" To be, or not to be... "


Νά ΄ναι κανείς ἤ νά μήν εἶναι, - αὐτό εἶναι τό ζήτημα.
Τι ΄ναι στό πνεῦμα ἀνώτερο, νά ὑποφέρεις
πετριές καί σαϊτιές ἀχρεῖας τύχης, ἤ
νά παίρνεις τά ὅπλα ἐνάντια σ΄ ἕνα πέλαο βάσανα
κι ἀντιχτυπώντας νά τούς δίνεις τέλος; Θάνατος, -
ὕπνος, καί τίποτ΄ ἄλλο. Κι ἄν μ΄ αὐτόν τόν ὕπνο
παύουμε τῆς καρδιᾶς τόν πόνο καί τίς χίλιες
λαχτάρες, φυσική κληρονομιά τῆς σάρκας,
εἶναι συντέλεια νά τήν εὔχεσαι μέ ζῆλο.
Θάνατος. - Ὕπνος. - Ὕπνος, ἴσως ὄνειρα! ἔ,
ἐδῶ εἶναι ὁ κόμπος. Τί σ΄ αὐτόν τόν ὕπνο τοῦ θανάτου
τί ὄνειρα θά ΄ρθουν, ὅταν θά ΄χουμε πετάξει τοῦτο
τό σαρκοκούβαρο; αὐτό μᾶς κόβει. Τούτη ἡ ἔγνοια
κάνει τή δυστυχία νά ζεῖ τόσο πολύ.
Γιατί ποιός θά δεχότανε ντροπές καί χάλια
τῆς ἡλικίας τ΄ ἄδικο ἀπ΄ τόν δυνατόν,
τόν ἐξευτελισμό ἀπ΄ τόν φαντασμένον,
τόν πόνο ἀπ΄ τήν περιφρονημένη ἀγάπη,
τήν ἄργητα τοῦ νόμου, τούς τραμπουκισμούς
τῆς ἐξουσίας καί τίς κλωτσιές πού ἡ ταπεινή
ἡ ἀξία τρώει ἀπό τόν ἀνάξιο, ἄν μποροῦσε
νά ΄δινε μόνος του κανείς στόν ἑαυτό του
τή λύτρωση μ΄ ἕνα μαχαίρι; Ποιός θά τό ΄θελε
νά φέρνει εὐθῦνες, νά γρυλίζει καί νά ἱδρώνει
ἀπό τό βάρος τῆς ζωῆς, ἄν ἡ τρομάρα
μήν εἶναι κάτι μετά θάνατον, στόν κόσμο
τόν ἄλλον, ἀπ΄ ὅπου δέ γυρίζει ταξιδιώτης,
δέ σάστιζε τή θέληση καί δέν μᾶς ἔκανε
νά προτιμᾶμε νά τραβᾶμε αὐτά τά βάσανα
παρά νά πᾶμε σ΄ ἄλλα πού δέν τά γνωρίζουμε;
Ἔτσι ἡ συνείδηση μᾶς κάνει ὅλους δειλούς
κι ἔτσι τό φυσικό τό χρῶμα τῆς ἀπόφασης
ξασπρίζει μέ τ΄ ὠχρό φκιασίδωμα τῆς σκέψης
κι εἶναι προσπάθειες πνοῆς μεγάλης κι εὐκαιρίας
πού μέ τήν ἔγνοια αὐτή ξεκόβεται ἡ ὁρμή τους
καί χάνουν τό ὄνομα τῆς πράξης. Μά σιωπή!

AMLET

Ἡ οἰκειότητα τοῦ Σαιξπηρικοῦ ὕφους, μέ τίς πολλές εἰκόνες ἀπό τη καθημερινή ζωή, τά μικροκαθέκαστα ἀπό τον φυσικό κόσμο, τίς λαϊκές ἐκφράσεις, ἀστεῖα καί παροιμίες, ἐδῶ γίνεται πιό αἰσθητή, ἐπειδή ὅλο τό ἔργο γυρίζει μέσα σέ μικρό κύκλο οἰκογενειακό, καί ἡ ὑπόθεσή του φαίνεται σάν ὑπόθεση ἐσωτερικοῦ, ὅσο καί ἄν αὐτό εἶναι ἐσωτερικό παλατιανό. Ὁ ἥρωας εἶναι σαν μέσα του τόν δημόσιο ἄντρα νά τόν ἔφαγε ὁ ἰδιώτης.

Ὁ Ἄμλετ ἔχει συγκινήσει τόν κόσμο κι ἀπασχολήσει τή φιλολογία καί τήν κριτική περισσότερο ἀπ΄ ὅλα τά ἔργα τοῦ Σαῖξπηρ.

Ὁ Ἄμλετ, τό νεαρό βασιλόπουλο, πού ΄ναι πρότυπο ἀρετῆς.

Μάτι, λαλιά, σπαθί αὐλικοῦ, σοφοῦ, στρατιώτη,
ἡ ἀπανταχή, τό ρόδο στ' ὄμορφο βασίλειο,
τῆς μόδας ὁ καθρέφτης, πρότυπο στούς τρόπους...

Ἡ λαϊκότητα τῆς διδαχῆς του, πού θυμίζει παραβολές τοῦ Εὐαγγελίου, θαύματα κι εἰκόνες μεσαιωνικές γιά τόν παράδεισο καί τήν κόλαση. Ἡ Χριστιανική ἀρετή ὅπως τήν διδάσκει ὄχι τοῦτο ἤ ἐκεῖνο τό δόγμα, ἀλλά οἱ Γραφές μέ μυστηριακό πνεῦμα, οἱ βασικές ἀρχές, ἡ ἀγάπη, τό ἔλεος, ἡ συγγνώμη, ἡ δικαιοσύνη, ἡ ἐγκράτεια, ἡ ταπεινοφροσύνη, ἡ ἀποφυγή ἀπό τά σκάνδαλα, τ΄ ἀνθρώπινα πάθη κι οἱ ἀτομικές ἐπιδιώξεις πού τείνουν νά χαλάσουν τήν τάξη τῆς ζωῆς, ἡ ἀπληστία, ἡ δολιότητα, ἡ ματαιοδοξία, ἡ ἀλαζονεία, ἡ λαγνεία, καί μάλιστα τό πάθος τοῦ ἐγδικιωμοῦ ἐδῶ ἔχουν βρεῖ ἕναν σπάνιο καθρέφτη πού τά δείχνει, ὅπως οἱ θρησκευτικοί μῦθοι, μέ τά μακάρια ἤ φριχτά τους ἐπακόλουθα καί προτείνει τρόπους σωτηρίας μέ παιδεία κι ἄσκηση λαϊκά συνάμα καί λυρικά ἐκφρασμένη.

Δῶσε μου τόν ἄνθρωπο
πού δέ σκλαβώνεται στό πάθος, νά τόν βάλω
μές στήν καρδιά μου στῆς καρδιᾶς μου την καρδιά.

1937: Ὁ Ἀλέξης Μινωτής στήν πρώτη του, ὡς Ἄμλετ, ἐρμηνεῖα, στό Ἐθνικό Θέατρο καί σέ σκηνοθεσία Δημ. Ροντήρη.

1937: Ὁ Ἀλέξης Μινωτής στήν πρώτη του, ὡς Ἄμλετ, ἐρμηνεῖα, στό Ἐθνικό Θέατρο καί σέ σκηνοθεσία Δημ. Ροντήρη.

Ὁ Ἄμλετ πιστεύει σέ Θεία Πρόνοια ἡ ἀνώτερη δύναμη κι ἀπ΄ αὐτήν τήν ἄποψη δέν εἶναι "ἐλεύθερο πνεῦμα", προσπαθεῖ νά γίνει ἰδανικός χριστιανός, καί θέλει κι ὅλον τόν ἄλλον κόσμο σάν τόν ἑαυτό του. Τούτη ἡ πίστη τοῦ Ἄμλετ, ὅσο πιό δυνατή εἶναι, τόσο πιό μοιραῖα γίνεται, γιατί αὐτή ἐνεργεῖ καί στομώνει τήν ὁρμή του νά κάνει τήν πράξη πού θ΄ ἀνοίξει νέο κεφάλαιο στήν ἱστορία του, ἐπειδή φοβᾶται πώς ἡ πράξη αὐτή ἀντίκειται στήν ἀνώτερη βουλή, χαλάει τήν ἀνώτερη τάξη: ἐδῶ εἶναι ἡ ἀμφιβολία τοῦ Ἄμλετ και τό δρᾶμα του, με τό νόημα πού ΄χει στόν Ἐπιτάφιο τοῦ Θουκυδίδη τό "ἀμαθία μέν θράσος, λογισμός δε ὄκνον φέρει".

Εἶν΄ κι ἄλλα, Ὀράτιε στά οὐράνια καί στή γή,
πού δέν τά ὀνειρεύτηκε ἡ φιλοσοφία σας.

Ὁ Σαῖξπηρ πιστεύει ἀκόμη πώς οἱ δυνάμεις τοῦ κόσμου, μικρές ἤ μεγάλες, κινοῦνται ὅπως οἱ πλανῆτες, κυκλικά, ἔτσι πού κάθε πράξη ξαναγυρίζει ἐκεῖ ἀπ΄ ὅπου ξεκίνησε, ρίχνοντας τό καλό ἤ τό κακό στό κεφάλι τοῦ ἴδιου πού προκάλεσε.

Ἀνάμεσα στήν πράξην ἔργου τρομεροῦ
καί στήν πρώτη ἰδέα, τό διάστημα ὅλο μοιάζει
σάν φαντασμάρα ἤ σάν ἀπαίσιο ὄνειρο.
Τότε τό πνεῦμα μας καί τά θνητά μας ὄργανα
κάνουν συμβούλιο. Κι ἡ κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου,
ὅμοια μ΄ ἕνα βασίλειο, πάσχει τότε
σάν ἕνα εἶδος ἐπανάσταση.

Ὁ Σαῖξπηρ δίνοντας τήν εἰκόνα τῆς ἐποχῆς του μέ τήν κοσμοθεωρία της, πού ΄ναι ὁλότελα θρησκευτική, τήν περιβάλλει μέ τό δέος καί τήν εὐλάβεια καί τήν πίστη σέ ἀνώτερη τάξη πού τραβάει τούς δρόμους της καί ξετελειώνει τούς σκοπούς της, ρυθμίζοντας καί τήν κοσμική ἱεραρχία τῶν ἀξιῶν. Ὡστόσο στό ἔργο τοῦτο κάνει αἰσθητή τήν ἐμφάνιση της καί μιά πίκρα, μιά ἀπογοήτευση ἀπό τή ζωή, πού τή βλέπουμε στό μελαγχολικό ὕφος τῶν τρελῶν στά Δωδέκατη Νύχτα, Βασιλιάς Λῆρ, Τίμων, Τρικυμμία καί ὅλα σχεδόν τά ἔργα πού ἀκολουθοῦν, σάν μόνιμη βαριά συνοδεία τῆς τραγικῆς ἤ καί κωμικῆς σύνθεσης.

Ἡ σαιξπηρική ἐρμηνεύτρια Αἰκ. Βερώνη, ὡς Ὀφήλια.

Ἡ σαιξπηρική ἐρμηνεύτρια Αἰκ. Βερώνη, ὡς Ὀφήλια.

Καί τά λίγα τοῦτα
ρητά στό νοῦ σου ἄς ὁδηγοῦν τόν χαραχτῆρα σου.
Στούς στοχασμούς σου γλῶσσα νά μή δίνεις, οὔτε
νά βάζεις κάθε σκέψη πρόχειρη σέ πράξη.
Νά εἶσαι καλοδεχτικός, μά ὄχι ποτέ χωριάτης.
Τούς φίλους πόχεις, ἀφοῦ πρώτα τούς δοκίμασες,
μέ κρίκους ἀτσαλένιους στήν ψυχή σου γαντζώσ΄ τους,
μά μή τή χοῦφτα σου τραχύνεις μέ παρέα
τό κάθε ξεκλωσιάρικο ἄπλερο συντρόφι.
Φυλάξου να ΄μπεῖς σέ καβγᾶ, μ΄ ἄν μπλέξεις, μεῖνε
πού ὁ ἀντίπαλός σου νά φυλάγεται ἀπό σένα.
Δίνε τ΄ ἀφτί σου σ΄ ὅλους, τή φωνή σέ λίγους.
Δέξου τήν κρίση καθενοῦ, μά φύλαγε τή γνώμη σου.
...
Ποτέ μή γίνεις δανειστής, οὔτε χρεώστης.
Τό δάνειο χάνει δῦο, τό χρῆμα καί τόν φίλο
κι ἡ χρέωση στομώνει τήν οἰκονομία.
Προπάντων τοῦτο, - ἀληθινός νά ΄σαι στόν ἑαυτό σου
καί θ΄ ἀκολουθήσει, ὅπως ἡ νύχτα τήν ἡμέρα,
νά μή μπορεῖς ποιά νά ΄σαι ψεύτης σέ κανέναν.
Ἔ, στό καλό. Ἡ εὐκή μου αὐτά ἄς θρέψει μέσα σου!



Πηγή: Οὐϊλιαμ Σαῖξπηρ ΑΜΛΕΤ (μετάφραση Βασίλη Ρῶτα*), ἐκδόσεις ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
Φωτογραφία: http://www.marcfoxx.com/

* "... Ἡ μετάφραση ἑνός τέτοιου ἀριστουργήματος εἶναι σχεδόν ἀκατόρθωτη. Σχεδόν... ὁ ἀνυπέρβλητος Βασίλης Ρῶτας κρατεῖ τά πρωτεῖα στήν ἑλληνική ἀνάπλαση τά τελευταῖα 56 χρόνια. Ἡ μετάφρασή του εἶναι μιά ἀναδημιουργία καί κανείς ἀπορρίπτει τήν ίδέα πώς θά βρεθεῖ ἤ θά γίνει στό μέλλον μετάφραση γιά ν΄ ἀντικαταστήσει αὐτή τοῦ Β. Ρῶτα.Τὀ ἔργο γεμάτο τριβόλια καί τσουκνίδες μεταφραστικές, ἔγινε στά χέρια τοῦ Ρῶτα ἕνας στιλπνός ὁλοπράσινος λειμῶνας. Ἡ ρευστότητα τοῦ ἔργου (καμμιά σκηνή δέν εἶναι πιό δραματική ἀπό τήν ἄλλη), τά λογοπαίγνια καί τέλος ἡ ποίηση μέ τήν ὁποῖα εἶναι φορτωμένοι οἱ βαθύτατα φιλοσοφημένοι μονόλογοι (γιά τό νόημα τῆς ζωῆς) μεταφέρονται στό ἀκέραιο στήν ἑλληνική μετάφραση, λές καί ἕνας δεξιοτέχνης ἄνθρωπος χὐνει ὑγρό ἀπό ἕνα δοχεῖο στ΄ ἄλλο χωρίς νά χυθεῖ ἔξω οὔτε μιά σταγόνα".

Νίκος Σπάνιας, " Ἐθν. Κήρυξ", 11-10-1981, Ν. Ὑόρκη



Χρύσα Νικολοπούλου/Ἑλλήνων Φῶς

Σχετικά άρθρα...

1 Σχόλιο

  1. Ο/Η foteini4 λέει:

    Αἰσχύλοι, Σοφοκλῆδες ὦ πατέρες ἀττικοί,
    ἐσὺ ἁρμονία καὶ μελωδία κι ἀρχαία κ' εὐγενική.
    Ἕνας τολμάει στὸ Κράτος σας ν' ἀντισταθῇ ἐδῶ κάτου
    καὶ βάρβαρος κι ἀλλόφυλος, Σαιξπῆρος τ' ὄνομά του.

    Σαιξπῆρος παντοδύναμος, ἡμίθεος τῆς σκηνῆς,
    Μάκβεθ, Ἁμλέτος, Λήρ, Ὀθέλλος, δὲν τοῦ ἀντιστέκεται κανείς.
    Παιδί εἴμουν καὶ ξεφώνιζα Ἰουλία καὶ Ρωμαῖος!
    πεθαίνουν οἱ καιροί, οἱ τρανοί, ζῆς Ἐσὺ πάντα νέος!

    (Κωστῆς Παλαμᾶς, Σαιξπῆρος, 1939)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *