ΣΤΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑ

dragoumis

Εἶναι ἡ «Γ' ΠΡΟΚἨΡΥΞΗ» του ποὺ τὴν ἀπευθύνει «στοὺς ξεσκλαβωμένους καὶ στοὺς ἀξεσκλάβωτους Ἕλληνες, γιατὶ ἐλεύτεροι Ἕλληνες δὲν ὑπάρχουν πιὰ ἤ ἀκόμη». Γράφτηκε στὴ Ρώμη στὶς 7 τοῦ Σεπτέμβρη 1909 καὶ δημοσιεύτηκε στὸν ἀριθ. 361 τοῦ «Νουμᾶ» (11 τοῦ Ὁχτώβρη 1909). Ὅταν κυκλοφόρησε τὸ φύλλο, ὕστερα ἀπὸ λίγες μέρες ὁ κ. Γ. Φιλάρετος ἔγραψε στὸ «Ριζοσπάστη» του ἄρθρο φλογερὸ ἐναντίο του καὶ ζήτησε ἀπὸ τὸν τότε παντοδύναμο «Στρατιωτικὸ Σύνδεσμο» τὴν πάψη του γιατὶ τόλμησε, λέει νὰ γράψει στὴ Δημοτικὴ γλώσσα ἐνῷ εἴτανε δημόσιος ὑπάλληλος! Σ' ἀπάντηση τῆς ἀστείας αὐτῆς φοβέρας, μοὔστειλε ὁ Δραγούμης τὴν παρακάτω παλληκαρίσια ἐπιστολή, ποὺ δημοσιεύθηκε ὡς «Δήλωσή» του στὴν πρώτη σελίδα, πρώτη στήλη, τοῦ ἀριθ. 372 τοῦ «Νουμᾶ» (27 τοῦ Δεκέμβρη 1909):

Λόντρα 16/29 τοῦ Δεκέμβρη 1909

Φίλε Ταγκόπουλε,

Ὁ κ. Φιλάρετος, νομικὸς ἄνθρωπος, καλεῖ μὲ τὸ «Ριζοσπάστη» του τὸ «Στρατιωτικό Σύνδεσμο» νὰ λάβει τὰ μέτρα του «κατὰ τῶν ὑπὸ δημοσίου ταμείου πληρωνομένων ἀηδῶν καὶ ἐπιβλαβῶν μαλλιαρῶν».

Μὰ μοῦ φαίνεται ὁ ποινικὸς νόμος δὲν τιμωρεῖ ἐκείνους ποὺ γράφουν τὴ γλώσσα τῆς μάννας τους, οὔτε ὑπάρχει κανένα ἔγκλημα στὸ νόμο ποὺ νὰ λέγεται «μαλλιαροσύνη». Ὅσο γιὰ τὸ σύνταγμα, αὐτὸ ἀναφέρει ὅτι ἡ συνείδηση τῶν Ἑλλήνων εἶναι ἐλεύθερη.

Ὡστόσο, ἐπειδὴ κάθε καλὸς νομικὸς ξαίρει καὶ ἄλλα μονοπάτια τῶν νόμων, καὶ μπορεῖ νὰ εἶναι ἀνάγκη νὰ πιεῖ κανεὶς ἀπὸ μᾶς τοὺς δημοτικιστὲς τὸ «κώνειον» γιὰ νὰ σωθεῖ τὸ Ἔθνος, θέλω νὰ ξαίρει ὁ κ. Φιλάρετος, ὅτι «ὁ ὑπὸ τὸ ψευδώνυμον Ἴδας» εἶμαι ἐγὼ ποὺ ὑπογράφομαι ὅπως θὰ δῆτε παρακάτω, καὶ ὅτι δὲν εἶμαι «μαλλιαρὸς πρόξενος» τώρα, παρὰ «μαλλιαρὸς διπλωμάτης», καὶ ὅτι τὴν προκήρυξή μου τῆς 7 τοῦ Σεπτέμβρη τὴν ἔστειλα ὄχι «δῆθεν ἐκ Ρώμης», παρὰ ἀληθινὰ ἀπὸ τὴ Ρώμη ὅπου εἴμουν τότε διορισμένος, καὶ ὅτι τέλος τώρα βρίσκουμαι ἐδῶ διορισμένος. Ἔτσι, ξαίροντας ὁ Στρατιωτικὸς Σύνδεσμος ποῦ βρίσκομαι καὶ ποιὸς εἶμαι, θὰ μπορέσει, ἄν θέλει, εὐκολώτερα νὰ μὲ καταδιώξει.

Μὲ τιμὴ
Ι. ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ

Τὸ παλληκαρίσιο αὐτὸ γράμμα πόσο συνταιριασμένο εἶναι μὲ κεῖνα ποὺ λέει, σὲ τούτη ἀκριβῶς τὴν «Προκήρυξή» του πὼς «ἅμα εἶναι γεμάτος ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ ἕνα σκοπὸ, τὰ ἐμπόδια τοῦ φαίνονται παιγνίδια καὶ οἱ ἄνθρωποι μύγες!»

Σὰν τόνε ρώτησα, τότε ποὺ πρωτοβγῆκε βουλευτὴς στὴ Φλώρινα, ποιὸ πρόγραμμα πολιτικὸ θὰ ζητήσει νὰ ἐφαρμόσει στὴ Βουλὴ, μοῦ εἶπε:

Μοῦ εἴταν εὔκολο σὲ δέκα δεκαπέντε ἀράδες νὰ δώσω τὸ πρόγραμμά μου. Μὰ τὸ πρόγραμμά μου τὸ πολιτικὸ βρίσκεται πλατιὰ χαραγμένο στὴν προκήρυξή μου «Στρατὸς καὶ ἄλλα», καθὼς καὶ στὰ βιβλία μου. Φυσικά, μπαίνοντας κανεὶς στὴν πράξη, μπορεῖ νἀλλάξει στὴ μορφή μερικὲς ἀπὸ τὶς ἰδέες μου, μὰ στὴν οὐσία θὰν τις ἀφίσει ἀπείραχτες.

Γυρεύουν στρατό. Ἄς τὸν κάνουν, αὐτὸ θέλουμε καὶ μεῖς. Καὶ γιὰ νὰ γίνει, χρειάζονται ὄχι μόνο χρήματα παρὰ καὶ στρατιωτικὸ πνεῦμα καὶ στρατιωτικὸς χαραχτήρας. Μὰ ἔπειτα; Γιατὶ χρειάζεται ὁ στρατός; Ξεκαθάρισαν τάχα καλὰ στὸ μυαλό τους τὶ εἶναι νὰ κάνει ὁ στρατὸς ποὺ θὰ γίνει; Καὶ πῶς σχετίζεται ὁ στρατὸς μὲ ὅλα τὰ ἄλλα; Ἄν τοὺς ρωτήσεις, θὰ σοῦ ποῦν: ἡ τιμὴ τοῦ κράτους τὸ ἀπαιτεῖ, ἤ ἡ μεγάλη ἰδέα. Ὅμως τὸ κράτος εἶναι χάρβαλο καὶ τιμὴ δὲν ἔχει, ὅσο γιὰ τὴ μεγάλη ἰδέα, γίνηκε ψέμα. Καὶ ἴσως ἦλθε τέλος ὁ καιρὸς νὰ γίνουμε οἱ Ἕλληνες  ἄ ν θ ρ ω π ο ι. Τὸ μυαλό μας εἶναι χαλασμένο, ὁ χαραχτήρας μας σαπισμένος ἤ σκλαβωμένος, ἡ πολιτική μας ὑπόσταση ἀνήθικη, ἡ ὕπαρξή μας ὅλη μικρεμένη, στραβωμένη καὶ κακομοιριασμένη. Δὲν εἴμαστε ἐλεύτεροι, ὅμως εἴμαστε ζωντανοὶ καὶ διόλου ἐκφυλισμένοι. Τὰ κορμιά μας εἶναι γερά. Ὁ ἐκφυλισμός, καθὼς βεβαιώνουν οἱ γιατροί, εἶναι φαινόμενο μόνο σωματικό, καὶ τὸν φέρνει ἡ σύφιλη, ἡ φθίση καὶ οἱ θέρμες. Εὐτυχῶς οἱ Ἕλληνες, ἄν βγάλεις μερικοὺς Ἑλληνικοὺς τόπους, ὅπου τὰ βαλτονέρια βγαίνουν θέρμες, εἴμαστε ὅλο ὑγεία. Ἐκφυλισμὸς στὸ χαραχτήρα καὶ στὸ μυαλὸ δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει. Σ' αὐτὰ ὑπάρχουν μονάχα κάποιες ἀρρώστιες κι ἀδυναμίες. Μὰ κι αὐτὲς γιατρεύονται. Φτάνει τὰ σώματα νὰ εἶναι γερά.

1

ΧΑΡΒΑΛΟ. Τὸ κράτος αὐτό, ἡ μικρὴ Ἑλλάδα, μὲ τὰ σύνορά της τὰ κατεβασμένα στοὺς κάμπους τῆς Θεσσαλίας, ἤ πρέπει νὰ μεγαλώσει ἢ θὰ χαθεῖ. Νὰ διορθωθεῖ καὶ νὰ γίνει τέλειο κράτος, σὰν τὸ Βέλγιο, δὲ γίνεται. Γιατὶ τὸ παίρνουμε γιὰ ὁριστικὸ τὸ κράτος αὐτό, καὶ ἀπαιτοῦμε νὰ διοικηθεῖ τέλεια, καὶ χανόμαστε σὲ ἄγονες προσπάθειες γιὰ νὰ τὸ στολίσουμε σὰ νύφη μὲ τιμὴ καὶ ὅλα τὰ χρειαζούμενα προικιά, δὲν τὸ ξέρω. Πολλὲς αἰτίες θὰ μπαίνουν στὴ μέση γιὰ νὰ βρισκόμαστε σὲ μιὰ τέτοια διάθεση. Ἕνα ξέρω μονάχα, πὼς τὸ κράτος αὐτὸ εἶναι προσωρινό, καὶ γιὰ τέτοιο πρέπει νὰ τὸ λογαριάζουμε. Καὶ γιατὶ εἶναι προσωρινό; Γιατὶ δὲν μπορεῖ νὰ ζήσει τόσο μικρὸ ποὺ εἶναι, ἄν δὲν ἀφεθεῖ ἥσυχο ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες ποὺ ζοῦν ἔξω ἀπὸ τὰ σύνορά του. Καὶ οἱ Ἕλληνες αὐτοὶ δὲ θὰ τὸ ἀφήσουν ἥσυχο. Λέτε νὰ εἶναι τόσο κακοὶ πατριῶτες; Ὄχι, μὰ νοιώθουν πὼς πρέπει ἐκεῖ νὰ κολλήσουν κι αὐτοὶ, μὲ τὰ ἀμπελοχώραφά τους, τὰ χωριά τους, τὶς πολιτεῖες, τὰ δάση, καὶ τὶς βοσκὲς ποὺ ὁρίζουν. Κανένας μικροπολιτικός, ὅπως εἶναι ὅλοι ἐπάνω - κάτω ὅσοι διοίκησαν ὡς τώρα τὸ κράτος, μπορεῖ νὰ πεῖ, (μὲ τὸ νοῦ του βέβαια): «Κρῖμα νὰ ὑπάρχουν οἱ ἔξω Ἕλληνες! Δὲ πᾶν στὸ διάολο! Καλὰ εἴμαστε ὅπως εἴμαστε. Τὸ κράτος εἶναι τσιφλίκι μας». Ναί, βέβαια, κρῖμα εἶναι, μὰ τί νὰ γίνει ποὺ ὑπάρχουν; Ὁ διάβολος δὲν τοὺς θέλει. Λοιπὸν νὰ μείνει τὸ κράτος ἥσυχο ἀπ' αὐτοὺς μὲ κανένα τρόπο δὲ γίνεται. Τὶ ἐμποδίζει ὅμως αὐτὸ νὰ εἶναι τὸ κράτος, κράτος ἀληθινό; Ἐμποδίζει πολύ. Τὸ κράτος γι' αὐτοὺς πρέπει νὰ ξοδεύει χρήματα γιὰ στρατό, γιὰ ναυτικό, γιὰ σκολειὰ στὴν Τουρκιά, γιὰ προπαγάντα, γιὰ προξενεῖα. Καὶ τὰ χρήματα δὲν τὰ πληρώνουν αὐτοί, παρὰ ὁ λαὸς ποὺ κατοικεῖ μέσα στὰ σύνορα τοῦ κράτους. Μὰ ὁ λαὸς αὐτὸς τὰ πληρώνει, γιὰ νὰ γίνουν προπάντων διάφορα ἄλλα πράματα, ποὺ τὰ ἔχει ἀνάγκη αὐτός. Ὁ λαὸς θέλει συγκοινωνίες, σιδερόδρομους, δρόμους, τηλεγράφους, ταχυδρομεῖα, ἐπιχωμάτωση βάλτων, ὑδραυλικὰ ἔργα, σκολειά, δικαστήρια, λιμάνια, φάρους, χωροφύλακες, δραγάτες, ἀστυνόμους τελωνεῖα καὶ ἄλλα. Ἄραγε φτάνουν τὰ χρήματα ποὺ πληρώνει αὐτὸς, φτάνουν γιὰ νὰ γίνουν ὅλα αὐτὰ, καὶ νὰ γίνουν μαζὶ καὶ ὅλα τἄλλα, ὅσα χρειάζονται οἱ ἔξω ἀπὸ τὰ σύνορα Ἕλληνες; Οἱ προϋπολογισμοὶ τοῦ κράτους γι' αὐτὸ προπάντων δὲν βγαίνουν σωστοί, καὶ ἔχουν ἐλλείμματα, καὶ γι' αὐτὸ γινῆκαν τόσα δάνεια. Τί νὰ πρωτικάνει τὸ κράτος; Ποιοὺς νὰ πρωτοκοιτάξει; Τοὺς μέσα Ἕλληνες καὶ τὶς ἀνάγκες τους; ἤ τοὺς ἔξω καὶ τὶς δικές τους ἀνάγκες; Γι' αὐτὸ πρέπει νὰ μεγαλώσει τὸ κράτος, νὰ κάνει καινούρια σύνορα, πλατύτερα, καὶ νὰ πάρει μέσα στὰ σύνορά του τὰ καινούρια τοὺς περισσότερους τουλάχιστο ἀπὸ τοὺς ἔξω Ἕλληνες. Ὅσοι περισσότεροι ἀπὸ τοὺς ἔξω Ἕλληνες γίνουν μέσα Ἕλληνες, τόσο καλλίτερα θὰ μπορέσουν νὰ σιαχτοῦν τὰ οἰκονομικὰ τοῦ κράτους, ὄχι μόνο γιατὶ τὸ κράτος δὲ θὰ ἔχει πιὰ νὰ κοιτάζει τόσους πολλοὺς ἐξωμερίτες, μὰ γιατὶ θὰ γίνει καὶ μεγαλύτερος ὁ τόπος καὶ πιὸ πλούσιος. Ὁ μικροπολιτικὸς ποὺ μίλησε καὶ πρωτήτερα, θὰ μᾶς διακόψει ἐδῶ καὶ θὰ μᾶς πεῖ: «Δόξα σοι ὁ Θεὸς ποὺ ἀναγνωρίζετε καὶ σεῖς τὴν ἀδυναμία μας νὰ ἐπαρκέσουμε! Καὶ ὅμως, μολαταῦτα, ἐμεῖς δὲν ἐπάψαμε ποτὲ νὰ θέλουμε νὰ μεγαλώσει τὸ κράτος, καὶ ὅλο πασκίζουμε νὰ τὸ μεγαλώσουμε». Αὐτὰ εἶναι λ ό γ ι α τοῦ μικροπολιτικοῦ. Μὴν τὰ πιστεύετε. Πρῶτα πρῶτα δὲ χρειάζονται μόνο χρήματα γιὰ να ὑπάρξει ἕνα κράτος. Ἔπειτα εἶναι βέβαιο ὅτι γίνονται κατάχρησες καὶ σπατάλες στὸ χρῆμα. Καὶ τώρα ἄς δοῦμε ἄν ἔκανε ὁ μικροπολιτικὸς φαφλατᾶς τίποτε γιὰ νὰ μεγαλώσει τὸ κράτος. Ἐπειδὴ τὸ ἔθνος αἰσθάνεται πὼς πρέπει νὰ ἑνωθεῖ γιὰ νὰ ζήσει ὅπως τοῦ ταιριάζει, ὁ μικροπολιτκὸς τοῦ Ἑλλαδικοῦ κράτους δὲν τολμᾶ νὰ τοῦ ἀντείπει, καὶ κάνει πὼς προσπαθεῖ νὰ μεγαλώσει τὸ κράτος, δηλαδή κ ά ν ε ι πὼς κάνει ἐθνικὴ πολιτική. Ὅμως ἄλλο ἀπὸ εὐχὲς ἀπλές, ἀπὸ εὐσεβεῖς πόθους, ἀπὸ λόγια παχειά καὶ ἀπὸ σπασμωδικά κινήματα (ὅταν παραφουσκώνει τὸ ρέμα) δὲν ἔκανε ποτὲ ὁ μικροπολιτικός. Ποτέ του δὲν προσπάθησε νὰ τὸν κάνει δουλειά του συστηματικὴ τὸν ἀγῶνα γιὰ τὴν ἕνωση τῆς φυλῆς. Ποτέ του δὲν ἔκανε οὔτε κὰν σχέδιο ἐξωτερικῆς πολιτικῆς, οὔτε σύμφωνο οὔτε ἀσύμφωνο μὲ τὶς ἀνάγκες ἤ τοὺς πόθους τοῦ Ἔθνους. Καὶ ἄν λέει πὼς ἔχει σχέδιο ἐξωτερικῆς πολιτικῆς, μὴν τὸν πιστεύετε, σᾶς γελᾶ, εἶναι ψέματα. Οὔτε κὰν στοχάστηκε ποτὲ νὰ κάνει τέτοιο σχέδιο. Οὔτε συλλογίστηκε ποτὲ αὐτὸ τὸ ζήτημα περισσότερο ἀπὸ πέντε λεπτὰ κάθε ἕξη μῆνες, ἤ ὅταν τύχει μεγάλη σφίξη. Οὔτε ξέρει τίποτα γιὰ τὶς ἀνάγκες τοῦ ἔθνους. Οὔτε κὰν τὴ γεωγραφία τῶν Ἑλληνικῶν τόπων ξέρει. Οὔτε θέλησε ποτὰ νὰ τὴν μάθει. Κι ὅταν τοῦ εἶπαν πὼς δὲν κάνει τίποτε, ὀχυρώθηκε πίσω ἀπὸ τὴν ἀχρηματία τοῦ κράτους καὶ τὶς σοφὲς συμβουλὲς τῶν μεγάλων τῆς γῆς. Καὶ γιὰ νὰ γελάσει καλλίτερα τὸ ἔθνος, στολίστηκε μὲ ὅλη τὴ σοβαρότητα, τὸ μυστικισμὸ καὶ τὴν «ἐμβρίθεια», ποὺ τοῦ ταιριάζει τόσο ἄσκημα, καὶ εἶπε ὑποκριτικά, μὲ τεχνητὴ ἀνυπομονησία: «Γιὰ ὄνομα Θεοῦ, μὴν τύχει καὶ κουνηθῆτε. Οὔτε νὰ ἀναφέρετε κὰν τέτοια ζητήματα. Μπορεῖτε, μὲ μιὰ ἀπροσεξία σας, νὰ καταστρέψετε τὸ πᾶν». Καὶ τὸ π ᾶ ν αὐτό εἶναι ἕνα π ᾶ ν - μ έ γ ι σ τ ο μ η δ ε ν ι κ ό. Δὲν ἔχουμε βέβαια ἀναρίθμητα χρήματα, μὰ πρῶτα γίνονται σπατάλες, κ' ἔπειτα, μ' αὐτὰ ποὺ ἔχουμε, μποροῦμε νὰ κάνουμε πολλά, ἄν θέλουμε νὰ κάνουμε πολλά. Καὶ μὲ τὴν ὀργάνωση τῶν ἔξω ἀπὸ τὰ σύνορα κοινοτήτων, μποροῦμε νὰ βροῦμε καὶ ἄλλα χρήματα, πόρους ταχτικούς, (ἀφίνω τοὺς ἐχτάχτους), γιὰ τὸν ἀγῶνα τοῦ ἔθνους, γιὰ τὴν ἕνωσή του. Πότε περιμένουμε νἀρχίσουμε νὰ τὸ κάνουμε ὅλοι - μέσα καὶ ἔξω Ἕλληνες - δουλειά μας αὐτό, δὲν ξέρω. Μὰ ἄν δὲν τὸ κάνουμε δουλειά μας, δὲ θὰ γίνει ποτὲ πραγματικότητα, καὶ τότε περιττὸ εἶναι νὰ ὑπάρχει καὶ νὰ βουρλίζεται καὶ τὸ χάρβαλο αὐτὸ ποὺ λέγεται Ἑλλαδικό Βασίλειο. Καὶ μὲ τὸν ἀγῶνα αὐτὸν γιὰ τὴν ἕνωση θὰ διορθωθοῦν κάπως, ἐξὸν ἀπὸ τὰ οἰκονομικά, καὶ οἱ χαραχτῆρες, γιατὶ δὲ φτάνει μόνο χρῆμα γιὰ νὰ φτειαστεῖ κράτος. Δὲν εἴμαστε δυνατοὶ οἰκονομολόγοι, (δηλαδὴ στενόμυαλοι θετικιστές), γιὰ νὰ στοχαζόμαστε τὸν κόσμο μόνο οἰκονομολογικῶς. Οἱ χαραχτῆρες τονώνονται μὲ τὴν κακοπέραση καὶ τὸν ἀγῶνα, καὶ χαλαρώνονται μὲ τὴν ἡσυχία καὶ τὴν καλοπέραση. Ὡς τόσο, καὶ ἔτσι ποὺ εἶναι τὸ κράτος, καὶ ὡς ποὺ νὰ μεγαλώσει, μπορεῖ κάπως καλλίτερα νὰ διοικηθεῖ, ἄν δηλαδὴ διοικηθεῖ φ υ σ ι κ ώ τ ε ρ α , Ἑ λ λ η ν ι κ ώ τ ε ρ α , καὶ τότε θὰ περιοριστοῦν μερικὲς χάρες ποὺ φέρνουν σπατάλες, καὶ θὰ ἐντοπισθοῦν μερικὰ ρουσφέτια ἐπαρχιακά στὶς ἐπαρχίες τους, ἀντὶ νὰ μολύνουν ὅλο τὸν ὀργανισμὸ τοῦ κράτους. Μὰ πῶς θὰ γίνει αὐτό, θὰ τὸ δείξουμε στὸν παράγραφο 4. Τώρα μονάχα πρέπει λοιπὸν νὰ σημειώσουμε, πὼς τὸ χάρβαλο κράτος τὸ Ἑλλαδικό, εἶναι προσωρινό, καὶ ἔγινε γιὰ νὰ εἶναι ἐργαστήρι, γιὰ νὰ κατορθωθεῖ ἡ ἕνωση τοῦ ἔθνους. Ἔχει κανεὶς καμιὰν ἀντίρρηση γιὰ τὴ λέξη «Χάρβαλο»; Ἤ θέλει νὰ τοῦ ζωγραφίσουμε τὰ χάλια ποὺ ξέρει; Ὅσο γιὰ τὴ λέξη «προσωρινό», δὲ δεχόμαστε καμιὰν ἀντιλογία. Τὸ κράτος αὐτὸ π ρ έ π ε ι νὰ μεγαλώσει.

2

ΜΕΓΑΛΗ ἸΔΕΑ. Μὰ τότε, ἀφοῦ πρέπει νὰ μεγαλώσει τὸ κράτος, γιατὶ εἶναι ψέμα ἡ Μεγάλη Ἰδέα; Δὲν εἶναι τάχα τὸ ἴδιο πρᾶμα ἡ μεγάλη ἰδέα καὶ ἡ ἰδέα ποὺ λέμε ἐδῶ πέρα, πὼς πρέπει δηλαδὴ τὸ κράτος νὰ κάνει σύνορα πλατύτερα καὶ νὰ πάρει στὰ σύνορά του μέσα καὶ τοὺς ἐξωμερίτες τοὺς περισσότερους; Ὄχι. Ἡ μεγάλη ἰδέα εἶναι μιὰ θύμηση ποὺ ἀπόμεινε, χώθηκε βαθειὰ καὶ φώλιασε μέσα στὴν ψυχὴ τοῦ Ρωμιοῦ, ἀπὸ τὸν καιρὸ ποὺ οἱ Τοῦρκοι, στὰ 1453 πήρανε τὴν Πόλη. Εἶναι ἡ θύμηση πὼς ὁ Ρωμιός, μὲ τὴν Πόλη πρωτεύουσα, ὥριζε τὴν Ἀνατολὴ στὰ περασμένα χρόνια, τὸ Ἀνατολικὸ δηλαδὴ κράτος μὲ τοὺς πολλοὺς λαοὺς, ποὺ τὸ κληρονόμησε σιγὰ σιγὰ ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους Ρωμαίους. Καὶ τὴν κληρονόμησε τότε φυσικὰ ὁ Ρωμιὸς τὴν Ἀνατολή, ὡς κράτος ἀπὸ τοὺς Ρωμαίους, ἀφοῦ τὴν εἶχε πρῶτα καταχτήσει ὁ ἴδιος καὶ μὲ τὸν Μέγα Ἀλέξαντρο, ἀλλὰ πρὸ πάντων μὲ τὸν πολιτισμό του, ποὺ στὸν ἀρχαῖο καιρὸ ἦταν ὁ πρῶτος πολιτισμός, καὶ ποὺ τύλιξε ἀκόμα καὶ τὴ χριστιανικὴ θρησκεία στὰ δίχτυα του, τὴν ἔβαλε κι αὐτὴν μέσα στο σακκί, καὶ τὴν ἒκανε ὄργανο ἠθικῆς ἐπιβολῆς. Ὁ Ἑλληνισμός λοιπόν, ἁπλωμένος σὰν ἀνώτερος πολιτισμός, σ' ὅλη τὴν Ἀνατολὴ, ἔγινε Χριστιανισμός, καὶ κράτησε τὴν Ἀνατολὴ μὲ τὴ θρησκεία στὰ χέρια τού. Ὁ ἴδιος Ἑλληνισμός, ὁ πιὸ ξυπνὸς καὶ πιὸ ἄξιος λαὸς τῆς Ἀνατολῆς, μπῆκε στὸ νόημα τοῦ τί θὰ πεῖ μηχανισμὸς τοῦ Ρωμαϊκοῦ Ἀνατολικοῦ κράτους, τὸν κατάλαβε καλὰ, καὶ τὸν πῆρε κι αὐτὸν στὰ χέρια του. Μά, ἀφοῦ ἔζησε πάμπολα χρόνια, ἄρχισε καὶ ξέπεφτε τὸ Ἀνατολικὸ κράτος (ὅπως κάθε πολιτικὸς ὀργανισμός), καὶ ἦρθαν οἱ Τοῦρκοι καὶ τὸ ἅρπαξαν. Τετρακόσια χρόνια ἔμειναν ἔπειτα οἱ Ἕλληνες σχεδὸν ἀπολιθωμένοι καὶ μαζί τους πέτρωσε καὶ τὸ μῖσος γιὰ τὸν ἀντίχριστο τὸν Τοῦρκο, καὶ ἡ θύμηση, ἡ γλυκόπικρη, πὼς ἄλλοτε ὥριζαν αὐτοὶ τὴν Ἀνατολή, ποὺ τὴν ἔφτειασαν· αὐτοὶ μὲ τὸν πολιτισμό τους καὶ κληρονόμησαν αὐτοὶ τὴν πολιτική της κυριαρχία ἀπὸ τοὺς Ρωμαίους. Καὶ σιγὰ σιγὰ ἡ θύμηση αὐτὴ ξυπνοῦσε μέσα τους καὶ γινόταν γλυκύτατη ἐλπίδα καὶ φαντασία ζωηρή. Αὐτὴ ἡ ἐλπίδα κ' ἡ φαντασία τοὺς σήκωσε στὸ πόδι στὰ 1821. Νὰ ὁρμήσουν κατεπάνω στὸν Τοῦρκο καὶ νὰ τοῦ ξαναπάρουν τὴν Πόλη καὶ τὴν Ἁγιὰ Σοφιά, καὶ νὰ τὸν διώξουν τὸν ἄπιστο ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ ὁλότελα. Καθὼς βλέπετε, εἶχε καὶ κάτι τι χριστιανικὸ καὶ σταυροφορικὸ ἡ ὁρμὴ αὐτή. Οἱ Ἕλληνες ἀγωνίστηκαν καὶ σὰν Χριστιανοὶ καὶ σὰν ἔθνος, ποὺ γυρεύει νὰ κάνει κράτος δικό του, ἀνεξάρτητο. Μὰ δὲν ἦταν πιὰ οἱ Ρωμαῖοι αὐτοῦ γιὰ νὰ τοὺς δείξουν πῶς φτειάνονται καὶ πῶς κυβερνιοῦνται τὰ μεγάλα κράτη μὲ τοὺς πολλοὺς λαούς. Στὸ ἀναμεταξὺ αὐτὸ σταμάτησε καὶ ὁ Ἑλληνικὸς πολιτισμὸς ἐκεῖ ποὺ τὸν ἄφησαν οἱ ἄνθρωποι τοῦ 1453, ἐνῶ ὁ Εὐρωπαϊκὸς πολιτισμὸς ἴσα ἴσα ἀπὸ κεῖνον τὸν καιρὸ ἄρχισε κ' ἔπαιρνε ὁλοένα δρόμο καὶ κυρίευε τὸν κόσμο. Καὶ ἔτσι στὰ 1770 καὶ στὰ 1821 ποὺ ξύπνησαν καὶ σηκώθηκαν πρῶτα ἀπὸ τοὺς Ἀνατολικοὺς λαοὺς οἱ Ἕλληνες καὶ χτύπησαν τὸν Τοῦρκο, δὲν εἶχαν πιὰ στὴν Ἀνατολὴ τὴν ἠθικὴ ἐπιβολὴ ποὺ εἶχαν ἄλλοτε. Καὶ οἱ ἄλλοι χριστιανικοὶ λαοὶ τῆς Ἀνατολῆς ξυπνοῦσαν σιγὰ σιγὰ καὶ δυνάμονε μέσα τους, σύμφωνα μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ 19ου αἰῶνα, ἡ ἐθνικὴ συνείδηση. Ἅμα εἶδαν τοὺς Ἕλληνες σηκώθηκαν καὶ αὐτοὶ καὶ σὰν Χριστιανοί, καὶ σὰν ἔθνη ποὺ θέλουν τὴν πολιτική τους αὐθυπαρξία. Ὡς τόσο οἱ Ἕλληνες, ποὺ δὲν κατάφεραν, γιὰ τοὺς λόγους ποὺ ἀναφέραμε, νὰ πάρουν τὴν Πόλη καὶ νὰ ξανακάνουν τὸ Ἀνατολικὸ τους κράτος, ὅμως κατόρθωσαν νὰ πλάσουν, μὲ τὴ βοήθεια τῆς Εὐρώπης, ποὺ τοὺς συμπάθησε γιὰ τὸν ἀγῶνα τους, ἕνα μικρούτσικο κράτος σ' ἕνα τόπο ποὺ κατοικοῦσαν πυκνά ἑλληνικῆς φυλῆς ἄνθρωποι. Τώρα τελευταῖα στὴν Τουρκιὰ συνέβηκε ἕνα περιστατικό, ποὺ μπορεῖ καὶ νὰ ἀλλάξει κάμποσο, μετὰ καιρό, τὸ Τούρκικο κράτος. Ξύπνησαν μερικοὶ Τοῦρκοι, μὲ τὴ μανία νὰ γίνουν κι αὐτοὶ Εὐρωπαῖοι. Οἱ νεοφώτιστοι ἀπὸ τὸν Εὐρωπαϊκὸ πολιτισμὸ νέοι Τοῦρκοι κατάφεραν καὶ ἔκαναν βουλὴ καὶ γερουσία στὴν Τουρκιά, νομίζοντας πὼς αὐτὸ θὰ σώσει τὸ κράτος τους ἀπὸ τὴν καταστροφή. Καὶ χάρισαν μερικὰ ψίχουλα ἰσοπολιτείας στοὺς χριστιανικοὺς λαούς, ποὺ κατοικοῦν μέσα στὸ κράτος τους. Ἀμέσως κατέβηκε στὸ νοῦ τῶν γραμματισμένων Ρωμιῶν μιὰ θύμηση κ' ἕνας συλλογισμός - μήπως κάνουν καὶ τίποτε ἄλλοι οἱ τωρινοὶ Ἕλληνες ἀπὸ εὔκολους συλλογισμούς; - Καὶ εἶπαν οἱ γραμματισμένοι: «Ὅπως στὸ Ρωμαϊκὸ ἀρχαῖο κράτος, ἅμα δόθηκε ἰσοπολιτεία σ' ὅλους τοὺς λαούς, οἱ Ἕλληνες κατάφεραν κ' ἔκαναν τὸ Ἀνατολικὸ τμῆμα του σιγὰ σιγὰ κράτος Ἑλληνικό, παίρνοντας τὴν πολιτικὴ ἐξουσία στὰ χέρια τους, - ἔτσι καὶ στὸ Τούρκικο τὸ κράτος, ποὺ κι αὐτὸ κατάχτησε τὴν Ἀνατολή, ἀφοῦ τώρα δόθηκε ἡ ἰσοπολιτεία, οἱ Ἕλληνες πάλι θὰ πάρουν σιγὰ σιγὰ τὴν πολιτικὴ ἐξουσία στὰ χέρια τους καὶ θὰ κάνουν πάλι τὸ κράτος Ἑλληνικό. Δηλαδὴ θὰ ξαναγίνει ἡ Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία. Ἡ ἱστορία ἐπαναλαμβάνεται κατὰ γράμμα». Μακάρι νὰ μποροῦσε νὰ γίνει! Μὰ εἴπαμε πὼς οἱ Ἕλληνες δὲν ἔχουν πιὰ τὴν ἐπιβολή ποὺ εἶχαν μὲ τὸν πολιτισμό τους, τὸν καιρὸ τῶν Ρωμαῖων. Τώρα κανένας ἀνατολικὸς λαὸς δὲν ἔχει τοὺς Ἕλληνες ἀνώτερους ἀπὸ τὸν ἑαυτό του. Εἴμαστε ὅλοι ἰδοπεδωμένοι μπροστὰ στοὺς Εὐρωπαίους. Λοιπὸν γιατὶ θὰ ὑπακούσουν στοὺς Ἕλληνες, ποὺ τοὺς σιχαίνονται κιόλας ὅλοι τους, ἐπειδὴ ἀπ' αὐτοὺς ὅλοι ἔχουν κάτι ν' ἁρπάξουν (τὰ ἀπομεινάρια τῆς πρωτητερινῆς τους πολιτικῆς καὶ θρησκευτικῆς κυριαρχίας); Μήπως ἔχουν τάχα λόγχες οἱ Ἕλληνες γιὰ νὰ ἐξουσιάσουν τοὺς ἄλλους καὶ νὰ ἐπιβάλλουν τὸ κράτος τους; Μήπως ἔχουν λάμψη ἄλλη; Τίποτε. Μονάχα ποὺ δὲν εἶναι κακοὶ ἔμποροι. Μὰ καὶ γι' αὐτὸ ἀκόμα πρέπει νὰ χαντακωθοῦν. Πῶς θὰ ζήσουν οἱ ἄλλοι; Ὥστε τὸ Τούρκικο τὸ κράτος δ ὲ θὰ γίνει μὲ τὸν καιρὸ Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία. Καὶ εἶναι ὄχι περιττό, μὰ βλαβερώτατο, γιὰ τὸ ἔθνος, νὰ κατασκορπᾷ τὴν ἐνέργειά του δεξιὰ κι' ἀριστερά, ἄσκοπα. Καὶ νὰ γιατί πάει ἡ Μεγάλη Ἰδέα! Ἄν ἦταν δυνατὴ ἡ μεγάλη Ἰδέα, γιατὶ δὲν ἦρθε στὸ νοῦ τῶν Ἰταλῶν, ποὺ αὐτοὶ τέλος πάντων ἔπλασαν τὸ Ἀνατολικὸ κράτος μὲ πρωτεύουσα τὴν Πόλη; Οἱ ἰδέες πρέπει νὰ συμφωνοῦν μὲ τὰ πράματα, καὶ γιὰ νὰ συμφωνοῦν πρέπει νὰ βγαίνουν ἀπ' αὐτά. Τὰ τωρινὰ πράματα λὲν πὼς ἡ Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία μὲ τὸν πολυσύνθετο καὶ δυνατὸ μηχανισμός της, δὲν ἀνασταίνετε, ἤ δὲν ξαναγεννιέται. Ἀλλοῦ πρέπει νὰ γυρέψουν τὰ ἰδανικά τους οἱ Ἕλληνες, καὶ ἀλλοῦ νὰ συγκεντρώσουν τὴν ἐνέργειά τους καὶ νὰ τὴ ρίξουν ὅλη μαζωμένη.. Πάει καὶ ἡ Πόλη καὶ ἡ Ἁγιὰ Σοφιά! Πάει καὶ ἡ Κόκκινη Μηλιὰ καὶ ὁ Βασιλιᾶς ὁ Μαρμαρωμένος! Αὐτὸς θὰ μείνει αἰώνια μαρμαρωμένος, τώρα ποὺ θὰ τὸν στήσουν ἄγαλμα μαρμαρένιο, γιὰ παράδειγμα -ὄμορφο, πολὺ ὄμορφο, καὶ συγκινητικὸ παράδειγμα- σ' ἕνα λόφο τῆς Ἀθήνας.

3

ΝΕΟ ἸΔΑΝΙΚΟ. Καὶ ἄμα βγάλουμε ἀπὸ τὴ θύμησή μας γιὰ πάντα τὴν Πόλη καὶ τὸ Βυζαντινό κράτος, καὶ ξερριζώσουμε τὴ μικρὴ σπίθα τῆς ἐλπίδας ποὺ τρεμολάμπει ἀκόμα, τὶ θὰ ἀπομείνει στὴν ψυχὴ τοῦ Ἔθνους; Ποιὰ ἰδέα θὰ πάρει τὴ θέση τῆς Μεγάλης Ἰδέας; Ποιὸ εἶναι τὸ ἰδανικὸ ποὺ θὰ βάλει τὸ ἔθνος νὰ σαλέψει πάλι, νὰ ζωντανέψει, νὰ κουνηθεῖ σύσωμο πρὸς κάποια διεύθυνση; Τὸ Ἑλλαδικὸ κράτος, εἴπαμε, ἀναγκαστικὰ θὰ μεγαλώσει, γιὰ νὰ ὑπάρξει. Τὸ Τ ο ύ ρ κ ι κ ο κ ρ ά τ ο ς λ ο ι π ὸ ν π ρ έ π ε ι ν ὰ δ ι α λ υ θ ε ῖ , τουλάχιστο στὴν Εὐρώπη καὶ στὰ νησιά, ἀφοῦ τὸ Ἑλληνικὸ κράτος θὰ μεγαλώσει πάντα εἰς βάρος τοῦ Τούρκικου. Ἄς κρατήσουν οἱ Τοῦρκοι τὴν Πόλη. Καλλίτερα αὐτοί. Οἱ Ἕλληνες ἄρα πρέπει νὰ πάρουν ἀπὸ τὸ Τούρκικο κράτος ὅσα μποροῦν περισσότερα, (μαλώνοντας οἱ συναγροικούμενοι μὲ τοὺς ἄλλους λαοὺς τῆς Ἀνατολῆς), τὴ Μακεδονία, τὴν Ἤπειρο, τὰ Νησιὰ, ὡς τὴν Κύπρο. Πρέπει νὰ θέλει κανεὶς ἐκεῖνο ποὺ μπορεῖ καὶ νὰ μὴ φουσκώνει τὰ μυαλά του μὲ ὀνείρατα καὶ στείρους πόθους μεγαλείων ποὺ δὲ γίνονται. Πρέπει νὰ ξεκαθαρίζει κανεὶς τὸ τὶ θέλει. Σ' ἕναν ξένο, γιὰ νὰ μ' εὐχαριστήσει, μοῦ ἐπαινοῦσε τοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες, ἀποκρίθηκα πὼς ἐμεῖς οἱ τωρινοὶ Ἕλληνες δὲ θεωροῦμε δικά μας τὰ ἔργα ποὺ ἔκαναν ἐκεῖνοι, καὶ μᾶς ἀρέσει νὰ πλάσουμε ἐμεῖς ἄλλα. Καὶ μοῦ εἶπε τότε αὐτός, πολύ σοφά: - Ἔχετε κ α ι ρ ὸ μ π ρ ο σ τ ά σ α ς ! Ἀντὶ λοιπὸν τὴ Μεγάλη Ἰδέα ποὺ βούλιαξε καὶ πάει, γιατὶ εἶναι ἀδύνατο ἀπὸ μᾶς νὰ γίνει πρᾶγμα, νὰ ἕνα ἰδανικὸ γιὰ τοὺς Ἕλληνες πραγματικό, ἡ ἕ ν ω σ η τ ῶ ν π ε ρ ι σ σ ο τ έ ρ ω ν Ἑ λ λ η ν ι κ ῶ ν τ ό π ω ν σ' ἕ ν α κ ρ ά τ ο ς Ἑ λ λ η ν ι κ ὸ ἀ ξ ι ο σ ε β α σ τ ο . Ἕνα τέτοιο ἰδανικό, ποὺ τὸ προτείνουμε ὄχι μόνο στὸ Ἑλλαδικὸ κράτος τὸ μικρὸ καὶ στοὺς Ἕλληνες του, ἀλλὰ σ' ὅλους τοὺς Ἕλληνες τῆς γῆς, μπορεῖ νὰ γεμίσει τὶς ζωὲς γενεῶν ἀνθρώπων. Τὴν ἰδέα ἀπὸ τὴν πράξη τὴ χωρίζει μιὰ τρίχα. Ἀπὸ τὸ ἕνα στὸ ἄλλο εἶναι ἕνα βῆμα: Καὶ τὸ βῆμα θὰ τὸ κάνει καὶ τρίχα θὰ τὴν περάσει ἡ ἀπόφαση. Ἅμα ξεδιαλύνει κανεὶς καλὰ, μὰ καλά, τὸ τί θέλει -ἄν ἀληθινὰ θέλει τίποτε- εὔκολα βρίσκει τὸν τρόπο γιὰ νὰ τὸ καταφέρει. Ἅμα εἶναι γεμάτος ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ ἕνα σκοπό, τὰ ἐμπόδια τοῦ φαίνονται παιγνίδια καὶ οἱ ἄνθρωποι μύγες. Ὥστε τὸ πρόβλημα τοῦ Ἑλληνισμοῦ δὲν εἶναι τὸ νὰ διοικηθεῖ τέλεια ἡ Μικρὴ Ἑλλάδα, οὔτε τὸ νὰ καταφερθεῖ ἡ Μεγάλη Ἰδέα. Ἄλλο εἶναι τὸ πρόβλημα. Τὸ πρόβλημα εἶναι νὰ ἑνωθεῖ μιὰν ὥρα ἀρχὴτερα ἡ Ἑλληνικὴ φυλὴ σ' ἕνα κράτος δυνατό, γιὰ νὰ ζήσει καλλίτερα καὶ νὰ δείξει ἡ φυλὴ τὴ δύναμή της. Ὁ ἀγῶνας ὅλων μας ἄς εἶναι αὐτός, καὶ ἄς μὴ σκορπίζεται σὲ ἄσκοπες ἐνέργειες τῆς φυλῆς. Καὶ τώρα ξεκαθαρίζονται τὰ χρέη τοῦ καθενός: 1) Οἱ Ἕλληνες τοῦ κράτους πρέπει νὰ προσπαθήσουν νὰ διοικηθοῦν ὅσο γίνεται φυσικώτερα, ἄν ὄχι γιὰ τίποτε ἄλλο παρὰ μόνο γιὰ νὰ κάνουν στρατό, ποὺ θὰ βοηθήσει τὴν ἕνωση τῆς φυλῆς. Ἡ φυσικώτερη διοίκηση γιὰ τοὺς Ἕλληνες εἶναι ἡ τοπική αὐτοδιοίκηση, ποὺ θὰ ἐλαφρώσει τὸ κράτος ἀπὸ πολλὰ βάρη καὶ πολλὲς σκοτοῦρες, ἀφίνοντάς το πιὸ ἥσυχο γιὰ νὰ κοιτάξει τὸ στρατό του καὶ τὴν ἐξωτερική του πολιτική. 2) Οἱ ἐξωμερίτες Ἕλληνες πρέπει νὰ ὀργανώσουν τὶς κοινότητές τους ἔτσι, ποὺ νὰ διατηροῦν μονάχοι τους ὅλα τὰ σκολειά τους καὶ νὰ εἶναι ἕτοιμοι πάντα γιὰ νὰ ὑπερασπίζονται ἀπὸ κείνους ποὺ ἐπιβουλεύονται τὴν ὕπαρξή τους καὶ γιὰ νὰ σηκωθοῦν ἐνάντια στὸν Τοῦρκο (στὴν Εὐρώπη καὶ στὰ Νησιά). 3) Παράλληλα μ' αὐτὰ τὰ χρέη, ὅλοι μαζὶ οἱ Ἕλληνες ἔχουν χρέος νὰ μεταρρυθμίσουν τὴν παιδεία τους. Καὶ αὐτὴ θὰ μεταρρυθμιστεῖ πρὸ πάντων μὲ τὸ νὰ πάρουν τὴ φυσική τους γλώσσα, τὴ ζωντανή, ὄργανο διδασκαλίας, καὶ νὰ μιλοῦν καὶ νὰ γράφουν τὴ γλώσσα τους ἐλεύτερα καὶ πάντα χωρὶς ντροπὴ μὴν τοὺς ὀνομάσει κανεὶς ἀγράμματους. Ὁ ἀγώνας γιὰ τὴν ἕνωση τῆς φυλῆς, γινόμενος ἀπ' ὅλους τοὺς Ἕλληνες, θὰ σιάξει τὸ χ α ρ α χ τ ή ρ α μ α ς τ ὸ ν ἀ ν θ ρ ώ π ι ν ο . Ὁ ἴδιος ἀγώνας, μαζὶ μὲ τὴν τοπικὴ αὐτοδιοίκηση, θὰ σιάξουν, ὅσο παίρνει, καὶ τ ὸ ν π ο λ ι τ ι κ ό μ α ς χ α ρ α χ τ ή ρ α . Τὸ ἐλεύτερο μεχαρείρισμα τῆς φυσικῆς μας γλώσσας θὰ βάλει σὲ τάξη τὸ φορτωμένο καὶ στραβωμένο καὶ μαραντζιασμένο μ υ α λ ό μ α ς , καὶ θὰ τἀφήσει ἐλεύθερο νὰ γεννοβολήσει. Τὸ ἕνα ἀπ' αὐτὰ νὰ γίνει μονάχα, δε φτάνει. Πρέπει νὰ γίνονται ὅλα μαζί καὶ παράλληλα, γιατὶ εἶναι ὅλα σχετικὰ καὶ στενὰ δεμένα. Καὶ τὸ ἕνα φέρνει τὸ ἄλλο.

4

ΦΥΣΙΚΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ. Φυσικὴ διοίκηση στὸ Ρωμέϊκο ἀπὸ τότε ποὺ φανερώθηκε στὸν κόσμο, εἶναι ἡ τοπικὴ αὐτοδιοίκηση. Οἱ ἀρχαῖοι ζοῦσαν σὲ πολιτεῖες, ποὺ ἡ κάθε μιά μὲ τὰ τριγυρινά χωριά της ἦταν καὶ κράτος ἰδιαίτερο μὲ πολιτικὴ αὐθυπαρξία, ἡ Ἀθήνα, ἡ Σπάρτη, ἡ Θήβα, τὰ Μέγαρα, ἡ Κόρινθο, ἡ Κέρκυρα, ἡ Αἴγινα, ἡ Συρακούσα, κτλ. Ὕστερα παρουσιάστηκε ἕνας βασιλιᾶς Ἀλέξαντρος, Ἕλληνας ἐξαιρετικὸς καὶ μοναδικὸς, καὶ ὑπόταξε τὶς πολιτεῖες αὐτές, μαζὶ μὲ τόσους ἄλλους λαούς. Αὐτὸς πῆρε ἀπὸ τὶς πολιτεῖες τὴν πολιτική τους ἀνεξαρτησία, ἀλλὰ τοὺς ἄφησε αὐτονομία, δηλαδὴ τοπικὴ αὐτοδιοίκηση. Ἔπειτα οἱ Ρωμαῖοι, πολιτικοὶ ἀνοιχτομάτες, ποὺ δὲν πᾶν νὰ ἀφανίσουν ἐκεῖνο ποὺ σὲ κάθε τόπο ὑπάρχει, παρὰ τὸ μεταχειρίζονται γιὰ τοὺς δικούς των τοὺς πολιτικοὺς σκοπούς, οἱ Ρωμαῖοι, σὰν τὸν Ἀλέξαντρο, ἄφησαν τὶς Ἑλληνικὲς πολιτεῖες νὰ κυβερνιοῦνται μοναχές τους, καὶ αὐτοὶ κράτησαν τὴν πολιτικὴ κυριαρχία. Ἄς σηκωνόταν ἡ Σπάρτη νὰ χτυπήσει τὶς Ρωμαϊκὲς λεγεῶνες! Τὸ Βυζαντινὸ κράτος ἦταν συνέχεια τοῦ Ρωμαϊκοῦ καὶ ἄφησε κι αὐτὸ τοπικὴ αὐτοδιοίκηση στὶς ἑλληνικὲς πολιτεῖες. Οἱ Βενετσάνοι, ἄλλοι πάλε τετραπερασμένοι πολιτικοί κι αὐτοί, ὅταν κατάχτησαν τὰ νησιὰ καὶ τὶς παραθαλάσσιες πολιτεῖες τὶς ἑλληνικὲς, ἔκαναν γραφτὲς συνθῆκες μαζί τους καὶ τὶς ἄφησαν κι αὐτοὶ νὰ διοικοῦνται οἱ ἴδιες, προσκυνώντας μονάχα τὸ βενετσιάνικο λεοντάρι. Οἱ Φράγκοι ὅπου πέρασαν, τὰ ἴδια ἔκαναν, χωρίς συνθῆκες ὅμως. Οἱ Τοῦρκοι, πιὸ βάρβαροι, μὰ ὄχι λιγώτερο πολιτικοί, ἀναγνώρισαν τὴν τοπικὴ αὐτοδιοίκηση στοὺς Ἑλληνικοὺς τόπους, μὴ μπορώντας μήτε νὰ κάψουν τοὺς χριστιανοὺς μουσουλμάνους, μήτε νὰ τοὺς κόψουν τὴ γλώσσα, (ὅπως σκόπευαν), μήτε νὰ μποῦν στὸ νόημα τῆς χριστιανικῆς διοίκησης, μὴ θέλοντας κιόλας νὰ φορτωθοῦν ξένες ἔννοιες. Κάθονται ἥσυχα οἱ χριστιανοί, κάνουν τὶς διάφορες ἀγγαρείες, πληρώνουν τοὺς φόρους, κανονικοὺς καὶ ἀκανόνιστους; Τί ἄλλο ἤθελε ὁ κυρίαρχος; Αὐτὰ γίνονταν αἰῶνες, καὶ ὡς τὰ τώρα. Τώρα ἦλθε τὸ Ἑλλαδικὸ τὸ κράτος, καὶ μ' ἕνα βαυαρέζικο νόμο ἀποκεφάλισε τὴ φυσικὴ Ἑλληνικὴ διοίκηση, ἰσοπέδωσε τάχα τὶς πολιτεῖες, τὰ χωριὰ καὶ τοὺς ἀνθρώπους, κατάστρεψε δηλαδὴ τὶς κοινότητες, καὶ ἔχωσε τοὺς ἰσοπεδωμένους Ἕλληνες σ' ἕνα στενὸ παπούτσι, ποὺ εἶναι μονάχα ἡ τελευταία διοικητικὴ διαίρεση τοῦ κράτους καὶ λέγεται δῆμος. Δηλαδὴ τί ἔκανε τὸ κράτος; Ὄχι μόνον ἀφαίρεσε τὰ 9)10 ἀπὸ τὰ δικαιώματα καὶ τὰ χρέη ποὺ εἶχαν οἱ πολιτεῖες καὶ τὰ χωριά, ἀλλὰ καὶ ἀναποδογύρισε τὸν ὀργανισμό τους. Ὁ Καποδίστριας, πιὸ ἔξυπνος, εἶχε ἀφήσει τὶς κοινότητες, γιατὶ δὲν πάει ἕνας κυβερνήτης νὰ ἀφανίζει τὴ βάση ποὺ στέκεται ἐπάνω ὁ λαός του. Ὅταν πάω νὰ φορέσω ἕνα ροῦχο, δὲν τοῦ ἀλλάζω τὰ φάδια του! Καὶ οἱ Βούλγαροι, οἱ ἔξυπνοι, ἔνοιωσαν ποιὰ εἶναι ἡ δύναμη τοῦ Ρωμιοῦ, ἡ κοινότητά του. Καὶ ἐπειδὴ εἶναι στὴν τωρινὴ Βουλγαρία λιγοστοὶ Ρωμιοί, (καμιὰ ἑκατοστὴ χιλιάδες), καὶ ἀποφάσισαν νὰ τοὺς βγάλουν ἀπὸ τὴ μέση ἤ νὰ τοὺς ἀφομοιώσουν, σοφίστηκαν, τί νομίζετε; Ὅ,τι σοφίστηκε καὶ τὸ Ἑλλαδικὸ κράτος. Νὰ ἀφανίσουν δηλαδὴ τὶς Ἑλληνικὲς κοινότητες. Χωρὶς κανένα νόμο βαυαρέζικο αὐτοί, ἔσβυσαν μιὰ μέρα τὶς κοινότητες, ἅρπαξαν ἐκκλησίες, σκολειά, κοινοτικὲς περιουσίες, ἔκαψαν χωριά, ἔδιωξαν τοὺς δεσποτάδες, ἐμπόδισαν τοὺς δασκάλους, τοὺς παπάδες, τοὺς ἐφόρους, καὶ πᾶν καὶ οἱ κοινότητες καὶ ἡ ἑλληνικὴ ζωή! Στὴν Τουρκιὰ ὅμως ἀκόμη ὑπάρχει ἡ τοπικὴ αὐτοδιοίκηση, μὲ τὸν τύπο τῆς κοινότητας. Στὴν Αἴγυπτο κάθε μέρα γ ί ν ε τ α ι . Στὴν Ἀμερικὴ τὸ ἴδιο. Ὅπου δέκα Ἕλληνες, ἐκεῖ καὶ κοινότητα. Κυβερνοῦνε τὰ ἰδιαίτερά τους μοναχοί τους, καὶ ὑποτάζονται κατὰ τὰ ἄλλα στοὺς νόμους τοῦ κράτους ὅπου βρίσκονται. Δηλαδὴ τί κάνουν οἱ δέκα Ἕλληνες ποὺ βρέθηκαν μαζί; Πρῶτα φέρνουν τὶς γυναῖκες τους ἤ παίρνουν γυναῖκες. Ἔπειτα χτίζουν τὸ σπίτι τους, μιὰ καλύβα. Ὕστερα κάνουν παιδιὰ καὶ παράδες, καὶ μαζεύουν χρήματα καὶ γιὰ τὸ κοινό, καὶ χτίζουν πρῶτα ἕνα ἐκκλησιδάκι, καὶ τέλος φτειάνουν καὶ τὸ σκολειό γιὰ τὰ παιδιά τους, δηλαδὴ φέρνουν ἕναν κουτσοδάσκαλο. Τὶς μικροδιαφορὲς ποὺ ἔχουν ἀναμεταξύ τους, μοναχοί τους τὶς ξεδιαλύνουν. Καὶ ποτὲ δὲν ἀμφισβητοῦν τὴν πολιτικὴ κυριαρχία τοῦ κράτους ὅπου βρέθηκαν. Κυβερνοῦν μονάχα τὰ δικά τους, ὅσα μεταξύ τους, ἔξω ἀπὸ ξένους, ταιριάζει νὰ γίνονται. Καὶ αὐτὸ τὸ ξέρουν καλὰ οἱ Ἕλληνες, ὅσο καὶ νὰ τρώγονται ἀναμεταξύ τους. Ἀφότου ἡ Ἑλλάδα ἔκανε αὐτὴ τὴν ἀσύγκριτη στραβοκεφαλιά, καὶ κατάργησε τίς κοινότητες, σὰ νὰ ἦταν παλιοπάπουτσα, ἀφότου συγκέντρωσε ὅλες τὶς δουλειὲς στὸ κράτος, ποὺ τὸ διαίρεσε σὲ δήμους, πάει κατὰ διαόλου. Αὐτοὶ ποὺ θαυμάζουν τοὺς Ἄγγλους, χωρὶς νὰ ξέρουν γιατί, ἄς θαυμάσουν στὴν Ἀγγλία τὴν τοπικὴ αὐτοδιοίκηση, ποὺ, ἄν καὶ τρισμέγιστο κράτος, δὲν τὴν κατάργησε, παρὰ τὴν ἄφησε, τὴν ὑποστήριξε καὶ τὴ μεταχειρίζεται. Ἁφοῦ οἱ Ρωμιοὶ τῆς Καλαμάτας, ἄς ποῦμε, ἀπὸ αἰῶνες τώρα συνήθισαν νὰ κυβερνοῦν τὶς τοπικὲς δουλειὲς τους μοναχοί τους, τί ἔρχεται κι ἀνακατεύεται τὸ κράτος; Τί ἔχει νὰ κάνει στὴν Καλαμάτα; Τὸ πολὺ να γυρέψει φόρους λογικούς, καὶ νὰ τοὺς εἰσπράξει μὲ τὸ καλὸ ἢ μὲ τὸ κακό, νὰ διατηρεῖ χωροφύλακες, νὰ ἐπιθεωρεῖ τὰ σκολειά, τὶς ἐκκλησιὲς καὶ τὰ τοπικὰ δικαστήρια, νὰ κάνει κανένα ἀνώτερο δικαστήριο ἡ σχολεῖο, ἄν εἶναι ἀνάγκη, νὰ ἀναλάβει κανένα μεγάλο δημόσιο ἔργο ἀπὸ κεῖνα ποὺ τὸ κοινὸ τῆς Καλαμάτας μοναχό του δὲν μπορεῖ νὰ καταφέρει, δρόμο, σιδερόδρομο, λιμάνι, φάρο, στρατώνα. Οἱ Ρωμιοὶ τῆς Καλαμάτας ὅλα τὰ ἄλλα ξέρουν νὰ τὰ κάνουν, καὶ καλλίτερα μάλιστα ἀπὸ τὸ Κράτος, γιατὶ τοὺς ἐνδιαφέρουν περισσότερο καὶ πιὸ ἀληθινά, ξέρουν νὰ συμβιβάσουν οἱ ἴδιοι τὶς μικροδιαφορές τους, ξέρουν νὰ κάνουν τοπικοὺς δρόμους, μικρὰ γεφύρια, νεκροταφεῖα, νοσοκομεῖα, βρύσες, φυλάγουν πολὺ καλὰ μοναχοί τους τὰ ἀμπελοχώραφά τους καὶ τὰ δάση τους, φτειάνουν καὶ συντηροῦν οἱ ἴδιοι τὰ σκολειά τους καὶ τὶς ἐκκλησιές τους. Γιατὶ ἀνακατεύεται καὶ σ' αὐτὰ τὸ κράτος; Ποιὸς τὸ προσκάλεσε; Ἄν τὸ κράτος πρέπει νὰ χώνει κι αὐτοῦ τὴ μύτη του, ἄς ἐπιβλέπει μονάχα κι ἄς καταγίνεται μὲ ὅσα ἄλλα ἡ κοινότητα δὲν μπορεῖ νὰ κάνει. Μὰ λοιπόν, θὰ πεῖ κανείς, ἀφοῦ ὅλα μποροῦν καὶ τὰ καταφέρνουν μοναχοί τους οἱ Καλαματιανοί, ποιὰ εἶναι ἡ δουλειά τοῦ κράτους; τί ἀνάγκη νὰ ὑπάρχει κράτος; Πρῶτα πρῶτα δὲν εἴπαμε πὼς ὅ λ α μποροῦν νὰ τὰ καταφέρουν οἱ ἴδιοι. Μποροῦν νὰ κυβερνήσουν μοναχοί τους μερικά, τὰ τοπικά τους. Π ρ έ π ε ι ὅμως νὰ ὑπάρχει καὶ Ἑλληνικὸ κράτος, γιατὶ ἄν δὲν ὑπάρχει, θὰ ὑπάρξει ἄλλο κράτος, ξένο κράτος, ποὺ θὰ ἔλθει νὰ ἐκμεταλλευτεῖ τὶς Ἑλληνικὲς κοινότητες καὶ νὰ τὶς ὁρίζει. Ἑλληνικὸ κράτος πρέπει νὰ ὑπάρχει καὶ νὰ διατηρεῖ τὴν ἑνότητα τῆς φυλῆς. Οἱ Ἕλληνες πρέπει νὰ ὑπακούουν πολιτικῶς σὲ Ἕλληνες καὶ ὄχι σὲ ξένους, ὅπως οἱ Ἰταλοὶ ὑπακούουν σὲ Ἰταλούς, οἱ Ἄγγλοι σὲ Ἄγγλους κτλ. Μονάχα ἔτσι θὰ καταφέρει κάτι νὰ κάνει ὡς ἔθνος. Καὶ τὸ λέμε αὐτό, γιατὶ ξέρουμε πὼς οἱ Ἕλληνες ἔχουν τὴ φιλοδοξία νὰ δημιουργήσουν κάτι, καὶ ὡς ἄτομα καὶ ὡς ἔθνος. Τοῦ Ρωμιοῦ δὲν τοῦ λείπει ἡ ἀξιοσύνη νὰ κυβερνιέται πολιτικὰ ὁ ἴδιος, μὰ πρέπει μονάχα πρῶτα νὰ νοιώσει μὲ τὶ τρόπο ἔζησαν καὶ ζοῦν οἱ Ἕλληνες στὸν κόσμο, ποιὸς κοινωνικὸς ὀργανισμὸς τοὺς βαστᾶ. Ο ἱ Ἕ λ λ η ν ε ς ζ ο ῦ ν π ά ν τ α σ ὲ κ ο ι ν ὰ ἰ δ ι ο κ υ β έ ρ ν η τ α . Λοιπὸν ὁ Ἕλληνας ἤ οἱ Ἕλληνες, ποὺ θὰ κυβερνήσουν πολιτικὰ τοὺς Ἕλληνες, πρέπει ὄχι νὰ καταστρέψουν τὰ κοινὰ αὐτά, παρὰ νὰ τὰ ἀφήσουν, νὰ τὰ περιποιηθοῦν, νὰ τὰ μεταχειρίζονται, νὰ τὰ ἐκμεταλλεύονται πολιτικά. Μ' ἄλλα λόγια εἶναι ἀνάγκη νὰ κάνουν ἴσα ἴσα τὸ ἀντίθετο ἀπὸ κεῖνο ποὺ ἔκανε ὡς τώρα τὸ Ἑλλαδικὸ κράτος. Μὰ πῶς λοιπὸν φανταζόμαστε πὼς μπορεῖ καὶ πρέπει νὰ εἶναι ἕνα Ἑλληνικὸ κράτος; Τί δουλειὰ θὰ κάνει; Ἄν δοῦμε πρῶτα τὶ δουλειὲς σὲ κάθε τόπο Ἑλληνικὸ μπορεῖ καὶ καταφέρνει ἡ κοινότητα μοναχή της, καὶ ἀπ' αὐτὸ θὰ συμπεράνουμε τὶ ἀπομένει στὸ κράτος νὰ κάνει.

Στὸ κράτος λοιπὸν ἀπομένει νὰ καταφὲρει τὰ ἀκόλουθα:

α' ) Χτίζει ἐκκλησίες καὶ τὶς διατηρεῖ, μὲ παπάδες, καντηλανάφτες κλπ. β' ) Χτίζει σκολειά (μὲ τὰ χρήματα ποὺ δίνουν εἴτε οἱ πλούσιοι τοῦ τόπου, εἴτε ὁ κοσμάκης στοὺς δίσκους τῆς ἐκκλησίας, -γι' αὐτὸ δὰ πρέπει νὰ ὑπάρχει ἡ ἐκκλησία,- ἤ μὲ ταχτικὲς συνεισφορές), πληρώνει δασκάλους γιὰ τὴν κατώτερη, κάποτε καὶ γιὰ τὴ μέση παιδεία. γ' ) Φυλάγει μὲ δραγάτες καὶ δασοφύλακες κοινοὺς, ἀμπέλια, χωράφια, βοσκές καὶ δάση, καὶ φυλάγει μὲ τσοπάνηδες κοινοὺς ἀγελαραίους, γιδοπρόβατα, ἀγελάδες, βώδια καὶ ἄλογα τῶν ἀνθρώπων. δ' ) Κάνει καὶ νοσοκομεῖα μὲ τὸ χρῆμα τοῦ πλούσιου ποὺ το συμπληρώνει μὲ συνεισφορὲς, ἤ ἀπὸ τὴν κοινοτικὴ περιουσία ποὺ διαχειρίζεται. ε' ) Κάνει καὶ συντηρεῖ νεκροταφεῖα, τοπικοὺς δρόμους μέσα στὴν πολιτεία καὶ στὰ περίχωρα, ὑδραγωγεῖα, βρύσες καὶ μικρὰ γεφύρια. στ') Μὲ τὴ δημογεροντίας της συμβιβάζει ἤ δικάζει ἰδιωτικὲς μικροδιαφορὲς καὶ τιμωρεῖ μικροκλεψιὲς, δαρσίματα καὶ τέτοια. ζ' ) Ἔχει τοπικοὺς ταχυδρόμους γιὰ τὴν πολιτεία μέσα καὶ γιὰ τὰ τριγυρινὰ χωριὰ, (μπορεῖ νὰ ἔχει καὶ τοπικὰ τηλέφωνα κτλ.) η' ) Βαστᾶ ληξιαρχικά βιβλία.

Ἡ κοινότητα ἡ Ἑλληνικὴ μπορεῖ καὶ καταφέρνει μοναχή της τὰ ἀκόλουθα:

1) Νὰ ἐπιβλέπει, ἄν θέλει, ὅλα αὐτὰ ποὺ κάνει ἡ κοινότητα μοναχή της, δηλαδὴ τὰ σκολειά, τὴν τοπικὴ ἀσφάλεια, τὴ συγκοινωνία, τὰ φιλανθρωπικὰ καταστήματα, τὴν ὑγεία τοῦ τόπου, τὴν πρόχειρη δικαιοσύνη, κτλ. 2) Να μαζεύει φόρους λογικοὺς γιὰ τὶς ἀνάγκες τοῦ Κράτους. 3) Νὰ κάνει ἀνώτερα σχολεῖα, εἰδικὰ σχολεῖα, πανεπιστήμια καὶ διδασκαλεῖα, ὅσα καὶ ὅπου μονάχα εἶναι ἀνάγκη. 4) Νὰ ἔχει χωροφυλακὴ γιὰ τὶς μεγάλες ἀταξίες ποὺ μπορεῖ νὰ τύχει νὰ συμβοῦν, εἴτε ἐξ αἰτίας τὰ μαλώματα μεταξὺ ἀνθρώπων τῆς ἴδιας κοινότητας, εἴτε μεταξύ δύο ἤ τριῶν κοινοτήτων. Ἡ χωροφυλακὴ θὰ ἀνακατώνεται μόνον ὅταν προσβάλλεται ἡ ὑπόσταση τοῦ κράτους. Ἡ χωροφυλακὴ θὰ βοηθεῖ καὶ στὴ σύναξη τῶν φόρων, ὅταν εἶναι ἀνάγκη, θὰ φυλάγει καὶ τὶς δημόσιες φυλακές. 5) Νὰ κάνει ἀνώτερα δικαστήρια ὅσα καὶ ὅπου εἶναι μονάχα ἀνάγκη. Εἴδαμε πὼς ἡ κατώτερη δικαιοσύνη μένει χρέος τῆς κοινότητας. 6) Νὰ διατηρεῖ στρατὸ καὶ στόλο, ὅσος χρειάζεται γιὰ τὴν ἀσφάλεια τοῦ κράτους ἀπὸ ἐξωτερικοὺς ἐχθροὺς, γιὰ τὴν περίσταση ποὺ θὰ πρέπει νὰ γίνει πόλεμος γιὰ νὰ μεγαλώσει τὸ κράτος, καὶ γιὰ νὰ χρησιμεύει τὸ κράτος γιὰ φόβητρο καὶ γιὰ δύναμη ποὺ μπορεῖ νὰ τραβήξει φιλίες καὶ συμμαχίες ἄλλων κρατῶν, καὶ νὰ ἐμποδίσει τὸν ἀφανισμὸ τοῦ ἔθνους ἀπὸ τοὺς ἀλλοφύλους. 7) Νὰ διατηρεῖ ἀντιπροσώπους, λιγοστοὺς μὰ διαλεμμένους, στὰ ξένα κράτη, ὅπου ἔχει συμφέροντα, καὶ νὰ φροντίζει προπάντων γιὰ τὴ διάδοση τῶν Ἑλληνικῶν προϊόντων στὸ ἐξωτερικό. 8) Νὰ κάνει, εἴτε ἀπ' εὐθείας, εἴτε μὲ συμβόλαια μὲ ἰδιῶτες, τὰ μεγάλα δημόσια ἔργα, δημόσιους δρόμους, γεφύρια, σιδεροδρόμους, γεωργικοὺς σταθμούς, ὑδραυλικὰ ἔργα, τηλεγραφεῖα, ταχυδρομεῖα, λιμάνια, τελωνεῖα, φάρους καὶ μὲ αὐτὰ καὶ ἄλλα μέσα (φόρους προστατευτικοὺς κτλ.) νὰ κοιτάζει πῶς νὰ προστατέψει τὴν ἐγχώρια παραγωγὴ καὶ βιομηχανία, τὸ ἐμπόριο καὶ τὸ ἐμπορικὸ ναυτικό. Αὐτὰ θὰ τὰ ἀναλάβει τὸ κράτος, ὅπου καὶ ὅταν οἱ κοινότητες καὶ οἱ ἑταιρίες δὲν μποροῦν νὰ τὰ καταφέρουν μοναχές τους. 9) Νὰ ἔχει νομοθετικὸ σῶμα, μιὰ βουλὴ ἀπὸ 50 ἀνθρώπους, ποὺ νὰ τοὺς ἐκλέγουν ὅλους οἱ Ἕλληνες ὅλου τοῦ κράτους, καὶ ὄχι κάθε ἐπαρχία χωριστὰ ἀπὸ δυὸ τρεῖς. Ἡ ἐκλογὴ θὰ γίνεται μὲ ἀπλὴ ἤ διπλὴ ψηφοφορία. (Ἴσως ἡ διπλὴ εἶναι καλλίτερη, δηλαδὴ μ' ἕναν τέτοιο τρόπο: κάθε κοινότητα νὰ ἐκλέγει δυὸ τρεῖς ἀντιπροσώπους της, ποὺ αὐτοὶ θὰ ἐκλέγουν ἔπειτα τοὺς βουλευτές).

Ἀπ' ὅλα αὐτὰ θὰ βγοῦν τὰ ἀκόλουθα ἀποτελέσματα:

I. Θὰ ἐνδιαφέρονται περισσότερο οἱ πολλοὶ γιὰ τὸν τόπο τους, καὶ θὰ περιμένουν ἀπὸ τὴν κοινότητα νὰ τοὺς βολέψει τὰ συμφέροντά τους, καὶ γι' αὐτὸ θὰ προσπαθοῦν νὰ κυβερνιέται τὸ κοινὸ τους ὅσο γίνεται καλλίτερα. Θὰ πασκίζουν νὰ τὰ βολεύουν ἀναμεταξύ τους τὰ οἰκογενειακά, καὶ δὲ θὰ τὰ περιμένουν ἀδιάκοπα ὅλα ἀπὸ τὸ κράτος. II. Τὰ ρουσφέτια θὰ ἐλαττωθοῦν ἤ θὰ ἐντοπισθοῦν στὶς κοινότητες καὶ δὲ θὰ μολύνουν ὅλη τὴ διοίκηση τοῦ κράτους. Νὰ λείψει ὁλότελα τὸ πολιτικὸ ρουσφέρι δὲν εἶναι δυνατό, μὰ θὰ περιοριστοῦν πρῶτα πρῶτα οἱ θέσες ποὺ θὰ ἔχει νὰ δώσει τὸ κράτος, καὶ ἀντὶ νὰ μαλλιοτραβιέται μονάχα ἡ κοινότητα. Τὸ ο ἰ κ ο γ ε ν ε ι α κ ό , ἀντὶ νὰ γίνεται μεταξὺ κράτος καὶ πολίτη, θὰ περιοριστεῖ στὴν κοινότητα, ὅπου εἶναι καὶ φυσικό του νὰ γίνεται. III. Θὰ περιοριστοῦν οἱ φιλόδοξοι μικροπολιτικοὶ καὶ τωρινοὶ κομματάρχες, μικροραδιοῦργοι καὶ δημοκόποι στὰ μικροπολιτικά - δηλαδὴ στὴν κοινότητά τους ποὺ εἶναι ἀρκετὸ στάδιο γιὰ ραδιουργίες καὶ μικροσυμφέροντα. Θὰ τοὺς βαστᾶ δεμένους στὴν κοινότητα τὸ συμφέρον, καὶ ἀπὸ τὴν κοινότητα θὰ βρίσκουν τὸ δίκιο τους ἤ τὸ ἄδικό τους. Ἄς τρώγονται ἐκεῖ ἀναμεταξύ τους γιὰ τοπικὰ συμφέροντα ὅσο θέλουν, ἀντὶ νὰ τρώγονται, ὅπως τώρα πάλι γιὰ τοπικά τους συμφέροντα, μὲ τὸ κράτος. Καὶ δὲ θὰ βρίσκουν τρόπο νὰ ἁπλώσουν τὴν ἐπιρροή τους καὶ στὰ πολιτικὰ τοῦ κράτους, ἀφοῦ δὲ θὰ βγάζει κανένα βουλευτὴ δικό της ἡ κοινότητα. Καὶ τὸ κράτος θὰ στέκεται ἀπὸ πάνω καὶ θὰ ἐπιτηρεῖ, καὶ θὰ ἐπεμβαίνει μονάχα ὅταν αὐτὸ τὸ ἴδιο κινδυνεύει ἀπὸ τοὺς σπαραγμοὺς τῶν κοινοτήτων, ἤ ὅταν ἀπὸ τοὺς μικροπολιτικοὺς σατραπίσκους καὶ ντερεμπέηδες ὁλοφάνερα ἀδικεῖται πάρα πολὺ ὁ λαὸς τοῦ τόπου. IV. Οἱ φιλόδοξοι καὶ ἐπίδοξοι ὑποψήφιοι βουλευτὲς θὰ εἶναι λιγώτεροι καὶ ἴσως καλλίτεροι. Πολλοί, ὅπως εἴπαμε, θὰ προτιμοῦν νὰ τρώγονται μὲ τὰ μικροπολιτικὰ καὶ τὶς μικροραδιουργίες τοῦ τόπου τους. Θὰ ξέρουν πὼς κι ἄν γίνουν βουλευτές (ποὺ πρέπει ὁ λαὸς τοῦ κράτους νὰ τοὺς ἐκλέξει, καὶ ὄχι μόνο ἡ κοινότητα ἤ ἡ ἐπαρχία τους), δὲ θὰ μπορέσουν εὔκολα νὰ ἐπωφεληθοῦν τὸ βουλευτηλίκι γιὰ τὰ συμφέροντά τους τὰ τοπικά. Καὶ γι' αὐτὸ γίνονται βουλευτὲς τώρα, γιὰ νὰ καταφέρουν καλλίτερα τὶς δουλειές τους στὸν τόπο τους. Ἀπὸ τἄλλο μέρος θὰ τοὺς εἶναι δυσκολώτερο νὰ στοχαστοῦν νὰ βάλουν κάλπη γιὰ βουλευτές, γιατὶ οἱ βουλευτὲς, ἐπειδὴ θὰ ἐκλέγονται ἀπ' ὅλους τοὺς Ἕλληνες, (ἔστω καὶ μὲ ἔμμεση ψηφοφορία), θὰ πρέπει νὰ εἶναι κάπως γνωστοὶ σ' ὅλο τὸ Ἑλληνικό, γιὰ κάποιο καλό τους ἔργο, ἤ νὰ δίνουν τοὐλάχιστο κάποιες ἐλπίδες. Καὶ θὰ φιλοτιμηθοῦν μερικοὶ καλοὶ νὰ δείξουν τὴν ἀξία τους γιὰ νὰ γίνουν βουλευτές. Καὶ αὐτοὶ οἱ βουλευτὲς δὲ θὰ ἔχουν κανέναν ἰδιαίτερο σύνδεσμο ἤ ὑποχρέωση μὲ καμιὰ κοινότητα ἤ ἐπαρχία. V. Ὁ προϋπολογισμὸς τοῦ κράτους θὰ ἐλαφρωθεῖ ἀπὸ διάφορα βάρη ποὺ τώρα ἔχει, χωρὶς νὰ ἐλαττωθοῦν πάρα πολὺ οἱ φόροι ποὺ τώρα ἐπιβάλλει. Οἱ κοινότητες δὲ θὰ εἶναι σὰν τοὺς δήμους ποὺ τὰ περιμένουν ὅλα ἀπὸ τὸ κράτος, ποὺ τοὺς ἀφαίρεσε κάθε πρωτοβουλία. Ἡ κοινότητα ξέρει πάντα καὶ βρίσκει χρήματα γιὰ τὰ συμφέροντα τοῦ κοινοῦ, ποὺ ὁ καθένας τὰ βλέπει ποιὰ εἶναι, γιατὶ τὰ ἔχει μπροστά του, καὶ τὰ βλέπει καὶ τὰ ξέρει καλὰ π ῶ ς σχετίζονται μὲ τὰ ἀτομικὰ του συμφέροντα. Ὁ ψωμᾶς καὶ ὁ παπουτσῆς εἶναι καλὸς κριτὴς καὶ πολιτικὸς γιὰ τὰ πολιτικὰ τοῦ σπιτιοῦ του καὶ τοῦ κοινοῦ, μὰ ὄχι πάντα καλὸς γιὰ τὰ πολιτικὰ τοῦ κράτους, ποὺ βρίσκονται πολὺ μακρύτερα ἀπ' αὐτόν. Παρακάτω ἀναφέρουμε παραδείγματα. Τὸ καλλίτερο ὅμως παράδειγμα εἶναι οἱ κοινότητες ποὺ βρίσκονται ὄξω ἀπὸ τὰ σύνορα τοῦ Ἑλλαδικοῦ κράτους. Οἱ Ἕλληνες ἐκεῖ πληρώνουν ταχτικώτατα καὶ τοὺς φόρους ποὺ ἐπιβάλλει τὸ Κράτος ὅπου μνήσκουν καὶ τὰ δοσίματα ποὺ ἐπιβάλλουνε τὰ συμφέροντα τοῦ κοινοῦ. Πολὺ συχνὰ δίνουνε χρήματα καὶ γιὰ τὸ Ἑλλαδικὸ κράτος ποὺ ἀντιπροσωπεύει γι' αὐτοὺς (τόσο ἐλεεινά, ἀλλοίμονο) τὴν ἰδέα τοῦ μεγαλείου τοῦ ἔθνους. Ὁ Ρωμιὸς εἶναι φιλόδοξος καὶ γιὰ τὸ ἔθνος του, καὶ δίνει, ὁ κακόμοιρος, δίνει. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ πεῖ, ὕστερ' ἀπ' αὐτά, πὼς τὸ ἔθνος μας εἶναι φτωχό. Νὰ σημειωθοῦν καὶ τὰ παρακάτω, γιὰ νὰ εἴμαστε συνεννοημένοι. Δὲν εἶναι ζήτημα νἀλλάξουν ὄνομα οἱ δῆμοι καὶ νὰ ὀνομαστοῦν κοινότητες ἤ κοινά. Μὲ τὸ ὄνομα δὲν ἀλλάζουν καὶ τὰ πράματα. Ἄς μείνει τὸ ὄνομα δῆμος, ἄν θέλετε, καὶ δήμαρχος καὶ συμβούλιο. Ἤ ἄς ὀνομαστεῖ τὸ κύτταρο τῆς τοπικῆς ἰδιοκυβέρνιας, ἄν προτιμᾶτε: «Ναβουχοδονόσωρ»! Τὸ ζήτημα εἶναι νἀλλάξουν τὰ πράματα. Νὰ μείνουν δηλαδὴ οἱ μικρότερες τοπικὲς περιφέρειες ἰ δ ι ο κ υ β έ ρ ν η τ ε ς , καὶ νὰ μὴν εἶναι ἡ κοινότητα μονάχα ἡ μικρότερη ὑποδιαίρεση τοῦ διοικητικοῦ ὀργανισμοῦ τοῦ κράτους. Ἡ μικρότερη διοικητικὴ διαίρεση ἄς εἶναι ἡ ἐπαρχία ἤ ὁ νομός, ἤ καὶ τίποτε ἄλλο. Ἐπίσης δὲν εἶναι ζήτημα ἄν τὰ ὑπουργεῖα εἶναι ἑφτὰ ἤ ἑβδομῆντα ἑφτά. Ὁ ἀριθμὸς τῶν ὑπουργείων ἔχει τόση σημασία ὅση καὶ ὁ ἀριθμὸς τῶνν ὑπαλλήλων. Μπορεῖ δέκα ὑπάλληλοι νὰ κάνουν δουλειὰ ἑκατὸ ἀνθρώπων καὶ ἑκατὸ νὰ μὴν κάνουν τὴ δουλειὰ ἑνός. Σκοπὸς εἶναι νὰ ξεκαθαρίσει καὶ νὰ ξέρει τὸ κράτος τὶ δουλειὰ ἔχει νὰ κάνει καὶ τὶ δουλειὰ πρέπει ν' ἀφήσει στὶς κοινότητες νὰ κάνουν, καὶ μονάχα τὸ πνεῦμα τῆς ἐργασίας ν' ἀλλάξει. Καὶ θὰ μπεῖ σίγουρα νέο πνεῦμα, δηλαδὴ κ α θ α ρ ὸ π ν ε ῦ μ α σὲ κείνους ποὺ θὰ διευθύνουνε τὶς ὑπηρεσίες τοῦ κράτους, ἅμα ξέρουν καλὰ ποιὰ εἶναι ἡ δουλειά τους καὶ ποιὰ δὲν εἶναι ἡ δουλειά τους. Τώρα στὸ κεφάλι τους ὅλα εἶναι σαλάτα καὶ κουρκούτι, ἀνάκατα μὲ λέξες, λέξες, λέξες. Καὶ τοῦτο τὸ σημάδι ἄς τὸ δείξουμε, γιὰ νὰ φανεῖ ξάστερα πόσο λάθεβε ὁ νομοθέτης, ποὺ ἀφάνισε τὰ κοινὰ καὶ μᾶς κάθισε τοὺς δήμους, καὶ πόσο φυσικὸ εἶναι στὸ Ρωμιὸ νὰ κυβερνᾶ ὁ ἴδιος τὰ τοπικά του, ὅπως κυβερνᾶ ὁ ἴδιος καὶ τὸ σπίτι του. Νά τὸ σημάδι. Κάτω στὸ Μωριᾶ ξεφύτρωσαν, κοντὰ στὴ Σπάρτη, διάφορες μικρὲς κοινότητες σὰ μανιτάρια, ἐνάντια στὸ νόμο, (ἡ Βαμβακοῦ καὶ ἄλλες), ποὺ μὴ ἔχοντας ἐμπιστοσύνη οὔτε στὸ δήμαρχο, οὔτε στὸ κράτος ποὺ τοὺς τὸν κάθισε, κυβερνοῦν οἱ ἴδιες τὰ τοπικά τους συμφέροντα μ' ἕνα συμβούλιο ἀπὸ προεστοὺς, καὶ ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ δῆμο (χωρὶς μάλιστα ν' ἀνακατεύουν ὁλότελα τὸ δήμαρχο), καὶ λοιπὸν ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ κράτος. Καὶ ποιὰ εἶναι τὰ τοπικά τους κοινὰ συμφέροντα; Ἐκεῖνα ποὺ εἴπαμε· ἔχουν δική τους περιουσία καὶ κοιτάζουν τὰ σκολειά, τὶς ἐκκλησίες, τὰ νεκροταφεῖα, τὰ ὑδραγωγεῖα, τοὺς δραγάτες, τοὺς δρόμους, τὰ γεφύρια κτλ. Ἀφοῦ ὅλα στὴν Ἑλλάδα ζοῦν ἐν παρανομίαις, γιατὶ νὰ μὴ ζήσει καὶ ἡ παράνομη κοινότητα; Νά το λοιπὸν τὸ σημάδι: ἡ κοινότητα ποὺ γεννιέται ἄθελα καὶ ἀτόφεια, χωρὶς νὰ ρωτήσει κανένα νόμο, φυτρώνει, φουντώνει, καταστρατηγεῖ τὸ νόμο, καὶ ζεῖ καὶ βασιλεύει. Στὴ Θεσσαλία, καὶ ἀπ' ἕνα δυὸ παλιὲς κοινότητες τῆς Ἀκαρνανίας καὶ τῆς Εὔβοιας, ὁ νομοθέτης, δὲν ξέρω πῶς, ὑποθέτω ὅμως ἀπὸ τὴν ἀντίσταση τῶν κατοίκων, ἄφησε τὴν κοινοτικὴ περιουσία νὰ ὑπάρχει, μὰ πολὺ στραβὰ ἀνακάτωσε στὴ διοίκησή της καὶ τοὺς δημάρχους. Τὸ ὅτι ἀρχίζει νὰ γίνεται φῶς, τὸ λένε κάτι νομοσχέδια ποὺ ἄρχισαν ἀπὸ τὸ 1896 καὶ ξεπροβάλλουν δειλὰ καὶ συμβιβαστικὰ ποὺ φαίνονται σὰ νὰ δείχνουν πὼς μερικοὶ νομάρχες καὶ βουλευτές -πολὺ λίγοι- ἄρχισαν νὰ νοιώθουν πὼς κάτι τρέχει μές στὸ δῆμο καὶ κάτι δὲν πάει καλὰ στὴ σχέση τοῦ κάθε χωριοῦ μὲ τὸ κράτος, καὶ ὅτι σ' αὐτὸ φταίει ὁ ὀργανισμὸς τῶν δήμων καὶ ὁ νόμος τοῦ 1833. Μὰ καὶ τὰ νομοσχέδια αὐτὰ ἀνακατώνουν δήμους καὶ κοινότητες μαζὶ καὶ τὰ κάνουν σαλάτα. Ἐδῶ δὲ χρειάζονται συμβιβασμοί, παρὰ μονάχα χτυπήματα καὶ τσεκουριὲς γερὲς στὸ δῆμο, καὶ θὰ πέσει μόνος του. Ὁ λαὸς παντοῦ, σὲ κάθε τόπο, ἂς τὸ κάνει αὐτό, ἂν δὲν τὸ κάνει ὁ νομοθέτης. Καθεστὼς ποὺ εἶναι ψεύτικο, δὲ στέκεται στὰ πόδια του. Λοιπὸν λέμε πὼς τὸ προσωρινὸ αὐτὸ Ἑλλαδικὸ κράτος, γιὰ νὰ βολευτεῖ λιγάκι - προσωρινά πάντα, πρέπει νὰ ξαναφανερωθεῖ μέσα του ἡ τοπικὴ αὐτοδιοίκηση, κ' ἔτσι θὰ λυθοῦν τὰ χέρια του γιὰ τὰ σπουδαιότερα ἤ γενικώτερα χρέη του.

5

ΟΙ ΕΞΩΜΕΡΙΤΕΣ. Στὴν ἔξω ἀπὸ τὰ σύνορα τοῦ Ἑλλαδικοῦ κράτους Ἑλλάδα ἡ τοπικὴ αὐτοδιοίκηση ὑπάρχει. Οἱ Τοῦρκοι τὴν ἄφησαν νὰ στέκεται. Οἱ Ἕλληνες στὴν Αἴγυπτο, στὴ Ρωσσία, στὴν Ἀμερική, τὴν ξαναδημιουργοῦν κάθε μέρα. Παντοῦ, ὅπου κι ἄν πηγαίνουν, αὐτὸ κάνουν. Καὶ τὸ κράτος τὸ Ἑλλαδικὸ σ' αὐτὰ τὰ μέρη τὴν ἐπισημοποιεῖ. Οἱ Ἑλληνικὲς κοινότητες στὴν Αἴγυπτο ἐπικυρώθηκαν μὲ Βασιλικὰ Διατάγματα τοῦ Γεωργίου τοῦ Πρώτου. Καὶ δὲν ἀνοίγουν τὰ στραβά τους νὰ δοῦν, οἱ τυφλοὶ νομοθέτες τοῦ Ἑλλαδικοῦ κράτους. Ἀφίνουμε τὶς ἄλλες κοινότητες. Μόνο γιὰ τὴν Τουρκιά, (ἤ τὴν ἀλύτρωτη Ἑλλάδα), θὰ ποῦμε λίγα λόγια. Οἱ μεγάλες κοινότητες αὐτοῦ, πρέπει νὰ καταφέρουν νὰ συνδεθοῦν κάπως περισσότερο μὲ τὶς μικρότερες. Ὁ μόνος σχεδὸν σύνδεσμος τῶν κοινοτήτων ἀναμεταξύ τους τώρα εἶναι ὁ δεσπότης καὶ ἡ «θεόσωστος» ἐπαρχία του, δηλαδὴ τὸ λιβάδι του. Λοιπὸν ἤ ὁ δεσπότης εἶναι ἀνάγκη νὰ φωτιστεῖ καὶ νὰ γίνει ἄνθρωπος, πρᾶμα δύσκολο, ἤ οἱ μεγάλες κοινότητες πρέπει νὰ κοιτάξουν λιγάκι γύρω τους, νὰ ἰδοῦν τί κάνουν οἱ μικρότερες κοινότητες, καὶ νὰ φιλοδοξήσουν νὰ τὶς περιλάβουν μέσα στὴν περιοχή τους ἤ στὸν ὀργανισμό τους. Ἔτσι θὰ τὶς βοηθήσουν νὰ ζοῦν καλλίτερα, καὶ καλλίτερα θὰ τὶς ἐκμεταλλεύονται ἐμπορικῶς. Ἔτσι θὰ βροῦν καὶ οἱ μικρότερες κοινότητες πόρους ἀρκετοὺς γιὰ τὰ σκολειά τους, ἄν ὄχι καὶ γιὰ ἄλλες ἀνάγκες τους, ποὺ καὶ τώρα τὶς κοιτάζουν μοναχὲς τους, καὶ οἱ μεγάλες θὰ προκόψουν καλλίτερα. Ἔτσι θὰ ὀργανωθοῦν καὶ πιὸ βολετὰ οἱ κοινότητες γιὰ νὰ ὑπερασπίζονται ἀπὸ κάθε ἐπίθεση, εἴτε νόμιμη, εἴτε παράνομη, τοῦ Τουρκικοῦ κράτους, ἤ τῶν ἄλλων ἐθνῶν ποὺ κατοικοῦν μές στὴν Τουρκιά καὶ ποὺ κοιτάζουν πῶς νὰ μᾶς πάρουν τὸ ψωμὶ ἀπὸ τὸ στόμα καὶ νὰ μᾶς ξεπατώσουν ἀδιάντροπα. Ἔτσι θὰ προετοιμαστοῦν οἱ Ἕλληνες τῆς Τουρκιᾶς καὶ γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ σηκωθοῦν στὸ πόδι ἐνάντια στὸ Τούρκικο κράτος, ὅταν ἔρθει ὁ καιρὸς καὶ ἡ περίσταση (καὶ μεῖς ὅλοι πρέπει νὰ τὸν φέρουμε τὸν καιρὸ καὶ τὴν περίσταση, γιατὶ βέβαια δὲ θὰ ἔρθει ἐξ οὐρανοῦ), καὶ ἀποφασιστεῖ τὸ πρᾶμα ἀπ' ὅλους τοὺς Ἕλληνες. Ἔτσι καὶ οἱ ἐξωμερίτες θὰ βοηθήσουν τὸν ἀγῶνα γιὰ τὴν ἕνωση τῆς φυλῆς. Ἔτσι θὰ σιαχτεῖ, μ' αὐτὸν τὸν ἀγῶνα, καὶ ὁ χαραχτήρας τους, ὅσο παίρνει. Περισσότερα ἐδῶ γι' αὐτὸ τὸ ζήτημα δὲν ταιριάζει νὰ ποῦμε.

6

ΦΥΣΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ. Μὰ τώρα εἶναι κάτι ἄλλο γιὰ ὅλο τὸ ἔθνος νὰ ποῦμε· πρέπει τέλος πάντων ν' ἀ λ λ ά ξ ε ι κ α ὶ τ ὸ μ υ α λ ὸ τ ο ῦ ἀ ν θ ρ ώ π ο υ λιγάκι, ἴσως ὄχι νἄλλαξει καθαυτό, μὰ νὰ ξεσκλαβωθεῖ ἀπὸ μιὰ βαρειὰ σκλαβιὰ ποὺ τὸ πλακώνει αἰῶνες τώρα καὶ τὸ κάνει νὰ μαραγκιάζει καὶ μαραίνεται - ἡ ἐ π ί σ η μ η γ λ ώ σ σ α . Τὸ μυαλὸ τοῦ Ρωμιοῦ πρέπει νὰ ξεκαθαριστεῖ ἀπ' αὐτὴ τὴ σκουριά. Βέβαια τὰ ἔργα ποὺ ἔγραψαν Ὅμηρος, Πίνδαρος, Αἰσχύλος, Δημόκριτος, Θουκυδίδης, Πλάτωνας, Μέναντρος, Λουκιανός εἶναι ἔξοχα. Κανεὶς δὲν ἀντιλέγει. Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες ἦταν οἱ πρῶτοι ἀληθινοὶ ἄνθρωποι καὶ τοὺς Θεοὺς τοὺς κατέβασαν στὴ γῆ γιὰ νὰ τοὺς δοῦν καλλίτερα. Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες στὴν τέχνη ἔπλασαν, πρῶτοι ἀπ' ὅλους τοὺς λαοὺς τῆς γῆς, τὸν τ έ λ ε ι ο ἄ ν θ ρ ω π ο . Κοιτάξτε τὰ ἀγάλματά τους καὶ τοὺς ἥρωές τους. Εἶναι καὶ οἱ πρῶτοι ποὺ ἄρχισαν νὰ παρατηροῦν σωστὰ καὶ νὰ μαζεύουν ὑλικὸ γιὰ τὶς τωρινὲς ἐπιστῆμες. Ὕστερ' ἀπ' αὐτοὺς οἱ λαοὶ δὲν κάνουν ἄλλο, παρὰ νὰ συμπληρώνουν τὶς ἐπιστῆμες ποὺ ἄρχισαν νὰ τὶς καταλαβαίνουν ἐκεῖνοι, καὶ νὰ ἐπαναλαβαίνουν τὴν τέχνη τους, πλάθοντας κι αὐτοί, ὅσο γίνεται πιὸ τέλεια, τὸν τύπο «ἄνθρωπος». Ὡς αὐτοῦ πάει καλά. Μὰ τί ἔκαναν οἱ ἄλλοι λαοὶ γιὰ νὰ συμπληρώσουν τὴν ἐπιστήμη καὶ νὰ δημιουργοῦν τέχνη; Μεταχειρίστηκαν ἕνα ὄργανο. Δὲν εἶπαν πὼς ἐπειδὴ οἱ πρῶτοι ἀληθινοὶ ἐπιστήμονες καὶ οἱ πρῶτοι τέλειοι τεχνίτες μεταχειρίζουνταν ὄργανο τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα (ἢ τὸ ἑλληνικὸ μάρμαρο) γι' αὐτὸ εἶναι ἀνάγκη κι αὐτοὶ νὰ μεταχειριστοῦν τὸ ἴδιο ὄργανο γιὰ νὰ φτάσουν στὸ ἴδιο ἀποτέλεσμα. Ὄχι. Εἶπαν οἱ λαοί, ὁ καθένας χωριστὰ καὶ μὲ τὸ νοῦ του, θὰ συμπληρώνουμε ἀτέλειωτα τὴν ἐπιστήμη καὶ θὰ πλάθουμε τέχνη μὲ ὅ,τι ὄργανο ἔχουμε μεῖς. Ἐμεῖς ἔχουμε ὄργανο μιὰ γλώσσα, τὴ δική μας γλώσσα. Κουτσὴ στραβή, αὐτὴν ἔχουμε, αὐτὴν καὶ θὰ μεταχειριστοῦμε. Τὴν τελειότητα στὴν τέχνη, καὶ τὴ σωστὴ παρατήρηση στὶς ἐπιστῆμες, τὰ ἔδωσε στοὺς Ἕλληνες ἐκείνους ὄχι ἡ γλώσσα τους, ἀφοῦ ἡ γλώσσα εἶναι ὄργανο μονάχα καὶ τίποτε ἄλλο, τοὺς τὰ ἔδωσε τὸ πνεῦμα, ὁ νοῦς τους, τὸ μυαλό. Μὲ μυαλὸ καὶ μεῖς, καὶ μὲ μιὰ γλώσσα ποὺ τὴν ξέρουμε καλά, μὲ τὴ γλώσσα ποὺ τὴν ξέρουμε ἴσα ἴσα καλλίτερα ἀπὸ κάθε ἄλλη ἐπειδὴ εἶναι δική μας, μ' αὐτὴ τὴ γλώσσα θὰ σπουδάσουμε ἐπιστῆμες καὶ θὰ πλάθουμε τέχνες. Τὸ εἶπαν καὶ τὸ ἔκαναν. Στὴν ἀρχὴ εἶχαν κι αὐτοὶ κάποιες ἀμφιβολίες, γιατὶ δὲν τὰ εἶχαν καλὰ ξεκαθαρισμένα τὰ πράματα στὸ μυαλό τους, καὶ προσπαθοῦσαν, μὲ μιὰ γλώσσα πεθαμένη, - τὴ λατινική, (ποὺ μέσον αὐτῆς ἐγνώρισαν καὶ θαύμασαν τὴν ἑλληνικὴ ἀρχαιότητα), - νὰ κάνουν τὴ δουλειά τους. Μὰ γρήγορα εἶδαν πὼς τίποτα δὲ βγαίνει μὲ τὸ σύστημα αὐτό. Καὶ εἶπαν. Εἶναι ἄσκοπο καὶ περιττὸ νὰ ξεθάφτουμε πεθαμένες λαλιὲς γιὰ νὰ κάνουμε μ' αὐτὲς ζωντανὰ ἔργα. Ἡ δική μας ἡ γλώσσα σιγὰ σιγὰ πρέπει νὰ γίνει καὶ θὰ γίνει ἄξια γιὰ νὰ ἐκφράσει ὅ,τι ἔχουμε στὸ νοῦ μας. Μόνο μὲ τὴ γλώσσα ποὺ ἀντιπροσωπεύει σωστότερα ἀπὸ κάθε ἄλλη τὰ νοήματά μας, μ' αὐτὴν καὶ ὄχι μὲ ἄλλη θὰ ἐκφράσουμε καλλίτερα ἐκεῖνο ποὺ θέλουμε. Μόνον αὐτὴ εἶναι ὁλότελα ταιριασμένη μὲ τὴ δική μας σκέψη, δηλαδὴ μὲ τὰ τωρινὰ ζωντανὰ πράματα. Καὶ ἔτσι ὁ καθένας μεταχειρίστηκε τὴ γλώσσα ποὺ μιλοῦσε. Μ' αὐτὴν ἔγραψε, μ' αὐτὴν δίδαξε στὸ σκολειό, μ' αὐτὴν μίλησε στὴ Βουλή κτλ. κτλ. Καὶ πέρασαν αἰῶνες. Καὶ δούλεψαν καὶ δουλεύουν, καὶ ἔπλασαν καὶ πλάθουν, καὶ ἀφίνουν τὴ γλώσσα τους καὶ τρέχει, καὶ ζοῦν καὶ βασιλεύουν. Καὶ στοὺς αἰῶνες αὐτοὺς ποὺ πέρασαν, τί ἔκανε τὸ ἔθνος τὸ Ἑλληνικό; Θαμπωμένο ἀπὸ τὴν αἴγλη τῶν ἔργων τῶν προγόνων του ποὺ ἀναφέραμε, δὲν πρόφτασε νὰ ἐξετάσει καὶ νὰ ξεκαθαρίσει τὰ πράματα, δὲν κατάφερε νὰ καλοστοχαστεῖ καὶ εἶπε: «Ἡ γ λ ώ σ α τ ῶ ν π ρ ο γ ό ν ω ν , αὐτὴ ἦταν ἔξοχη, ἀφοῦ σ' αὐτὴν ἐγράφτηκαν τὰ ἔξοχα τὰ ἔργα, ποὺ ὁ κόσμος ἀντιλαλεῖ ἐξαιτίας τους καὶ ποὺ καὶ μᾶς ἀκόμη μας περιχύνουν μὲ τέτοια φεγγοβολή!» Εἶπε καὶ θαύμασε! Καὶ ἦταν μονάχα σὰ νὰ ἔλεγε: «Τ ὸ μ ά ρ μ α ρ ο τ ῶ ν π ρ ο γ ό ν ω ν (δηλαδὴ τὸ μάρμαρο τῆς Πεντέλης καὶ τῆς Πάρος), αὐτὸ ἦταν ἔξοχο, ἀφοῦ μ' αὐτὸ ἔγιναν τὰ ἔξοχα τὰ ἔργα, οἱ ναοί, τὰ ἀγάλματα, τὰ ἀνάγλυφα». Καὶ εἶπε καὶ τὴ συνέχεια: «Φυρὶ φυρὶ θὰ γράψω ἐκείνη τὴ γλώσσα, ἔτσι θὰ γίνω καὶ γὼ κάτι καὶ θἀκουστεῖ καὶ τὸ δικό μου τὄνομα στὸν κόσμο, σὰν ἐκείνων». Γιατί, ἀφοῦ ξέπεσε ὁ ἀρχαῖος πολιτισμός, τὸ ἔθνος εἶχε πάντα τὴ φιλοδοξία ν' ἀκουστεῖ πάλι στὸν κόσμο, καὶ δὲ συλλογίστηκε πὼς ἐκεῖνοι ποὺ ἔπλαθαν τὰ ἔξοχα τὰ ἔργα μιὰ φιλοδοξία εἶχαν μονάχα, τὸ π ῶ ς ν ὰ π λ ά σ ο υ ν , καὶ ἀδιαφοροῦσαν γιὰ τὸ θόρυβο καὶ γιὰ τὰ λόγια τοῦ κόσμου. Νὰ ἀμέσως μιὰ διαφορὰ μεταξὺ ἐκείνων καὶ μᾶς. Ὁ χριστιανισμὸς ὡς τόσο στὴν Ἀνατολή, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Ἑλληνικοῦ μυαλοῦ καὶ τῆς καλαισθησίας του, ξεχάνοντας τοὺς ἀρχαίους ναούς καί σπάνοντας τὰ ἀγάλματα τῶν ἀρχαίων θεῶν, ἀπὸ ἀντιπάθεια ἔπλασε βέβαια κάτι: τ ὴ Β υ ζ α ν τ ι ν ὴ Ἐ κ κ λ η σ ί α . Καὶ ὁ λαὸς, ὁ ἀτίμητος, ὁ πλούσιος πάντα λαός, χαμπάρι μὴν ἔχοντας ἀπὸ τὶς ἀρχαῖες τελειότητες καὶ μὴν ξέροντας κὰν τοὺς ἀρχαίους ἀλλοιῶς παρὰ ἀπὸ τὴν παράδοση (ὁ βασιλιὰς Ἀλέξανδρος, οἱ Νεράϊδες, ὁ Χάρος, ἡ θρησκεία τῶν ἀποθαμένων), δὲν ἐμποδίστηκε νὰ δημιουργήσει, καὶ ἔπλασε κι αὐτὸς ἀπὸ τὴ ζωὴ κάτι τέλειο: τ ὰ Δ η μ ο τ ι κ ὰ Τ ρ α γ ο ύ δ ι α . Καὶ οἱ σοφολογιώτατοι γραμματισμένοι τοῦ ἔθνους, καὶ οἱ πανιερώτατοι καὶ πανοσιολογιώτατοι ἀρχηγοὶ τῆς ἐκκλησίας κολλημένοι στὸ γράμμα καὶ ὄχι στὸ πνεῦμα, αἰῶνες τώρα παρασύρουν τὸ ἔθνος στὴν πιὸ τρανὴ, στὴν πιὸ κουτὴ παλαβωμάρα, στὴ μεγαλύτεροι τρέλλα ποὺ μποροῦσε ποτὲ τὸ ἔθνος νὰ κάνει: νὰ ἀποκηρύξει δηλαδὴ τὸ ζωντανὸ ἑαυτό του καὶ νὰ προσκολληθεῖ σὰ στρεῖδι στὴ γλώσσα τῶν ἀποθαμένων του. Πολλοὶ τώρα θὰ ποῦν πὼς σύγκριση τοῦ Ἑλληνικοῦ μὲ τἄλλα ἔθνη σὲ τοῦτο τὸ ζήτημα δὲν χωρεῖ, γιατὶ γιὰ κεῖνα ἡ λατινικὴ ἤ ἡ Ἑλληνικὴ γλώσσα ἦταν ξένες, ἐνῶ γιὰ μᾶς εἶναι προγονική. Ἔχουν ὅμως ἄδικο ὅσοι τὸ λὲν καὶ τὸ ξαναλὲν αὐτό. Πρῶτα πρῶτα οἱ Ἰταλοὶ εἶχαν προμάμμη τοὺς τὴ λατινικοὶ καὶ τὴν ἄφησαν. Ἔπειτα κάθε γλώσσα ποὺ πέθανε, εἴτε ξένη εἶναι εἴτε προγονική, εἶναι... πεθαμένη. Αὐτὸ δὲν τὸ κατάλαβαν οἱ Ἕλληνες καὶ πολέμησαν αἰῶνες ὡς καὶ τὸ μυαλό τους νὰ σαβανώσουν καὶ νὰ ἀπομουμιώσουν, γιὰ νὰ ἀπολιθωθοῦν εἰς ἀ ρ χ α ί ο υ ς Ἑ λ λ η ν α ς . Καὶ καταλαβαίνω ἡ τρέλλα αὐτὴ νὰ βαστάει διακόσια, τριακόσια, ἄς εἶναι καὶ πεντακόσια χρόνια. Μὰ δυὸ χιλιάδες χρόνια; Τὶ εἶδος μάγια ἔστησαν στοὺς παθολογικοὺς στὸ μυαλὸ ἀπογόνους τους οἱ φυσιολογικοὶ μεγάλοι Ἕλληνες ποὺ ζοῦσαν τὸν 5ον καὶ τὸν 4ον αἰῶνα πρὶν ἀπὸ τὸ Χριστὸ; Δὲν τὸ νοιώθω. Καὶ τὶ λογῆς μεθύσι ἀρχαιοπρέπειας ἦταν αὐτὸ, ποὺ δὲν κουράστηκε νὰ ὀργιάζει δυὸ χιλιάδες χρόνια; Ἴσως ὁ Βάκχος θὰ τὸ ξέρει. Θὰ ποῦν ὅμως ἄλλοι πὼς, ἀπὸ κάμποσο καιρὸ καὶ δῶθε, γινήκαμε πιὸ λογικοί, γιατὶ θελήσαμε να ταιριάσουμε τὴν πεθαμένη γλώσσα μὲ τὴ ζωντανή. Τὸ ἀποτέλεσμα τοῦ σοφοῦ αὐτοῦ συμβιβασμοῦ θὰ σᾶς τὸ περιγράψουμε σὲ λίγο. Μὰ δὲ νομίζετε, ἀγαπητοί μου Ἕλληνες, πὼς ἔφτασε πιὰ ἡ ὥρα νὰ γιατρευτοῦμε ἀπ' ὅλα αὐτά; Καὶ ἡ παθολογικὴ κατάσταση καὶ ἡ τρέλλα ἔχουν τὰ ὅριά τους. Ἀρκετὰ ὀργιάσαμε στὸ φανταχτερὸ μεθύσι τῆς ἀρχαιομανίας. Δὲν κουραστήκαμε πιά; Ἡ τρέλλα, ἡ ἀρρώστεια, ἤ τὸ σαράκι ποὺ μᾶς τρώγει, εἶναι βαθύτερα παρ' ὅ,τι τὸ θαρροῦμε. Μᾶς γύρισε τὸ μυαλὸ στραβά σὲ κάθε εἶδος στοχασμό, καὶ τοῦ στράβωσε κάθε δρόμο. Καὶ προπάντων τὸ σκολειὸ πού, ἀφημένο στὴν ἀδειανὴ σοφία καὶ διάκριση τῶν γραμματισμένων, μ ο ρ φ ώ ν ε ι τάχα τὸν Ἕλληνα, ἐνῶ τὸν ἀποστραβώνει καὶ τὸν π α ρ α μ ο ρ φ ώ ν ε ι ἀλήθεια, τὸ σκολειό μας εἶναι τὸ χαραχτηριστικώτερο καὶ τὸ χειρότερο σημάδι τῆς κατάντιας τοῦ μυαλοῦ μας, τὸ σκολειὸ ποὺ φροντίζει νὰ τὴ φορτώσει καὶ στὰ παιδιὰ μας, γιὰ νὰ μὴν τύχει καὶ χαθεῖ, μόνο νὰ ζήσει ἡ στραβωμάρα αὐτὴ εἰς αἰῶνα τὸν ἅπαντα! Καὶ γιατί; 1). Σκοπὸ ἔβαλε τὸ σκολειό, ἀπὸ τὸ δημοτικὸ στὸ Πανεπιστήμιο, νὰ μάθει τοῦ παιδιοῦ μ ι ὰ γ λ ώ σ σ α καὶ μάλιστα νεκρή, γιὰ νὰ τὴν κάνει μὲ τὸν καιρὸ δική του γλώσσα. Ἐνῶ κάθε γλώσσα δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι τίποτα ἄλλο, παρὰ ὄργανο καὶ ὄχι σκοπὸς τῆς διδασκαλίας. Ἡ γλώσσα στὸ σκολειὸ πρέπει νὰ εἶναι μέσο γιὰ νὰ μάθουμε ἄλλα πράματα. 2). Ἐξὸν ἀπὸ τὸν τρομερὸ καὶ ἄσκοπο κόπο ποὺ ἐπιβάλλει στὸ παιδί, νὰ μάθει δηλαδὴ μιὰ γλώσσα ποὺ δὲν εἶναι δική του, καὶ νὰ τὴ βάλει στὴ θέση τῆς δικῆς του, παραμορφώνει κιόλας καὶ παραγεμίζει τὸ μυαλὸ τοῦ παιδιοῦ μ' ἕναν ἀρμαθὸ ἄταχτες, περιττὲς κι ἀσύνταχτες γνῶσες, μὲ τὸ σκοπὸ νὰ κάνει τὸ παιδὶ ἄξιο γιὰ τί νομίζετε; Γιὰ νὰ ἀ ν α β ε ῖ σὲ ἀνώτερα σκολεῖα. Καὶ ποιὰ ἡ ἀνάγκη νὰ πᾶν σὲ ἀνώτερα σκολειὰ ὅλα τὰ Ἑλληνόπουλα, ὁ ζευγολάτης, ὁ ἐργάτης, ὁ ναυτικός, ὁ χωριάτης; Ἡ γλώσσα δὲν τοὺς ἄφησε νὰ στοχαστοῦν. Ἕνας πολὺ σπουδαῖος λόγος γιὰ νὰ πᾶν σὲ ἀνώτερα σκολειὰ ὅλοι οἱ Ἕλληνες, εἶναι γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ ξεμάθουν τὴ γλώσσα τους ὁλότελα καὶ νὰ ἀπομάθουν τὴν ἀττικὴ διάλεχτο! Ἄν ἦταν δυνατό, θὰ ἀνάγκαζαν οἱ δάσκαλοι τὸν Ἕλληνα νὰ μὴν πάψει ποτὲ νὰ πηγαίνει στὸ σκολειὸ ὡς ποὺ νὰ γίνει ἀρχαῖος λίθος ἤ μούμια. Καὶ οἱ γνῶσες αὐτὲς ὅλες, ποὺ ἀποθηκεύει ὁ Ρωμιὸς ἀνάκατα στὸ μυαλό του, μαζεύοντάς τες ἀπὸ τὰ σκολειά του, εἶναι μιὰ μεγάλη φουσκαλίδα, ποὺ ἀφοῦ σκάσει ἀφίνει τὸ μυαλὸ ἄδειο. Καὶ ἄν, κατὰ περίσταση, δὲν σκάσει, ἐξακολουθεῖ νὰ φουσκώνει, καὶ ἀποβλακώνει ἤ ἀποστραβώνει τὸν ἄνθρωπο. Εἶναι ἄραγε ἀνάγκη νὰ ποῦμε, ὅτι σκοπὸς κάθε σκολειοῦ εἶναι νὰ δίνει τοῦ παιδιοῦ λίγες μὰ στερεὲς γνῶσες, ἀνάλογες μὲ τὶς ἀνάγκες του, δηλαδὴ μὲ τὴ ζωὴ ποὺ θὰ κάνει τὸ καθένα ἅμα μεγαλώσει; Καὶ νὰ τοῦ ξυπνάει ἀκόμη μέσα του ὅ,τι ἱκανότητες τυχαίνει νὰ ἔχει; 3). Καὶ εἶναι βέβαια, ἀκόμη καὶ τώρα, τελικὸς σκοπὸς τῆς παιδείας, τὸ νὰ μάθει ὁ Ρωμιὸς τὴν ἀττικὴ γλώσσα, γιὰ νὰ γίνει στὸ τέλος ἀρχαῖος Ἕλλην, μὰ τώρα ποὺ ἔβαλαν νερὸ στὸ κρασί τους οἱ δάσκαλοι, προσπαθοῦν νὰ φτάσουν στὸ ἀποτέλεσμα αὐτὸ ἀπὸ ἄλλο δρόμο. Εἶδαν πὼς ἀπότομα δὲν μπορεῖ νὰ γίνει ἡ μεταμόρφωση, ἀφότου πέθανε μάλιστα ὁ Ὀβίδιος, καὶ στοχάστηκαν νὰ τὴν καταφέρουν σιγὰ κι ἀγάλι ἀγάλι, μὲ τέχνη καὶ διπλωματία δασκαλοπαπαδίστικη. Ἀνάμεσα στὴ ζωντανὴ καὶ στὴν πεθαμένη ἔβαλαν μιὰν ἄλλη γλώσσα, ἕνα ἀνακάτωμα ἀπὸ ζωντανὰ καὶ πεθαμένα κομματάκια. Καὶ ἀνάγκασαν τὸ παιδὶ νὰ μάθει πρῶτα αὐτήν, καὶ ἀπ' αὐτὴ σιγὰ σιγὰ ὕστερα, ὁλοένα προσθέτοντας, μὲ τὴν ἴσια τέχνη καὶ διπλωματία, πεθαμένα στοιχεῖα καὶ ἀφαιρώντας ζωντανά, ηὰ φτάσει στὴ νεκρικὴ τελειότητα. Ἡ μέση αὐτὴ γλώσσα, ποὺ ἔγινε καὶ ἡ ἐπίσημη - φυσικὴ γλώσσα ἑνὸς τραγελαφικοῦ κράτους, - λέγεται «καθαρεύουσα» καὶ τὰ ἦταν καλλίτερα νὰ λεγόταν «βρώμα». Ἐπειδὴ τώρα τὸ παιδὶ ξέρει καὶ τρίτη ἑλληνικὴ γλώσσα, τὴ γλώσσα τῆς μάνας του («τὸ εἰδεχθὲς ἐκεῖνο καὶ βάρβαρον ἰδίωμα»), ποὺ ὁ δάσκαλος πολεμάει καλὰ καὶ σώνει νὰ τοῦ τὴν ξερριζώσει, καὶ ποὺ μοιάζει βέβαια ἐξωτερικῶς ὀρθογραφικῶς καὶ φθογγολογικῶς μὲ τὴ γλώσσα τὴν ἀττικὴ, ποὺ γυρεύει στὸ τέλος νὰ τοῦ τὴν μπίξει στὸ μυαλό, - μπερδεύει ὅλες αὐτὲς τὶς γλῶσσες μέσα στὸ μυαλὸ του τὸ παιδί, καὶ σὰ βγεῖ ἀπὸ τὸ σκολειὸ τὶς μεταχειρίζεται καὶ ὅλες μαζὺ καὶ καμιά. Τὸ τί σαλάτα γίνεται στὴν ὁμιλία, στὸ γράψιμο καὶ λοιπὸν καὶ στὸ μυαλὸ τοῦ νέου Ρωμιοῦ, εἶναι ἀφάνταστο. Δηλαδὴ δ ὲ ν τ ὸ φ α ν τ α ζ ό μ α σ τ ε ἐ μ ε ῖ ς ποὺ τὸ βλέπουμε κάθε μέρα καὶ τὸ ἔχουμε γιὰ πολὺ φυσικό, καὶ μάλιστα γιὰ τὸ μόνο σωστό. Ἔτσι ἔπρεπε νὰ εἶναι. Ἀμήν. Ἔπειτα ἕνας ποὺ κάνει τόσον κόπο, ὅλα τὰ νειάτα του, γιὰ νὰ μάθει κάτι, ἀφοῦ τὸ κουτσομάθει καὶ νομίσει πιὰ πὼς τὸ καλοξέρει, εἶναι περήφανος φυσικὰ γι' αὐτὸ καὶ δὲ θὰ θελήσει ποτὲ νὰ παραδεχτεῖ (ἐξὸν ἄν εἶναι ἔξυπνος) ὅτι ὅλοι αὐτοὶ οἱ κόποι ποὺ ἔκανε πᾶν χαμένοι καὶ αὐτὰ ποὺ ἔμαθε ὄχι δὲν εἶναι τέλεια, παρὰ εἶναι χειρότερα κι ἀπὸ τὴ νούλα. Γι' αὐτὸ βλέπουμε τὶς «Ἀρσακειάδες» καὶ τὶς «Ζαππίδες», καθὼς τὶς λένε, νὰ περπατοῦν τόσο περήφανες στὸ δρόμο, καὶ νὰ ἔχουν τόσες ἀπαιτήσεις γιὰ γαμπροὺς ἀντάξιους τῆς καθαρεύουσας, ποὺ αὐτὲς πιὰ τὴν ἔχουν ξεσκολισμένη. Γι' αὐτὸ βλέπουμε καὶ τοὺς νέους ὑφηγητὲς τοῦ πανεπιστημίου νὰ κοκορεύονται τόσο καὶ νὰ περνοῦν γιὰ τέλειοι γαμπροὶ, ποὺ μόνο ἡ προῖκα τοὺς λείπει. Ἡ γλώσσα αὐτὴ ὡς τόσο, ἡ νεοελληνική, ποὺ καταντᾶ νὰ μᾶς ἀφήνει στὸ μυαλὸ μας τὸ σκολειό (χωρὶς νὰ ἔχει μάλιστα σκοπὸ α ὐ τ ὴ ν νὰ μᾶς μάθει), καὶ μᾶς τὴ συμπληρώνει ἡ σπουδαία ἐφημερίδα καὶ ὁ σπουδαιότερος ρήτορας, λέγεται Βαβυλωνία! Γλώσσα χωρὶς χρῶμα, ἢ χαμαιλέοντας γλώσσα χωρὶς σύνταξη δική της ἤ φραγκατικὴ φρασεολογία, γλώσσα δίχως γραμματικὴ ὁρισμένη ἤ ἀστοιχείωτη, γλώσσα δίχως ζωὴ ἤ τεχνητή, δίχως πνεῦμα ἤ ἀνόητη, καὶ χωρὶς νόημα ἤ βλαβερή, - ὄχι γλώσσα παρὰ ἄρνηση κάθε γλώσσας, γιατὶ οὔτε τὴν ἀττικὴ μαθαίνουμε, οὔτε τὴ γλώσσα τῆς μάνας μας μᾶς ἀφίνουν, ποὺ μᾶς τὴ βρωμίζουν ἀδιάντροπα, οὒτε κὰν τὴ φράγκικη, - α ὐ τ ὴ τὴ γλώσσα ποὺ δὲν εἶναι γλώσσα, α ὐ τ ὴ ν ἀφίνουν σὰν κατακάθι στὸ μυαλὸ μας τὰ σκολειά τοῦ Γένους. Μὰ τὸ χειρότερο ἀποτέλεσμα δὲν εἶναι ἡ γλώσσα καθαυτό. Τὸ χειρότερο εἶναι ἡ σαλάτα τοῦ μυαλοῦ, ὅπου μαζεύονται καὶ παλεύουν ἀναμεταξύ του οἱ λέξεις, καὶ ἐπομένως τὰ νοήματα, καὶ βρίσκεται ἡ λέξη συνήθως νὰ μὴν ἀντιπροσωπεύει κανένα νόημα, τόσα πολλά νοήματα ἀλλάζει κάθε στιγμή, σύμφωνα μὲ τὴν ἐλεύθερη θέληση τοῦ κάθε γραμματισμένου. Καὶ ἀποτέλεσμα ὁ κ ρ ο τ α λ ι σ μ ό ς , δηλαδὴ νὰ μασσᾶ κανεὶς λόγια γιὰ νὰ ἀκούσει ὁ ἴδιος ἤ ἄλλοι τὸν κρότο τῶν συλλαβῶν καὶ τίποτε ἄλλο. Ἡ λεγόμενη καθαρεύουσα, ὁ σοφὸς αὐτὸς συμβιβασμὸς τάχα τῆς ἀττικῆς μὲ τὴ ζωντανὴ γλώσσα, ὁ τραγέλαφος, εἶναι ἡ καλλίτερη γλώσσα γιὰ νὰ μιλᾶ κανεὶς μέρες ἢ νὰ γράφει τόμους, χωρὶς νὰ λέγει ἀπολύτως τίποτα. Λοιπὸν ἡ γλώσσα αὐτὴ φέρνει καὶ τὴ χ ι λ ι ο μ ε τ ρ ί ρ ι δ α , δηλαδὴ τὸ νὰ μιλᾶ κανεὶς καὶ νὰ γράφει χιλιόμετρα. Καὶ τὸ μυαλὸ τοῦ Ρωμιοῦ συνήθισε ἔτσι, ἀπὸ τὸ περίφημο σκολειὸ καὶ ἀπὸ τοὺς λόγους τῶν ρητόρων καὶ τὰ ἄρθρα τῶν ἐφημερίδων, στὴν εὔκολη σκέψη, δηλαδὴ στὴν ἄρνηση τῆς σκέψης, καὶ τεμπελιάζει καὶ δὲ στοχάζεται τίποτα ἀληθινά, ἀφοῦ φτάνει νὰ βάζει κανεὶς λέξες τὴ μιὰ κοντὰ στὴν ἄλλη χωρίς λόγο, σειρὰ καὶ ἀφορμή, καὶ νὰ γεμίζει τὸν ἀέρα μὲ ἤχους ἤ τὸ χαρτὶ μὲ μυγοχέσματα, γιὰ νὰ λέγεται γραμματισμένος, σοφὸς ἤ ἐπιστήμονας, γιὰ νὰ βρεῖ νύφη μὲ προῖκα, ἤ γιὰ νὰ γίνει ρήτορας στὴ Βουλὴ τῶν Ἑλλήνων. (Αὐτὸς δὰ δὲν εἶναι τάχα καὶ ὁ σκοπὸς τοῦ σκολειοῦ, νὰ μᾶς μαθαίνει νὰ γράφουμε, νὰ διαβάζουμε, καὶ νὰ ρητορεύουμε σὲ μιὰ γλώσσα πού, ἐπειδὴ δὲν καταφέρνει νὰ γίνει ἀρχαία, ἔχει τουλάχιστο τὴ ὑποκρισία νὰ ντύνεται ὅσο μπορεῖ περισσότερο μὲ τίτλους τῆς ἀρχαίας καὶ νὰ τυλίγετα ὅσο μπορεῖ καλλίτερα μέσα σ' αὐτοὺς, γιὰ νὰ μὴ φανεῖ ἡ γδύμνια τοῦ μυαλοῦ μας;). Ὁ στοχασμὸς καταργεῖται, δὲ χρειάζεται. Ἡ λογικὴ ἀναποδογυρίζεται, εἶναι περιττή. Ὁ συλλογισμὸς εἶναι σειρὰ φράσες ποὺ περπατοῦν κοντὰ καὶ καταπόδι, σὰν κανένα καραβάνι καμῆλες στὴν ἔρημο, ἡ μιὰ κατόπι ἀπὸ τὴν ἄλλη καὶ τὶς σέρνει, ποιὸς φαντάζεστε; Ἕνας γάϊδαρος! Ἡ ἔρημο εἶναι τὸ μυαλό μας. Ὁ γάϊδαρος ἡ λογική μας. Καὶ τὸ σύνολον ὑποκρισία καὶ ψευτιὰ καὶ ἀδειοσύνη καὶ ἀδιαντροπιὰ καὶ κολοκύθια μὲ τὴ ρήγανη! Ἔτσι κατάντησε τὸ μυαλὸ τοῦ Ρωμιοῦ, ψεύτικο ἤ κούφταλο. Ἐξαιροῦνται βέβαια οἱ... ἐξαιρέσεις, ποὺ ἤ δὲν πέρασαν ἀπὸ ἑλληνικὸ σκολιεό, ἤ δὲ διαβάζουν ἑλληνικὲς ἐφημερίδες, ἢ ξέμαθαν ὅ,τι ἔμαθαν, ἤ τὰ πέταξαν ὅλα ἀπὸ πάνω τους καὶ ξανάκαναν μόνοι τους, οἱ στοχαστικοί, τὴν ἀνατροφὴ τοῦ μυαλοῦ τους. Καὶ ἀνάμεσα σ' αὐτοὺς βλέπουμε τοὺς καλλίτερους τωρινοὺς Ἕλληνες, τὴν ἐλπίδα γιὰ τὴ μελλούμενη τύχη τοῦ ἔθνους. Μόνο πρέπει νὰ ἀνασκουμπωθοῦν αὐτοί, νὰ παραβλέψουν τὶς ψιλοκοπιές ποὺ τοὺς χωρίζουν, νὰ τινάξουν τὴν τεμπελιὰ ἀπὸ πάνω τους, νὰ ἐνωθοῦν, νὰ θεωρήσουν κ ο ι ν ω ν ι κ ό ζ ή τ η μ α σ ο β α ρ ό τὸ ζήτημα τῆς γλώσσας ποὺ θὰ μεταχειρίζεται στὸ ἐξῆς τὸ ἔθνος στὰ σκολειά του καὶ παντοῦ, νὰ προσπαθήσουν μὲ κάθε τρόπο νὰ ἀφανίσουν τὴ σχεδὸν τραγικὴ ἐπιρροὴ τῶν γραμματισμένων, καὶ νὰ ξαναδώσουν στὸν Ἕλληνα τὴν καθαρὴ συνείδηση πὼς ὁ ἑαυτός του εἶναι πάλι καλλίτερος ἀπὸ κάθε πεθαμένο πρόγονο, ὅσο μεγάλος καὶ νὰ εἶναι, ἀφοῦ τὸ λέει μάλιστα καὶ ὁ Ἐκκλησιαστής: «κάλλιο σκύλος ζωντανός, παρὰ νεκρὸ λιοντάρι». Θὰ ποῦν βέβαια καὶ θὰ ξαναποῦν μερικοί, πὼς δὲν εἶναι καιρὸς τώρα γιὰ τέτοια ζητήματα, τώρα ποὺ ἔχουμε τόσα ἄλλα «σπουδαιότερα» νὰ κοιτάξουμε, καὶ θὰ ἀναφέρουν τὸ Μακεδονικό, τὸ Κρητικό, τὸ στρατιωτικό, τὸ πολιτικὸ ζήτημα κτλ. Καὶ θὰ τοὺς ρωτήσουμε αὐτοὺς ἄν τὸ ἔχουν γιὰ μικρὸ καὶ γιὰ ἀσήμαντο τὸ ζήτημα νὰ καθαριστοῦν τὰ ἀκάθαρτα, χάρις στὴν καθαρεύουσα, μυαλὰ τοῦ ἔθνους, καὶ ἄν δὲν εἶναι σπουδαῖο, νὰ στοχαζόμαστε καλά. Ἄλλως τε τὸ εἴπαμε καὶ παραπάνω: «καὶ τοῦτο δεῖ ποιεῖν, κἀκεῖνο μὴ ἀφιέναι». Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀρρώστεια, αὐτὴ ἡ σκλαβιὰ τοῦ μυαλοῦ μας, ποὺ δὲν τὴν νοιώθουμε πιά, τόσο τὴ συνηθίσαμε. Ἄν νομίζετε πὼς πρέπει νὰ τὴ φυλάξουμε κι αὐτὴ σὰ μιὰ παράδοση παλιὰ τοῦ Ἔθνους, μ' ὅσα κι ἄν μᾶς φέρνει κακά, νὰ τὴ φυλάξουμε. Μὰ προσέχετε, ἡ παράδοση αὐτὴ δὲν εἶναι τοῦ ἔθνους παράδοση, εἶναι μονάχα τῶν γραμματισμένων τοῦ ἔθνους καὶ τῆς ἐκκλησίας. Ἄν ἡ Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία θέλει νὰ τὴν κρατήσει, ἄς τὴν κρατήσει. Καὶ ἡ Δυτικὴ Ἐκκλησία κρατεῖ τὴν λατινική. Μὰ τὰ δημοτικὰ τραγούδια, ποὺ εἶναι ἡ ζωὴ καὶ ἡ τέχνη, αὐτὰ εἶναι τοῦ ἔθνους ἡ παράδοση. Καὶ κοιτάξτε σὲ τί γλώσσα εἶναι γραμμένα. Μὲ τὴν παράδοση τῶν γραμματισμένων θὰ καταντήσει τὸ μυαλό μας τέτοιο, ποὺ θὰ δουλεύει λιγώτερο ἀπὸ τώρα, ποὺ δὲν καταγίνεται πιὰ σὲ μικροκατεργαριές, γιὰ νὰ πορεύεται ὁ μικράνθρωπος τὸ ψωμί του, ἤ γιὰ νὰ φαντάζει καὶ νὰ κοκορεύεται. Καμιὰ φορὰ οἱ πρόληψες εἶναι χρήσιμες γιὰ τὴ συντήρηση τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῶν ἐθνῶν. Καὶ αὐτὴ ἡ παράδοση εἶναι μιὰ πρόληψη, σπουδαὶα μάλιστα, ἀφοῦ ἔχει καταντήσει θρησκεία. Μὰ σὲ τούτη τὴν περίσταση καὶ ὕστερα ἀπὸ τόσους κόπους ποὺ βασίλεψε καὶ ὀργίασε, εἶναι τέλος πάντων καιρὸς νὰ χαντακωθεῖ, ἀλλοιῶς θὰ χαντακωθοῦμε ἐμεῖς ποὺ τὴν ἔχουμε στήσει, κατὰ διαταγὴ τῶν γραμματισμένων, σὰν εἴδωλο μές στὸ μυαλό μας, ποὺ κάτω κάτω δὲ μᾶς φταίει καὶ τίποτε τὸ κακόμοιρο. Εἶναι παράδοξο ἀλήθεια ὁ ἔξυπνος ἑλληνικὸς λαὸς νὰ καταντᾶ θελημετικά κουτὸς ἀπὸ σεβασμὸ πρὸς τὸ γράμμα, πρὸς τὰ γράμματα καὶ πρὸς τὸ γραμματισμένον. Καὶ θὰ ἦταν συγκινητικὴ ἡ πεισματάρικη θυσία ποὺ τόσους αἰῶνες τώρα ἐξακολουθεῖ καὶ προσφέρει στοὺς ἀρχαίους καὶ θαυμαστοὺς προγόνους καὶ στὰ περασμένα μεγαλεῖα μιὰ ὀλιγαρχία τοῦ ἔθνους, ποὺ σέρνει τὸ λαὸ ἀπὸ τὴ μύτη, - ἂν δὲν ἦταν κρῖμα ἕνας τέτοιος λαὸς νὰ χάνεται σὲ τέτοιες ἄσκοπες θυσίες, γιὰ ὥρα ποὺ οἱ θυσίες ὅλες ἔπρεπε νὰ γίνονται γ ι ὰ ν ὰ ζ ή σ ε ι τ ώ ρ α θυσίες ἄλλες, θυσίες στὴ ζωὴ καὶ στὴ νίκη.

7

Παράλληλο μὲ τὸ ξ ε σ κ λ ά β ω μ α τ ῶ ν χ α ρ α χ τ ή ρ ω ν ποὺ φέρνει ὁ πόλεμος, ὁ ἀγώνας γιὰ τὴν πολιτικὴ ἕνωση τῆς φυλῆς, σ' ἕνα κράτος ἑλληνικὸ μεγάλο, ἀντρειώνοντας καὶ ἐξευγενίζοντας τους, εἶναι τὸ ξ ε σ κ λ ά β ω μ α τ ο ῦ μ υ α λ ο ῦ, ποὺ φέρνει τὸ ξεφόρτωμα ἀπὸ τὴν ἀττικὴ καὶ ἀπὸ τὴν καθαρεύουσα, καὶ τὸ ἐλεύθερο μεταχείρισμα τῆς ζωντανῆς γλώσσας παντοῦ καὶ πάντα. Ὅσο γιὰ τὴν τοπικὴ αὐτοδιοίκηση, αὐτὴ χρησιμεύει γ ι ὰ ν ὰ σ υ ν τ η ρ ε ῖ τοὺς Ἑλληνικοὺς τόπους σὲ κάποια δ ι ο ι κ η τ ι κ ὴ ἰ σ ο ρ ρ ο π ί α μὲ τὸ πολιτικό τους περιβάλλον. Προτείνουμε λοιπὸν στὸ ἔθνος ὁλόκληρο, καθαρὰ καὶ ξάστερα, τὸ ἀκόλουθο πρόγραμμα: α') Ἀγώνα ὀργανωτικό, πολεμικό, καὶ ἐπαναστατικό, γιὰ νὰ ἑνωθεῖ ἡ φυλὴ σ' ἕνα κράτος ἑλληνικό, ἄλλο ἀπὸ τὸ τωρινὸ μικρὸ καὶ πρόσκαιρο κράτος, ποὺ εἶναι χάρβαλο. β') Νὰ ὑποστηρίξει παντοῦ, σ' ὅλους τοὺς Ἑλληνικοὺς τόπους, προπάντων ὅμως μέσα στὸ Ἑλλαδικὸ κράτος, ὅπου καταπατεῖται, τὴν τοπικὴ αὐτοδιοίκηση. γ') Νὰ μιλᾶ καὶ νὰ γράφει τὴ γλώσσα τῆς μάνας του καὶ μόνον αὐτὴν νὰ ἔχει ἐθνική του γλώσσα, καὶ νὰ ἀναγκάσει τοὺς δασκάλους μ' αὐτὴν νὰ μαθαίνουν τὰ παιδιὰ γράμματα. Ὦ ἔθνος μαργωμένο, ποῦ εἶναι ἡ περηφάνεια σου; Μὴν ἔχεις πεποίθηση σὲ κανένα, μὴτε στοὺς Μεγάλους ξένους τῆς γῆς, μὴτε στοὺς Μεγάλους προγόνους σου, π α ρ ὰ μ ό ν ο σ τ ὸ ν ἑ α υ τ ό σ ο υ. Ἀπὸ κανέναν μὴν περιμένεις τίποτε, π α ρ ὰ μ ό ν ο ν ἀ π ὸ τ ὸ ν ἑ α υ τ ό σ ο υ.



Πηγή: Ίων Δραγούμης, 10 άρθρα του στο "Νουμά". Τακτοποιημένα και φροντισμένα από το Δ. Π. Ταγκόπουλο. Αθήνα: Έκδοση "Τύπου", [1920]

Ἀντιγραφή: Ἑλλήνων Φῶς
Σημείωση: Κατὰ τὴν μεταφορὰ διατηρήθηκε ἡ ὀρθογραφία καὶ ὁ τονισμός

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *