Σπύρου Μελά : ΔΙΑΛΥΣΙΣ

Σαν σήμερα στις 5 Νοεμβρίου του 1961 μια σφοδρή νεροποντή έπληξε την Αθήνα, με αποτέλεσμα το θάνατο 40 ανθρώπων, ένα μεγάλο αριθμό τραυματιών και την κατάρρευση 255 οικιών. Επίσης 588 σπίτια κατέστησαν ακατοίκητα ενώ ένα πλήθος 3 με 4,5 χιλιάδων ανθρώπων έμειναν άστεγοι. Με αφορμή το γεγονός αυτό ο χρονογράφος της εφημερίδας «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ» λογοτέχνης Σπύρος Μελάς έγραψε το παρακάτω χρονογράφημα στο φύλο της 7ης Νοεμβρίου 1961 (σημ. Το άρθρο αντιγράφηκε από την εφημερίδα σε μονοτονικό αλλά διατηρήθηκαν η ορθογραφία και το συντακτικό του πρωτοτύπου)

ΔΙΑΛΥΣΙΣ

Εντός τριών ωρών διελύθη μια πρωτεύουσα ενός και ημίσεος εκατομμυρίου, Και δεν είναι τρόπος του λέγειν, είναι κυριολεξία. Πολλά κομμάτια της από λεωφόροι έγιναν λίμνες, από συνοικισμοί νησάκια, από γρασίδια βουναλάκια, από λεωφορεία υποβρύχια, από ταράτσες αποβάθρες και από άνθρωποι βατράχια που πλέουν σε ξαφνικές διώρυγες. Πώς φαίνεται η ώραία αυτή πρωτεύουσα οτι αγνοεί τις κακοκαιρίες, τή βροχή και τα σκέρτσα του νοτιοδυτικού άνεμου. Γιατί δεν εξηγείται, πως διελύθη, στα μισά της νεροποντής να φύγη, πώς δεν μπόρεσε να αντέξη σε μια βροχή τριών ωρών. Αλάλαξε, πήδησε, βούτηξε στα νερά, σκαρφάλωσε στις σκάλες της υπηρεσίες, στις ταράτσες και ούρλιαξε:

- Ανοιχτέ μας, να γλιτώσουμε

Και μετράνε ακόμη τους νεκρούς και τους τραυματίες αυτής της στιγμής. Κι' αυτό από μια βροχή. Δεν λες πώς ήτανε μέτρια. Έβρεξε με την ψυχή της, σε μεριές ανέβηκε το νερό έως τρία και τέσσερα μέτρα, πλημμυρίσανε υπόγεια, τρέξανε ποτάμια, πήρανε καρέκλες, τραπέζια από ταβερνάκια· κι’ ένα φέρετρο μ’ έναν πεθαμένο τα νερά τα πήρανε από το σπίτι και το πήγανε σ’ ένα άλλο πιο κάτω, -πού είχανε γλέντι για τα’ αρραβωνιάσματα μιας νέας..

Ο ουρανός όλος·είχε γίνη ένας κουμπές από φλόγα ηλεκτρική αδιάκοπη, πού όλο βούιζε ασταμάτητα και τα σύγνεφα ενωμένα άρχισαν έναν παγωμένο λιθοβολισμό εναντίον των σπιτιών, πού οι τοίχοι τους ξεφτίζανε και οι σοβάδες πέφτανε σαν νάτρωγαν ομοβροντίες από αόρατα αερόπλοια. Ήταν η θύελλα γερή. Μα δέν έπρύκειτο ούτε για τυφώνα, ούτε για κυκλώνα, ούτε για τα γκέϊλ’ς του Ατλαντικού. Ήτανε μια θύελλα δική μας, ντόπια, μεσογειακή, πού δεν διήρκεσε πιο πολύ ότπό τρείς-τέσσερες ώρες. Έβγαλε το εγχώριο άχτι της και πάει…

Αλλά σε μας, τά ευνοημένα παιδιά της τύχης, με το θαυμάσιο κλίμα μας, πού οι θυμοί των ουρανών περνούν γρήγορα αάν την οργή τών παιδιών, αυτή η βροχή της θυέλλης ή η θύελλα της βροχής, φάνηκε σαν συντέλεια του αιώνος, Εδώ υπάρχει ο πανικός του νερού. Αρκεί ν’ αρχίσω να ψιχαλίζω λίγο, για νά το βάλουν στα τέσσερα άνδρες, γυναίκες, παιδιά, για να τρυπώσουν κάπου, -σαν νάνοι από ζάχαρι και φοβούνται μή λυώσουν. Μά μπορεί νά μην έχουν κι’ άδικο. Αυτή η πρωτεύουσα, ενώ είναι υπαιθρόβια, δεν έχει, για την περίπτωση μιας βροχής κάπως δυνατής, καμμιά ετοιμασία να την δεχθή. Ένα σύστημα αποχετεύσεως ανεπαρκέστατο, ακόμα και σ' αυτούς τους διπλούς δρόμους τους «ευρωπαϊκούς», όπου αδύνατον νά φύγη από το κατάστρωμα του δρόμου μια νεροποντή, μένει πάνω στην άσφαλτο σχηματίζονται λίμνες και λάσπες από τα χώματα πού κουβαλούν τα ρεύματα τα οποία κατεβαίνουν από ψηλά, με αποτέλεσμα τις τοπικές πλημμύρες. Σ’ αύτη τη λεωφόρο Κηφισιάς είδαμε, κατεβαίνοντας προς την Αθήνα, τίς πυροσβεστικές αντλίες να τραβούν τα νερά από τα υπόγεια νεοκτίστων πολυκατοικιών των Αμπελοκήπων, οπού τη νύχτα είχαν άκουσθη οι σπαρακτικές κραυγές:

— Βοήθεια, πνιγόμαστε!

Κάτω στο Δέλτα, Ιππόδρομος, Τζιτζιφιές, πού κύματα, κυνηγημένα από το Νοτιά βγήκανε στην άσφαλτο και προχώρησαν μέσα, τό Εδαφος βούλιαξε γιατί ήτανε φτιαχτό. Έχει βουλιάξει και άλλοτε, σ’ άλλες βροχές, μα το μερεμετίσανε για νά ξαναβουλιάξη, και πάλι θά το ξαναμερεμετίσουν και... ούτω καθεξής.

Μια βροχή δυνατούτσικη και το τοπίο αλλάζει ριζικά μορφή, όπως στην Ερημο της Πετραίας Αραβίας, οπού πιάνουν κάτι ραγδαίες βροχές μικράς διαρκείας και όμως βλέπετε εκατό φοίνικες να… φεύγουν από το κράσπεδο κάποιας οάσεως για να πάνε, με τό ρεύμα πού σχηματίζεται αυτόματα, τρία και τέσσερα μίλια μαχρυά, νά σχηματίσουν άλλο τοπίο.

Μια βροχή διέλυσε χθες όχι μόνο την καλοκαιρινή, την υπαίθρια Αθήνα, που τα μπουζούκια λέγανε το σεβντά της σε παραθαλάσσια και μεσόγεια, αλλά και την χειμωνιάτικη, των μικρών σπιτιών με τους προχειροκτισμένους τοίχους και τις χαμηλές στέγες— την Αθήνα της φτωχολογιάς, που έχει βάλει το κεφάλι της κάτω από ένα κεραμίδι, με την παραίσθηοι οτι στεγάζεται. Ο καημένος ο κοσμάκης πέρασε μια νύχτα λαχτάρας και καταριέται τις πυρηνικές δοκιμές:

— Άμ’ τι θαρρείς, κυρά Παγώνα μου. Μ’ αυτές τις μπομπες τις μεγατόννισσες καλό θα ιδούμε από ‘δώ και πέρα; Έτσι θα μας σηκώση καμμιά νύχτα συμπούρμπουλους η καταιγίδα!..,

ΣΠΥΡΟΣ ΜΕΛΑΣ



Πηγή: ΜΠΟΡΑ ΕΙΝΑΙ ΘΑ ΠΕΡΑΣΕΙ

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *