17 Δεκεμβρίου 1915, βομβαρδισμὸς τῆς Θεσσαλονίκης καὶ κατάληψις προξενείων ἀπὸ τοὺς Γάλλους.
«…Στις 10 το πρωί της 17ης Δεκεμβρίου τρία γερμανικά αεροπλάνα, τύπου «Αβιατίκ» έκαναν την εμφάνισή τους στον ουρανό της Θεσσαλονίκης, «ιπτάμενα μεγαλοπρεπώς, με προέλευσιν εκ νότου», όπως έγραφε το ΕΜΠΡΟΣ, στις 18 Δεκεμβρίου. Τα συμμαχικά πολεμικά πλοία άρχισαν να βομβαρδίζουν τα γερμανικά αεροπλάνα, επί ένα τέταρτο της ώρας, ενώ «χιλιάδες κόσμου παρηκολούθουν το ασύνηθες και τραγικόν εκείνο θέαμα, θαυμάζοντος την ευτολμίαν και την δεξιότητα των Γερμανών αεροπόρων, αλλά και ανησυχούντος εκδηλωτικώτατα δια τα πιθανά αποτελέσματα.»
Στις 10.30 ανυψώθηκαν γαλλικά διπλάνα, για να κυνηγήσουν τα γερμανικά, αλλά ήταν μάλλον αργά, αφού αυτά είχαν απομακρυνθεί, προσωρινά. Πράγματι σε λίγο τα γερμανικά εμφανίστηκαν και πάλι πάνω από την Θεσσαλονίκη, «εγγύτερον αυτήν την φοράν επιδεικτικώτατα και εξηφανίσθησαν. Ούτω δε έληξε το ωραίον θέαμα της θριαμβευτικής τόσον, όσον και επιδεξιοτάτης πτήσεως των Γερμανικών αεροπλάνων, το οποίον θα μείνη αληθινά αλησμόνητον δια την πόλιν μας», όπως σημείωνε το ΕΜΠΡΟΣ.
Σε άλλο τηλεγράφημα εκ Θεσσαλονίκης η ίδια εφημερίδα ανέφερε ότι: «Τα γερμανικά αεροπλάνα απομακρυνθέντα εκ της πόλεως, κατηυθύνθησαν προς τους Αγγλογαλλικούς καταυλισμούς εναντίον των οποίων έρριψαν βόμβας. Μία βόμβα έπεσε παρά το χωρίον Καπουτζήδες, φονεύσασα έναν ποιμένα. Πολλαί επίσης βόμβαι ερρίφθησαν εναντίον του αγγλογαλλικού στρατοπέδου εις Λεμπετί εκ των οποίων εφονεύθησαν 16 Αγγλογάλλοι.»…»
17 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1915
Ο Γάλλος στρατηγός Σαράϊγ, αγνοώντας για άλλη μια φορά την ελληνική κυριαρχία και με αφορμή γερμανικό βομβαρδισμό της Θεσσαλονίκης, καταλαμβάνει τα προξενεία των Κεντρικών Δυνάμεων (Γερμανίας – Αυστρίας), καθώς και της Τουρκίας και Βουλγαρίας και συλλαμβάνει τους προξένους και το προσωπικό, ενώ διατάσσει την απέλασή τους από την Ελλάδα. Θα παρακολουθήσουμε τα δραματικά αυτά γεγονότα, από δημοσιεύματα των εφημερίδων ΕΜΠΡΟΣ και ΣΚΡΙΠ, των ημερών εκείνων.
Στις 10 το πρωί της 17ης Δεκεμβρίου τρία γερμανικά αεροπλάνα, τύπου «Αβιατίκ» έκαναν την εμφάνισή τους στον ουρανό της Θεσσαλονίκης, «ιπτάμενα μεγαλοπρεπώς, με προέλευσιν εκ νότου», όπως έγραφε το ΕΜΠΡΟΣ, στις 18 Δεκεμβρίου. Τα συμμαχικά πολεμικά πλοία άρχισαν να βομβαρδίζουν τα γερμανικά αεροπλάνα, επί ένα τέταρτο της ώρας, ενώ «χιλιάδες κόσμου παρηκολούθουν το ασύνηθες και τραγικόν εκείνο θέαμα, θαυμάζοντος την ευτολμίαν και την δεξιότητα των Γερμανών αεροπόρων, αλλά και ανησυχούντος εκδηλωτικώτατα δια τα πιθανά αποτελέσματα.» Στις 10.30 ανυψώθηκαν γαλλικά διπλάνα, για να κυνηγήσουν τα γερμανικά, αλλά ήταν μάλλον αργά, αφού αυτά είχαν απομακρυνθεί, προσωρινά. Πράγματι σε λίγο τα γερμανικά εμφανίστηκαν και πάλι πάνω από τη Θεσσαλονίκη, «εγγύτερον αυτήν την φοράν επιδεικτικώτατα και εξηφανίσθησαν. Ούτω δε έληξε το ωραίον θέαμα της θριαμβευτικής τόσον, όσον και επιδεξιοτάτης πτήσεως των Γερμανικών αεροπλάνων, το οποίον θα μείνη αληθινά αλησμόνητον δια την πόλιν μας», όπως σημείωνε το ΕΜΠΡΟΣ.
Σε άλλο τηλεγράφημα εκ Θεσσαλονίκης η ίδια εφημερίδα ανέφερε ότι: «Τα γερμανικά αεροπλάνα απομακρυνθέντα εκ της πόλεως, κατηυθύνθησαν προς τους Αγγλογαλλικούς καταυλισμούς εναντίον των οποίων έρριψαν βόμβας. Μία βόμβα έπεσε παρά το χωρίον Καπουτζήδες, φονεύσασα έναν ποιμένα. Πολλαί επίσης βόμβαι ερρίφθησαν εναντίον του αγγλογαλλικού στρατοπέδου εις Λεμπετί εκ των οποίων εφονεύθησαν 16 Αγγλογάλλοι.»
Και το ΕΜΠΡΟΣ σε άλλο τηλεγράφημα συνεχίζει: « Τα ανωτέρω αποτελέσματα του βομβαρδισμού εξηρέθησαν τους Αγγλογάλλους, οίτινες εύρον αφορμήν να προβούν εις πράξιν, ήτις ανεστάτωσε τας ελληνικάς αρχάς και την Θεσσαλονίκην. Μεταξύ της 3ης και της 4ης απογευματινής ώρας ισχυρά στρατιωτική δύναμις συμμαχικού στρατού, εισελθούσα εις την πόλιν, κατηυθύνθη εις τα προξενεία Γερμανίας, Αυστρίας, Τουρκίας και Βουλγαρίας και περιεκύκλωσεν αυτά. Αμέσως εισελθόντες εντός των ανωτέρω προξενείων, συνέλαβον τους προξένους μεθ΄ ολοκλήρων των προσωπικών των προξενείων. Άπαντες οι συλληφθέντες, τοποθετηθέντες επί κλειστών αυτοκινήτων, ωδηγήθησαν εις το γαλλικόν θωρηκτόν «Πατρίς». Άπαντες οι συλλήφθέντες ανέρχονται εις 62 άτομα. […] Άμα τη συλλήψει των προξένων υπό των Αγγλογάλλων, αι στρατιωτικαί και πολιτικαί της πόλεως αρχαί διεμαρτυρήθησαν προς τον Γάλλον στρατηγόν Σαράϊγ, προς όν υπεδηλώθη ότι η επί Ελληνικού εδάφους ενέργεια αύτη αποτελεί πρωτοφανή και αυθαίρετον πράξιν, προσβάλλουσα τα κυριαρχικά δικαιώματα του κράτους. Ο στρατηγός Σαράϊγ απήντησεν ότι ο βομβαρδισμός των συμμαχικών καταυλισμών υπό των Γερμανικών αεροπλάνων αποτελεί έναρξιν εχθροπραξιών, κατόπιν των οποίων ευρέθη εις την ανάγκην να συλλάβη και κρατήση τους προξένους της αντιπάλου ομάδος.»
Η κυβέρνηση έσπευσε από την πρώτη ημέρα να διαμαρτυρηθεί, με τους Έλληνες πρεσβευτές στην Ευρώπη, ενώ η αγανάκτηση του λαού ήταν μεγαλύτερη από την επίσημη διαμαρτυρία. Το ΕΜΠΡΟΣ, σε άρθρο του τόνιζε: «Αφού οι Αγγλογάλλοι κατέλαβον τους λιμένας της (Ελλάδος), αφού κατεπάτησαν το έδαφός της και κατέστησαν αυτό εμπόλεμον, παρεβίασαν εχθες και την ασυλίαν του βωμού της, συλλαβόντες ξένους, οίτινες είχον εμπιστευθή εαυτούς εις την προστασίαν των Ελληνικών νόμων και της Ελληνικής τιμής. Τοιαύτη δε σκαιά και απεχθής έμπνευσις, ήτις εγένετο μάλλον προς ύβριν της Ελλάδος, παραδίδεται εις την αγανάκτησιν του πεπολιτισμένου κόσμου ως πρωτοφανές παράδειγμα ασεβείας προς τα δικαιώματα των μικρών λαών. Η Ελλάς απέναντι της βίας ταύτης δεν δύναται να αντιτάξη άλλο τι από την έντονον διαμαρτυρίαν της. Αλλ΄ εάν απέμεινεν εν Ευρώπη συνείδησις ευθύτητος, πας τίμιος άνθρωπος θα στιγματίση τα τελεσθέντα μετ΄ αποτροπιασμού.»
Το ΣΚΡΙΠ της 18ης Δεκεμβρίου πρόβαλε στον πρωτοσέλιδο τίτλο: «Αιχμαλωσία εν Θεσσαλονίκη των ξένων προξένων. Πλήρης κατάλυσις της ουδετερότητος και ανεξαρτησίας της Ελλάδος.» Στις 20 Δεκεμβρίου ανέφερε: «Νέαι αιχμαλωσίαι ξένων υπηκόων εν Θεσσαλονίκη» και στις 21 σύλληψη και του προξένου της Νορβηγίας και λίγες ημέρες αργότερα και του Βέλγου προξένου.
Οι πρόξενοι είχαν μεταφερθεί στην Μασσαλία, απ΄ όπου και απολύθηκαν στις 23 Δεκεμβρίου και οδηγήθηκαν στα σύνορα της Ελβετίας, για να φύγουν από κει στην Αυστρία και Γερμανία.
Τις ημέρες αυτές, των δραματικών γεγονότων της αιχμαλωσίας των προξένων, η Αγγλία βρήκε την ευκαιρία να ζητήσει από την κυβέρνηση την απομάκρυνση του βασιλιά Κωνσταντίνου, ενώ ο Αγγλογαλλικός στόλος προέβη σε μια νέα ταπεινωτική ενέργεια, εις βάρος της Ελλάδος. Συγκεκριμένα διέταξαν το πολεμικό «Βέλος», που έπλεε στην Αδριατική, μεταφέροντας τον Σέρβο υπουργό Στρατιωτικών Μπούκοβιτς, να αλλάξει πορεία και να κατευθυνθεί στο Βρινδήσιο της Ιταλίας. Ο πλοίαρχος του πολεμικού μας αρνήθηκε να υπακούσει στην εντολή, απειλήθηκε όμως από τους Αγγλογάλλους και ιταλικό πλοίο το οδήγησε στο ιταλικό λιμάνι. Αυτή την καννιβαλική επίθεση, όπως την χαρακτήριζε το ΣΚΡΙΠ, την περιγράφει η εφημερίδα και προσθέτει: «Το ιταλικόν πλοίον ωδήγησε το «Βέλος» εις το Βρινδήσιον, κατεβίβασαν τον Σέρβον υπουργόν και εγένετο η αισχίστη εξύβρισις προς την Ελληνικήν σημαίαν, δι΄ ενεργείας νηοψίας επί του πολεμικού σκάφους μας. Μετά την νηοψίαν, η οποία ουδέν απέδωσεν, επετράπη εις το πολεμικόν μας να αναχωρήση.»
Αυτά συνέβαιναν στο τέλος του 1915, όταν η πατρίδα μας είχε γίνει «μπάτε σκύλοι αλέστε…»
Στη φωτογραφία η 1η σελίδα του ΕΜΠΡΟΣ, στις 18 Δεκεμβρίου 1915.
Πηγή: ἡμερολόγιον Μακεδνῶν
Αναδημοσίευση από: Φιλονόη