ΤΟ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟ ΚΟΙΜΗΤΗΡΙ*

La Cimetière Marin Sète

(La Cimetière Marin)

Paul Valéry

Μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε,
τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν.
(Πίνδαρος, Πυθικὰ III)

Αὐτὴ ἡ ἥσυχη σκέπη, ποὺ πᾶνε περιστέρια,
Ἀναμεσῆς στὰ μνήματα καὶ μέσ' στὰ πεῦκα πάλλει·
Ὁ δίκαιος ἥλιος μὲ φωτιὲς κοσμεῖ, τὰ μεσημέρια,
Τὴ θάλασσα, τὴ θάλασσα, ποὺ ὅλο ἀρχινᾶ καὶ πάλι!
Τί ἀνταμοιβὴ γιὰ τὸν θνητό, μετά ἀπὸ μιά του σκέψη,
Πρὸς τὴ γαλήνη τῶν θεῶν τὸ βλέμμα του νὰ στρέψει!

Τί κόσμημα! Ποιός μάστορας, μὲ ἄρτιες ἀστραπές του,
Μύρια διαμάντια δούλεψε ἀφροῦ ἀνεπαισθήτου,
Ποιά εἰρήνη λὲς καὶ πρόβαλε μέσ' τὶς ἀναλαμπές του!
Ὅταν στὴν ἄβυσσο ἀκουμπᾶ ὁ ἥλιος τὴ μορφή του
Ἔργα καθάρια ποὺ σκοπὸς αἰώνιος τἄχει ἑνώσει,
Ὁ Χρόνος σπινθηροβολᾶ κι' εἶναι τ' Ὄνειρο γνώση.

Λιτὲ τῆς Ἀθηνᾶς Ναέ, θησαυρὲ τῆς θαλάσσης,
Μάζα γαλήνης κι' ὁρατό, πολύτιμο, σύ, λίκνο,
Συνοφρυασμένα ὕδατα, Μάτι ποὺ διαφυλάσσεις
Κάτω ἀπὸ πέπλο πύρινο, ἐντός σου, τόσον ὕπνο,
Οἴκημα ὑπόγειο τῆς ψυχῆς βαθύ, ὦ σύ, σιωπή μου!
Μὲ κεραμίδια, ὅμως, χρυσά, μυριάδες ἡ σκεπή μου!

Χρόνου Ναέ, ποὺ στεναγμὸς μόνο ἕνας συνοψίζει,
Ὥς τὸ σημεῖο αὐτὸ τ' ἁγνὸ πετῶ καὶ συνηθίζω,
Μέσ' στῆς θαλάσσης τὴ ματιὰ ποὺ μὲ περιστοιχίζει·
Καὶ ὅμοιο μὲ τὴ σπονδὴ ποὺ στοὺς θεοὺς χαρίζω,
Γαλήνιο σπιθοβόλημα ἔρχεται καὶ σκορπᾶ
Μιὰ περιφρόνηση τρανὴ πάνω στὰ βύθη αὐτά.

Καθὼς τὴν ἀπουσία του σὲ τέρψη μεταβάλλει,
Καθὼς μετουσιώνεται σ' ἀπόλαυση τὸ φροῦτο
Στὸ στόμα, ὅπου τὴν παλιὰ μορφή του ἀποβάλλει,
Βαθειὰ τοῦ αὔριο τὸν καπνὸ εἰσπνέω στὸ μέρος τοῦτο·
Κι' ὁ οὐρανός, γιὰ τὴν ψυχὴ ποὺ στάχτη ἔχει πειὰ γίνει,
Τὴν ἠχηρὴ ὄχθη ὑμνεῖ, ποὺ δὲν ἀλλάζει ἐκείνη.

Ὡραῖε, ἀληθινὲ οὐρανέ, κοίτα με πῶς ἀλλάσσω!
Μετά ἀπὸ τόσην ἔπαρση καὶ τόσην ἀλλοτρία,
Πόσο μεστὴ ἀπὸ δύναμη, ὡστόσον, — ὀκνηρία,
Τόν ἑαυτό μου στὸ λαμπερὸ διάστημα ὑποτάσσω,
Πάνω ἀπ' τὰ σπίτια τῶν νεκρῶν ὁ ἴσκιος μου διαβαίνει
Καὶ σὲ κινήσεις πρόσκαιρες νὰ μπαίνω μὲ μαθαίνει.

Μὲ τὴν ψυχὴ στοῦ ἡλιοστασιοῦ τὶς δάδες ἁπλωμένη,
Δικαιοσύνη θαμαστή, ὁ νοῦς μου σὲ ὑπομένει,
Ὦ σὺ ποὺ σπάθα ἀνηλεῆ τὸ χέρι σου διαθέτει!
Σὲ ἀποδίδω ἀκέραιη στὴν πρότερή σου θέση,
Κοιτάξου!... Τέτοιος φωτισμός, ὅμως, προϋποθέτει
Πὼς σὲ σκοτάδι θλιβερὸ τ' ἄλλο μισὸ ἔχεις θέσει.

Ὦ, δι' ἐμὲ μόνο, μέσα μου, στ' ἄδυτα τοῦ ἐγώ,
Στὴν καρδιὰ δίπλα, στὶς πηγὲς τοῦ στίχου, στὸ κενὸ
Ἀνάμεσα καὶ στὸ συμβὰν τ' ἀπόλυτα ἁγνό,
Τοῦ μέσα μεγαλείου μου προσμένω τὴν ἠχώ,
Πικρὴ καὶ θεοσκότεινη, ἠχηρὴ δεξαμενή,
Ποὺ στὴν ψυχή μου θὰ ἠχεῖ, κι' αὔριο, ἀδειανή!

Ξέρεις, ἐσὺ ποὺ φυλλωσιὲς ἀπάνω σου ἔχουν γύρει,
Κόλπε ποὺ τρὠς τὰ κάγκελα τ' ἀδύνατα αὐτά,
Καθὼς κλειστὰ τὰ μάτια μου θωροῦν κρυφὰ καυτά,
Ποιό σῶμα πρὸς τὸ τέλος του τὸ ὀκνηρὸ μὲ σύρει,
Ποιό μέτωπο μὲ γέρνει ἐδῶ, πρὸς τῶν ὀστῶν τὸ χῶμα;
Μιὰ σπίθα τοὺς ἀπόντες μου τοὺς συλλογᾶται ἀκόμα.

Κλειστό, σεπτό, καὶ μ' ἄϋλη φωτιὰ πλημμυρισμένο,
Κομμάτι γῆς ποὖ'ναι στὸ φῶς ὁλάκερα δοσμένο,
Τὸ μέρος τοῦτο τ' ἀγαπῶ, στὸν ἥλιο καθὼς γέμει
Πέτρες καὶ δέντρα σκοτεινὰ κι' ἁγνότατο χρυσάφι
Καὶ ὅπου τόσο μάρμαρο σὲ τόσους τάφους τρέμει·
Κοιμᾶται ἡ θάλασσα, σκεπὴ τὴν ἔχουνε οἱ τάφοι!

Σκύλα πιστή, τὰ εἴδωλα διῶξε μακριά ἀπὸ μένα!
Ὅταν, μονάχος, μειδιῶ, ἴδιος μὲ τὸν ποιμένα,
Βόσκων συνέχεια, ὧρες πολλές, σ' αὐτὸ τὸ κοιμητήριο,
Τῶν τάφων τὸ κατάλευκο ποίμνιο, τὸ μυστήριο,
Διῶξε μακριὰ τὰ φρόνιμα τὰ περιστέρια ποὺ εἶδα,
Τὰ μάταια ὁράματα, τ' ἀνήσυχα ἀγγελούδια!

Ἐδῶ, τὸ μέλλον γίνεται παιδὶ τῆς ἀπραξίας.
Ὁ τζίτζικας μὲ τὶς χορδὲς παίζει τῆς ξηρασίας.
Ὁ ἀγέρας πῆρε κάθε τί ποὺ κάηκε κ' εὑρέθη
Κάποιας οὐσίας αὐστηρῆς κι' ἄγνωστης νἆναι θρέμμα...
Ἀπέραντη εἶναι ἡ ζωὴ στῆς ἀπουσίας τὴ μέθη,
Εἶν' ἡ πικρία εὐάρεστη καὶ καθαρὸ τὸ πνέμα.

Ὄμορφα ποὖ 'ναι οἱ νεκροὶ σὲ τέτοια γῆς θαμμένοι,
Ποὺ τοὺς κρατᾶ σὲ ζεστασιὰ καὶ λυεῖ τὸ μυστικό τους.
Ὁ ἥλιος πάντα, κεῖ ψηλᾶ, ἀκίνητος θὰ μένει,
Ἄρχων αὐτάρκης τοῦ φωτὸς καὶ πορθητὴς τοῦ σκότους...
Κάρα τελεία, κορωνίδα, ὦ σύ, ὀμορφωτάτη,
Εἶμαι ἐγὼ ἡ ἀλλαγή, ἐντός σου, ἡ κρυφοτάτη.

Δέν ἔχεις, ἔξω ἀπ' ἐμέ, ἄστρο, κανένα ἄλλο
Νά νέμεται τό φόβο αὐτό, ποὺ τὴν ψυχή μου δένει·
Ἡ ἀτέλεια σου εἶμαι ἡ μικρή, διαμάντι, ὦ σύ, μεγάλο!...
Ὅμως, βαθειὰ στὴ νύχτα τους, ποὺ ἡ πλάκα τὴ βαραίνει,
Λαὸς ἀόρατος πολύς, ἀπ' τὰ δεντρὰ 'πο κάτω,
Στὸ ἰδικό σου, ἀργὰ ἀργὰ, προσχώρησε δουκάτο.

Μιὰ ἀπουσία πυκνότατη τοὺς ἔχει ἀφομοιώσει,
Τὸ χῶμα τὸ κοκκινωπὸ ρούφηξε τὰ ὀστά τους,
Τὴ δίψα τους τὴν ἔχουνε στ' ἄνθη πειὰ παραδώσει!
Ποὖν' τῶν νεκρῶν ποὺ ξέραμε τὰ λόγια τὰ γνωστά τους;
Ἡ τέχνη ἡ προσωπική; Οἱ ἀτομικὲς ψυχές;
Ὑφαίνει ὁ σκώληκας ἐκεῖ ποὺ δάκρυ ἐκύλαε χτές.

Τῶν κορασίδων οἱ φωνές, σὰν ἄντρας τὶς ἁρπάζει,
Τὰ δόντια τους, τὰ βλέφαρα ἀπ' τὸ γέλιο μουσκεμένα,
Τὸ στῆθος τους τὸ ποθητὸ ποὺ μὲ τὴ φλόγα παίζει,
Τὰ χείλη ποὺ ὑποκύπτουνε καὶ τ' ἄναψε τὸ αἷμα,
Τὰ δῶρα τὰ ὑπέρτατα, τὸ χέρι ποὺ τὰ κρύβει,
Ὅλα στὸ χῶμα μπαίνουνε, στ' ἀνήλεο παιγνίδι!

Ψυχή μου σεῖς, ἀχόρταγη, σὲ ποίο ὄνειρο ἀποβλέπετε
Ποὺ ἡ θάλασσα δὲ θἄχει πειὰ τ' ἀπατηλὰ αὐτὰ χρώματα
Ὁποὺ τὰ μάτια τῆς σαρκὸς σᾶς δείχνουνε καὶ βλέπετε;
Τί στίχους θ' ἀπαγγέλουμε σὰν θἄμαστε ἀρώματα;
Πορώδης εἶναι, ἀλλοίμονο! ἡ ἐδῶ μας παρουσία,
Σβήνει κι' ὁ πόθος μας γιὰ μιὰν ἁγνὴν ἀθανασία!

Ἀθανασία χρυσόμαυρη, λειψὴ παρηγορήτρα
Ποὺ δαφνοστέφανο φρικτὸ τάζεις, καὶ παριστάνεις
Τὸ θάνατο σὰ νἄτανε τῆς μάνας μας ἡ μήτρα,
Ὄμορφο ψέμα, ἀληθινά, κάποιας σεπτῆς πλεκτάνης!
Ποιός τ' ἀδειανοῦ κρανίου ποτές, μὲ ἐλαφρὰ καρδία
Τὸ αἰώνιο εἶδε μειδίαμα, κι' ὄχι μὲ ἀηδία!

Κεφάλια ἀκατοίκητα, ὦ σεῖς, προπάτορές μας,
Ποὺ ἀναρίθμητες φτυαριὲς βαθειὰ σᾶς ἔχουν θάψει
Κι' εἶσθε ἡ γῆς, συγχέοντες βήματα καὶ μιλιές μας,
Τὸ τρωκτικὸ τ' ἀληθινό, ὁ σκώληξ, ἔχει πάψει
Νἆναι γιὰ σᾶς, ποὺ τόση γῆ σᾶς ἔχει πειὰ συνθλίψει.
Ἀπὸ ζωὴ τρέφεται αὐτό, πῶς νὰ μ' ἐγκαταλείψει;

Ἔρωτα αἰσθάνεται ἆραγε γιὰ μένα, ἢ μήπως μίσος;
Τὸ δόντι του τὸ μυστικὸ τόσο μὲ ταλανίζει
Ποὺ ὅλα τὰ ὀνόματα σ' αὐτὸ ταιριάζουν ἴσως.
Ἄς εἶναι! Βλέπει, ἐπιθυμεῖ, στοχάζεται, ἀγγίζει!
Τ' ἀρέσει ἡ σάρκα μου, καὶ ὥς κλίνη μου ἀκόμα,
Ζῶ σὰ ν' ἀνήκω ἐξ ἅπαντος στὸ ζωντανό του στόμα!

Ζήνωνα! Ζήνωνα ἂσπλαχνε! Ζήνωνα Ἐλεάτη!
Τὸ βέλος σου τὸ φτερωτὸ μοῦ τρύπησε τὴν πλάτη:
Κεῖνο ποὺ βουΐζει καὶ πετᾶ, κι' ὅμως, δὲν πετᾶ διόλου!
Ὁ ἦχος μὲ ἐγέννησε, σαΐτα, μέ σκοτώνεις!
Ὁ ἥλιος, ἄχ!... Γιὰ τὴν ψυχὴ ποία σκιὰ χελώνης,
Ὁ Ἀχιλλεύς ὁ ποδαρκὴς δὲν προχωρᾶ καθόλου!

Ὄχι! Ὄχι!... Σήκω, καὶ στὸ ροῦ μπὲς τῆς διαρκείας ὅλης!
Σῶμα μου, σπάσε τὴ μορφὴ τούτη ποὺ συλλογᾶται!
Στῆθος μου, πιὲ τὸν ἄνεμο καθώς γεννιέται μόλις!
Μιὰ αὔρα ποὺ ἀπ' τὴ θάλασσα αἴφνης ἀναρριχᾶται
Μοῦ δίνει πίσω τὴν ψυχή... Ὦ δύναμη ἁλμυρή!
Ἄς τρέξουμε, κι' ἀπ' τὸ νερὸ ἂς βγοῦμε τολμηροί!

Ναί! Θάλασσα μὲ τὰ πολλὰ παραληρήματά σου,
Πάνθηρος ἄπλετη δορά, χλαμύδα ξεσκισμένη
Ἀπ' τὶς μυριάδες εἴδωλα τοῦ ἡλιοῦ, τὰ ἐνδύματά σου,
Ἀπόλυτη Ὕδρα, ἀπ' τὴ μαβιά σου σάρκα μεθυσμένη,
Ποὺ στὴν οὐρά σου ἀκούραστα δαγκώνεις, ἀγριωπή,
Κι' ἀστράφτεις μ' ἕνα βουητὸ ἴδιο μὲ τὴ σιωπή,

Φύσηξε πειά!... Πρέπει κι' ἐμεῖς μέσ' τὴ ζωὴ νὰ μποῦμε!
Τ' ἀγέρι τὸ ἀπέραντο μοῦ κλείνει τὸ βιβλίο,
Ὁρμᾶ τὸ κύμα καὶ ἀφρὸ σκορπᾶ ὥς ἐδῶ ποὖ 'μαι!
Πετάξ' τε, σεῖς, σελίδες μου, γεμάτες μεγαλεῖο!
Κύματα, λύσατε μὲ μιὰ χαρούμενη ριπή σας
Τὴν ἥσυχην, ὁποὺ πανιὰ ἀρμένιζαν, σκεπή σας!

Ἀπόδοση ΓΙΑΝΝΗ-ΑΝΔΡΕΑ Γ. ΒΛΑΧΟΥ



*Σημ. τ. «Ν.Ε.» Ἡ μετάφραση τοῦ ποιήματος τούτου εἶναι γνωστὸ ὅτι παρουσιάζει σχεδὸν ἀνυπέρβλητες δυσκολίες. Ἡ προσπάθεια ὅμως τοῦ κ. Γιάννη-Ἀνδρέα Γ Βλάχου ἔφτασε σὲ ἀξιόλογο ἀποτέλεσμα, ποὺ ἐλπίζουμε ὅτι θὰ τὸ ἐκτιμήσουν οἱ ἀναγνώστες μας.


Πηγή: «Νέα Ἑστία» τχ. 1352, 1983
Φωτογραφία: flickr.com

Ἑλληνων Φῶς

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *