ΤΟ ΑΙΩΝΙΟ ΔΙΑΒΑ
Καὶ ἐνῶ ὁ Ἀλέξης ἔδειχνε μὲ τὶς πρᾶξες του πως κάθε ψοφιοσύνη τὴ σιχαίνεται καὶ τὴν ἀρνιέται καὶ κάθε ζωντανάδα τὴν ἀγαπάει καὶ τὴ χαίρεται καὶ ἐνῶ ἔλεγε πως οἱ δίχως φωτιὰ καὶ χωρὶς φῶς ἄνθρωποι πρέπει νὰ σκοτώνωνται γιὰ νὰ λείπουν ἀπὸ τὴ μέση, ἔμαθε πως σκοτώθηκε μὲ τὸ ἴδιο του τὸ χέρι ἕνας φίλος του στὴν Ἀθήνα καὶ ταραγμένος ρώτησε· − «Μὰ γιατί νὰ πεθαίνουν οἱ ζωντανοί; γιατί νὰ χάνωνται ἐκεῖνοι οἱ λιγοστοί, που εἶναι ὅλο φῶς, φωτιὰ καὶ ζέστη; γιατί νὰ ποθοῦν τὸ θάνατο; γιατί νὰ μεθοῦν ἀπὸ τὴν πνοή του; γιατί νὰ τρέχουν, γιατί νὰ βιάζωνται κατὰ τὸ χαμό τους;»
Σὰν κάτι ρυθμοὶ βαρύτατοι ἀνάβρυζαν κυματιστοὶ ἀπὸ τὰ βάθια τὰ ἀπόμακρα τῆς ψυχῆς του, ἔτσι·
Γι' αὐτούς, τοὺς λιγοστούς, ἡ ζωὴ δὲν εἶναι τίποτε, παίζουν μαζί της καὶ δὲν τὴ λογαριάζουν, γιατὶ ἀλλοῦ ἔχουνε τὸ νοῦ τους, καὶ ἡ φωτιὰ που εἶναι μέσα τους θέλει νὰ καοῦν.
Μὰ τοὺς ἄλλους ὅμοιούς του, γιατί ἐκεῖνος, που βιάζεται νὰ φύγη ἀπὸ τὴ ζωή, τοὺς ἀφήνει μόνους νὰ φορτωθοῦν τὰ βάρη ὅλα, που μαζί του βαστοῦσαν; − Ὧ Καρυάτιδες, που χάσατε τὴν ἀδελφή σας τὴν ἰσάξια − πιὸ δύσκολη, πιὸ βαρειὰ, πιὸ ἄχαρη γίνεται ἡ ξεχωριστὴ δουλειά, που πῆραν ἀπάνω τους οἱ λιγοστοί, που τοὺς μεθάει καὶ αὐτοὺς τοῦ θανάτου ἡ πνοή, μὰ ἀποφάσισαν νὰ ζήσουν γιὰ νὰ βαστάξουν ὣς τὸ τέλος ἐκεῖνα που θεληματικὰ φορτώθηκαν.
Ἄσχετοι ἀπὸ τὶς πρᾶξες τους, ἀπὸ τὰ πράματα καὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, που ἀνούσιοι, σαχλοὶ καὶ μέτριοι τοὺς περιτριγυρίζουν, ἐρωτεύονται κι αὐτοὶ τὸ θάνατο καὶ βία τρελὴ τοὺς σέρνει κατὰ κεῖθε. Ὅμως θὰ νικήσουνε τὴν ἀηδία που τοὺς παίρνει καὶ μέσ' στὸ πρόστυχο παζάρι θὰ ζήσουν.
Ἴδια τὰ μεγάλα δέντρα, που πρέπει νὰ κάμουν τὸν καιρό τους δίχως ἀνυπομονησία καὶ βία, περιμένουν καὶ αὐτοὶ νὰ ἀνοίξουν, νὰ φυτρώσουν, νὰ φουντώσουν, νὰ ὑψωθοῦν, νὰ θεριέψουν, νὰ συμμαζωχτοῦν, νὰ μαραθοῦν. Νὰ σκοτωθοῦν μονάχοι τους δὲν εἶναι ἀνάγκη. Θὰ ἔλθη μόνος του ὁ θάνατος νὰ τοὺς πάρη, δὲν μπορεῖ νὰ ἀργήση. Ὅμως, ὅπου κι ἂν πηγαίνουν, στὰ ταξίδια τους, μαζί τους παίρνουν καὶ λίγο θάνατο.
Ἡ σκέψη τῶν λιγοστών, που μόνοι μέσα στὴν ἀθρωπότητα ἀξίζουν κάτι, σχετικὰ μὲ τὶς μεγάλες μάζες, μπορεῖ νὰ χαράζη ἐπάπειρο νέους φιλοσοφικοὺς δρόμους καὶ νὰ γεννοβολᾶ νέες ἀντίληψες τοῦ κόσμου, χωρὶς νὰ δύνεται καλὰ καλὰ νὰ τὴν παρακολουθῆ τὴ σκέψη αὐτὴ τῶν ἐξαιρετικῶν ἡ μεγάλη μάζα τῶν ἀνθρώπων. Καὶ ἔτσι οἱ λιγοστοὶ δὲ θὰ πάψουν ποτὲ νὰ ἀλλάζουν τὰ ἰδανικὰ τῆς ἀνθρωπότητας, χωρὶς ποτὲ νὰ τοὺς μοιάσουν οἱ πολλοί, ὅσο καὶ νὰ γίνωνται διαφορετικοὶ ἀπὸ τὸν πρωτινὸ ἑαυτό τους.
Ὅποιος τὸ ἔχει μέσα του νὰ μπορῆ, θελητὰ ἢ ἄθελα, νὰ ἐπηρεάζη τὴ μεγάλη μάζα, θὰ πάη πρῶτα νὰ σταθῆ στὸ ἐπίπεδό της, θὰ χωθῆ ὣς στὸ λαιμὸ μέσα στὰ τρεχούμενα ἰδανικά της καὶ ἀπὸ κεῖ θὰ πασκίση νὰ τὴν τραβήξη κατὰ τὸ δικό του τὸ καινούργιο ἰδανικό. Μὰ γιὰ νὰ πετύχη − ἂν θέλη τὴν ἐπιτυχία − πρέπει νὰ μὴν ἀπομακρύνεται στὰ μάτια της πολὺ ἀπότομα ἀπὸ τὰ ἰδανικὰ τῆς μεγάλης μάζας. Ἔτσι καὶ τὸ ἐθνικὸ ἰδανικὸ μπορεῖ νὰ γίνη, στὰ χέρια ἑνὸς ἐξαιρετικοῦ, ὄργανο γι' ἄλλους σκοπούς, καὶ γιὰ τὸ ἀνέβασμα τῶν πολλῶν σ' ἄλλο ἠθικὸ ἐπίπεδο καὶ γιὰ τὸ λαγάρισμα τῶν λίγων καὶ ἐξαιρετικῶν, που μόνοι ἀξίζουν.
Δὲν εἶναι ἀξιοκαταφρόνητη ἡ μεγάλη μάζα τῶν ἀνθρώπων, ἀφοῦ σ' αὐτὴν ἐπάνω ριζώνουν καὶ ἀκουμποῦν καὶ δυναμώνουν καὶ ἀκονίζονται καὶ ἀπὸ μέσα της ξεχωρίζονται τὰ μεγάλα ἄτομα, οἱ διαλεχτοί, που δὲν εἶναι οὐρανοκατέβατα πουλιά, μὰ ἀνθοὶ τῆς ἀνθρωποσύνης. Ὅποιος ὅμως εἶναι ἀπὸ κείνους που πλάθουν ἰδανικά, ὅποιος εἶναι δημιουργὸς εἰδώλων καὶ χαράχτης δρόμων καὶ νομοθέτης, θὰ ἔχη τὴν πεποίθηση πως δὲν ἀλλάζει καὶ πολὺ σὲ κανέναν καιρὸ καὶ σὲ κανέναν τόπο ἡ μεγάλη μάζα τῶν ἀνθρώπων, ὁ αἰώνιος Κάλιμπαν, καὶ μόνο γιὰ νὰ τὴ συναρπάζουν οἱ ἐξαιρετικοί, γι' αὐτὸ ἀξίζει.
Μήπως τὸ νὰ προχωρῆ ὁ νοῦς αὐτοῦ τοῦ ἐξαιρετικοῦ σὲ κόσμους νέους καὶ ἄγνωρους καὶ νὰ ἀφήνη πίσω του τὴ μεγάλῃ μάζα τῶν ἀνθρώπων ἢ νὰ προβαίνη ξέχωρά τους ἀπ' ἄλλο μονοπάτι, μήπως αὐτὸ ἐλαττώνει τὴν ἀξία τοῦ μεγάλου δρόμου μὲ τὰ τρεχούμενα ἰδανικά του; Κάθε ἄλλο.
Κι αὐτὸς ὁ ἴδιος τὰ ξεχωρίζει καὶ τὰ βλέπει πως εἶναι ἰδανικὰ τῆς μεγάλης μάζας. Ὅσο ζῆ μοναχικὸς μὲ τὴ σκέψη του, δὲν τὰ λογαριάζει, παρὰ ἀντικειμενικά, μὲ τὴν ἀξία που μπορεῖ νὰ ἔχουν μέσα στὶς κοινωνίες τῶν ἀνθρώπων. Καὶ ὅταν κατεβῆ ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους καὶ νοιώση τὴν ἀνάγκη νὰ τοὺς ἐπηρεάσῃ, τότε ἀλλάζει ψυχολογία ὁ ἴδιος, παίρνοντας τὴν ψυχολογία τῆς μεγάλης μάζας, δὲ λησμονεῖ ὅμως ποτέ του πως δὲ θ' ἀφομοιωθῆ. Θὰ κρατήση τὸν ἑαυτό του ἀκέριο καὶ κλειέται πιὸ σφιχτὰ μέσα του καὶ μὲ τὴ διαφορά του, μ' αὐτήν, θὰ ἐπηρεάση τοὺς ἀνθρώπους.
Γιὰ νὰ προτιμᾶ ὁ ξεχωριστὸς τὴ φιλοσοφίᾳ τὴ δική του ἀπὸ τὰ ἀφιλοσόφητα − ὄχι ὅμως καὶ ἀστήριχτα ἰδανικὰ τοῦ λαοῦ, μήπως τοῦτο πάει νὰ πῆ πως ἡ φιλοσοφία του εἶναι καλλίτερη; Αὐτὸς τὴν προτιμᾶ γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ δὲν ἀποκλείει γιὰ τὸ λαὸ τὴν ἀξία τοῦ ἰδανικοῦ τοῦ λαοῦ. Ὁ καθένας φτειάνει ὅπως μπορεῖ τὴ φιλοσοφία του καὶ τὰ ἰδανικά του γιὰ νὰ ζήση ἢ καὶ νὰ νικήση.
Ὁ ξεχωριστὸς νομοθετεῖ, μὰ τὶς περισσότερες φορὲς γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ τοὺς ὅμοιούς του, τοὺς λιγοστούς. Οὔτε θέλει νὰ γίνεται ὁ νόμος ὁ δικὸς του γενικὸς κανόνας, γιατὶ εἶναι περήφανος. Τὶς δικές του πρᾶξες τὶς κάνει θεωρίες γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ γιὰ τοὺς λίγους διαλεχτούς, ὄχι γενικὴ θεωρία. Αὐτὸς παίρνει τὰ δικαιώματα που τοῦ ἀρέσουν ἢ τοῦ ταιριάζουν, μὰ δὲν ἀξίζει νὰ δίνη τὰ ἴδια δικαιώματα καὶ στοὺς ἄλλους ὅλους, γιατὶ ὅλοι δὲν εἶναι ἄξιοι τὰ δικά του δικαιώματα νὰ χαίρωνται.
Οἱ ἄνθρωποι τὸν ἐξαιρετικό, που δὲν τόνε γνωρίζουν, τὸν βλέπουν σὰν ὅμοιό τους καὶ ὁλοένα τὸν τραβοῦν κατὰ τὸν κάμπο τους, γιὰ νὰ τὸν ἰσοπεδώσουν. Τοῦ ὁρίζουν μάλιστα καὶ θέση στὴν κωμωδία τῶν κοινωνιῶν. Μὰ δὲν μπορεῖ νὰ ἀφομοιωθῆ μὲ τὴ θέση αὐτή, ξεφεύγει ἀπὸ παντοῦ, γιατὶ εἶναι πλατύτερος ἀπὸ τὴ θέση του.
Καὶ μπαίνει ὁ ἐξαιρετικὸς στὸ χορό τους εἴτε ἀπὸ ἀδυναμία εἴτε ἀπὸ δύναμη. Τὸ τρίψιμο μὲ τοὺς ἀνθρώπους, ὅταν εἶναι ἀδύνατος, τὸν πειράζει καὶ λαχταρᾶ τὴν ἐλευτεριά του στὴν ἐρημιὰ τῶν βουνῶν του ἢ τῶν κάμπων του, γιατὶ κι αὐτὸς δὲ βρίσκεται πάντα ψηλὰ σὲ κορφοβούνια. Μά, σὰν εἶναι δυνατός, τίποτε δὲν τὸν πειράζει, ἀντικρύζει τοὺς ἀνθρώπους σὰ μύγες καὶ χτυπάει δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ δεσπότης, δημιουργὸς καὶ νομοθέτης.
Ὅταν ἔχη τὴν δύναμη νὰ εἶναι περήφανος, νικητὴς καὶ τύραννός τους, τότε μόνο ἀξίζει νὰ μένη μέσα στοὺς ἀνθρώπους. Καὶ πάλι ἔπειτα νὰ βγαίνη ἀπὸ τὶς κοινωνίες τους ἀκέραιος, καθάριος καὶ ἐλεύτερος. Περνάει καὶ ἀπὸ βούρκους καὶ ἀπὸ λάσπες, που αὐτὸν δὲν τὸν λερώνουν.
Μὲ τὴν ὑποκρισία του τὴν καθημερινή, δὲ θὰ καταντήση τέτοιος, που νὰ μὴν ξέρη πιὰ καλὰ καλὰ τί εἶναι δικό του καὶ τί τῆς κοινωνίας του. Μὰ μήπως μπορεῖ κανεὶς νὰ φαντασθῆ πως, ὅσο δυνατὸς καὶ νὰ εἶναι, θὰ καταφέρη νὰ ξεφύγη ἀπὸ τὴν ἐπίδραση τῆς τριγυρισιᾶς του; Γιατί τάχα, ἀντὶ νὰ τὴν πολεμᾶ, νὰ μὴν παντρεύεται μὲ τὴν κοινωνία του, γιὰ νὰ καταντήση ἔτσι νὰ μὴ διακρίνη πιὰ τὰ δικά του ἀπὸ τὰ δικά της καὶ νὰ ἔχη τὴν ἡσυχία του; Δὲν παντρεύεται μὲ τὴν κοινωνία τῶν ἀνθρώπων, γιατὶ δὲν τὴν ἀγαπᾶ καὶ γάμο συμφεροντολογικὸ δὲν μπορεῖ νὰ κάμη.
Γι' αὐτὸν δυὸ κατάστασες ὑπάρχουν, ἢ νικητὴς ἢ μοναχός. Τρίτη δὲ διακρίνει ἄλλη, παρὰ τὸ θάνατο, γιατὶ πρόβατο στὸ κοπάδι τῶν ἀνθρώπων δὲν τοῦ δόθηκε νὰ μπορῆ νὰ γίνη αὐτός. Εἴτε στὴν ἐρημιά του εἴτε στὴν κοινωνία τῶν ἀνθρώπων βρίσκεται, ἀπομένει πάντα μόνος.
Καὶ ὁ θάνατος θὰ ἔρθη στὸν καιρό του. Δὲ θὰ φοβηθῆ ὁ ἐξαιρετικὸς νὰ παίξη τὴ ζωή του τολμηρά, νὰ σκορπίση τὰ πλούτη του, νὰ ἀποκαῆ. Ὁλοένα αὐτὸ κάνει, ἀλλὰ καὶ δὲ θὰ σκοτωθῆ ποτὲ μὲ τὸ χέρι του. Ἂς ἔρθουν ἄλλοι νὰ τὸν σκοτώσουν. Μὰ ὁ Χάρος ἂς ἔρθη σὲ ὥρα πλούτου τῆς ψυχῆς του, σὲ ὥρα μουσικὴ καὶ ὄχι σὲ ὥρα φτώχιας καὶ κακομοιριᾶς. Ἕνα μοναχὰ θάνατο καταλαβαίνει ὄμορφο, τὸ θάνατο τοῦ πολεμιστῆ ἐπάνω στὴ μάχη.
Δὲν πιάνει δεσμοὺς μὲ τοὺς κύκλους τῶν ἀνθρώπων. Μπαίνει εὔκολα καὶ βγαίνει πάλι ὅσο εὔκολα καὶ ἐλεύτερα μπῆκε. Ἀπὸ παντοῦ ξεφεύγει, γιατὶ δὲν μπορεῖ νὰ ζήση μαζὶ μὲ τοὺς ἀνθρώπους, οὔτε καὶ νὰ καθίση ἀνάμεσά τους, μόλις μπορεῖ καὶ στέκεται ὀρθὸς λιγάκι ἀναμεταξύ τους. Στέκεται καὶ ὕστερα προβαίνει πάλι.
Οἱ ἄνθρωποι, ὅταν εἶναι ἀνάμεσά τους, τὸν κρίνουν καὶ τὸν κρίνουν ἀπὸ κεῖνα, που γι' αὐτὸν δὲν ἔχουν σημασία, ἀπὸ τὶς πρᾶξες του, προπάντων τὶς μικρὲς καὶ τὶς καθημερινές, καὶ ἀπὸ τὰ φερσίματά του. Τὰ κρυμμένα δράματά του, οἱ ἄνθρωποι, ταπεινοὶ καὶ τυφλοί, δὲν τὰ βλεπουν, καὶ μιλοῦν ἔξαφνα γιὰ ἕνα λόγο που ξεστόμισε ἄσκεφτος μιὰ μέρα − ἄσκεφτος, γιατὶ στοχάζονταν ἴσως ἐκείνη τὴν ἡμέρα τὰ δράματά του τὰ κρυμμένα, τὶς ἀμφιβολίες του γιὰ τὴ μεγαλοσύνη του. Τὸν κρίνουν ἀπὸ τὴν ἐπιφάνειά του, γιατὶ μὲ τὴν ἐπιφάνειά του τοὺς σέρνει, τοὺς θυμώνει, τοὺς σπρώχνει, τοὺς τραντάζει, τοὺς στραπατσάρει, τοὺς συνταράζει, τοὺς διώχνει, τοὺς συναρπάζει, τοὺς διασκεδάζει ἢ τοὺς κάνει καὶ τὸν βαριοῦνται.
Καί, ἐνῶ γελᾶ, σέρνει αὐτὸς μέσα του τὴν εἰκόνα τοῦ θανάτου, που αὐτὴ εἶναι τὸ κεντρὶ τῆς ζωῆς του. Ἂς τὴν κοιτάζη πάντα γιὰ νὰ θυμᾶται πως αὐτὸς δὲν εἶναι αἰώνιος καὶ νὰ ξεχωρίζη διάφανα ποιά εἶναι τὰ αἰώνια πράματα. Ἡ εἰκόνα τοῦ θανάτου τὸν γεμίζει αἰωνιότητα.
Ταξιδιώτης, διαβατάρης μέσα στοὺς ἀνθρώπους καὶ στὰ πράματα, ζῆ μὲ τὴν αἴσθηση πως περνᾶ. Περνάει μέσα στὸν καιρό, περνάει ἀπὸ τόπους, που δὲν εἶναι τὸ λιμάνι που θὰ ἀράξη, γιατὶ ἀραξοβόλι δὲν ὑπάρχει γι' αὐτόν, περνὰ καὶ γνωρίζει τὰ ἄγνωστα καὶ ποθεῖ τότε κι ἄλλα νὰ γνωρίση, γιατὶ ἡ αἰώνια δίψα τῆς γνώσης τὸν κατέχει.
Ἐκεῖνο που κάθε στιγμὴ κάνει, ἐκεῖνο μονάχα δὲν εἶναι αἰώνιο. Αἰωνιότητα εἶναι τὸ αἰώνιο διάβα ἀπὸ τόπους καὶ χρόνους που δὲν εἶναι δικοί του. Ὁλοένα περνᾶ καὶ περνῶντας βλέπει, μὰ δὲν εἶναι μόνο θεατὴς καὶ περνῶντας δημιουργεῖ καὶ μὲ τίποτε δὲν ἀφομοιώνεται περισσότερο, παρὰ ὅσο χρειάζεται γιὰ νὰ τὸ καταλάβη, καὶ δὲ γίνεται παντοτινὰ ἕνα μὲ τίποτε ἀπὸ κεῖνα που περνᾶ καὶ εἶναι αἰώνια προσωρινά του. Πάντα ξένος, ἐρημοσπίτης, δίχως σταθμὸ καὶ δίχως λιμάνι κανένα, ποτέ. Ποῦ νὰ ἐγκατασταθῆ καὶ γιατί;
Σπίτι του εἶναι τὸ ταξίδι του καὶ τὸ πέρασμά του μέσα στὸ χρόνο ἀπὸ τόπους καὶ ἄλλους τόπους. Μὲ τὸ καράβι του, που δὲν ἀποζητᾶ λιμιῶνες νὰ ρίξη τὴν ἄγκυρά του, περνάει ἀπὸ κάτι γιαλοὺς ψηλούς, ξεροὺς καὶ κίτρινους καὶ εἶναι σὰ μεσημέρι ἡ ἡδονὴ μέσα του, κοιτάζει ἀπὸ πάνω ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, που κάθονται ἀντίκρυ του, καὶ σμίγει μὲ τὴ φύση. Καὶ ὕστερα περνάει ἀνάμεσα στὰ νησιά, που εἶναι σὰ σταθμοὶ τοῦ χρόνου. Καὶ ἔπειτα ἀνεβαίνει στὰ βουνὰ καὶ χάνεται στὰ δάση τὰ παρθένα, τὰ ἀξεδιάλυτα καὶ κατεβαίνει ἀπὸ κεῖ στοὺς κάμπους, που τοὺς δέρνει ἡ ξεραΐλα καὶ τὸ λιοπύρι. Καὶ τότε βουτάει στὰ βάθια τῶν νερῶν τῶν παγωμένων καὶ πάλι βγαίνει καὶ διαβαίνει καὶ προβαίνει. Τέτοιο εἶναι τὸ δικό του τὸ σπίτι.
Τὴν ὥρα που σκοτεινιάζει ἡ μέρα περπατεῖ στὶς πολιτεῖες σὲ κάτι συνοικίες μακρινὲς καὶ μιὰ λύπη ἀναβλύζει κύματά της. Εἶναι μόνος καὶ εἶναι αἰώνιος. Τίποτε ἀνθρώπινο δὲν τὸν πειράζει, γιατὶ τὰ κύματα τῆς αἰωνιότητας, που ἀναβλύζουν ἀπὸ τὰ βάθη τὰ ἀγνώριστα τῆς ψυχῆς του, τόσο ὁρμητικὰ βγαίνουν, που σκεπάζουν τὰ πράματα τοῦ κόσμου, τὰ χρωματίζουν καὶ τὰ μεταμορφώνουν. Ἡ δύναμη τῶν κυμάτων του εἶναι δυνατώτερη ἀπὸ κάθε ἄλλη δύναμη καὶ ἀπὸ κάθε τοῦ κόσμου πρᾶμα.
Καὶ αὐτός, που περνάει μέσα στὴ ζωή, αὐτὸς ξεπερνᾶ τὰ πράματα, τὰ ξεσκολίζει καὶ δὲν ξαναγυρίζει πίσω, ξεπερνᾶ τοὺς θεοὺς καὶ τοὺς ἀνθρώπους, τὸν ἔρωτα, τὴ ματαιότητα τῶν πάντων, τὴν ἀμφιβολία καὶ τὴν πιστή, τὴ δόξα, τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ψευτιά, τὴν κακία καὶ τὴν καλοσύνη, τὴ λύπη καὶ τὴ χαρά, τὴν ἀκαματοσύνη καὶ τὴ δουλειά, τὴν πράξη καὶ τὴ σκέψη, καὶ πάλι μένει ὁλόκληρος, αὐτός, μ' ὅλες τὶς ἱκανότητες, χωρὶς τίποτε νὰ θέλη καὶ πάρα πολύ. Τί ἀνάγκη νὰ θέλη τίποτε, ἀφοῦ αὐτὸς εἶναι κάτι; Τί νὰ θέλη ξεχωριστά, που τὰ θέλει ὅλα; Δὲν ἀγαπᾶ τὸν κόσμο· δὲν εἶναι τάχα ὅλα δικά του;
Ἡ ζωὴ δὲν τοῦ εἶναι βάρος καὶ δὲν τὴν ὑποφέρει στωικά. Δὲ δέχεται μοναχὰ ἀντρειωμένα τὴν πίεση τῶν πραμάτων καὶ τῶν ἀνθρώπων, παρὰ καὶ ἀγωνίζεται ἐπιθετικά, γιατὶ πρέπει νὰ ξοδέψη τὰ πλούτη του, τὴ δύναμή του τὴν περισσευούμενη, τὴν ἀλογάριαστη.
Τίποτε δὲ διαλύνει μέσα του τὸν πόθο τῆς γνώσης καὶ τῆς πάλης. Μπαίνοντας στὶς κοινωνίες τῶν ἀνθρώπων ἀκονίζει τὸ μυαλό του καὶ τὴ θελήσή του κάθε ὥρα, ἐνῶ, ἂν ἔμενε πάντα στὸν πύργο του κλεισμένος ἢ στὴν ἐρημιά του, ἴσως καὶ νὰ ἀποκοιμιοῦνταν σὲ κανένα νιρβανά.
Στέκεται στὴ θέση του, ἴδιος καπετάνιος, στὴ θέση που βρῆκε αὐτός, μόνος του, μὲ τὴν ἀντίληψή του τὴ διαπεραστική, χωρὶς ὑποταγὴ σὲ κανένα ἀπὸ τὰ συστήματα, που γράφουν τὰ βιβλία τῶν ἀνθρώπων. Καὶ τὰ βιβλία καὶ τὰ γραψίματα καὶ αὐτὰ τὰ ξεπέρασε καὶ οὔτε τοῦ χρειάζονται πιὰ γιὰ νὰ νοιώση τὸν κόσμο. Ἡ σκέψη του ἡ ἀληθινὴ εἶναι κείνη σ' ὅποιαν κατασταλάζει τὴν κάθε φορά.
Βέβαια, μὲ τὸ νὰ εἶναι ὁ χρόνος ἄπειρος, θὰ ξαναγίνωνται πολλὰ πράματα, μά, ἐπειδὴ καὶ ὁ τόπος εἶναι ἄπειρος, δὲ μένει καμιὰ πιθανότητα γιὰ νὰ ξαναγίνουν ποτὲ ἀπαράλλαχτα. Τὸ αἰώνιο διάβα γίνεται χωρὶς ξαναγυρισμοὺς στὰ ἴδια καὶ στὰ ἴδια. Γι' αὐτὸ καὶ οἱ ἐξαιρετικοὶ ἄνθρωποι δὲν ξαναφανερώνονται οἱ ἴδιοι, δὲ γίνονται ἴσως πιὸ ἐξαιρετικοί, γιατὶ δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ ἐλπίζη τίποτε καλλίτερο ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, μὰ γίνονται κάπως ἀλλοιώτικα ἐξαιρετικοί, χωρὶς νὰ καταντήσουν ποτὲ θεοί.
Ὁ ἕνας ἄνθρωπος δὲ γίνεται, μόνο που ἀνοίγει καὶ ἁπλώνεται. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως γίνεται, ἡ γενιὰ δηλαδὴ ἡ ἀνθρώπινη καὶ ὄχι ἕνα της ἄτομο. Ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι ξετελειωμένος, γι' αὐτὸ καὶ ὁ ἐξαιρετικὸς εἶναι ἐλεύτερος ναυτειάση ὅ,τι θέλει, μέσα στὸν κύκλο βέβαια τοῦ ἀνθρώπινου μπορετοῦ, καὶ νὰ γκρεμίση καὶ νὰ χαλάση καὶ πάλι ναυτειάση. Καὶ ἡ ἐλευτεριά του αὐτὴ τὸν ἐνθουσιάζει. Ἔχει στάδιό τὶς γενεὲς τῶν ἀνθρώπων, που θὰ γεννηθοῦν στὴ γῆ ἐπάνω. Αὐτὴ τὴν αἴσθηση μπορεῖ νὰ τὴ μεταδώση καὶ σ' ὅλους, συναρπάζοντας καὶ μεθῶντας τοὺς μὲ κρασί, μὲ ἰδανικά, μὲ θρησκεῖες.
Ζῆ βέβαια, μὰ ζῆ αἰώνια, ἡ οὐσία του δὲν τοπικίζεται, δὲν εἰδικεύεται, δὲν κλειέται μέσα στὰ σύνορα τοῦ καιροῦ του. Εἶναι καὶ ἄνθρωπος, μὰ εἶναι καὶ αἰώνιος, καὶ ἂν ἐρωτευτῆ τούτη τὴ γυναῖκα ἢ ἐκείνη, καὶ ἂν τοῦτο τὸ φαγὶ τῆς ἐποχῆς του φάγη, καὶ ἂν ντύνεται κατὰ τὴ μόδα τοῦ καιροῦ του, καὶ ἂν παίρνη κάποια θέση, που τοῦ χαρίζει ἡ κοινωνία, ὅπου βρέθηκε, ὅλα αὐτὰ εἶναι ἀσήμαντα καὶ ἀδιάφορα καὶ περαστικά, γιατὶ αὐτὸς εἶναι αἰώνιος, ὅλων τῶν τόπων καὶ ὅλων τῶν καιρῶν, ἔξω ἀπὸ τὶς κοινωνίες, ὅσο κι ἂν αὐτὲς τὸν βλέπουν μέσα τους, ἐπειδὴ τυχαίνη νὰ ἔχη μορφὴ ἀνθρώπινη καὶ ὄχι μορφὴ βράχου, νεροῦ, σκουληκιοῦ, πεύκου ἢ ἀνέμου. Καί, ὅταν ἀνακατώνεται μὲ τοὺς ἀνθρώπους καὶ παίζει μαζί τους σὰ νὰ ἤταν ἄνθρωπος, ἀγκαλιάζει βέβαια μορφὲς ζωντανές, μὰ περαστικές, που θὰ μαραθοῦν καὶ θὰ πεθάνουν, ἐρωτεύεται γυναῖκες σύγχρονες, παίρνει καὶ ρουφᾶ τὴν πνοὴ τῶν ρόδων τοῦ καιροῦ του, καὶ τότε τ' ἀνθρώπινα ὄντα τὸν παίρνουν γι' ἄνθρωπο καὶ τὸν ἔχουν γιὰ πρᾶμα διαβατάρικο καὶ πρόσκαιρο σὰν κι αὐτὰ τὰ ἴδια. Μὰ πόσο γελιοῦνται!
Ζῆ πάντα μὲ τὸ ὅραμα τῆς αἰωνιότητας, ὅπου οἱ ἄνθρωποι φαίνονται σὰ μύγες, οἱ πρᾶξες τοὺς μυγοχέσματα, οἱ κρίσες τους μουρμουρητὰ μαύρων μυγῶν. Εἶναι καθαρὸς καὶ διάφανος. Περπατεῖ στὸ δρόμο που ἡ μοῖρα τοῦ προόρισε. Βλέπει, σὰ σὲ ζωγραφιά, καὶ τὴ δική του τὴ ζωὴ καὶ ἄλλων ἀνθρώπων καὶ τὶς ζωὲς ἀνθρώπων ἄλλων καιρῶν καὶ τὴν ἱστορία ὅλη τῶν ἀνθρώπων. Καὶ μέσα σ' αὐτὴ τὴν κοντὴ προοπτική, που ἀνοίγει τόσο μεγάλον ὁρίζοντα, σβήνουν καὶ χάνονται οἱ ψιλοκοπιὲς τῆς καθημερινῆς τους ζωῆς καὶ ἀπομένουν μόνον ἐκεῖνα, που χαράζονται ἄθελα στὴν ψυχή του, τὰ κύρια χαραχτηριστικὰ τοῦ ἀνθρώπου, που αἰώνια θὰ μείνουν ἀνάλλαχτα ὥς που νὰ ψοφήση τὸ ζῷον «ἄνθρωπος».
Μ' αὐτὸ τὸ ὅραμα στὰ μάτια τῆς ψυχῆς του ζῆ − δηλαδὴ ἐνεργεῖ καὶ στοχάζεται − σκληρὸς καὶ εὐαίσθητος, ψηλὸς καὶ ἐλεύτερος πάντα.
Ί. Δραγούμης, Όσοι ζωντανοί, Αθήνα,
εκδοτικό κατάστημα «Νέα Ζωή» Αλεξανδρείας,
1926 (β΄ έκδοση), σσ. 169−179