριθμούσε περισσότερους από δυόμισι χιλιάδες αγωνιστές, τέθηκαν τρεις επιφανείς επίσκοποι της περιοχής, μυημένοι στη Φιλική Εταιρεία και ενεργοί αγωνιστές, ο Βρεσθένης Θεοδώρητος, ο Έλους Άνθιμος και ο Μελιτίνης Ιωακείμ.

Ο Πασάς της Πελοποννήσου Χουρσίτ, βρισκόταν τότε στα Γιάννενα, πολιορκώντας τον Αλή Πασά. Για να ενισχύσει τη φρουρά της Τριπολιτσάς, στην οποία είχε καταφύγει και πλήθος Τούρκων από την υπόλοιπη Πελοπόννησο, πιεζόμενο από τις πρώτες κινήσεις των Επαναστατών, έστειλε εκεί τον Μουσταφά Μπέη με δύναμη τρεισήμισι χιλιάδων ανδρών. Στις 6 Μαΐου ο Μουσταφά Μπέης δέχεται θριαμβευτική υποδοχή στην Τριπολιτσά. Πρώτο μέλημά του είναι να διαλύσει τα ελληνικά στρατόπεδα.

Αρχίζει από το Βαλτέτσι στις 12 Μαΐου, με τη συμμετοχή 800 πολεμιστών που έσπευσαν εκεί από το στρατόπεδο Βερβένων. Η μάχη εκεί κράτησε είκοσι τρεις ώρες. Ο Κολοκοτρώνης θριάμβευσε. Οι Τούρκοι κατατροπώθηκαν και επέστρεψαν με μεγάλες απώλειες στην Τριπολιτσά. Ανασυγκροτήθηκαν σύντομα και έθεσαν σε εφαρμογή την επιχείρηση διάλυσης του στρατοπέδου των Βερβένων, που θα τους άνοιγε το δρόμο για τον Μυστρά και από κει για τη Μεσσηνία.

Έτσι, στις 18 Μαΐου με δύναμη οκτώ έως δέκα χιλιάδων πολεμιστών και με δύο κανόνια, οι Τούρκοι βγαίνουν νύχτα από την Τρίπολη εναντίον του στρατοπέδου των Βερβένων. Στις Ρίζες, το τελευταίο χωριό του τεγεατικού κάμπου, πριν ανηφορίσουν, χωρίστηκαν σε τρία τμήματα. Το πρώτο κατευθύνθηκε προς τα Βέρβενα από την βραχώδη, κοφτή πλαγιά της Μαρμαριάς. Το δεύτερο, στο οποίο βρισκόταν η διοίκηση, με τον Μουσταφά Μπέη και τα κανόνια, κατευθύνθηκε προς τα Δολιανά, ώστε να ξεκαθαρίσει το χωριό από τη μικρή δύναμη αγωνιστών που βρισκόταν εκεί, ως προφυλακή του στρατοπέδου των Βερβένων, και στη συνέχεια να ενωθεί με το πρώτο τμήμα στα Βέρβενα. Το τρίτο κατευθύνθηκε προς το Δραγούνι (ανατολικά των Βερβένων και των Δολιανών) με σκοπό να διαλύσει τη φρουρά εκατό περίπου ανδρών που βρισκόταν εκεί και να συνεχίσει και αυτό προς τα Βέρβενα.

Αυτό το τελευταίο τμήμα, έκαμψε την αντίσταση των Ελλήνων στο Δραγούνι, σκοτώνοντας τον οπλαρχηγό Δ. Διγενή από τον Άγιο Ιωάννη και προχώρησε προς τα Βέρβενα. Για το δεύτερο τμήμα τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν τόσο ομαλά. Συνέβη εκείνη την ημέρα να βρίσκεται σε μικρή απόσταση από τα Δολιανά ο Νικηταράς. Είχε διανυκτερεύσει την προηγούμενη στο χωριό με εκατόν πενήντα άνδρες και το πρωί είχε αναχωρήσει κατευθυνόμενος προς το Άργος για την οργάνωση της πολιορκίας του Ναυπλίου. Βλέποντας από τα Δολιανά την τούρκικη δύναμη να πλησιάζει, οι κάτοικοι τρομαγμένοι τον κάλεσαν να γυρίσει πίσω. Αυτός έσπευσε και οχυρώθηκε με τους άνδρες του και με άλλους εκατόν πενήντα Δολιανίτες σε δεκατρία από τα σπίτια του χωριού. Οι πεντακόσιοι άνδρες που, μη γνωρίζοντας ακόμη τον κίνδυνο για το στρατόπεδο, ξεκίνησαν από τα Βέρβενα για να τους βοηθήσουν, όταν, προχωρώντας, βρέθηκαν μπροστά στο τμήμα του τούρκικου στρατού που ανέβαινε στα Βέρβενα, επέστρεψαν και οχυρώθηκαν στην άκρη του χωριού. Από το πρωί μέχρι τη δύση του ηλίου οι Τούρκοι πολιορκούσαν τους άνδρες του Νικηταρά οι οποίοι αμύνονταν, αλλά αποτέλεσμα δεν υπήρχε.

Οι Τούρκοι επιτίθενται ορμητικά να καταλάβουν τα Βέρβενα, αλλά οι υπερασπιστές του στρατοπέδου, οχυρωμένοι μέσα στα πετρόχτιστα σπίτια, τους πύργους του χωριού, αλλά και τα ταμπούρια που είχαν κατασκευάσει στην περιφέρειά του, προβάλλουν σθεναρή αντίσταση και αναγκάζουν τους εχθρούς να αποσυρθούν στα βορειοανατολικά στο ύψωμα του Λούβρου, όπου και τοποθετούν μπαϊραχτάρη.

Βλέποντας το τούρκικο μπαϊράκι πάνω από το χωριό, οι Έλληνες μουδιάζουν, αλλά ένας ηρωικός Μανιάτης, καταφέρνει να εξοντώσει τον μπαϊραχτάρη, καθώς και έναν δεύτερο που αμέσως έβαλαν οι Τούρκοι στη θέση του. Η αποτυχία των Τούρκων να στήσουν τη σημαία τους στο βράχο προκάλεσε τρόμο στο στρατό τους και έδωσε νέα ορμή στο ελληνικό στρατόπεδο.

Οι αγωνιστές, αλλά και οι άμαχοι του χωριού εφορμούν εναντίον του εχθρού, τρέποντάς τον με πολλές απώλειες σε φυγή προς την κατεύθυνση των Δολιανών, όπου βρισκόταν η διοίκησή του. Οι Έλληνες τους καταδιώκουν και ανταλλάσσονται πυρά μέχρι τη δύση του ηλίου. Ο εχθρικός στρατός ανθίσταται για τελευταία φορά έξω από τα Δολιανά, αλλά δέχεται νέα επίθεση και τρέπεται σε άτακτη φυγή προς την Τρίπολη. Ο Μουσταφά Μπέης, που πολιορκεί τον Νικηταρά μέσα στα Δολιανά, βλέποντας τα διαδραματιζόμενα έξω από το χωριό, δίνει εντολή υποχώρησης. Οι Τούρκοι εγκαταλείπουν τις θέσεις τους και φεύγουν για να σωθούν προς την κατεύθυνση της Τρίπολης. Τότε ο Νικηταράς και οι άνδρες του βγαίνουν από τα σπίτια και καταδιώκουν με μένος τους Τούρκους, προκαλώντας τους σημαντικές απώλειες. Ο Κολοκοτρώνης αναφέρει στα απομνημονεύματά του: «Το ορδί των Βερβένων τους επήρε από κοντά. Αφού εζύγωσαν κοντά εις τα Δολιανά ετσάκισαν και οι Τούρκοι οπού πολιορκούσαν τον Νικήτα, και έτσι εβγήκε ο Νικήτας με τους ανθρώπους του, και τους εκατέβασαν έως τον κάμπον κυνηγώντας».

Στην καταδίωξη αυτή ο Νικηταράς έδειξε για πρώτη φορά την μεγάλη πολεμική του ικανότητα, σκοτώνοντας τόσους εχθρούς, ώστε πήρε έκτοτε το προσωνύμιο Τουρκοφάγος. Οι Τούρκοι φεύγουν πανικόβλητοι και η ομάδα του γενναίου (παρά το όνομά του) Βερβενιώτη μικροκαπετάνιου Αναστάση Κατουριάρη, τους κυριεύει τα κανόνια. Η ραγδαία βροχή που ξέσπασε και το σκοτάδι της νύχτας δεν έδωσαν στους Έλληνες τη δυνατότητα να προκαλέσουν ακόμη μεγαλύτερες απώλειες στον εχθρό. Ο Φωτάκος γράφει: «Μετά δέ την μάχην ενύκτωσε και η βροχή ήτο πολλή, και έπειτα εγένετο σκότος ψηλαφητόν. Ήτο η κατάρα του προφήτου Δαβίδ λέγοντος ‘η οδός αυτών σκότος και ολίσθημα’, ο δέ Ελληνικός Άγγελος, ο φόβος, τους κατεδίωκεν….Αν είχαν οι Έλληνες μίαν ώραν ακόμη ημέραν ήθελαν τους κατασφάξει όλους»!

Ο Φωτάκος συνοψίζει τη σημασία της μάχης: «…έλαβαν οι Έλληνες τόλμην μεγάλην να μην φοβούνται πλέον τους Τούρκους και άρχισαν να ερωτούν πού είναι οι Τούρκοι, όχι σαν πρώτα ότε έλεγαν, έρχονται οι Τούρκοι και έφευγαν». Και ο Κολοκοτρώνης τονίζει: «…και έτσι εμούδιασαν οι Τούρκοι και δεν εβγήκαν άλλη φορά διά εκστρατείαν». Η ανάμνηση της μάχης είναι έντονη στα δύο χωριά, που ζουν στους ιστορικούς χώρους, ανάμεσα στα ταμπούρια, τους πύργους και τα ιστορικά σπίτια, όπου κατοίκησαν και οχυρώθηκαν οι αγωνιστές. Στην πλαγιά των Βερβένων, όπου έγινε η μάχη, βρίσκει κανείς ακόμη βόλια και κατά χρονικά διαστήματα οι κάτοικοι των δύο χωριών πάνδημα συμμετέχουν σε αναπαραστάσεις των ιστορικών γεγονότων, ζωντανεύοντάς τα πανηγυρικά.


Πηγή: astrosnews.gr

Διαβάστε επίσης: Η μάχη στα Βέρβενα και στα Δολιανά (18 Μαϊου 1821)

Nikitaras

Ο Νικηταράς φεύγοντας από τό Βαλτέτσι πέρασε από τά Δολιανά γιά νά ανεφοδιασθεί μέ τρόφιμα. Οι Δολιανίτες τού επεφύλαξαν ψυχρή υποδοχή καί μάλιστα αρνήθηκαν νά δώσουν στόν αδελφό του Νικόλα ένα φόρτωμα κρασί πού τούς ζήτησε. O Νικήτας πήρε τόν δρόμο γιά τό Άργος, αλλά ύστερα από λίγο είδε μερικούς Δολιανίτες νά τρέχουν καί νά τόν καλούν νά γυρίσει πίσω διότι φάνηκαν Τούρκοι μέ κατεύθυνση τό χωριό τους. Ο Νικόλας εκνευρισμένος από τή στάση τών ομοθρήσκων του πρότεινε στόν αδελφό του νά μήν τούς βοηθήσουν.

"- Πάμε εις τόν δρόμον μας καί ας μήν αφήσουν απ' αυτούς οι Τούρκοι ούτε ρουθούνι."

Ο Νικήτας Σταματελόπουλος πού δέν κράταγε κακία σέ κανέναν, απάντησε.

"- Αδελφέ μου, εγώ γιά Περσιάνους πάω εις τό Ανάπλι γυρεύοντας καί τώρα πού τούς ηύρα εδώ νά τούς αφήσω; Δέν τό κάμω."

Ο αγνός Ρωμιός αποκάλεσε τούς βαρβάρους μέ τό όνομα "Περσιάνους", όπως ακριβώς τούς αποκαλούσαν καί οι βυζαντινοί προγόνοι του. Χωρίς νά χάσει καιρό ο Νικήτας γύρισε καί ταμπουρώθηκε στά σπίτια τού χωριού μέ τούς στρατιώτες του καί μερικούς ντόπιους από τόν Άγιο Πέτρο. Κεφαλές στό μικρό στρατό τών τριακοσίων ανδρών ήταν ο Μητρομάρας Αθανασίου, Μάχη στά Βέρβαινα 1821 ο Ηλίας Κωνσταντόπουλος ή Λιάπης, ο Θεόδωρος Αντωνάκης, o Θεόδωρος Πολίτης, o Αναγνώστης Προεστάκης καί άλλοι. Οι κλεισμένοι έπιασαν δεκατρία σπίτια καί ο Νικήτας έπιασε τό σπίτι τού Χριστοφίλη. Όμως τόν σημαιοφόρο του Θανάση Μανιάτη μέ τή σημαία του τόν έστειλε στό σπίτι τού Καραμήτρου, γιά νά ξεγελάσει τόν Κεχαγιάμπεη.

Πράγματι ο Τούρκος στρατηγός έστησε τά κανόνια του απέναντι από τό σπίτι πού κυμάτιζε η σημαία του Σταυρού. Όλες οι μπάλλες όμως πήγαν χαμένες, αφού τό σπίτι ήταν πετρόχτιστο καί δέν πάθαινε καμμία ζημιά. Μάλιστα ένας Κλέφτης Μπαρμπιτσιώτης σημάδεψε τόν τοπτσίμπαση (αρχιπυροβολητή) καί τόν άφησε στόν τόπο. Τότε ο Κεχαγιάς πρόσταξε νά σταματήσει τό κανονίδι καί νά ξεκινήσει τό λιανοντούφεκο.

vervena Στό μεταξύ οι άλλες δύο εχθρικές κολώνες (στρατιές) περικύκλωσαν τά Βέρβαινα, όπου πάτησαν τήν ψηλότερη κορυφή τού χωριού. Ο Γιατράκος μέ 500 άντρες έκανε μία έφοδο γιά νά τούς απωθήσει αλλά δέν έφερε κανένα αποτέλεσμα. Οι Τούρκοι έστησαν τά μπαϊράκια τους πάνω στόν λόφο γιά νά τά βλέπουν οι ομόθρησκοί τους καί συνέχισαν νά σφυροκοπούν τά σπίτια πού ήταν κλεισμένοι οι Έλληνες. Τότε παρουσιάστηκαν δύο Μανιάτες στόν δεσπότη τών Βερβένων καί τού ζήτησαν τήν ευχή του γιά νά πάνε νά γκρεμίσουν τά τούρκικα μπαϊράκια. Πράγματι ύστερα από λίγο οι τούρκικες σημαίες έπαψαν νά κυματίζουν καί οι μπαϊρακτάρηδες κείτονταν σφαγμένοι στό χώμα.

Μόλις είδαν οι Έλληνες πού πολεμούσαν στά Βέρβαινα τό περιστατικό άρχισαν νά φωνάζουν "γιουρούσι! γιουρούσι!" καί μέ γυμνά σπαθιά έπεσαν κατά τών αντιπάλων τους. Τσάκισαν οι Τούρκοι ενώ οι ντελήδες πάνω στόν πανικό τους έπεφταν μέ τά άλογά τους κάτω από τά βράχια. Μόλις είδαν οι άντρες τού Νικηταρά τήν φυγή τών Τούρκων, ακολούθησαν τόν αρχηγό τους, ο οποίος ήδη μέ τό γιαταγάνι στό χέρι είχε πάρει στό κυνήγι τούς εχθρούς καί τούς κατεδίωκε έξω από τά Δολιανά.

«Οι πολεμιστές του βλέπουν τό Νικηταρά μέ τήν πάλα νά πέφτη μέσα στούς Τούρκους καί ν' ανεβοκατεβάζη πάνω τους τό σπαθί του. Φόβος καί τρόμος πιάνει τούς εχθρούς. Δέ ρίχνουν ντουφεκιά, μόνο πασχίζουν φεύγοντας νά γλυτώσουν απ' τά ελληνικά σπαθιά. Κι οι Έλληνες, μέ πρώτο πάντα τό Νικηταρά όλο τούς κυνηγάνε.

Άρχισε κιόλας νά νυχτώνη. Δέ φτάνει τό σκοτάδι μά πιάνει καί βροχή. Άλλο πού δέ θέλανε οι Έλληνες. Τ' ασκέρια τού Κεχαγιάμπεη χάνουν τό δρόμο. Απ΄τό σκοτάδι καί τήν τρομάρα τους δέν ξέρουν κατά πού νά πάνε. Οι Έλληνες τούς προκάνουν καί τούς ξεκάνουν. Όλη τή νύχτα βαστάει αυτό τό ανθρωποκυνήγι. Τά ξημερώματα μετράνε διακόσια κουφάρια πού είχε αφήσει απ' τούς δικούς του φεύγοντας ο Κεχαγιάμπεης. Χώρια όσους πρόκαναν καί πήραν. Από λαβωμένους τρείς φορές περισσότεροι!

Τά παλληκάρια χωράτευαν ο ένας τόν άλλον καί λέγαν:

"- Πού είναι οι Τούρκοι ορέ; Πού είναι οι Τούρκοι;"

Τά ρούχα τού Νικήτα ήταν καταματωμένα απ' τούς μουσουλμάνους. Τό χέρι του ήταν αγκυλωμένο στό σπαθί. Κάποιος γεροκλέφτης τού φώναξε.

"- Νά μάς ζήσει ο Νικηταράς ο Τουρκοφάγος!"

Τού Λεωνίδα τό σπαθί

Νικηταράς θά τό φορή,

Τούρκος νά τό δή λαβώνει

θ' αποθάνη δέ γλυτώνει!»

Τάκη Λάππα - Νικηταράς ο Τουρκοφάγος


Πηγή: agiasofia.com

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *