Τα χελιδόνια γυρίζουν στην πατρίδα
Ἡ ῾Ελενίτσα ἔπαιζε στὸ περιβὸλι. ῾Η μαρτιάτικη βροχὴ τὸ εἶχε πλύνει τὸ βράδυ καὶ τὰ δέντρα ἦταν τώρα μιὰ χαρὰ νὰ τὰ βλέπης. Μικρὰ φυλλαράκια ἄρχιζαν κιόλας νὰ σκεπάζουν τὰ γυμνά τους κλαδιά. Μιὰ μυγδαλιὰ γεμάτη ἄσπρα λουλουδάκια καμάρωνε στολισμένη σὰ νυφούλα κι ἡ Ἑλενίτσα δὲ χόρταινε νὰ τὴν κοιτάζη.
Ἔξαφνα εἶδε νὰ περνᾶ ἐπάνω ἀπὸ τὸ περιβόλι ἕνα ὁλόκληρο κοπάδι ἀπὸ πουλιά.
- Τὰ χελιδόνια! ῎Ερχονται τὰ χελιδὸνια! Φώναξε καὶ χτυποῦσε τὰ χέρια της μὲ χαρά.
Ἕνα ἀπ’ αὐτὰ σταμάτησε τὸ δρόμο του κι ἄρχισε νὰ φτερουγίζη ἐκεῖ κοντά της.
- Χελιδὸνι, χελιδονάκι, καλῶς μᾶς ἦρθες, τοῦ εἶπε ἡ Ἑλενίτσα. Κόπιασε, ἀγαπητέ μου ξενιτεμένε. Ἕλα νὰ μοῦ πῆς πῶς τὰ πέρασες στὸ ταξίδι σου.
- Καλῶς σὲ βρῆκα, παιδάκι μου ἀγαπητό, ποὺ τόσην ἔννοια ἔχεις γιὰ μένα, τῆς ἀπαντᾶ τὸ χελιδόνι.
Κι ἔφερε δυὸ γύρους πετώντας ἐπάνω ἀπὸ τὸ κεφαλάκι της χαρούμενο.
- Ἔλα νὰ μοῦ πῆς, χελιδονάκι γιὰ ἐκεῖνα τὰ μέρη, ποὺ ἔχεις ἰδεῖ. Γιὰ ἐκεῖνα τὰ μακρινὰ κι ὡραῖα μερη!
- Ἔρχομαι μαζὶ με τ’ ἄλλα χελιδόνια ἀπὸ μιὰ χώρα, ἀλὴθεια, πολὺ ὡραία. Ἀπὸ τὴ χώρα τῆς αἰώνιας ζέστης. Μήτε βρέχει,ἐκεῖ, μήτε χιονίζει.
- Ἄχ! τί εὐτυχισμένα ποὺ θάσαστε ἐκεῖ πέρα!
- Ὄχι, παιδάκι μου, δὲν εἴμαστε εὐτυχισμένα. Ἀναγκαστήκαμε νὰ πᾶμε, γιὰ νὰ ζεσταθοῦμε. Μὰ τίποτ’ ἄλλο δὲ μᾶς τραβᾶ κατὰ κεῖ.
- Τίποτε; Μὰ ἀφοῦ δὲ χειμωνιάζει σ’ ἐκείνη τὴ χώρα, ὁ οὐρανὸς θάναι φωτεινὸς κι ὁ κάμπος πάντα πράσινος.
- Ναί, εἶν’ ὄμορφα, μὰ γιὰ ἐκείνους, ποὺ ἔχουν γεννηθῆ ἐκεῖ. Ἐμεῖς γεννηθήκαμε ἐδῶ πέρα. Ἐδῶ εἶναι ἡ δικιά μας πατρίδα.
- Κι ἐγὼ γεννήθηκα ἐδῶ, χελιδονάκι μου, μὰ θάθελα πολὺ νὰ φύγω καὶ νὰ πάω στὶς μεγάλες πολιτεῖες, ποὺ ἔχουν παλάτια καὶ μαγευτικὰ περιβὸλια, ποὺ ἔχουν ποτάμια καὶ λίμνες κι ὅλου τοῦ κόσμου τ’ ἀγαθά.
- Ὅταν μεγαλώσης, θὰ πᾶς. Θὰ ἰδῆς τὰ παλάτια τους καὶ τὰ ποτάμια κι ὅλα τ’ ἀγαθὰ τους, μὰ ἀφοῦ τὰ ἰδῆς, θὰ ἐπιθυμήσης νὰ γυρίσης πάλι ἐδῶ, στὸ μικρό σου τὸ χωριό.
Ἡ Ἑλενίτσα ἔμεινε λίγο σκεπτική, σὰ νὰ μὴν καταλάβαινε καλὰ αὐτὰ ποὺ της ἔλεγε τὸ μικρὸ χελιδονάκι καὶ ξαναρώτησε:
- Γιατί θὰ τὸ ἐπιθυμήσω, ἀφοῦ ἐκεῖ θάναι τὸσο πιὸ ὡραῖα;
- Γιατὶ τότε μόνο θὰ καταλάβης πόσο τ’ ἀγαπᾶς τὸ χωριό σου. Πές μου, εἶναι τίποτε καλύτερο στὸν κόσμο ἀπὸ τὴ μάνα;
- Ὄχι, τίποτε δὲν εἶναι σὰν αὐτή! Πόσο τὴν ἀγαπῶ τὴ μανούλα μου!
- Λοιπόν, ὅταν βρεθῆς μακριὰ ἀπὸ τὸν τόπο σου, θὰ νιώσης ἐκεῖνο, ποὺ νιώθει κανείς, ὅταν φεύγη ἀπὸ τὴν ἀγκαλιὰ τῆς μάνας του.
- Μὰ εἶναι λοιπὸν τόσο γλυκειὰ ἡ πατρίδα; εἶπε τὸ κοριτσάκι.
- ᾽Εδῶ γεννήθηκαν οἱ παπποῦδες σου, ἐδῶ οἱ γονεῖς σου, ἐδῶ κι ἐσύ. Μὰ εὶσαι πολὺ μικρὴ ἀκόμη, γιὰ νὰ καταλάβης τί ἀξίζει αὐτὴ ἡ μεγάλη μας Μάνα. Κοίταξε ὅμως ἐμένα! Εἶμαι τρελὸ ἀπὸ τὴ χαρά μου, ποὺ ξαναγύρισα στὸν κόρφο της. Θὰ πάω νὰ κουβεντιάσω μὲ τὸ φίλο μου τὸ γέρο πλάτανο. Θὰ ξαναπιῶ δροσερὸ νεράκι ἀπ’ τὴν πηγή. Θὰ πετάξω ψηλά, στὸ παλιὸ καμπαναριό, γιὰ ν’ άγναντέψω ἀπὸ μακριὰ τὸ λιμανάκι μας μὲ τὶς βαρκοῦλες. Κι ὕστερα θὰ ψάξω νὰ βρῶ τὴν περσινή μου τὴ φωλιά. Θάναι χαλασμένη ἀπὸ τὸν ἄνεμο καὶ τὶς βροχές, μὰ μὲ πόση χαρὰ θὰ τὴν ξαναχτίσω! Χαῖρε γιὰ τὴν ὥρα, καλό μου κοριτσάκι. Ἔχω τὸσα νὰ ἰδῶ καὶ νὰ κάνω!
Αὐτὰ εἶπε τὸ χελιδόνι καὶ πέταξε μακριά. Ἡ Ἑλενίτσα τὸ παρακολουθοῦσε μὲ τὰ μάτια της, ὥσπου χάθηκε.
- Ἄχ! φώναξε τότε. Γιατί νὰ μὴν τοῦ πῶ νάρθη να χτίση τὴ φωλιά του ἔξω ἀπὸ το παράθυρό μου; Ἔτσι θα τόβλεπα και θα τάκουγα ὅσο θὰ βρίσκεται στὴ γλυκιά μας τὴν πατρίδα!
Κρινολούλουδα
Αναγνωστικό Β' Δημοτικού (1948)
Ἀντιγραφή: Ἑλλήνων Φῶς