ΣΥΝΔΡΟΜΟ

Κοιτάζοντας τὸν πίνακα
τοῦ Πικάσο «Τὸ Ὄνειρο»

Ἔχω κρεμάσει αὐτὸν τὸν πίνακα σὰν δόλωμα
στὴ συμπαγῆ ἐπιπεδότητά μου
μήπως τσιμπήσει τανυσμὸς γκρεμιστῆς,
τὸν ἔχω σὰν φουρνέλο
μὴ καὶ τὴν ἀνατίναζε συθέμελα
τὴ συμπαγῆ ἐπιπεδότητά μου.

Καθιστὸ κοιμᾶται τὸ κορίτσι.
Καθιστὸς
ἀπαγγιάζεις καλύτερα στὸ σῶμα σου,
εἶσαι πιὸ ἕτοιμος νὰ γίνεις δικός σου:
νὰ ὀνειρευτεῖς.
Τοῦ ὑπερβατικοῦ ἡ ἀνατομία
ἐπέτρεψε στὸ σῶμα
αὐθαιρεσίες σάρκινες.
Κοιμᾶται τὸ κορίτσι
ἐνῷ πίσω ἀπὸ τὸ χαλαρὸ φουστάνι της
ὁ ἕνας μαστὸς ἀνατέλλει
γιὰ νὰ θηλάσει ἡ λαίμαργη ἀφαίρεση.

Σπασμένη τοῦ λαιμοῦ ἡ ἀντίσταση
καὶ τὸ κεφάλι, ἀπελεύθερο,
σὰν γελαστὸ αὐτὶ ἀκούμπησε στὸν ὦμο.

Σπασμένη τοῦ λαιμοῦ ἡ ἀντίσταση
καὶ τὸ κεφάλι, ἀπελεύθερο,
σὰν γελαστὸ αὐτὶ ἀκούμπησε στὸν ὦμο
πού, περιγελαστὴς τῆς συμμετρίας,
εἶναι πιὸ ὑψωμένος ἀπ᾿ τὸν ἄλλο,
στοιβάδα τόλμης.
Τὴν ὕπαρξή του ἀφουγκράζεται τὸ κορίτσι:
παράνομες κλεφτὲς μετακινήσεις,
μιὰ μετατόπιση τοῦ Εἶναι
λίγο πιὸ δῶ λίγο πιὸ κεῖ,
θέσεις ποὺ ἀνεφοδιάζονται μὲ θέσεις.

Ἡ μύτη, πράσινη χαρακωτὴ γραμμὴ
ποὺ προσπερνάει ἀδιάφορη τὸ τέλος της,
χύνεται ἀνάμεσα στὰ μάτια καὶ τὸ μέτωπο,
χάνεται μέσα στὰ μαλλιά,
ἀγγεῖο αἱμοφόρο του ἐνδόμυχου.
Μισὸ χαμόγελο στὴ θέση του
τ᾿ ἄλλο μισὸ ψηλότερα,
ἀσυμμετρίας μειδίαμα
σὰν ἕνα στραβοπόδαρο σκαμνάκι,
ἐκεῖ γιὰ νὰ πατήσουν καὶ νὰ βγοῦν
ἀπὸ τὶς τουλπανένιες ἅμαξες
οἱ τουλπανένιοι ἐπιβάτες:
τὰ ὄνειρα τοῦ κοριτσιοῦ.

Τῆς πολυθρόνας τὰ μπράτσα
ὑποσυνειδίζονται: λυγίζουνε σὰν χαλαρὸ
ἀγκάλιασμα στοῦ κοριτσιοῦ τὴ μέση,
γιατὶ τὸ ξέρουνε ἀκόμα καὶ οἱ πολυθρόνες
πὼς ὅποιος ὀνειρεύεται δονεῖται
κι ὑπάρχουνε καὶ ὄνειρα
ποὺ σὲ πετᾶνε χάμω.
Ἐμένα ἡ μύτη μου
τελειώνει ἀκριβῶς στὸ τέλος της.
Δὲν πάει αἷμα στὸ ἐνδόμυχο.
Κι οἱ ὦμοι μου
συμμετρικὰ πεσμένοι καὶ οἱ δυό.

Καιρὸ ἔχω νὰ μιλήσω γιὰ ὄνειρα
καιρὸ δὲν ἔχω
ὄνειρα δὲν ἔχω,
συμμετρικὴ ἀνέχεια.
Οἱ ὦμοι μου
συμμετρικὰ πεσμένοι καὶ οἱ δυό.
Κι ὅτι ἀντέχω τέτοια ἀνέχεια
λέω μὴν εἶναι ὄνειρο.
Μὴν εἶναι ὄνειρο
πῶς ὄνειρα δὲν ἔχω.
Ὄνειρο νά ῾ναι
κι ἂς μὴν γυμνώνει ἀπὸ ὄνειρα.

Ὄνειρο νά ῾ναι,
σπόρος νὰ περιφέρεται στὸν ὕπνο μου
κι ἔχει ὁ Θεὸς γιὰ μήτρα.
Τὸ πίνω κι ἂς μὴν εἶναι πόσιμο,
ἔστω τὴ λέξη νὰ ὀνειρεύομαι
καὶ δὲν ρωτάω καμιὰ Ἐξακρίβωση
ἂν εἶναι ὄνειρο πὼς ὄνειρα δὲν ἔχω.
Γιὰ νὰ μιλήσει ἡ κάθε Ἐξακρίβωση
θέλει νὰ πληρωθεῖ μὲ ὄνειρα.
Κι ὄνειρα νὰ πληρώνω
μιὰ ἀκόμα Ἐξακρίβωση
δὲν ἔχω.

Ἡ μητέρα μου Ὤθηση πέθανε νέα
κι ὁ πηλὸς ποὺ εἶμαι, ὁ πηλὸς ποὺ εἶμαι,
μὲ πιέζει νὰ σπάσω.
Ὡς πότε, λέει, θὰ θυσιάζεται ὁ θάνατος
γιὰ νὰ ζεῖς ἐσύ.
Κι ὄνειρα δὲν ἔχω νὰ πλάσω
πήλινη περιφρούρηση τῆς ὕλης μου.

Καὶ τί σημαίνει ὄνειρο;
Τί δηλαδὴ δὲν ἔχω;
Θά ῾ναι αὐτὸ
ποὺ θέλει νά ῾χει μέσα του ὁ πηλὸς
γιὰ νὰ μὴ σπάζει,
θά ῾ναι οἱ τουλπανένιοι ἐπιβάτες
στὶς τουλπανένιες ἅμαξες.

Ὄνειρο σημαίνει
φτερούγα ὕπνου ἀπὸ κερὶ
ποὺ ἥλιο ἐρωτεύεται καὶ λιώνει,
φύλλα ποὺ θαυμαστὰ ἰσορροποῦν
σὰν νὰ πατᾶνε σὲ κλαδιὰ
ἐνῶ τὸ βλέπεις καθαρὰ
πὼς δὲν ὑπάρχει δένδρο,
ν᾿ ἀκοῦς νὰ τραγουδᾶνε χίλια ναὶ
ἀπ᾿ τὸ λαρύγγι τοῦ ὄχι.

Ὄνειρο σημαίνει
νὰ μὴν ὑπάρχουν σύνορα
κι οἱ βλοσυροὶ καχύποπτοι φρουροί τους.
Ἐλεύθερα νὰ μπαίνεις σ᾿ ἄνθρωπο
κι οὔτε τὶς εἶ, οὔτε τὶς οἶδε.

Δὲν ἦρθε κι ἕνα ἀπόγευμα
ποὺ νὰ μὴ γίνει βράδυ,
νὰ ἔρθει κι ἕνα ὄνειρο
ποὺ νὰ μὴν γίνει ἄνθρωπος,
νὰ ἔρθει κι ἕνας ἄνθρωπος
ποὺ νὰ μὴ γίνει ὄνειρο,
τὶς οἶδε, τὶς εἶ.

Ξανοίχτηκα πολὺ σὲ ὁρισμοὺς
κι εἶν᾿ ἐπικίνδυνο νὰ κλαῖς χωρὶς πυξίδα.

Φύλαγέ μου, Θέ μου, τουλάχιστον
ὅσα ἔχουν πεθάνει.

Κικὴ Δημουλᾶ - Τὸ Τελευταῖο Σῶμα μου
Ποιητικὴ Συλλογή, ἐκδόσεις Κείμενα 1981, Β´ ἔκδ. Στιγμή, 1989



Πηγή: www.nektarios.gr

Σχετικά άρθρα...

2 Σχόλια

  1. Ο/Η Φωτεινή λέει:

    Κικὴ Δημουλᾶ - Αὐτο-βιογραφικό

    «Ἕνα βιογραφικὸ σημείωμα πρέπει, ἀφοῦ γραφτεῖ, νὰ μείνει ἐπ᾿ ἀρκετὸν καιρὸ κρεμασμένο στὸν ἀέρα ἀπὸ ἕνα τσιγκέλι αὐστηρότητας, ὥστε νὰ στραγγίξουν καλὰ τὰ στερεότυπα, οἱ ὡραιοποιήσεις, ἡ ρόδινη παραγωγικότης καὶ ὁ πρόσθετος ναρκισσισμός, πέραν ἐκείνου ποὺ ἐνυπάρχει στὴ φύση μιᾶς αὐτοπαρουσίασης. Μόνον ἔτσι βγαίνει τὸ καθαρὸ βάρος: τὸ ἦθος ποὺ ἐπέβαλες νὰ τηρεῖ ἡ προσπάθειά σου.

    Τὰ πόσα βιβλία ἔγραψε κανείς, πότε τὰ ἐξέδωσε, ποιὲς μεταφράσεις τὰ μεταναστεύουν σὲ μακρινὲς ξένες γλῶσσες καὶ ποιὲς διακρίσεις τὰ χειροκροτοῦν εἶναι τόσο τρέχοντα, ὅσο τὸ νὰ πεῖς ὅτι μέσα σ᾿ ἕναν βαρύτατο χειμῶνα ὑπῆρξαν καὶ κάποιες μέρες μὲ λαμπρὴ λιακάδα.

    Ὡστόσο, ἐπειδὴ αὐτὸ εἶναι τὸ ὑλικό της πεπατημένης, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ συνεχίσει τὴ χάραξή της μὲ συνεσταλμένες καινοτόμες ἐπιφυλάξεις.

    Γεννήθηκα στὴν Ἀθήνα τὸ 1931. Ἡ παιδικὴ ἡλικία πέρασε χωρὶς νὰ ἀναδείξει τὸ «παιδὶ θαῦμα». Τὸ 1949, τελειώνοντας τὸ Γυμνάσιο, ὑπέκυψα εὔκολα στὸ «πρέπει νὰ ἐργαστεῖς», καὶ ἐργάστηκα στὴν Τράπεζα τῆς Ἑλλάδος εἴκοσι πέντε χρόνια.

    Ἀνώτερες σπουδές: ἡ μακρὰ ζωή μου κοντὰ στὸν ποιητὴ Ἄθω Δημουλᾶ. Χωρὶς ἐκεῖνον, εἶμαι σίγουρη ὅτι θὰ εἶχα ἀρκεστεῖ σὲ μιὰ ρεμβαστική, ἀμαθῆ τεμπελιά, πρὸς τὴν ὁποίαν, ἴσως καὶ σοφά, ἀκόμα ρέπω. Τοῦ ὀφείλω τὸ λίγο ἔστω ποὺ τῆς ξέφυγα, τὴν ἀτελῆ ἔστω μύησή μου στὸ τί εἶναι ἁπλῶς φωνῆεν στὴν ποίηση καὶ τί εἶναι σύμφωνον μὲ τὴν ποίηση, τοῦ ὀφείλω ἀκόμα τὴν πικρότατη δυνατότητα νὰ μπορῶ σήμερα, δημόσια, νὰ τὸν μνημονεύω εἰς ἐπήκοον τῆς πολυπληθοῦς λήθης.

    Αὐταπαρνητική, παραχωρήθηκα στὸ ρόλο τῆς μητέρας καὶ μὲ τρυφερὴ γενναιότητα ἄκουσα νὰ προσφωνοῦμαι «γιαγιά». Κυλῶ τώρα μὲ ψυχραιμία καὶ χωρὶς βλέψεις διαιωνίσεως μέσα σ᾿ αὐτὲς τὶς νέες παρακαμπτήριες τοῦ αἵματός μου. Κυλῶ καί, ὅσο πλησιάζω στὶς ἐκβολές, ὅλο καὶ ὀνειρεύομαι ὅτι θὰ μοῦ πετάξει ἡ ποίηση ἕνα σωσίβιο ποίημα.

    Δὲν νιώθω δημιουργός. Πιστεύω ὅτι εἶμαι ἕνας ἔμπιστος στενογράφος μίας πολὺ βιαστικῆς πάντα ἀνησυχίας, ποὺ κατὰ καιροὺς μὲ καλεῖ καὶ μοῦ ὑπαγορεύει κρυμμένη στὸ ἡμίφως ἑνὸς παραληρήματος, ψιθυριστά, ἀσύντακτα καὶ συγκεκομμένα, τὶς ἀκολασίες της μὲ ἕναν ἄγνωστο τρόπο ζωῆς. Ὅταν μετὰ ἀρχίζω νὰ καθαρογράφω, τότε μόνον, παρεμβαίνω κατ᾿ ἀνάγκην: ὅπου λείπουν λέξεις, φράσεις ὁλόκληρες συχνὰ καὶ τὸ νόημα τοῦ ὀργίου, προσθέτω ἐκεῖ δικές μου λέξεις, δικές μου φράσεις, τὸ δικό μου ὄργιο στὸ νόημα, ὅτι τέλος πάντων ἔχει περισσέψει ἀπὸ δικές μου ἀκολασίες μὲ ἕναν ἄλλον, ἄγνωστο τρόπο ζωῆς.

    Τόσο μεταχειρισμένη καὶ ὑπηρεσιακὴ εἶναι ἡ ἀνάμειξή μου στὴ δημιουργία. Φύσει ὀλιγογράφος, ἐξέδωσα ὀκτὼ ποιητικὲς συλλογὲς μέσα σὲ σαράντα πέντε χρόνια. Ἡ σημασία τους εἶναι ἀκόμα συμβατική. Εἶναι γραμμένη στὴ λίστα ἀναμονῆς τῶν μεγάλων ἐπερχόμενων κυμάτων τοῦ μετα-κριτῆ χρόνου.»

  2. Ο/Η Φωτεινή λέει:

    ΑΦΗΣΑ ΝΑ ΜΗΝ ΞΕΡΩ

    Ἀπὸ τὸν κόσμο τῶν γρίφων
    φεύγω ἥσυχη.
    Δὲν ἔχω βλάψει στὴ ζωή μου αἴνιγμα:
    δὲν ἔλυσα κανένα.
    Οὔτε κι αὐτὰ ποὺ θέλαν νὰ πεθάνουν
    πλάι στὰ παιδικά μου χρόνια:
    ἔχω ἕνα βαρελάκι πού ῾χει δυὸ λογιῶν κρασάκι.
    Τὸ κράτησα ὡς τώρα
    ἀχάλαστο ἀνεξήγητο,
    γιατὶ ὡς τώρα
    δυὸ λογιῶν κρασάκι
    ἔχουν λυμένα κι ἄλυτα ποὺ μοῦ τυχαίνουν.
    Συμβίωσα σκληρὰ
    μ᾿ ἕναν ψηλὸ καλόγερο ποὺ κόκαλα δὲν ἔχει
    καὶ δὲν τὸν ρώτησα ποτὲ
    ποιᾶς φωτιᾶς γιὸς εἶναι,
    σὲ ποιὸ θεὸ ἀνεβαίνει καὶ μοῦ φεύγει.

    Δὲν τοῦ λιγόστεψα τοῦ κόσμου
    τὰ προσωπιδοφόρα πλάσματά του,
    τοῦ ἀνάθρεψα τοῦ κόσμου τὸ μυστήριο
    μὲ θυσία καὶ μὲ στέρηση.
    Μὲ τὸ αἷμα ποὺ μοῦ δόθηκε
    γιὰ νὰ τὸν ἐξηγήσω.
    Ὅ,τι ἦρθε μὲ δεμένα μάτια
    καὶ σκεπασμένη πρόθεση
    ἔτσι τὸ δέχτηκα
    κι ἔτσι τ᾿ ἀποχωρίστηκα:
    μὲ δεμένα μάτια καὶ σκεπασμένη πρόθεση.
    Αἴνιγμα δανείστηκα,
    αἴνιγμα ἐπέστρεψα.
    Ἄφησα νὰ μὴν ξέρω
    πῶς λύνεται ἕνα χθές,
    ἕνα ἐξαρτᾶται,
    τὸ αἴνιγμα τῶν ἀσυμπτώτων.
    Ἄφησα νὰ μὴν ξέρω τί ἀγγίζω,
    ἕνα πρόσωπο ἢ ἕνα βιάζομαι.

    Οὔτε κι ἐσένα σὲ παρέσυρα στὸ φῶς
    νὰ σὲ διακρίνω.
    Στάθηκα Πηνελόπη
    στὴ σκοτεινὴ ὀλιγωρία σου.
    Κι ἂν ρώτησα καμιὰ φορὰ πῶς λύνεσαι,
    πηγὴ ἂν εἶσαι ἢ κρήνη,
    θά ῾ταν κάποια καλοκαιριάτικη ἡμέρα
    πού, Πηνελόπες καὶ ὄχι,
    μᾶς κυριεύει αὐτὸς ὁ δαίμων τοῦ νεροῦ
    γιὰ νὰ δοξάζεται τὸ αἴνιγμα
    πῶς μένουμε ἀξεδίψαστοι.
    Ἀπὸ τὸν κόσμο τῶν γρίφων
    φεύγω ἥσυχη.
    Ἀναμάρτητη:
    ἀξεδίψαστη.
    Στὸ αἴνιγμα τοῦ θανάτου
    πάω ψυχωμένη.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *