Τουέιν αυτοβιογραφούμενος

«Αυτήν εδώ τη ζωή δοκίμασα, και μου ήταν αρκετή». Η αιωνίως γοητευτική φλυαρία ενός μεγάλου.

—του Ben Tarnow από το New Yorker. Προσαρμογή-μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου—

mark_twain

Όταν ο Μαρκ Τουέιν άνοιγε το στόμα του, έβγαιναν από μέσα πράγματα παράξενα: ιστορίες, φάρσες, ανέκδοτα, παράλογα. Μιλούσε τραβώντας τις λέξεις – και τις φράσεις. Κάποιος δημοσιογράφος είχε πει κάποτε ότι η ομιλία του θύμιζε πριονάκι που πριονίζει σιγά-σιγά ένα πτώμα από μέσα. Άλλοι έλεγαν ότι ακουγόταν απλώς σαν μεθυσμένος. Τρελαινόταν να μιλάει: σε φίλους, σε δημοσιογράφους, σε πλήθη θαυμαστών που τον λάτρευαν και γέμιζαν τις αίθουσες για να τον ακούσουν. Ήταν διάσημες οι προπόσεις του και οι πνευματώδεις ατάκες του, που την επόμενη κιόλας μέρα έβρισκαν το δρόμο για την εφημερίδα. Οι ιδέες για βιβλία και δουλειές, οι απόψεις επί μικρών και μεγάλων θεμάτων ξεχείλιζαν από μέσα του. Συχνά δυσκολευόταν να κοιμηθεί. Να μιλάει, δεν δυσκολευόταν ποτέ.

Και δεν έπαψε να μιλάει μέχρι το τέλος. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του, αποφάσισε να γράψει, ή μάλλον να υπαγορεύσει, την αυτοβιογραφία του. Μισοξαπλωμένος στο κρεβάτι, υπαγόρευε επί ώρες σε μια στενογράφο. Σταμάτησε στις πέντε χιλιάδες σελίδες.

Η Αυτοβιογραφία του Μαρκ Τουέιν είναι ένα τερατωδών διαστάσεων υλικό που στοιχειώνει τους μελετητές εδώ και 100 χρόνια. Ο Τουέιν είχε απαγορεύσει οποιαδήποτε δημοσίευση αυτού του υλικού πριν περάσει ένας αιώνας από το θάνατό του, το 1910. Ο πρώτος τόμος εκδόθηκε το 2010, και παρόλο που περιείχε κυρίως προκαταρκτικές σημειώσεις και αυτοβιογραφικά σχεδιάσματα του Τουέιν, πούλησε μισό εκατομμύριο αντίτυπα. Πολλοί κριτικοί, βέβαια, δεν συμμερίστηκαν τον ενθουσιασμό του κοινού. Ο Τζόναθαν Γιάρντλεϊ από την Washington Post έγραψε ότι διαβάζοντας, ένιωθε σαν να βρισκόταν «παγιδευμένος σε ένα κλειδωμένο δωμάτιο με έναν γέρο που δεν βάζει γλώσσα μέσα, που λατρεύει τον ήχο της φωνής του και δεν έχει την παραμικρή πρόθεση να τον χαμηλώσει και καθόλου». Ο Τουέιν, βέβαια, θα καταδιασκέδαζε με τέτοιες κριτικές. Έτσι κι αλλιώς, το κοινό αναγνώρισε την ιδιοφυία του πολύ πριν από τους «ειδικούς» του καιρού του.

Το 2013 κυκλοφόρησε στην Αμερική και ο δεύτερος τόμος της αυτοβιογραφίας του. Περιέχει κείμενα που υπαγόρευσε από τον Απρίλιο του 1906 έως τον Φεβρουάριο του 1907. Και εδώ, ο Τουέιν ξετυλίγει τους συνειρμούς του μέχρι να τους βαρεθεί. Όπως δηλώνει εξ αρχής, «άλλες αυτοβιογραφίες ακολουθούν συνετά μια προδιαγεγραμμένη και απαρέγκλιτη πορεία». Η δική του όμως είναι «εκδρομή αναψυχής». «Βγαίνει από την πορεία της όπου συμβεί να πετύχει κανένα τσίρκο ή οτιδήποτε διασκεδαστικό, και σπανίως κάθεται μέχρι να τελειώσει η παράσταση, αλλά τα μαζεύει και φεύγει μόλις μάθει για τίποτα καινούργιο στην περιοχή».

Αυτή η τεχνική αποτελούσε βασικό στοιχείο της γραφής του Τουέιν εξ αρχής. Έγραφε όπως σκεφτόταν, χωρίς συγκεκριμένη σειρά, χωρίς αυστηρή εποπτεία του πριν και του μετά. Το στυλ αυτό προερχόταν εν μέρει από την αγάπη του για τον προφορικό λόγο. Ο Τουέιν είχε μεγαλώσει ακούγοντας ιστορίες με ήρωες και αφηγήσεις σκλάβων, και τα γραπτά του πάντα απηχούσαν ακριβώς αυτήν τη χαλαρή, αυθόρμητη προφορικότητα, το πλούσιο αμερικανικό ιδίωμα. Ο Τουέιν δημιουργούσε λογοτεχνία από καθετί μικρό, από υλικά που η «σοβαρή λογοτεχνία» θεωρούσε ώς τότε ελάσσονα. Ο Τουέιν υπήρξε επαναστατικός συγγραφέας – και επιπλέον αδιανόητα επιτυχημένος.

Για την ακρίβεια, υπήρξε ένας celebrity, με την πλέον σύγχρονη έννοια του όρου: Στις αρχές του 20ού αιώνα, και ενώ ήταν ακόμα εν ζωή, παλιές του επιστολές έπιαναν σε δημοπρασία υψηλότερη τιμή από αντίστοιχες του Θίοντορ Ρούσβελτ ή του Λίνκολν. Οι δημοσιογράφοι έκαναν ουρές για μια συνέντευξη. Ο κόσμος τον αναγνώριζε στο δρόμο. Και ο Τουέιν απολάμβανε την επιτυχία και τη διασημότητα χωρίς δήθεν μετριοφροσύνη, χωρίς να χάνει ποτέ την αίσθηση του χιούμορ του, αλλά και χωρίς λάθη που θα έβλαπταν την εικόνα του. Όπως παραδέχεται και στην αυτοβιογραφία του, «Σκέφτηκα χίλια πεντακόσια με δύο χιλιάδες περιστατικά της ζωής μου για τα οποία ντρέπομαι, αλλά δεν κατάφερα να πείσω ούτε ένα να δεχτεί να μπει στο χαρτί».

Ο εβδομηντάχρονος Τουέιν που «ακούει» ο αναγνώστης διαβάζοντας την αυτοβιογραφία του, είναι ωστόσο ένας άνθρωπος που ήδη θεωρεί τη ζωή του λήξασα. Το 1904 είχε χάσει τη γυναίκα του Λίβι, τη μεγάλη του αγάπη, από καρδιά. Τα τελευταία χρόνια της ζωής της η Λίβι ήταν αναγκαστικά απομονωμένη, καθώς οι γιατροί θεωρούσαν ότι έπρεπε να αποφεύγει κάθε είδους συγκινήσεις. Ο χρόνος που μπορούσε να περνάει μαζί της ο Τουέιν ήταν αυστηρά περιορισμένος, και το ζευγάρι, με έναν τοίχο να χωρίζει τα δύο δωμάτια του σπιτιού, επικοινωνούσε με σημειώματα που έριχναν ο ένας κάτω από την πόρτα του άλλου. Μόνο μια φορά υπερέβη ο Τουέιν το χρονικό περιθώριο της επίσκεψης –κατά δεκαπέντε λεπτά– για να περιγράψει στη Λίβι τη βίλα που σκόπευε να αγοράσει στην Τοσκάνη με την ελπίδα ότι εκεί ίσως να βελτιωνόταν η υγεία της. Όταν επέστρεψε στο δωμάτιο, δύο ώρες αργότερα, για να την καληνυχτίσει, τη βρήκε νεκρή. Η αυτοβιογραφία του Τουέιν, παρά τις λαμπρές, ενίοτε ξεκαρδιστικές αφηγήσεις, αντανακλά τη διάθεσή του να θάψει τη φωνή του μέσα σε ένα θηριωδών διαστάσεων κείμενο ώστε η φωνή του να συνεχίσει να ακούγεται και στο μέλλον, έναν αιώνα αργότερα. Ήταν ακριβώς το είδος της μεταθανάτιας ζωής που τον ενδιέφερε. «Αυτήν εδώ τη ζωή τη δοκίμασα», γράφει, «και μου ήταν αρκετή».



Πηγή: dim/art

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *