ΤΡΕΙΣ ΓΕΝΕΑΙ
«Ἄμμες πόκ' ἦμες ἄλκιμοι νεανίαι· Ἄμμες δέ γ' εἰμές, αι δὲ λῇς, πεῖραν λάβε· Ἄμμες δέ γ' ἐσσόμεθα πολλῷ κάρρονες»
Γενιά, ποὺ χρόνους καὶ καιροὺς εἶχε πιστὰ συντρόφια στὰ κορφοβούνια τοὺς ἀϊτούς, στὰ πέλαγα τοὺς γλάρους, κι ἀπὸ τῆς κούνιας τὸ φιλὶ κι ὣς τὸ φιλὶ τοῦ τάφου διπλῆ λαχτάρα σ' ἔθρεψεν, ἡ Πίστι καὶ ἡ Πατρίδα! Καὶ σύ, γενιά, ποὺ ἐβλάστησες στὸ γέρικο κορμό της καὶ δὲν ψηφᾷς φθινόπωρο τὰ φύλλα σου νὰ ρίξῃ, γιατὶ τὰ μαρμαρόδεσε μαρμαροχέρα ἡ Δόξα! Καὶ σύ, γενιὰ νιοφτέρουγη, δειλὸ ξεπεταρούδι, ποὺ παραιτῶντας τὴ φωλιὰ πετᾷς ὁλόγυρά της, γιὰ νἆσαι πάντοτε κοντὰ στῆς μάννας σου τὰ χάδια!
Ὦ τρεῖς γενιὲς καλότυχες καὶ χρονοκαταλύτρες, ἡ χθεσινὴ κι ἡ σημερινὴ κι ἡ αὐριανή, σᾶς εἶδα τὶς τρεῖς μαζὶ στὸν ὕπνο μου, στὴν ὑπνοφαντασιά μου. Λαγκάδια, βράχοι καὶ βουνὰ καὶ πέλαγα καὶ κάμποι, σὰν νᾶχαν σμίξει ὅλες μαζὶ τὶς χάρες των καθένα κι ἔκαναν κάτι ἄγνώριστο, σὰν ἔξω ἀπὸ τὴν πλάσι.
Κι ἐκεῖ -ξάστερο τ' ὄνειρο- κι οἱ τρεῖς γενιὲς ἀντάμα τριπλὸ τραγούδι ἐλέγανε, τριπλὸ χορὸ εἶχαν στήσει. Κι ἔλεγ' ἡ χθεσινὴ γενιὰ μὲ μιὰ φωνὴ καθάρια:
Ἤμαστε κάποτε κι ἐμεῖς καὶ νιοὶ καὶ παλληκάρια, κι ἂν σκλάβοι ἐγεννηθήκαμε, δὲν ἤμαστε καὶ δοῦλοι. Τὸν ὕπνο δὲ χορτάσαμε· τὴ νύχτα καραούλι, τὰ ξημερώματα χορὸ καὶ τὴν ἡμέρα μάχη ἀπὸ κλεισούρα σὲ γκρεμὸ κι ἀπὸ κορφὴ σὲ ράχη. ............................................. Ὣς ὅτου πιὰ τὸ αἶμά μας, ποὺ χύνονταν πλημμύρα, τὸ σάβανο τῆς Λευτεριᾶς τὸ κάναμε πορφύρα Κι ἀφοῦ τὴν ἀναστήσαμε σ' ἄφθαστο μετερίζι μὲ τὸ νερὸ τ' ἀθάνατο, ποὺ ἡ πίστις ἀναβρύζει, κορώνα τῆς φορέσαμε στ' ἀχτινωτὸ κεφάλι, κορώνα, ποὺ ὀμορφότερη στὸν κόσμο δὲν εἶν' ἄλλη. Ζαφείρια τὴ στολίζουνε, καὶ τὰ ζαφείρια ἐκεῖνα ἔχουν μπριλλάντι ὁλόφωτο στὴ μέση, τὴν Ἀ θ ή ν α. ............................................. Κι ἔλεγ' ἡ σημερινὴ γενιὰ μὲ μιὰ φωνὴ καθάρια: - Εἴμαστε σήμερα κι ἐμεῖς καὶ νιοὶ καὶ παλληκάρια. Σκλάβοι δὲ γεννηθήκαμε σὲ θλιβερὰ κρεβάτια, στ' ἄπλετο φῶς τῆς Λευτεριᾶς ἀνοίξαμε τὰ μάτια. ............................................. Μὰ ἡ ξεγνοιασιὰ μᾶς ἔρριχνε τὰ δολερά της βρόχια. Γοργὰ ξεχνοῦν οἱ νιόπλουτοι τὴν πρωτινή τους φτώχεια. Πρωτότοικοι τῆς Λευτεριᾶς καὶ πρῶτοι κληρονόμοι, γοργὰ κι ἐμεῖς ξεχάσαμε πὼς μένουν κι ἄλλοι ἀκόμη... ὡς ὅτου ἀκούσθη μιὰ φωνὴ καὶ δεύτερη καὶ τρίτη μέσ' ἀπ' τῶν ἅγιων τάφων σας τὴν ἱερὴ τὴν κρύπτη. Ἔτσι στὸ θεῖο πρόσταγμα ποὺ ἔκαμ' ἡ ψυχή σας, φ ω τ ι ὰ ἦταν τὸ ἀ ν α σ ή κ ω μ α κι ἄ ν ε μ ο ς ἡ φ ω ν ή μας. ............................................. Καὶ νὰ ἡ γενιὰ ἡ αὐριανή, δειλὸ ξεπεταρούδι, χορεύει ἀναθαρρεύοντας καὶ τέτοιο λέει τραγούδι: - Φιλῶ τὸ χέρι σου παπποῦ, τὸ χέρι σου, πατέρα, μὰ ἐμεῖς καλλίτεροι ἀπὸ σᾶς θὰ γίνωμε μιὰ μέρα. Ὅ,τι γενναῖο κι ὅ,τι ἱερὸ στὸ νοῦ μας σᾶς ὑψώνει θ' ἀστράφτῃ ἐμπρὸς στὰ μάτια μας καὶ θὰ μᾶς τὰ θαμπώνῃ. Κι ὅ,τι μικρὸ καὶ ταπεινὸ ἢ στὴν ψυχὴ ἢ στὴ σκέψι κακοὶ καὶ δίσεχτοι καιροὶ σᾶς ἔχουν δασκαλέψει στὰ θαμπωμένα μάτια μας θὰ χάνεται, θὰ σβήνῃ, καὶ δάσκαλος μας κι ὁδηγὸς ἡ νίκη σας θὰ γίνῃ. ............................................. Κι ὅρκο σᾶς κάνομε βαρύ, κι ὅρκο ζωῆς, θανάτου, πὼς γρήγορα μὲ τὸν καιρό, στὸ γοργοκύλισμά του, θὰ φέρωμε καὶ μεῖς στερνὸ στολίδι στὴν κορώνα χ ρ υ σ ὸ δ ι κ έ φ α λ ο ν ἀ ϊ τ ὸ νὰ λάμπῃ στὸν αἰῶνα!
Ἰω. Πολέμης
Πηγὴ: Νεοελληνικά Ἀναγνώσματα A' ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ (1956)
Φωτογραφία: Θερμοπύλες, Μνημεῖο Λεωνίδα
Ἑλλήνων Φῶς