Σούδα - Ταίναρο (1825) - Μέρος 2ο

(συνέχεια ἀπὸ ἐδῶ)

Σὲ δεκαπέντε μέρες ὁ Μιαούλης βρέθηκε ἀνοιχτὰ ἀνάμεσα στὸν κάβο Ματαπᾶ (Ταίναρο) καὶ κάβο Μαλιᾶ (Μαλέα). Μόλις φύσηξε πρίμος ἀέρας, ὁ ναύαρχος ξεκίνησε τὸ στόλο νὰ χτυπήσει τὴν ἀρμάδα ποὺ βρισκόταν κατὰ τὰ δυτικὰ τῆς Κρήτης. Εἶχε μεγάλη θαλασσοταραχή. Τὰ κύματα ἴσα μὲ κειπάνω. Ὁ στόλος μαζί εἶχε δυὸ μπουρλότα. Τοῦ Μπουντούρη καὶ τοῦ Ματρόζου.

Μόλις ζύγωσαν τὴν ἀρμάδα, ὁ Ὑδραῖος Μιχάλης Μπουντούρης, σημαδεύει μιὰ ἐχθρικὴ κορβέτα καὶ βάζει ρότα καταπάνω της. Τὴ ζυγώνει καὶ χώνει τὸ μπομπρέσσο της κοντὰ στὴν πρύμνη. Οἱ συντρόφοι του δένουν καὶ σιγουρεύουν τὸ μπουρλότο κολλητὰ στὴν κορβέτα.

Ὁ Μπουντούρης ὄρθιος μὲ τὴν κουτάλα γεμάτη ἀναμένα κάρβουνα, ἐτοιμάζεται νὰ τὴν ἀδειάσει στὶς μίνες τῆς μπαρούτης γιὰ ν' ἁρπάξει φωτιὰ τὸ μπουρλότο. Οἱ συντρόφοι του πηδᾶνε στὴ βάρκα καὶ τὸν περιμένουν γιὰ νὰ φύγουν. Στὶς βάρκες (σκαμπαβίες) τῶν μπουρλότων εἶχαν πάντα μέσα βαρελάκι γεμᾶτο μπαρούτη, ὅπως ἀνάφερα πιὸ πάνω ἀλλοῦ. Ἦταν γιὰ τὴν κακιὰ ὥρα. Ἂν τοὺς ριχνόταν ὁ ἐχθρὸς καὶ δὲν μπορούσανε νὰ ξεφύγουν, θὰ βάζανε φωτιὰ στὴ μπαρούτη. Πιὸ καλὰ εἶχαν νὰ τιναχτοῦν καὶ νὰ καοῦν, παρὰ νὰ τοὺς πιάσουν ζωντανούς. Ὅπως λοιπὸν ἦταν ὄρθιος ὁ μπουρλοτιέρης Μπουντούρης κι ἔτοιμος νὰ βάλει φωτιά, ἀναπάντεχο κῦμα χτυπάει τὸ μπουρλότο καὶ τὸ σπρώχνει δυνατὰ στὴ κορβέτα. Ἀπ' τὸ ταρακούνημα ὁ καπετὰν Μιχάλης χάνει τὴ σταθερότητά του, παραπατάει, τρικλίζει καὶ μερικὰ ἀπ' τ' ἀναμένα κάρβουνα πέφτουν στὴ βάρκα, πάνω στὸ μπαρουτοβάρελο. Πιάνει φωτιὰ ἡ μπαρούτη. Τινάζεται ἡ βάρκα κι ἀπ' τὶς φλόγες ἁρπάζει καὶ τὸ μπουρλότο. Μισοκαμένοι ὁ Μπουντούρης καὶ οἱ συντρόφοι του φτάνουν κολυμπώντας στὶς ἑλληνικὲς βάρκες ποὺ τρέξανε νὰ τοὺς γλυτώσουν.

Τὴν κακοτυχία αὐτὴ συμπλήρωσε κι ἄλλη. Τούτη πιὸ τρανή.

Ὁ Γιάννης Ματρόζος μ' ὅλη τὴ φουσκοθαλασσιὰ ξαπολύεται κι αὐτὸς μὲ τὸ μπουρλότο του σὲ κάποιο ἐχθρικὸ μπρίκι. Μπόρεσε καὶ τὸ κόλλησε στὰ πλευρά του. Τὸ σιγούρεψαν καλὰ οἱ συντρόφοι του καὶ πήδησαν στὴ βάρκα νὰ τὸν προσμένουν. Ὁ Ματρόζος μὲ τὸ μπουτοφάγο (δαυλὸ) ἀναμένο ἑτοιμάζεται νὰ βάλει φωτιὰ στὸ μπουρλότο. Ἔσκυψε ὅμως νὰ δεῖ ἄν ἦταν καλὰ πλευρισμένο. Κείνη τὴ στιγμὴ τὸν τουφεκᾶνε ἀπ' τὸ μπρίκι καὶ τὸ βόλι τὸν πετυχαίνει στὸ μεσόφρυδο. Τοῦ φεύγει ἀπ' τὸ χέρι τὸ ἀναμένο δαυλί, πέφτει στὶς μίνες καὶ τὸ μπουρλότο πιάνει φωτιά. Χαμένο ὕστερα καίγεται παράμερα. Κι ὁ Ὑδραῖος μπουρλοτιέρης ἀπ' τὴν ἄλλη μεριὰ σωριάζεται νεκρὸς στὴ βάρκα, στὴν ἀγκαλιὰ τῶν συντρόφων του. Λάμνοντας στὰ γρήγορα, φέρνουν τὸ σκοτωμένο Γιάννη Ματρόζο στὸ «Μιλτιάδη» τοῦ Σαχίνη.

Κείνη τὴ στιγμὴ τὸν τουφεκᾶνε ἀπ' τὸ μπρίκι καὶ τὸ βόλι τὸν πετυχαίνει στὸ μεσόφρυδο.

Κείνη τὴ στιγμὴ τὸν τουφεκᾶνε ἀπ' τὸ μπρίκι καὶ τὸ βόλι τὸν πετυχαίνει στὸ μεσόφρυδο.

Τὸ θάνατό του κλάψανε ὅλοι στὸ στόλο.

- Χάσαμε ἕναν ἀπ' τους πιὸ ἄφοβους μπουρλοτιέρηδες τῆς Ὕδρας, εἶπε δακρυσμένος ὁ Μιαούλης.

Πρόσταξε τὸ Σαχίνη νὰ μεταφέρει μὲ τὸ «Μιλτιάδη» τὸ νεκρό.

- Νὰ τὸν θάψουν στὸ νησί. Θὰ πάρεις μαζὶ νὰ γιάνουν κι ὅσοι καήκανε στὴ βάρκα τοῦ Μπουντούρη.

Μὲ μαύρη σημαία, κρεμασμένη στὸ μεσανό του ἄλμπουρο, ξεκίνησε ὁ «Μιλτιάδης». Ἔξω ἀπ' τὸν κάβο Μαλιᾶ, βρῆκε τέτοια μπουνάτσα, ποὺ τὸ καράβι ἔμεινε ξυλάρμενο.

Πέρασαν κιόλας τέσσερες μέρες κι ἀπ' τὴ ζέστη ἄρχισε ἡ κακοσμία τοῦ νεκροῦ. Δὲν κρατιόταν ἄλλο. Ἀναγκαστήκανε νὰ βγάλουν τὸ νεκρὸ στὸ ἐρημονῆσι Βέλο Πούλα πέρα ἀπ' τὸν κάβο Μαλιᾶ. Τὸ λένε καὶ Παραπόλα (Pulle Bella = ὡραία κότα). Κοντὰ στὴ Φαλκονέρα. Ἐδῶ, σ' αὐτὸ τὸ ξερονῆσι, θάψανε τὸν ἡρωϊκὸ μπουρλοτιέρη. Κι ὁ «Μιλτιάδης» τὸν ἀποχαιρέτησε τιμητικὰ μὲ τρεῖς κούφιες μπαταριὲς κι οἱ συντρόφοι του μὲ δάκρυα.



ΤΑΚΗ ΛΑΠΠΑ
ΟΙ ΜΠΟΥΡΛΟΤΙΕΡΗΔΕΣ ΤΟΥ ΕΙΚΟΣΙΕΝΑ
ΤΑ «ΚΑΛΑ ΒΙΒΛΙΑ»
ΠΑΙΔΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ

Ἀντιγραφή: Ἑλλήνων Φῶς

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *