ΒΛΑΧΟΓΙΑΝΝΗΣ*
Ἐψυχομάχα ὁ Διγενὴς στὸ σιδερὸ κρεβάτι.
Τὸν τριγυρίζαν οἱ γιατροὶ, μὲ τὰ χαρτιὰ στὸ χέρι,
κι' ἀπόξω καρτερούσανε, δικοὶ καὶ συντοπίτες.
Θέλαν νὰ μποῦνε νὰ τὸν δοῦν, κι' ἀκόμα ἀκροφοβοῦνταν.
Σηκώνει τὸ κεφάλι του καὶ λέει στὴν ἀδερφή του:
«Ἄστους νὰ μποῦνε νὰ μὲ ἰδοῦν κι' ἔχω καλὰ μαντάτα.
Τί τώρα δὰ εἶχ' ἀντάμωση μὲ τὸν Καραϊσκάκη,
κι' ὁ Μακρυγιάννης ἔστεκε σιμὰ κι' ἀφουκραζόταν:
— Γιάννη, ἑτοιμάσου νἄρχεσαι νὰ στήσουμε ταμπούρι
στὸν κάτου κόσμο μυστικὸ καὶ θέμε τ' ἄρματά Σου.
Καὶ θέλουμε τὴ γνώμη Σου καὶ θἄχεις τὴ δική μας.
Τί τώρα κρίνεται ἡ ζωὴ βαριὰ τῆς Ρωμιοσύνης,
καὶ πρωτοσυβουλάτορα Σὲ κράζουμε κοντά μας.
Ἀκούμπησεν ὁ Διγενὴς στὸ σιδερὸ κρεβάτι,
κι' ἀπέ, τὰ μάτια γύρισε στὴν πόρτα, καὶ ξανάπε:
«Πέστους νὰ μποῦν ὅλοι μαζὶ κι' ἂς μὴν ἀκροφοβοῦνται.
Τ' ἦρτ' ὁ καιρὸς γιὰ σύναξη τρανὴ παλληκαριῶνε.
Μιὰ ὀρμήνεια θέλω νὰ τοὺς πῶ, καὶ βιάζουμαι νὰ φύγω:
«Τὴ Λευτεριά, τὴ Λευτεριά, τὴ Λευτεριὰ ὣς τὰ ὕψη,
Τὴ Λευτεριὰ ὣς τὸ Θάνατο, τὴ Λευτεριὰ ὣς τὸν Ἅδη,
κι' ἀπέκει, τἄλλα εἶναι καλά, ἀπάνω ἢ κάτου κόσμος!»
Χυμήξανε ν' ἀκούσουνε ὅσοι ἔστεκαν στὴ θύρα,
Κι' ὅσοι δὲ μπήκανε προχτές, τριγύρα Σου εἶναι τώρα.
Μὰ δὲ τοὺς παίρνει, δὲ χωρεῖ τόσο μικρὸν ἁλώνι,
νὰ Σὲ κυκλώσουν καὶ χορὸ τριγύρα Σου νὰ στήσουν.
Τὸ πανηγύρι εἶναι πολύ, κι' ὁ τόπος εἶναι λίγος.
Τραβᾶμε στὴν ἁπλοχωριά, πᾶμε στὸν ὄξω ἀγέρα,
πιάστε ἀπ' τὴ μιά της τὴ γωνιὰ στὴν ἄλλη τὴν Ἑλλάδα,
γιὰ νὰ γιομίσου τὰ βουνά, καὶ νὰ γιομίσου οἱ κάμποι,
τότε νὰ στήσουμε χορὸν ἄξιό Σου, ἀντρειωμένε!
Ν' ἀκοῦς ἀχὼ ἀπ' τὴν κάσσα Σου τριγύρα ν' ἀνεβαίνει,
ν' ἀκοῦς τὸ ποδοβολητό, ν' ἀκοῦς καὶ τὸ τραγούδι,
νὰ σείεται ἡ γῆ ὣς τὰ Τάρταρα γιὰ Σὲνα, Βλαχογιάννη!
ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ
* Ὁ ποιητὴς ἀπάγγειλε τὸ τραγούδι τοῦτο στὴν κηδεία τοῦ Βλαχογιάννη.
Πηγή: «Νέα Εστία», τχ. 515, 1948
Ἑλλήνων Φῶς