ΤΑ ΜΑΤΙΑ
Σοφοί μας ὀφθαλμίατροι καὶ κύριε Γαζέπη,
σὲ τοῦτον τὸν ψευτόκοσμο τί μάτια κανείς βλέπει.
Μάτια, ποῦ σὲ νυστάζουνε κι' ἀρχίζεις χασμουρήματα,
καὶ μάτια, ποῦ σὲ βάζουνε σὲ πειρασμοὺς καὶ κρίματα.
Μάτια, ποῦ τὰ 'θολώσανε μαύρης ζωῆς καϋμοί,
μάτια, ποῦ τὸν Παράδεισο σ' ἀνοίγουν νύκτα 'μέρα,
καὶ μάτια ποῦ σὲ κάνουνε καὶ θέλωντας καὶ μὴ
νὰ πᾷς 'στὸ γέρο διάβολο κι' ἀκόμη παραπέρα.
Μάτια, ποῦ λὲς ἀληθινὰ πῶς τοῦ διαβόλου θἆναι,
μάτια, ποῦ μ' ἕνα κύτταγμα θαρρεῖς πῶς θὰ σὲ φᾶνε,
μάτια, ποῦ σὲ ματιάζουνε γιατὶ σὲ βλέπουν πλούσιο
καὶ μὲ τὸν δίσκο δὲν ζητᾷς καὶ σὺ τὸν ἐπιούσιο.
Μάτια, ποῦ στρέφονται 'ψηλὰ
πρὸς ἐπουράνια καλά.
κι' ἄλλα, ποῦ ψάχνουν χαμηλὰ
νὰ 'βροῦνε τίποτα ψιλά.
Μάτια ποῦ σκιάζονται τὸ φῶς καθὼς ἡ νυκτερίδα,
μάτια ποῦ λὲς πῶς πάντοτε θ' ἀστράφτουν ἀνοικτά,
μάτια σὰν τὶς γλαυκώπιδος, καὶ μάτια σὰν γαρίδα,
ὁποῦ σὲ κάνουν νὰ κρατῇς τῆς τσέπαις σου σφικτά.
Μάτια, ποῦ τὸ μαυράδι των τὸ γλυκοκελαϊδοῦν
μπουμπουνισμένοι ποιηταί μὲ τόσο λυρισμό,
μάτια, ποὺ δὲν σηκόνονται 'λιγάκι νὰ σὲ 'δοῦν
μονάχ' ἀπὸ ψευτοντροπὴ κι' ἀπὸ ταρτουφισμό.
Κι' ἄλλα παρθένα καὶ δειλὰ
μ' ἀγγέλων ἀθῳότητα,
ποῦ σκύβουν κάτω ντροπαλά,
μ' ἀληθινή σεμνότητα.
Μάτια, ποῦ περιπαίζουνε μ' ἀδιαντροπιὰ γεμάτα,
μάτια, ποῦ σὲ μαγεύουνε καὶ λές: ἀνάθεμά τα,
μάτια, ποῦ κάθε τί στραβὸ φαίνετ' ἐμπρός των ἴσο,
καὶ κάτι μάτια θαυμαστά,
ποῦ σὲ τρομάζουν καὶ κλειστά,
καὶ γίνονται καὶ τέσσερα καὶ βλέπουν κι' ἀπ' ὀπίσω.
Μάτια μαριόλικα, ποῦ λὲς πῶς εἶναι καμωμένα
μόνο γιὰ νὰ λιγώνωνται σ' ἐρώτων πανηγύρια,
μάτια, ποῦ σὰν Ἡφαίστεια σοῦ φαίνονται σβυσμένα,
καὶ μάτια, ποῦ σπιθοβολοῦν καὶ μοιάζουν σὰν ζαφείρια.
Μάτια κουτά, μάτια χαζά, ποῦ τίποτα δὲν λένε,
μάτια, ποῦ λὲς πῶς ἔγιναν μονάχα γιὰ τὰ μάτια,
καὶ μερικά, ποῦ κουτουροῦ 'συνείθισαν νὰ κλαῖνε
καὶ στάζουν δίχως ἀφορμὴ σὰν πήλινα κανάτια.
Μάτια, ποῦ μόνον ἡ ψευτιὰ τ' ἀνοιγοκλείνει πάντα,
καὶ μερικά, ποῦ βλέπουνε χωρὶς νὰ ξέρουν γιάντα.
Μάτια, ποῦ ρέμβης φαίνονται κι' ὀνείρων κατοικία,
μάτια γλαρὰ προικοθηρῶν μὲ κύκλους φλογερούς,
ἀλλὰ καὶ μάτια Δαλιδᾶς, καὶ μάτια γυναικεῖα,
ποῦ λαχταροῦν ἐμπορικὰ καὶ τσάγια καὶ χορούς.
Μάτια τρελλά, ποῦ μέσα των φεγγοβολεῖ νεότης
καὶ κάθε πόθος φτερωτὸς τῆς ἐποχῆς τῆς πρώτης.
Μάτια γερόντων, ποὺ ματιαῖς
ἀναζητοῦν μὲ πόνο,
καὶ πότε βγάζουνε φωτιαῖς,
καὶ πότε τσίμπλαις μόνο.
Μάτια καμπόσων κοσμικῶν
καὶ καλογήρων μερικῶν,
ποῦ σκανδαλίζονται συχνὰ κι' ἔχουν τὸ βλέμμα λαῦρο,
πρὸ πάντων τὴν Σαρακοστή, ποῦ τρῷν χαβιάρι μαῦρο.
Μάτια, ποῦ 'ματοκύλισαν τὴν Τροίαν τοῦ Πριάμου
καὶ τῶν Ὁμήρων τῶν τυφλῶν ἐδόξασαν τῇς λύραις,
ἀλλὰ καὶ μάτια μύωπος σὰν τοῦτα τὰ 'δικά μου,
ποῦ τοὺς παππάδες πέρνουνε γιὰ μαυροφόραις χήραις.
Καὶ μάτια, ποῦ φιλάνθρωπα γιὰ τ' Ὀφθαλμιατρεῖο*
ἦλθαν ἐδῶ νὰ κυτταχθοῦν 'στὸ Θέατρο τὸ κρύο.
Ποικίλος καὶ 'στὴν ὅρασιν ὁ κόσμος ὁ κανάγιας,
ἄλλα τὰ μάτια τοῦ λαγοῦ κι' ἄλλα τῆς κουκουβάγιας.
*Στίχοι ἀπαγγελθέντες εἰς τὴν ἐν τῷ Δημοτικῷ Θεάτρῳ Ἀθηνῶν ὑπὲρ τοῦ Ὀφθαλμιατρείου ἑσπερίδα.
Πηγή: «Νέα Εστία», τχ. 634, 1953
Ἑλλήνων Φῶς