Τα δεινά της Πελοποννήσου μετά τα Ορλωφικά
Μετά το τέλος της περιπέτειας των Ορλωφικών η κατάσταση στην Πελοπόννησο ήταν αξιοθρήνητη. Μόλις ξέσπασε η επανάσταση (Σημ. εννοεί τα Ορλωφικά) οι εκεί Οθωμανοί, αγνοώντας τις δυνάμεις των Ρώσων, ζήτησαν τη βοήθεια των Αλβανών. Τα παιδιά αυτά της λαφυραγώγησης δέχτηκαν ευχαρίστως την πρόκληση, όρμησαν από παντού στην Πελοπόννησο και, αφού έπνιξαν την ήδη πεθαμένη από την έναρξή της επανάσταση, παρεκτράπηκαν σε βάρβαρη λεηλασία και απάνθρωπη καταστροφή. Και όταν οι πρώτοι από τους άγριους αυτούς επιδρομείς επέστρεψαν γιομάτοι λάφυρα στα μέρη τους, ακόμα πιο πολλοί και περισσότερο άπληστοι τους διαδέχτηκαν διαπράττοντας πιο φρικαλέα κακουργήματα.
Μη βρίσκοντας πρόχειρη λεία, έπιαναν τους Πελοποννήσιους που είχαν ήδη απογυμνωθεί από όλα τα υπάρχοντά τους και τους ανάγκαζαν να υπογράφουν χρεωστικές ομολογίες πληρωτέες σε ορισμένο χρόνο ή τους πουλούσαν σαν κτήνη σε εξευτελιστική τιμή σε μακρινούς τόπους. Η αλβανική πανούκλα είχε αφανίσει τα πάντα. Εκεί που πριν από λίγο υπήρχαν πόλεις και κωμοπόλεις πολυάνθρωπες και ευτυχισμένες, τώρα έβλεπε κανείς την ερήμωση του θανάτου και φλογισμένα ερείπια. Όλη η Πελοπόννησος είχε σχεδόν απογυμνωθεί από τους κατοίκους της, γιατί άλλοι είχαν σφαχτεί, άλλοι είχαν πουληθεί ως δούλοι και άλλοι είχαν μεταναστεύσει στα Επτάνησα, ενώ λίγοι κρύφτηκαν σε απρόσιτα βουνά και σε απόκρυφα σπήλαια. Μόνο οι κάτοικοι του Λάλα και της Βαρδούνιας παρέμεναν ασφαλείς, και βοηθώντας τους συμπατριώτες τους Αλβανούς στο έργο της καταστροφής και της λαφυραγωγίας έπαιρναν το ανάλογο μερίδιο. Αλλά και οι Μανιάτες, μη μπορώντας να αντισταθούν στην ορμή τους, ζήτησαν άσυλο στα κρησφύγετα του Ταϋγέτου, ενώ πολλές κωμοπόλεις τους λεηλατήθηκαν και πυρπολήθηκαν.
Ο Σέργιος ο Μακραίος διεκτραγωδεί τα όσα συνέβησαν τότε στην Πελοπόννησο:
«Από τους Έλληνες, μόλις έχασαν τις ελπίδες τους για απελευθέρωση, άλλοι, όπως οι Μανιάτες, κατέφυγαν στα σπήλαιά τους και στα απότομα βράχια τους,, παίρνοντας μαζί τους πολλούς που βρίσκονταν έξω από την περιοχή τους, άλλοι σώθηκαν στα μεγάλα νησιά και στα Κύθηρα, και άλλοι σαν πρόβατα, αλίμονο, σφάχτηκαν. Γιατί οι Αλβανοί όρμησαν σαν αγέλες από όλη την Αχαΐα και τη Θεσσαλία, την Ήπειρο και από τόπους πέρα από την Ιλλυρίδα, χωρία κανένας να μπορεί να τους αντισταθεί στον Ισθμό και στις παραλίες των δύο κόλπων (Σαρωνικού και Κορινθιακού), και σαν αιμοβόροι λύκοι ξεπέρασαν και τους Μανιάτες σε ωμότητα.
Γιατί, οι πράξεις των κακούργων αυτών ήταν πέρα από κάθε απάνθρωπο επινόημα, αλλά έκαναν και όσα ποτέ εχθρικό χέρι δεν έκανε σε έφοδο, και δεν είχε χορτασμό η αιμοβορία τους. Η λύσσα τους για χρήματα ήταν τέτοια που δεν αρκούνταν σε όσα έβρισκαν, αλλά σούβλιζαν και έκαιγαν όσους υποψιάζονταν ότι τα είχαν κρυμμένα. Η τόσο μεγάλη μανία των απανθρωποτάτων εκείνων δαιμόνων ξέσπασε σε κάθε πόλη, σε κάθε περιοχή και σε απλούς οικισμούς των χριστιανών της Πελοποννήσου και δεν άφησαν χωρίς να τα ερευνήσουν ούτε τα ορεινά κρησφύγετα, απόκρημνα άντρα, χαράδρες και τρύπες της γης, αλλά όλα τα λεηλατούσαν και τα κατέστρεφαν, βάφοντας τη γη με το αίμα ανθρώπων, των περισσότερων αθώων, από κάθε ηλικία και κοινωνική τάξη· κάθε πλούτο, φανερό ή κρυφό, από τις εκκλησίες και τα σπίτια και από τον καθένα χωριστά τον συγκέντρωσαν, και πολλούς τους πουλούσαν ως δούλους. Όσοι από τους βαρβάρους αρκούνταν στην αρπαγή των χρημάτων έμοιαζαν φιλάνθρωποι, αλλά στο μεταξύ οι δυστυχισμένοι ολοφύρονταν καθώς παιδιά αποχωρίζονταν από τους πατέρες τους, άνδρες από τις γυναίκες του, αδελφοί στερούνταν τους αδελφούς τους, βρέφη αρπάζονταν από τις αγκαλιές των μητέρων τους, τρυφερές παρθένες από τα δωμάτιά τους που τις τραβούσαν χέρια βαρβάρων, και συγγενείς συγγενών, φίλοι φίλων και γνωρίμων γνώριμοι απάγονταν και γίνονταν δούλοι. Δεν τους στεναχωρούσε ο θάνατος, όσο το να πάθουν κάτι που θα πρόσβαλλε την πίστη τους για την οποία υπέμειναν όλα αυτά τα φοβερά. Γιατί κανένας από τις μυριάδες που πέθαναν, δεν αλλαξοπίστησε».
Εννέα ολόκληρα χρόνια (1770-1779) η δύσμοιρη Πελοπόννησος έμεινε έρμαιο των άγριων και πολυάριθμων αυτών ληστών που τελικά αποφάσισαν να εγκατασταθούν εκεί. Η Πύλη στο μεταξύ πολλές φορές προσπάθησε με προτροπές και απειλές να ξαναφέρει σε πειθαρχία τους σκληροτράχηλους αυτούς αντάρτες, αλλά αυτοί κορόιδευαν χωρίς ντροπή τη θρησκεία ποδοπατώντας τα σουλτανικά διατάγματα και άρχισαν να παρενοχλούν και τους ίδιους τους Τούρκους, απαιτώντας την πληρωμή μισθών και φόρων. Τελικά ο σουλτάνος εξαντλώντας τα συμφιλιωτικά του μέσα, διέταξε την εξόντωσή τους και ανέθεσε την εκτέλεση της απόφασης στον περιλάλητο ναύαρχο Χασάν Τζεζαϊρλή.
Ο Χασάν ονομάστηκε σερασκέρης των δυνάμεων στην ξηρά και στη θάλασσα και ετοιμάστηκε να αναχωρήσει από την Κωνσταντινούπολη επικεφαλής 2000 επίλεκτων στρατιωτών με τους οποίους έπρεπε να ενωθούν καθ’ οδόν και 30000 άνδρες που είχαν στρατολογηθεί από τους σατράπες (διοικητές) της Ελλάδας και της Ρούμελης. Μόλις όμως οι Αλβανοί έμαθαν αυτές τις ετοιμασίες, έσπευσαν να δηλώσουν στην πύλη ότι: «…όντας πιστοί υπήκοοι του σουλτάνου ζητούσαν μόνο δικαιοσύνη, και εφόσον τους πλήρωναν τα χρήματα που τους όφειλαν νόμιμα οι Πελοποννήσιοι, αμέσως θα εκκένωναν τη χώρα».
Ο σουλτάνος έστειλε αμέσως έναν δεφτερδάρη (λογιστή) για να ελέγξουν τις απαιτήσεις των Αλβανών και συγχρόνως διέταξε τον Χασάν να πάει με το στόλο στα νερά της Πελοποννήσου και να επιτεθεί εναντίον των Αλβανών εφόσον υπάρξει ανάγκη. Οι απεσταλμένοι διαπίστωσαν το άδικο των απαιτήσεων των Αλβανών, αλλά φοβούμενοι τη βία δεν τόλμησαν να εκφέρουν καμία απόφαση. Στο μεταξύ ο σερασκέρης, περιπλέοντας στον Αργολικό κόλπο, αποβιβάστηκε και κατασκήνωσε κάτω από το Άργος. Το κυριότερο σώμα των Αλβανών αποτελούμενο από 10000 άντρες και διοικούμενο από δύο Τόσκιδες, είχε οχυρωθεί κάτω από τα τείχη της Τριπολιτσάς. Στις 10 Ιουλίου 1779, ο Χασάν αναχώρησε από το Άργος και βαδίζοντας με ταχύτητα όλη τη νύχτα παρουσιάστηκε ξαφνικά μπροστά στην Τριπολιτσά και αμέσως επιτέθηκε στους Αλβανούς. Οι Αλβανοί αγωνίστηκαν με λύσσα, αλλά πριν να τελειώσει η μέρα τράπηκαν σε φυγή και σφάχτηκαν ανελέητα. Μετά από τη νίκη του ο Χασάν διέταξε να υψωθεί μπροστά στην ανατολική πλευρά της πόλης πυραμίδα από 4000 κεφάλια χτισμένα με άμμο και ασβέστη. Το τρομερό αυτό τρόπαιο διατηρήθηκε για πολλά χρόνια.
Οι υπόλοιποι Αλβανοί που βρίσκονταν στην Πελοπόννησο διασκορπίστηκαν περίτρομοι, αλλά ο Χασάν τους καταδίωξε και τους αφάνισε μέχρι ενός. Στην εξολόθρευσή τους συντέλεσαν και πολλοί Πελοποννήσιοι και ιδιαίτερα η οικογένεια των Κολοκοτρωναίων. Ο Γερός του Μωριά διηγείται:
«Εις τους 79 ήλθεν ο κεπετάμπεης με τον Μαυρογέννην και ερχόμενος έρριξεν εις τουςΜύλους και Ανάπλι. Έστειλεν εις όλην την Πελοπόννησον μπουγιουρντί και επήγαν και επροσκύνησαν τον καπετάμπεη εις τους Μύλους. Εις τον πατέρα μου έστειλε χωριστό μπουγιουρντί, να ελθήτε να βγάλουμε τους Αρβανίταις και να ευρή ο ραγιάς το δίκηο του. Ο πατέρας μου εκίνησε με χίλιους στρατιώτας και έπιασε τα Τρίκορφα εις την Τριπολιτσάν· δεν επήγεν εις καπετάμπεην διότι εφοβείτο. Ο καπετάμπεης εσηκώθηκε από τους Μύλους, επήρε 6000 ταγκαλάκια καιτους κλέφταις 3000 και επήγαν εις Δολιανά, Τριπολιτσά και έρριξεν το ορδί. Ο πατέρας μου σαν ήτον στα Τρίκορφα, του έστειλεν ο καπετάμπεης να πάγη σε δαύτονε δια να τον προσκυνήση. Ο πατέρας μου απόκρίθηκε, δεν είναι καιρός να έρθω να προσκυνήσω· οι Αρβανίταις είνε εις Τριπολιτσά, ημπορούν να πιάσουν άγριον τόπον και να σκορπίσουν τότε μέσα εις την Πελοπόννησον, νάχουν και τόπον. Τότε του έστειλεν 20 μπινίσια για τους καπεταναίους κι ένα καπότο δια τον εαυτόν του. Τον καιρόν που εζύγωσε το στράτευμα το τούρκικο εις την Τριπολιτσάν κι επολιορκούσε τους Αρβανίταις, εχώρισαν 4000 Αρβανίταις να τον βγάλουν από τα ταμπούρια και αυτός αντιστάθηκε και τους εκυνηγούσε και εμβήκαν πίσω. Ήλθον τα στρατεύματα τα τούρκικα του καπετάμπεη έως τον Άγιον Σώστην· πάλι εβγαίνουν 6000 δια να πάνε εις τον πατέρα μου και αυτός πάλι τους αντέκρουσε. Είδανε ότι δεν ημπορούν να βαστάξουν οι Αρβανίταις μέσα εις Τριπολιτσά, διότι δεν ήτον τότε τειχογυρισμένη· εσυνάχθησαν όλοι και πάνε εις τον πατέρα μου και αυτός τους στάθηκε με ορμήν και τους εγύρισε πίσω εις τον κάμπον· ενώθησαν και άλλοι καπεταναίοι· εμβήκαν εις τα χωράφια, εις τον κάμπον τους εσκότωσε η καβάλα ως οι θεριστάδες· έπεσεν η καβαλαριά μέσα και τους εθέρισαν· από τη μίαν μεριάν η καβαλαριά από το άλλο ο πατέρας μου. Από 12000 επτακόσιοι πέρασαν εις το Δαδί. Όταν τους επολέμησε ο πατέρας μου του έλεγαν, Κολοκοτρώνη δεν κάμεις νισάφι; Τι νισάφι να σας κάμω, όπου ήλθετε και εχαλάσατε την πατρίδα μου, μας πήρατε σκλάβους και μας εκάματε τόσα κακά; Του απεκρίθησαν εφέτος δικό μας του χρόνου δικό σου. Τα κεφάλια των Αλβανών έφτιασαν πύργον εις Τριπολιτσάν».
Κωνσταντίνου Σάθα: Τουρκοκρατούμενη Ελλάς
Πηγή: Feltor's Blog