ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΟΥ ΑΡΧΗΓΟΥ

Μέγας Αλέξανδρος

[Ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος νικηφόρος ἔφθασεν εἰς τὰ βάθη τῆς Ἀσίας μεταξὺ τῶν ποταμῶν Ὑδραώτου καὶ Ὑφάσιος, ὅπου κατοικοῦσαν οἱ Μαλλοί, λαὸς κατ' ἐξοχὴν πολεμικός. Μετὰ μακρὰν καὶ πείσμονα ἀντίστασιν κυριεύει ὅλας τὰς πόλεις των, ἀντέχει ὅμως ἀκόμη ἡ ἀκρόπολις τῆς πρωτευούσης των, τὴν ὁποίαν καὶ προσβάλλει.]

Μόνος μεταξὺ τῶν Μαλλῶν.

Ἡ Ἀκρόπολις τῶν Μαλλῶν ἔκειτο εἰς ἕνα λόφον καὶ ἦτο ὀχυρωτάτη μὲ ὑψηλὰ τείχη, μὲ πύργους καὶ ἐπάλξεις*. Ὁ Ἀλέξανδρος εὑρίσκει εἰς αὐτὴν δρόμον, ἀλλὰ πλῆθος πολεμιστῶν ἀπὸ τοὺς πύργους καὶ τὰς ἐπάλξεις τοξεύει ἀδιακόπως· οἱ στρατιῶται του ἀρχίζουν νὰ ὑποσκάπτουν τὰ τείχη, πυκνοτέρα ὅμως βροχὴ βελῶν τοὺς ἀπομακρύνει· ἡ ἔφοδος φαίνεται ἀκατόρθωτος.

Ἐν τούτοις ὁ Ἀλέξανδρος ζητεῖ κλίμακα· ἐπειδὴ δὲ δὲν σπεύδει ὁ στρατιώτης, ὁ ὁποῖος τὴν φέρει -ὅσον θέλει ὁ βασιλεὺς- τὴν ἀρπάζει ἀπὸ τὰς χεῖρας του, τὴν στηρίζει εἰς τὸ τείχος καὶ ἀναβαίνει. Κρατεῖ μὲ τὴν μίαν χεῖρα τὸ ξίφος καὶ μὲ τὴν ἄλλην προφυλάσσεται μὲ τὴν ἀσπίδα του· τὸν ἀκολουθεῖ ὁ Πευκέστας* μὲ τὴν ἀσπίδα*, ὅπως πάντοτε, τοῦ Ἀχιλλέως· κατόπιν τούτου ἀναβαίνει ὁ στρατηγὸς Λεονάτος* καὶ εἶς διμοιρίτης παλαίμαχος, ὁ Ἀβρέας.

Φτάνει εἰς τὸ ὕψος τοῦ τείχους, ἀλλὰ θέσιν δὲν εὑρίσκει νὰ πατήσῃ εἰς αὐτό· τόσος εἶναι ἐκεῖ ὁ συνωστισμὸς τῶν Μαλλῶν. Ὁ Ἀλέξανδρος ἄλλους διατρυπᾷ μὲ τὸ ξίφος καὶ ἂλλους ρίπτει· κάτω μὲ τὴν ἀσπίδα του· εὑρίσκει τοιουτοτρόπως μέρος καὶ πατεῖ· ἀπὸ ἐκεῖ πηδᾷ εἰς τὰς ἐπάλξεις. Κάτω, ἐνῷ πολλοὶ ὑπασπισταὶ συνωθοῦνται, διὰ ν' ἀναβοῦν, θραύεται ἀπὸ τὸ βάρος των ἡ κλίμαξ.

Εὑρίσκεται λοιπὸν μόνος ὁ βασιλεὺς ἀπέναντι χιλιάδων· τὸν ἀναγνωρίζουν οἱ Μαλλοὶ ἀπὸ τὰ πτερὰ τῆς περικεφαλαίας του, ἀπὸ τὰ λαμπρά του ὅπλα νὰ τὸν πλησιάσουν ὁμως δὲν τολμοῦν, ἀπὸ παντοῦ ἐν τούτοις καὶ ἀπὸ μέσα ἀκόμη ἀπὸ τὴν ἀκρόπολιν γίνεται ὁ στόχος ὅλων.

-Ὀπίσω! Φωνάζουν εἰς αὐτὸν ἀπὸ κάτω οἱ φίλοι του. Πήδησε νὰ σωθῇς ἀπὸ βέβαιον θάνατον!

Ἀλλ' αὐτὸς νὰ ὀπισθοδρομίσῃ; ἀδύνατον!

Μὲ τὸ γοργὸν του βλέμμα ἀναμετρᾷ τὸ βάθος κάτω τῆς ἀκροπόλεως καὶ πηδᾷ μέσα· φθάνει κάτω ὄρθιος, εὐθυτενής. Καθὼς ἐπήδησεν, ἡ ἀστραπὴ τῶν ὅπλων του ἀπομακρύνει πρὸς στιγμὴν τοὺς Μαλλοὺς· τὸν ἐνόμισαν ὡς ὑπερφυσικὴν ἐμφάνισιν, ἀλλ' οἱ ἀτρόμητοι ἐκεῖνοι ἀναλαβόντες τὸ θάρρος των ὁρμοῦν· πρῶτος ὁ ἀρχηγός των.

Ἐνῶ στηρίζει εἰς τὸ τεῖχος ὁ Ἀλέξανδρος τὰ νῶτα του, τὸν διαπερᾶ συγχρόνως μὲ τὸ ξίφος · ἄλλον, ὁ ὁποῖος φθάνει εἰς βοήθειαν τοῦ ἀρχηγοῦ, ρίπτει νεκρὸν μὲ λίθον· τρίτον φονεύει πάλιν μὲ τὸ ξίφος. Δὲν τολμοῦν πλέον οἱ Μαλλοὶ νὰ πλησιάσουν, ἀλλ' ἀπὸ μακρὰν ἐξακοντίζουν λίθους, βέλη, ἀκόντια.

Ἡ θέσις του εἶναι δεινή, προφυλάσσεται ὅμως, ὅπως ἠμπορεῖ μὲ τὴν ἀσπίδα του, ἀλλ' ὁ βραχίων του τελείως ἀποκάμνει. Τὴν στιγμὴν αὐτὴν πηδᾷ πλησίον του ὁ Πευκέστας, κατόπιν ὁ Λεονάτος καὶ τέλος ὁ Ἀβρέας. Πρὶν προφθάσῃ ὅμως ὁ τελευταῖος οὗτος νὰ πλησιάσῃ, πίπτει νεκρός· τὸν ἐτόξευσαν εἰς τὸν ὀφθαλμόν.

Ἀλαλάζουν τώρα ἀπὸ χαρὰν οἱ βάρβαροι καὶ πυκνότεροι ἤδη τοξεύουν. Ἔξαφνα βέλος διαπερᾷ τὸν θώρακα τοῦ Ἀλέξανδρου καὶ τὸν πληγώνει σοβαρῶς εἰς τὸν πνεύμονα. Ἀλλ' εἰς τὴν ζέσιν τοῦ ἀγῶνος δὲν ἀντιλαμβάνεται τίποτε καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ τοξεύῃ, ἕως ὅτου ἡ αἷμορραγία τὸν ἐξαντλεῖ, ὁπότε κλονίζεται καὶ πίπτει ἀναίσθητος ἐπάνω εἰς τὴν ἀσπίδα του.

Οἱ Μαλλοὶ μὲ λύσσαν τοξεύουν, τὸν καλύπτει ὅμως ὁ Πευκέστας μὲ τὴν ἀσπίδα τοῦ Ἀχιλλέως, τὸν προφυλάττει μὲ ὑπερανθρώπους προσπαθείας ὁ Λεονάτος· Ἀλλ' εἶναι τόσον πυκνὴ ἡ βροχὴ τῶν βελῶν, ὥστε μόλις κατορθώνουν οἱ δύο οὗτοι νὰ στέκουν εἰς τοὺς πόδας των· καὶ τὸ χειρότερον, πίπτει ἔξαφνα καὶ ὁ Πευκέστας.

Ἡ ἅλωσις τῆς ἀκροπόλεως.

Ἐν τούτοις τὸ τί γίνεται ἔξω ἀπὸ τὰ τείχη, εἶναι ἀπερίγραπτον. Οἱ στρατιῶται εἶδον τὸν βασιλέα των νὰ πηδᾷ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, γνωρίζουν, ὅτι κάθε στιγμὴ ἰδικῆς των χρονοτριβῆς εἶναι δι' ἐκεῖνον θανάσιμος καὶ ὅλοι μαζὶ ζητοῦν ν' ἀναβοῦν, ἀλλὰ πρόχειρα μέσα δὲν ὑπάρχουν.

Τρέχουν νὰ φέρουν κλίμακας, ἐνῷ ἄλλοι σύρουν πρὸς τὸ τεῖχος μηχανάς, κορμοὺς δένδρων καὶ δι' αὐτῶν ἀναβαίνουν. Οἱ βιαστικώτεροι ἀναβαίνουν ὁ εἷς ἐπὶ τῶν ὤμων τοῦ ἄλλου καὶ σχηματίζουν τοιουτοτρόπως στήλην ὑψηλήν· ἀπ' αὐτὴν πηδοῦν εἰς τὰς ἐπάλξεις.

Ἀπὸ ἐκεῖ βλέπουν ἀναίσθητον κάτω τὸν βασιλέα των καὶ πυκνοὺς γύρω του τοὺς ἐχθρούς· βλέπουν τὸν Πευκέσταν νὰ πίπτῃ καὶ δὲν ἀντέχουν· μαίνονται, ὀλολύζουν*, ρίπτονται κάτω, συνασπίζονται γύρω ἀπὸ τὸν βασιλέα των καὶ ἀπωθοῦν τοὺς Μαλλούς.

Ἄλλοι πάλιν τρέχουν εἰς τὴν πλησιεστέραν πύλην τοῦ τείχους καὶ κατορθώνουν ν' ἀνασηκώσουν μὲ τοὺς ὤμους των τὰ θυρόφυλλα· τὴν ἀνοίγουν καὶ μὲ κραυγὰς εἰσέρχονται πυκναὶ αἱ τάξεις τοῦ στρατοῦ.

Ἐπειδὴ νομίζουν τὸν βασιλέα των νεκρόν, ἐξηγριωμένοι ἀνατρέπουν καὶ αὐτὰ τὰ ἂψυχα ἀκόμη. Καὶ μέσα εἰς τὴν φρικτὴν ἀναστάτωσιν φέρουν ἐπάνω εἰς τὴν ἀσπίδα του τὸν βασιλέα ἔξω τῶν τειχῶν εἰς τὸ γύρω τῆς πόλεως στρατόπεδον.

Τὸ παράδειγμα τοῦ ἀρχηγοῦ ἔδωσε τὴν νίκην εἰς τοὺς Ἕλληνας.

Μετὰ τὴν νίκην.

Τὸ τραῦμα εἶναι τόσον σοβαρὸν καὶ ἡ ἐξάντλησις τοῦ βασιλέως τόσον μεγάλη, ὥστε εὑρίσκεται μεταξὺ ζωῆς καὶ θανάτου· ἀπηλπισμένοι ἀγρυπνοῦν παρὰ τὸ πλευρόν του οἱ φίλοι, περίλυπος ἀγρυπνεῖ γύρω ἀπὸ τὴν σκηνήν του ὁ στρατός.

Μετὰ ἡμέρας, ἂν καὶ ἀνοικτὸν ἀκόμη τὸ τραῦμα, δὲν ἠπείλει θάνατον· ὁ Ἀλέξανδρος εἶχε σωθῆ.

Ἀπεφάσισε λοιπὸν νὰ μεταφερθῇ εἰς τὸ γενικόν στρατόπεδον. Πρὸς τοῦτο κατεσκευάσθη σκηνὴ εἰς τὸ μέσον τῆς τριακοντόρου* ἐπίτηδες διὰ τὴν κλίνης του· καὶ διὰ νὰ μὴν ταράττῃ τὸν ἀσθενῆ ὁ παραμικρὸς κλονισμός, ἀφῆκαν τὸ πλοῖον νὰ σύρεται χωρὶς κωπηλασίαν, ἀπὸ τὸ ἥσυχον ρεῦμα τοῦ Ὑδραώτου.

Μόλις τὴν τετάρτην ἡμέραν φθάνει.

Ἄν καὶ ἐγκαίρως εἶχον πληροφορήσει τοὺς στρατιώτας, ὅτι ὁ βασιλεὺς ἔρχεται, δὲν τὸ ἐπίστευσαν. Καὶ ὅταν εἶδον διὰ μέσου τῶν πυκνῶν δασῶν νὰ προχωρῇ εἰς τὸν ποταμὸν ἡ τριακόντορος, μὲ τὴν σκηνὴν εἰς τὸ μέσον, ἐνόμισαν, ὅτι νεκρὸν φέρουν τὸν βασιλέα· σιωπηλοὶ λοιπὸν ἐτάχθησαν εἰς τὰς δύο ὄχθας καὶ μὲ ἀγωνίαν ἐπερίμεναν νὰ φθάσῃ.

Ὅταν ἐπλησίαζεν ἡ τριακόντορος, διατάσσει ὁ Ἀλέξανδρος ν' ἀφαιρέσουν ἀπὸ τῆς κλίνης του τὴν σκηνήν· καὶ ὅταν ἔγινε τοῦτο, ὑψώνει τὴν χεῖρα, διὰ νὰ τοὺς χαιρετήσῃ. Κραυγὴ χαρᾶς ἐξέρχεται ἀπὸ χιλιάδας στόματα, χεῖρες ὑψώνονται πρὸς τὸν οὐρανόν, διὰ νὰ εὐχαριστήσουν τοὺς θεούς· ἄλλοι ἀπλώνουν τὰς χεῖρας πρὸς αὐτὸν ὡς παιδία.

Μετ' ὀλίγον τὸ πλοῖον προσορμίζεται καὶ οἱ ὑπασπισταὶ φέρουν κλίνην, διὰ νὰ τὸν μεταφέρουν εἰς τὸ στρατόπεδον, ἀλλ' ὁ Ἀλέξανδρος ζητεῖ ἵππον. Καὶ ὅταν τὸν βλέπουν οἱ στρατιῶται νὰ προχωρῇ ἔφιππος, ἡ χαρά των γίνεται τρέλα· ἡ βοή, τὰ χειροκροτήματα, ἡ κλαγγὴ τῶν ἀσπίδων, ἀντηχεῖ εἰς τὰς ὄχθας, εἰς τὰ δάση, ἐπαναλαμβάνεται ἀπὸ τοὺς λόφους.

Πρὶν ἢ φθάσῃ εἰς τὴν σκηνήν του, ζητεῖ νὰ τὸν βοηθήσουν νὰ καταβῇ ἀπὸ τὸν ἵππον, διὰ νὰ τὸν ἰδοῦν οἱ στρατιῶται καὶ νὰ βαδίζῃ. Εἶναι συγκινητικὴ ἡ στιγμή· τρέχουν γύρω του, ψηλαφοῦν τὴν χεῖρα του, τὰ γόνατά του, τὸ ἔνδυμά του! Ἄλλοι, διὰ νὰ μὴν τὸν ἐνοχλοῦν, τὸν βλέπουν ἀπὸ μακρὰν μὲ σιωπηλὴν λατρείαν. Πολλοί, καθὼς ἀργὰ ἀργὰ βαδίζει, τὸν ραίνουν μὲ ἄνθη ἢ μὲ πολύτιμους ταινίας ἀπὸ τὰ λάφυρά των.

Οἱ στρατηγοὶ σπεύδουν νὰ τὸν ὑποδεχθοῦν.

-Βασιλεῦ, λέγουν, εἰς τὸ ἑξῆς δὲν θὰ σ' ἀφήσωμεν νὰ κινδυνεύῃς πρῶτος· μόνον τὴν μάχην νὰ διευθύνῃς -ὅπως δηλαδὴ οἱ σημερινοὶ στρατηγοί.

Τότε γέρων στρατιώτης, Βοιωτός, ἀντελήφθη ἀπὸ τὴν φυσιογνωμίαν τοῦ Ἀλέξανδρου, ὅτι τοῦτο δὲν τὸν ηὐχαρίστησε· πλησιάζει λοιπὸν καὶ μὲ θάρρος λέγει μὲ τὴν χονδρήν του βοιωτικὴν προφοράν: «Τὰ μεγάλα ἔργα εἶναι μόνον διὰ τοὺς ἥρωας· δι' αὐτὸ περισσότερον τῶν ἄλλων πρέπει νὰ κινδυνεύουν αὐτοί».

Μειδίαμα χαρᾶς ἐφώτισε τὸ ὠχρὸν πρόσωπον τοῦ Ἀλεξάνδρου, ηὐχαρίστησε τὸν στρατιώτην καὶ ποτέ δὲν ἐλησμόνησεν ὅτι ὁ ἁπλοϊκὸς ἐκεῖνος γέρων εὖρε μὲ τὴν ἀγαθὴν του καρδίαν λόγον τόσης βαθείας ἔννοιας, διὰ νὰ τὸν παρηγορήσῃ.

Ἀρσινόη Παπαδοπούλου.

«Ὁ δημἰουργὸς τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους»

ΛΕΞΙΛΟΓΙΟΝ

ἀσπίς Ἀχιλλέως - Ὁ Ἀλέξανδρος, ὅταν ἔφθασεν εἰς τὸ Ἴλιον, ἐθυσίασεν εἰς τὸν ναὸν τῆς Ἀθηνᾶς, καὶ ἀφιέρωσε τὴν πανοπλίαν του, λαβὼν ἀντ' αὐτῆς ἐκ τοῦ ναοῦ ἄλλα ἱερὰ ὅπλα σωζόμενα ἐκ τοῦ τρωικοῦ πολέμου καὶ τὴν ἀσπίδα τὴν θεωρούμενην τοῦ Ἀχιλλέως. Ταύτην ἐκράττει ὁ σωματοφύλαξ τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου Πευκέστας, προπορευόμενος τοῦ Ἀλεξάνδρου κατὰ τὰς μαχάς.

ἒπαλξις - ἐξώστης ὀδοντωτοῦ σχήματος ἐπάνω εἰς πύργους, φρούρια ἤ τείχη καὶ γενικῶς κάθε προφυλαγμένον ὕψωμα, ἀπὸ τὸ ὁποῖον οἱ πολεμισταὶ κτυποῦν τοὺς ἀντιπάλους.

Λεονάτος - σωματοφύλαξ καὶ φίλος τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου.

ὀλολύζω - φωνάζω δυνατό, ξεφωνίζω, θρηνῶ.

Πευκέστας - Μακεδὼν σωματοφύλαξ τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου, φέρων κατὰ τὰς μαχὰς τὴν ἀσπίδα τοῦ Ἀχιλλέως.

τριακόντορος - ἀρχαῖον πολεμικὸν πλοῖον μὲ 30 κώπας.


Πηγή: Νεοελληνικά Ἀναγνώσματα
ΔΙΑ  ΤΗΝ Γ' ΤΑΞΙΝ ΤΩΝ ΓΥΜΝΑΣΙΩΝ 
ΚΑΙ ΤΗΝ Α' ΤΑΞΙΝ ΤΩΝ ΑΣΤΙΚΩΝ ΣΧΟΛΕΙΩΝ (1940)

Ἑλλήνων Φῶς

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *