ΤΑ ΚΑΡΑΒΙΑ
Καὶ τὰ μάτια στὸ θάμπωμα ἀνοιχτά,
καὶ τὰ μάτια σὰ σὲ ὅραμα χαμένα
καὶ τὰ μάτια στὸ θάμπωμα πνιχτὰ
τὰ καράβια κοιτάζουνε μακριά,
τὰ καράβια σὰν ὅραμα χαμένα.
Μιὰν αὐγή εἶχαν ἀφήσει τὴ στεριά,
τὰ πανιά τους σὰν ὅραμα ἁπλωμένα,
καὶ μπροστά τους γελοῦσαν τὰ νερά,
καὶ τριγύρω σκιρτούσανε φτερὰ
στὰ πανιά τους, στὸν ἄνεμο ἁπλωμένα.
Καὶ ἦταν ὄνειρο ἐμπρός τους τὸ γλαυκό,
καὶ ἦταν ὄνειρο ποὺ ἔφευγαν λευκό,
τὰ πανιά τους σὰν ὅραμα ἁπλωμένα,
μὰ στὰ μάκρη τὰ βρῆκε ἡ καταχνιὰ
μὲ ἁπλωμένα τὰ βρῆκε τὰ πανιά
καὶ μὲ ἁπλωμένα ἀπόμειναν πανιὰ
τὰ καράβια σὰν ὅραμα χαμένα.
Χαμένα στὴν ξένη τὴν αὐγή,
τὴν ἀσάλευτη ὁλόγυρα σιγὴ
μὲ ἀσάλευτα ἁπλωμένα σὰ νεκρὰ
τὰ πανιά τους στὰ ὁλοθάλαμπα νερά,
τὰ μάτια κοιτάζουνε μακρὰ
τὰ καράβια σὰν ὄνειρα χαμένα.
ΚΩΣΤΑΣ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ
Πηγή: ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΔΙΑ ΤΗΝ Ε΄ ΤΑΞΙΝ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΑΡΡΕΝΩΝ (1930)
Ἑλλήνων Φῶς