Τὰ Χριστούγεννα τῶν ὀρφανῶν
Ὁ ξανθὸς
ἐπισκέπτης Ἡ χρονιὰ τοῦ 1943, ὅπως ὅλες οἱ χρονιὲς τῆς μαύρης Κατοχῆς, ἦταν φρικτή· πεῖνα, ἀρρώστεια καὶ δυστυχία ἐμάστιζαν τὸν τόπο. Ὅ,τι καλὸ εἶχε ὁ τόπος, τὸ ἔπαιρναν οἱ Γερμανοί· καὶ ὅ,τι ἄφηναν ἐκεῖνοι, τὸ ἄρπαζαν οἱ Ἰταλοὶ καὶ οἱ Βούλγαροι.
Μέσα στὴ γενικὴ αὐτὴ δυστυχία ὁ Θοδωράκης καὶ ἡ Φανὴ ἦσαν ὀρφανὰ ἀπὸ πατέρα· τὸν ἐσκότωσαν οἱ Γερμανοὶ στὴν ἀρχὴ τοῦ 1943, γιατὶ τὸν ἔπιασαν -ἔλεγαν- σὲ μιὰ σιδηροδρομικὴ γέφυρα μὲ χειροβομβίδες. Ἔτσι ἔμειναν τὰ δύο παιδιὰ μόνα στὸν κόσμο μὲ τὴν μητέρα των, μόνα καὶ ἀπροστάτευτα.
Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ἡ κυρα-Ἂννα δὲν ἐλύγισε. Ἔκρυψε στὰ κατάβαθα τῆς καρδιᾶς τὸν πόνο της καὶ ἄρχισε νὰ ξενοδουλεύῃ, γιὰ νὰ ζήσῃ τὰ παιδάκια της. Καὶ πάλι δὲν ἐπρόφθανε μὲ τὴ μεγάλη ἀκρίβεια, ποὺ ἔδερνε τότη τὴν Ἑλλάδα.
Καὶ σὰν νὰ μὴν ἔφθαναν ὅλα αὐτά, ἔπεσε καὶ στὸ κρεβάτι μὲ τὰ μεγάλα κρύα τοῦ Δεκεμβρίου. Ἐπέρασε βέβαια τὸ κακό, ἀλλ' ἦρθαν τὰ Χριστούγεννα καὶ ἀκόμη ἀδύνατη δὲν ἠμπόρεσε νὰ ἐργασθῇ. Γι' αὐτὸ ἡ παραμονὴ τῆς μεγάλης ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων ηὗρε τὸ πτωχικὸ σπιτάκι -ἕνα δωμάτιο ὅλο ὅλο- ἔρημο ἀπὸ πατέρα, ἀπροστάτευτο ἀπὸ μητέρα, ἄδειο ἀπ' ὅ,τι φέρνει τὴ χαρά.
Τὰ δύο παιδιὰ -10 χρονῶν τὸ ἀγόρι, 8 ἡ κορούλα- ἔκαναν τὴν προσευχούλα των καὶ ἐκοιμήθηκαν νηστικά, γιατὶ τὸ λίγο ψωμάκι τοῦ δελτίου τὸ εἶχαν φάγει ἀπὸ τὸ ἀπόγευμα. Ποιός ξέρει τί ἀχνιστὰ ψωμιὰ νὰ ἔβλεπαν τὰ καημένα στὸν ὕπνο των!
Ἡ ἄμοιρη μητέρα ἄναψε τὸ καντήλι, ἐγονάτισε κάτω ἀπὸ τὰ εἰκονίσματα καὶ παρεκάλεσε τὴν Παναγία καὶ τὸ θεῖο παιδάκι της, τὸν μικρὸ Χριστούλη, νὰ λυπηθοῦν τὰ ὀρφανά.
Πῶς ἦρθαν τὰ ἐφετεινὰ Χριστούγεννα! Χωρὶς τὸν ἄνδρα της, χωρὶς ψωμάκι, χωρὶς ζεστὸ φαγάκι γιὰ τὰ παιδιά της!... Δάκρυα ἐπλημμύρισαν τὰ μάτια τῆς πονεμένης μητέρας, ποὺ ἐξέσπασαν σὲ θρῆνο.
Ἀλλ' ὁ θρῆνος τῆς ἔφερε κάποιο ἐλάφρωμα καὶ ἔτσι ἀποκοιμήθηκε καὶ ἐκείνη. Ὧρες ἐπέρασαν καὶ ἡ κυρα-Ἄννα ἦταν βυθισμένη στὸν ὕπνο· κάποτε, σὰν σὲ ὄνειρο, ἄκουσε νὰ κτυποῦν οἱ καμπάνες, ποὺ ἐκαλοῦσαν τοὺς χριστιανοὺς στὴ μεγάλη ἑορτή· ὁ ἦχός των ἔφθανε στ' αὐτιά της χαρμόσυνος, ἄλλὰ μισοσβησμένος.
Θέλει νὰ σηκωθῇ, νὰ τρέξῃ στὴν ἐκκλησία μὲ τὰ ξυπόλυτα παιδάκια της, ἀλλὰ δὲν τὰ καταφέρνει νὰ ξυπνήσῃ, σὰν νὰ ἦταν ναρκωμένη. Ὁ κόπος, ἡ ἀδυναμία καὶ ὁ πόνος τὴν κρατοῦν μὲ ἄλυτα δεσμά.
Σὲ λίγη ὥρα πάλι ἐνόμισε ὅτι ἐκτύπησαν τὴν θύρα· ἦταν ὅμως τόσο βαρὺς ὁ ὕπνος της, ποὺ οὔτε τώρα τὴν ἄφηνε νὰ σηκωθῇ. Κάποιος ἐπέρασε μέσα ἐλαφρὰ ἐλαφρά, σὰν νὰ ἐπατοῦσε στὰ νύχια, νὰ μὴν τοὺς ξυπνήσῃ. Ποιός τάχα νὰ ἦταν; Ἄνοιξε τὰ μάτια της νὰ ἰδῇ· τῆς ἐφάνηκε ὅτι τὰ ἄνοιξε. Καὶ εἶδε τότε ὅτι ὁ ξένος ἦταν ἕνας νέος γλυκός, ξανθός, μὲ μάτια γεμᾶτα συμπάθεια, λέτε καὶ ἦταν ἄγγελος.
Ἔκαμε νὰ φωνάξῃ, νὰ ἐρωτήσῃ ποιός ἦταν αὐτὸς μὲ τὴν οὐράνια εὐμοφιά, ἀλλ' ὁ βαρὺς ὕπνος δὲν τὴν ἄφηνε. Ὁ ἐπισκέπτης ἐπροχώρησε δύο τρία βήματα καὶ ἔβαλε ἕνα χάρτινο κιβώτιο, ἕνα μεγάλο κιβώτιο, ἐπάνω στὸ τραπέζι τοῦ σπιτιοῦ.
Ἅπλωσε ἔπειτα στὰ δύο παιδάκια τὰ ἀγγελικά του χέρια, ποὺ εἶχαν στὶς παλάμες κάποια παλιὰ οὐλή. Τὰ ἐχάϊδεψε καὶ ἕνα φῶς ζωηρό, ἀλλ' ἁπαλὸ καὶ γλυκὸ ἐχύθηκε γῦρο καὶ ἐφώτισε σὰν γελαστὸς ἀνοιξιάτικος ἥλιος· τοὺς ἐχαμογέλασε καὶ ἕνα ἄρωμα ἀπὸ ρόδα ἐπλημμύρισε τὸ δωμάτιο.
- Χριστέ μου! εἶπε, σὲ ἐγνώρισα ἀπὸ τὶς θεῖες πληγές Σου!
Καὶ μὲ καρδιὰ πλημμυρισμένη λαχτάρα καὶ πόθο ἐπετάχθηκε νὰ πέσῃ στὰ πόδια του, νὰ τ' ἀσπασθῇ, νὰ τὰ βρέξῃ μὲ τὰ δάκρυά της.
Ἀλλ' ὅταν εὑρέθηκε ὀρθή, ὁ γλυκὸς καὶ ξανθὸς ἐπισκέπτης μὲ τὰ οὐράνια μάτια εἶχε χαθῇ. Τὸ ὄνειρο εἶχε σβήσει· μόνο τὸ φῶς τοῦ καντηλιοῦ ἐτρεμόσβηνε στὸ εἰκονοστάσι.
Τὸ χάρτινο
κιβώτιο Ἔκαμε τὸ σταυρό της καὶ ἔπειτα ἔρριξε μιὰ ματιὰ στὰ παιδιά της· ἡ ἀναπνοούλα των ἀκουόταν ἐλαφρά· ἐκοιμῶντο ἥσυχα ἥσυχα, σὰν σὲ θεῖο παράδεισο, εὐλογημένα ἀπὸ τὰ χέρια μὲ τὶς θεῖες πληγές!
Ὅταν ὅμως τὸ βλέμμα της ἔπεσε στὸ τραπέζι, εἶδε ἐκεῖ ἐπάνω ἕνα κιβώτιο χάρτινο, σὰν ἐκεῖνο ποὺ ἄφησε ὁ θεῖος ἐπισκέπτης. Μὲ ὅλη τὴν ἀδυναμία της ἔτρεξε καὶ τὸ ἐπῆρε στὰ χέρια· τῆς ἐφάνηκε πολὺ βαρύ. Τὸ ἄνοιξε· ὤ! τὸ θαῦμα, χίλια δυὸ καλά.
- Χριστέ μου! Χριστέ μου! εἶπε πάλι. Καὶ ἄρχισε νὰ φωνάζῃ μὲ χαρὰ τὰ παιδάκια της:
- Θοδωράκη, Φανή! Ξυπνῆστε! Σηκωθῆτε γρήγορα!
Καὶ τὰ ἔπιανε πότα ἀπὸ τὰ πόδια, πότε ἀπὸ τὰ χέρια νὰ ξυπνήσουν.
Τὰ δύο παιδιὰ ἐξύπνησαν τέλος ἀπὸ τὸν βαθὺ πρωϊνὸ ὕπνο καὶ καθισμένα στὸ κρεβάτι ἔτριβαν τὰ ματάκια των. Τρομαγμένα ἀπὸ τὸ πρωϊνό ἀγουροξύπνημα ἐρώτησαν μὲ ἀπορία:
- Γιατὶ, μαννούλα, μᾶς ἐξύπνησες τόσο πρωΐ;
- Ἐλᾶτε, ἐλᾶτε γρήγορα νὰ ἰδῆτε· τοὺς ἀπάντησε καὶ τοὺς ἔδειξε τὸ κιβώτιο.
Τί νὰ ἰδοῦν! Ἐπάνω ἦταν δύο ζευγαράκια ὑποδήματα ἀκριβῶς στὸ πόδι των· ἕνα κουστούμι γιὰ ἀγόρι, ἕνα φορεματάκι ζεστὸ γιὰ κοριτσάκι, ἕνα φόρεμα μάλλινο σὲ πήχεις γυναικεῖο, δύο τόπια πολύχρωμα, μία κούκλα καὶ ἕνας σιδηρόδρομος, σιδηρόδρομος σωστός μὲ μηχανή, σκευοφόρο καὶ βαγόνια. Τὰ παιδιὰ δὲν ἐχόρταιναν νὰ τὰ βλέπουν καὶ τὰ δάχτυλά των ἄρχισαν νὰ τὰ ψάχνουν.
Ἀπό κάτω ἦταν καὶ δεύτερος θησαυρός. Κουτιά, κουτιά χάρτινα καὶ τενεκεδένια. Ἄλλα εἶχαν κρέας, ἄλλα ψάρια, ἄλλα συμπυκνωμένο γάλα, ἄλλα νωπὸ βούτυρο, ἄλλα φυστίκια, γαλετάκια, ζάχαρη, σοκολάτα, τσάϊ, καραμέλες, ἀφρᾶτα μπισκότα· ὡς καὶ βῶλοι ἦσαν μέσα, νὰ παίζουν τὰ παιδιά.
Τὰ ὀρφανὰ τὰ ἔχασαν· ποιός τάχα νὰ ἔστειλε τὰ πολύτιμα πράγματα! Καὶ ἔκπληκτα ἐρώτησαν:
- Ποιός τὰ ἔφερε αὐτά, μητέρα;
- Ὁ καλὸς Χριστός! Τὸν εἶδα μὲ τὰ μάτια μου!
Ὁ Θοδωράκης ἀνυπόμονος ἐπῆρε τὸ κουστούμι καὶ ἄρχισε νὰ τὸ ἐρευνᾷ. Σὲ μία τσέπη ηὗρε ἕνα φάκελο.
- Μανούλα, κύτταξε ἐδῶ, ἕνα γράμμα· εἶπε καὶ τὸ ἔδωσε στὴ μητέρα του.
Τὸ ἄνοιξαν· εἶχε μέσα ἕνα χαρτονόμισμα τῶν 10 δολλαρίων καὶ ἕνα σημείωμα ἑλληνικὰ γραμμὲνο.
«Μία οἰκογένεια ἀπὸ τὸν Καναδᾶ στέλνει τὸ μικρὸ αὐτὸ δῶρο σὲ μία Ἑλληνίδα μητέρα καὶ στὰ παιδάκια της».
Τὴν ὥρα ἐκείνη -εἶχε βγῆ πιὰ ὁ ἥλιος- ἄνοιξε ἡ θύρα τοῦ σπιτιοῦ καὶ ἐμπῆκε μέσα ἡ κυρία Χαρίκλεια, ἀδελφὴ τοῦ Ἐρυθροῦ Σταυροῦ καὶ γνωστὴ κυρία τοῦ Φιλοπτώχου Ταμείου τῆς ἐνορίας. Ἐγύριζε ἀπὸ τὴ λειτουργία καὶ ἐπέρασε νὰ εἰπῇ στὴν κυρα-Ἄννα γιὰ τὸ δέμα, ποὺ εἶχε ἀφήσει περνῶντας. Τὸ ἔστελνε ὁ Ἐρυθρὸς Σταυρός, ποὺ στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ φροντίζει γιὰ τοὺς δυστυχισμένους ὅλου τοῦ κόσμου. Ἀλλὰ δὲν εἶπε τίποτε, γιὰ νὰ μὴν ταράξῃ τὴν προσευχή των.
Γονατισμένοι, μητέρα καὶ ὀρφανά, ἐμπρὸς στὰ εἰκονίσματα εὐχαριστοῦσαν τὸ θεῖο παιδάκι, ποὺ ἐγεννήθηκε τὴν ἡμέρα ἐκείνη, γιὰ να φέρῃ στὸν κόσμο τὴν παρηγορία, τὴν ἀγάπη, τὴν καλωσύνη. Τὸν παρακαλοῦσαν ἀκόμη νὰ προστατεύῃ τὴν ἄγνωστη καὶ μακρινὴ ἐκείνη οἰκογένεια μὲ τὴ γενναία χριστιανικὴ καρδιά.
Θερμὰ δάκρυα, ποὺ ἔλαμπαν σὰν διαμάντια, κατέβαιναν ἀπὸ τὰ μάτια των!
Νικόλαος Α. Κοντόπουλος
Αναγνωστικόν Ε'
Ὀργανισμός Ἐκδόσεως Σχολικῶν Βιβλίων 1956
Ἀντιγραφή: Ἑλλήνων Φῶς