Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΞΕΝΟΦΑΝΗ

Ἄγαλμα τοῦ Ξενοφάνη στό κοινοβούλιο τῆς Βέννης, Αὐστρία

Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΞΕΝΟΦΑΝΗ


Ἡ κριτική τοῦ Ξενοφάνη στίς μυθολογικές ἀντιλήψεις

Σέ ἡλικία ἐνενῆντα δύο ἐτῶν αὐτοαποκαλεῖται ὁδοιπόρος, καθώς τά τελευταῖα ἑξῆντα ἑπτά χρόνια ἔχει περιπλανηθεῖ στήν Ἑλληνική γῆ, συμπεριλαμβανομένης φυσικά καί τῆς Magna Graecia (Νότια Ἱταλία καί Σικελία). Ἦταν ποιητής, καί ἀπό τούς εὔηχους στίχους στά διασωθέντα ἀποσπάσματα συμπεραίνουμε πόσο θλιβερό γεγονός εἶναι ἡ ἀπώλεια τοῦ μεγαλύτερου μέρους τῶν ἐξαμέτρων καί τῶν διστίχων του (ὅπως κι ἐκείνων τοῦ Ἐμπεδοκλῆ καί τοῦ Παρμενίδη), ἐνῶ διατηρήθηκαν οἱ στρατιωτικοί παιᾶνες τῆς Ἰλιάδας. {...}

Κατά τόν Wilamowitz* "ὁ Ξενοφάνης διεκήρυξε τόν μοναδικό πραγματικό μονοθεϊσμό, πού ὑπῆρξε ποτέ στή γῆ".

Ἦταν ἐπίσης ἐκεῖνος πού ἀνακάλυψε ἀπολιθωμένα ὄστρακα στούς βράχους τῆς Νότιας Ἰταλίας καί ἔβγαλε σωστά συμπεράσματα γιά τήν προέλευσή τους - κι ὅλα αὐτά, τόν 6ο αἰῶνα πρό Χριστοῦ! {...}

Γιά νά προετοιμαστεῖ ὁ δρόμος τῆς ἐπιστημονικῆς κοσμοθεώρησης, ἔπρεπε προηγουμένως ν΄ ἀπομακρυνθοῦν ὁ κεραυνοβόλος Ζεῦς, ὁ Ἀπόλλων, ὁ ὁποῖος ξεθυμαίνει στέλνοντας ἐπιδημίες στούς θνητούς κ.ο.κ.

Ὁ Ξενοφάνης ἐπισημαίνει ὅτι ὁ Ὅμηρος καί ὁ Ἡσίοδος ἐπιβαρύνουν τούς θεούς μέ ὅλα τά ἀνθρώπινα ἐλαττώματα, ὅπως τήν κλοπή, τή μοιχεῖα καί τήν πονηριά, μέ τήν ὁποῖα ξεγελοῦν ὁ ἕνας τόν ἄλλον. Καί ὅπως ἀναφέρει:

"Ἀλλ΄ οἱ βοσκοί δοκέουσι γεννᾶσθαι θεούς, τήν σφετέρην δ΄
ἐσθῆτα ἔχειν φωνήν τε δέμας τε".

Ἀλλά οἱ θνητοί νομίζουν πώς οἱ θεοί γεννώνται ὅπως
ἐκείνοι, κι ἔχουν ροῦχα, καί φωνή καί μορφή ὅπως ἐκείνοι.

Πῶς μπόρεσε τό εὐρύ Ἑλληνικό κοινό καί ἱκανοποιήθηκε μέ μιά τόσο χαμηλοῦ ἐπιπέδου ἀντίληψη περί τῶν θεῶν; Ἡ ἀπάντηση εἶναι προφανής:

ἐπειδή δέν τή θεώρησαν καθόλου χαμηλοῦ ἐπιπέδου. Ἀντιθέτως ἡ ἀντίληψη αὐτή συνηγοροῦσε ὑπέρ τῆς δύναμης, τῆς ἐλευθερίας καί τῆς ἀνεξαρτησίας τῶν θεῶν, καθώς τούς ἐπιτρεπόταν χωρίς κανέναν ψόγο νά κάνουν πράγματα γιά τά ὁποῖα ἐμεῖς θά βρισκόμασταν στό ἑδώλιο τοῦ κατηγορουμένου, ἀφοῦ δέν εἴμαστε παρά φτωχοί, ἀσήμαντοι θνητοί. Οἱ ἄνθρωποι εἶχαν προσδώσει στούς θεούς μορφές κάτ΄ εἰκόνα τῶν ἰσχυρῶν πού κατεῖχαν ἐξουσία, πλούτη, δύναμη καί ἐπιρροή καί οἱ ὁποῖοι θά μποροῦσαν, κατά πᾶσα πιθανότητα τότε - ὅπως καί σήμερα - νά παρακάμπτουν τό νόμο καί νά ἐπιδίδονται στό ἔγκλημα καί στήν ἀτιμία, βασιζόμενοι στή δύναμη καί στόν πλοῦτο.

Σέ μερικά Ἀποσπάσματα ὁ Ξενοφάνης σαρώνει τούς θεούς ἀπό τό θρόνο τους, καθώς τούς χλευάζει μέσα σέ λίγες γραμμές ὡς πρόδηλα ἀποκυήματα τῆς φαντασίας μας:

"'Ἀλλ΄ εἴ χεῖρας ἔχον βόες <ἵπποι τ΄> ἠέ λέοντες ἤ
γράψαι χείρεσσι καί ἔργα τελεῖν ἄπερ ἄνδρες, ἵπποι μέν θ΄
ἵπποισι, βόες δέ τε βουσίν ὁμοίας καί <κε> θεῶν ἰδέας ἔγραφον
καί σώματ΄ ἐποίουν τοιαῦθ΄ οἶον περ καὐτοί δέμας εἶχον <ἕκαστοι">."

Ἀλλά ἄν εἶχαν χέρια τά βόδια, τά ἄλογα καί τά λιοντάρια καί μποροῦσαν
νά ζωγραφίζουν μέ τά χέρια τους καί νά φτιάχνουν ἔργα ὅπως οἱ ἄνθρωποι,
τότε τά ἄλογα θά ζωγράφιζαν τούς θεούς σάν ἄλογα, τά βόδια σάν βόδια,
καί θά τούς ἔφτιαχναν σώματα σάν τό σῶμα πού ἔχει κάθε εἶδος

"Αἰθίοπες τε <θεούς σφετέρους> σιμούς μέλανάς τε.
Θρῆικές τε γλαυκούς καί πυρρούς <φασί πέλεσθαι>"

Οἱ Αἰθίοπες ἰσχυρίζονται πῶς οἱ θεοί τους εἶναι μαῦροι καί μέ
πεπλατυσμένη μύτη, οἱ Θρᾶκες, γαλανομᾶτες καί κοκκινομάλληδες.

Τώρα, λίγα σύντομα Ἀποσπάσματα, πού ἀποδίδουν τήν ἀντίληψη τοῦ ἴδιου τοῦ Ξενοφάνη περί τῆς θεότητας - σαφέστατα μιᾶς καί μοναδικῆς:

"εἰς θεός, ἔν τε θεοῖσι καί ἀνθρώποισι μέγιστος,
οὔτι δέμας θνητοῖσιν ὁμοίιος οὐδέ νόημα"

Ἕνας θεός ὑπάρχει μεταξύ τῶν θεῶν καί τῶν ἀνθρώπων,
ὁ πιό μεγάλος, οὔτε στό σῶμα ὅμοιος πρός τούς θνητούς,
οὔτε στή νόηση.

"Οὗλος ὁρᾶι, οὗλος δέ τ΄ ἀκούει"

Ὅλος βλέπει, ὅλος δε σκέπτεται, καί ὅλος ἀκούει.

"ἀλλ΄ ἀπάνευθε πόνοιο νόου φρενί πάντα κραδαίνει"

ἀλλά χωρίς κόπο τραντάζει τά πάντα μέ τή δύναμη τοῦ νοῦ.

"αἰεί δ΄ ἐν ταὐτῶι μίμνει κινούμενος οὐδέν, οὐδέ μετέρχεσθαί μιν ἐπιπρέπει ἄλλοτε ἄλληι"

Πάντοτε δε, μένει στόν ἴδιο τόπο χωρίς νά κινεῖται καθόλου, οὔτε ἀρμόζει σέ αὐτόν νά μετατοπίζεται πηγαίνοντας ἐδῶ κι ἐκεῖ.

Καί ὕστερα ὁ ἀγνωστικισμός τοῦ Ξενοφάνη, τόν ὁποῖο βρίσκω ίδιαίτερα ἐντυπωσιακό:

"καί τό μέν οὗν σαφές οὔτις ἀνήρ ἴδεν οὐδέν τις
ἔσται εἰδώς ἀμφί θεῶν καί ἅσσα λέγω περί πάντων· εἰ γάρ
καί τά μάλιστα τύχοι τετελεσμένον εἰπών, αὐτός ὅμως οὐκ
οἷδε· δόκος δ΄ ἐπί πᾶσι τέτυκται"

Καί τήν ἀλήθεια γιά τούς θεούς καί ὅλα τά πράγματα γιά τά ὁποῖα
μιλῶ, οὐδεῖς ἄνθρωπος γνωρίζει καί οὔτε θά γνωρίσει·
καί ἄν κάποιος τύχει νά πεῖ ὅλη τήν ἀλήθεια, ὁ ἴδιος δέν γνωρίζει·
μονάχα πιθανή γνώση γιά ὅλα τά πράγματα ὑπάρχει.



* Ulrich Willamowitz - Mollendorff (1848 - 1931): Κορυφαῖος Γερμανός φιλόλογος, ἕνας ἀπό τούς πλέον ἐπιφανεῖς σύγχρονους Ἑλληνιστές.



Πηγή: Η ΦΥΣΗ ΚΑΙ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ, Erwin Schrodinge, ἐκδόσεις Π. ΤΡΑΥΛΟΣ
Φωτογραφία: https://gr.pinterest.com/, Ἄγαλμα τοῦ Ξενοφάνη στό κοινοβούλιο τῆς Βέννης, Αὐστρία

Χρύσα Νικολοπούλου/Ἑλλήνων Φῶς

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *