Θὰ κλάψουμε καὶ σήμερα…
Ὅπως κάθε χρόνο, ἐδῶ καὶ μερικὰ χρόνια…
Ἀπὸ τότε ποὺ ὁ (κάθε) …«πολυχρονεμένος» σουλτάνος τῆς γείτονος ἔδωσε τὴν ἄδεια νὰ ἐπιστρέφουμε, ὡς ἐπισκέπτες, κάπου κάπου, στὰ καταπατημένα μας ἐδάφη (ὑψηλῇ ἀδείᾳ, ἀλλὰ καὶ ἀνοχῇ, μαζὺ μὲ …ἀλληλοδιαπλοκή, τῶν ἄλλων …«πολυχρονεμένων» καὶ ὁπωσδήποτε …«πιστῶν συμμάχων» μας), ἐμεῖς ἔχουμε ..«.κλείσῃ ὡς λαός». (Μὲ τὴν σημερινή μας, φυσικά, μορφή…!!!)
Ἀκόμη κι ἕνας ἀπὸ ἐμᾶς ὅταν, γλείφοντας καὶ προσκυνώντας καὶ παρακαλώντας, σπεύδῃ νὰ ἐπισκεφθῇ, μετὰ βαΐων καὶ κλάδων, πανευτυχὴς σαφῶς, τραβώντας καὶ τὶς ἀναγκαῖες …σέλφις, ὡς ἀναμνηστικά-ἀποδεικτικὰ τοῦ συμβιβασμοῦ-ἀμηνομοσύνης-πρσκυνήματός του, τότε πασιφανῶς ἀποδεικνύεται πὼς ἕνας πρὸς ἕναν, ἀλλὰ κι ἐμμέσως ὅλοι μαζὺ (ἐφ΄ ὅσον στὴν δημοκρατία μας ποὺ δὲν ὑπάρχουν ἀδιέξοδα, οἱ πλειοψηφοῦντες καταδεικνύουν καὶ τὸ εἶδος τῆς κοινωνίας μας), θέτουμε τὴν ὑπογραφή μας, τὴν ἀποδοχή μας καί, ἐμμέσως πλὴν σαφῶς, τὴν ἔγκρισίν μας κάτω ἀπὸ τὶς συμφωνίες γιὰ τὴν γενοκτονία μας. Τὴν ὁποιανδήποτε γενοκτονία μας. Παρελθούσα, σημερινὴ ἢ καὶ μελλοντική.
Σήμερα εἰδικῶς, ἀλλὰ ὄχι μόνον, ἑκατοντάδες συμπατριῶτες μας ἔσπευσαν καὶ σπεύδουν σὲ ἀλησμόνητες (ἢ καὶ χαμένες γιὰ κάποιους) πατρίδες, πρὸ κειμένουν νὰ κάνουν, λέει, ἔνα τρισάγιον, νὰ δακρύσουν στὴν θέα τῶν ἀπωλεσθέντων μας ἐδαφῶν, νὰ πικραθοῦν γιὰ τὰ ὅσα μᾶς ἔκλεψαν, νὰ θρηνήσουν γιὰ τοὺς νεκρούς τους, νὰ φωτογραφήσουν τὶς πρώην περιουσίες τους, ποὺ ὅμως τόσο καλὰ τὶς διατηροῦν οἱ καταπατητές-ὑπεξαιρετές, μὰ καὶ συγχρόνως ἀπόγονοι τῶν σφαγέων μας, νὰ περιδιαβοῦν ὡς τουρίστες σὲ αὐτὰ τὰ τοπία, νὰ χρυσοπληρώσουν τὸν τουρισμὸ «ἐμπορίας τοῦ αἵματος» καί, καταληκτικῶς, νὰ ἐπιστρέψουν ἐντὸς τῶν συνόρων (ποιός ἦλθε;) γιὰ νὰ διηγηθοῦν τὰ ὅσα θαυμαστὰ ἀντίκρυσαν, γιὰ τὰ χαμένα μεγαλεία. νὰ τὰ διηγηθοῦν, νὰ ἀφήσουν ἕνα δάκρυ νὰ τρέξῃ καὶ καταληκτικῶς νὰ ἐπισφραγίσουν τὴν συγχώρεσιν.
Διότι ὅταν συγχωρῇς (σῦν + χωρῶ) τότε εἶναι ποὺ δίδεις ἁπλόχερα χῶρο στὸν ἄλλον νὰ …χωρέσετε στὸ αὐτὸν (χῶρο, ἰδέες, πράξεις καί, ἐπὶ τοῦ πρὸ κειμένου, γενοκτονία μας!!!) Συγχωρῶ, εἰδικῶς γιὰ τέτοια γεγονότα, δηλώνει πὼς «ἔ, καί τί ἔγινε;».
Τί ἔγινε πατριῶτες; Κάτι ἑκατοντάδες χιλιάδες κεφάλια ἐκόσμησαν τὰ σφαγεία τῶν ντονμενοειδοελεγχομένων γειτόνων μας. Καί δέν ἔγινε κάτι;
Ναί, λαὸς προσκυνημένος εἶναι λαὸς χαμένος.
Ναί, λαὸς ἀμνήμων, εἶναι καταδικασμένος στὸν ἀφανισμό.
Ναί, κάτι ἄρχισε νὰ ξυπνᾷ, ἐπὶ τέλους, σὲ αὐτὸν τὸν τόπο, ἀλλὰ ξυπνᾶ ἀργά-ἀργά. Δὲν ξέρω τὶ (κι ἐάν) θὰ προλάβουμε νὰ σώσουμε.
Πάντως αὐτὸ ποὺ δὲν προέχει πλέον νὰ σώσουμε εἶναι τὰ τομάρια μας.
Ἀρκετὰ συγ-χωρέσαμε μὲ ὅσα μᾶς δηλητηριάζουν καὶ μᾶς σκοτώνουν.
Ὥρα μας πλέον νὰ χωρέσουμε μόνοι μας.
Καὶ ὅποιος ἀνθέξει…
Σημείωσις
Θὰ κλάψουμε… Θὰ κλάψουμε πολύ… Πάρα πάρα πολύ…
Θὰ κλάψουμε ὄχι στιγμιαίως, ἀλλὰ γιὰ καιρό.
Ὁ θρῆνος ποὺ θὰ σηκωθῆ ἴσως ὅμως καὶ νὰ μᾶς σώσῃ…
Διαφορετικὰ δὲν ὑπάρχει ἐλπίς…
Πηγή: Φιλονόη καὶ Φίλοι...