Στέλιος Μαυρομμάτης: Ανυπότακτη λεβεντιά
Ο Στέλιος Μαυρομμάτης βρισκόταν ήδη για περισσότερο από δύο χρόνια στην Αίγυπτο, όπου δούλευε για λογαριασμό των Άγγλων, όπως και πολλοί άλλοι Κύπριοι. Όταν τελικά, τον Οκτώβριο του 1954, οι Άγγλοι αναγκάστηκαν να ξεκινήσουν την αποχώρησή τους από τη βάση τους στο Σουέζ, ειδοποίησαν τους εργατοϋπαλλήλους τους ότι θα μπορούσαν, αν επιθυμούσαν, να εργάζονταν σε άλλες αγγλικές αποικίες. Ο Στέλιος Μαυρομμάτης, παρ’ ότι είχε ανάγκη από χρήματα, άκουσε το κάλεσμα της υπόδουλης Κύπρου και συνειδητός αγωνιστής επέστρεψε στο νησί.
«Δεν πάω πουθενά αλλού να δουλέψω, παρ’ όλο που έχω ανάγκη από δουλειά. Με ειδοποίησαν από την Κύπρο ότι ετοιμάζεται η δική μας επανάσταση και πρέπει να πάω κι εγώ να βοηθήσω. Δεν μπορώ τώρα που με χρειάζεται η πατρίδα μου εγώ να φεύγω για να πάω να κερδίσω λεφτά στα ξένα. […] Ήρθε η ώρα για τη μεγάλη θυσία και δεν πρέπει να το βάζουμε στα πόδια».
Οι σχέσεις του με τους νέους της ΟΧΕΝ που διατηρούσε από τα μαθητικά του χρόνια, όταν φοιτούσε στη Σχολή Σαμουήλ, εξακολουθούσαν να υπάρχουν. Τα κελεύσματα του Παπάσταυρου για τον Χριστό και την Ένωση δεν είχαν σβήσει μέσα του. Όταν, λοιπόν, τέθηκε το δίλημμα ή συνέχιση της εργασίας στο εξωτερικό ή επιστροφή στην Κύπρο και συμμετοχή στον αγώνα που θα ξεκινούσε, ο Στέλιος δεν αμφιταλαντεύτηκε. Επέστρεψε στο νησί και ξανασυνδέθηκε με τους κύκλους της ΟΧΕΝ. Η συμμετοχή του δεν ήταν παθητική, αλλά στις επισκέψεις του τα Σαββατοκύριακα στο χωριό του, τον Λάρνακα της Λαπήθου, μάζευε τους νέους στο Θρησκευτικό Ίδρυμα και τους εμφυσούσε την αγάπη για τον Χριστό και την Ελλάδα. Στο πρόσωπό του, όπως και στις πράξεις όλων των μελών της ΟΧΕΝ, ενσαρκώνονταν τα λόγια του Ελλαδίτη Ιεροκήρυκα Πέτρου Χριστουδουλιά προς τον Παπάσταυρο: «Αν θέλετε να κάμετε αγώνα και να στεφθεί με επιτυχία, πρέπει πρώτα απ’ όλα να φτιάξετε ανθρώπους. Μια χούφτα ανθρώπους μόνο φτάνει για να μπολιαστεί όλος ο λαός».
Ο Μαυρομμάτης ήταν ένας από αυτούς τους ανθρώπους. Ένας ακούραστος αγωνιστής, ένας φλογερός πατριώτης, ένας θαρραλέος Χριστιανός. Το σπίτι όπου διέμενε στη Λευκωσία, το «σπίτι των δύο κολόνων» υπήρξε κέντρο της ΕΟΚΑ. Μετά τις πρώτες επιτυχίες της ομάδας του, και κυρίως τα χτυπήματα στους Άγγλους ως αντίποινα για τον θάνατο του Χαράλαμπου Μούσκου τον Δεκέμβριο του 1955, ο ίδιος ο Διγενής του έστειλε συγχαρητήρια και του ανέθεσε την ηγεσία της περιοχής του Αγίου Δομετίου στη Λευκωσία. Μετά την αποτυχημένη εκτέλεση δύο Άγγλων αεροπόρων στον Άγιο Δομέτιο, στις 15 Μαρτίου 1956, ως αντίποινα για την εξορία του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου έξι μέρες προηγουμένως, ο Μαυρομμάτης συνελήφθηκε και κλείστηκε στη φυλακή.
Ένα περιστατικό που αξίζει να αναφερθεί είναι το εξής: Στις 9 Αυγούστου 1956, είχαν απαγχονιστεί οι Ανδρέας Ζάκος, Χαρίλαος Μιχαήλ και Ιάκωβος Πατάτσος. Ένας Άγγλος στρατιώτης, φρουρός στο διαμέρισμα των θανατοποινιτών, συντετριμμένος και συγκλονισμένος από τις εκτελέσεις, πήγε μπροστά στον Μαυρομμάτη και έσπρωξε το όπλο του μέσα στο κελί. Είπε στον μελλοθάνατο ότι είχε απηυδήσει από την κατάσταση με τις καταδίκες και τις εκτελέσεις· ότι αισθανόταν μίσος για τον Διευθυντή των φυλακών και για όλους οι οποίοι έλαβαν μέρος στην εκτέλεση. Κάποιοι ήταν ενθουσιασμένοι από τη συμμετοχή τους στον απαγχονισμό. Ζήτησε από τον Μαυρομμάτη να πάρει το όπλο και, όταν σε λίγο θα ερχόταν ο Διευθυντής των φυλακών, να τον εκτελέσει. Ο Μαυρομμάτης, όμως, αρνήθηκε και είπε σε συγκρατούμενό του που παρακολουθούσε εμβρόντητος το γεγονός: «Εγώ έχω εξομολογηθεί και έχω μεταλάβει και δεν μπορώ να σκοτώσω άνθρωπο όποιος και αν είναι αυτός». Αυτοί ήταν οι «τρομοκράτες», οι «εξτρεμιστές» και οι «δολοφόνοι» της ΕΟΚΑ.
Λίγες ώρες πριν τον απαγχονισμό του, έγραφε ο Μαυρομμάτης στον αδερφό του: «Θέλω να ξέρεις πως ο αδερφός σου πεθαίνει με το χαμόγελο στα χείλη γιατί ο Θεός τον αξίωσε να φθάση μέχρι τέλους χωρίς ποτέ να καμφθή ή να λιγοψυχήσει. […] Νοιώθω τον εαυτό μου ισχυρόν και γαλήνιον και είμαι έτοιμος να τα αντιμετωπίσω όλα με θάρρος και υπομονή γιατί έχω τον Χριστόν μέσα μου και με βοηθά. Μήπως δεν μας είπεν ο Ιησούς: “Μη φοβηθήτε από των αποκτεινόντων το σώμα την δε ψυχήν μη δυναμένων αποκτείναι”;»
Στις 21 Σεπτεμβρίου 1956, στα 23 του χρόνια, μαζί με τον Μιχαήλ Κουτσόφτα και τον Ανδρέα Παναγίδη, οδηγήθηκε στην αγχόνη ο Στέλιος Μαυρομμάτης. Ο Στέλιος Μαυρομμάτης είχε έναν εξάδερφο 17 ετών, που βρισκόταν καταζητούμενος στο αντάρτικο στα βουνά της Πάφου. Τον Ευαγόρα Παλληκαρίδη.
Ο Παλληκαρίδης, συγκλονισμένος από τους απαγχονισμούς των αγωνιστών της ΕΟΚΑ μεταξύ των οποίων και ο εξάδερφός του, έγραψε το εξής ποίημα με τίτλο «Το τελευταίο τρίο απαγχονισμού»:
Γιατί μαυρίζει ο ουρανός κι ας είναι καλοκαίρι
λες κι η αυγή κατάμαυρο χαπάρι θα μας φέρει;
Και να! Χτυπούνε πένθιμα κάθε χωριού καμπάνες
κλαίνε μαζί τρεις μάνες, μαζί τους κι όλη η γη.
Κι είναι γλυκό το κλάμα τους, από χαρά λες κλαίνε,
λόγια Σουλιώτου λένε στην πένθιμη σιγή.
«Ποτέ δεν θα πεθάνουνε όσοι πεθάναν σήμερα
και της σκλαβιάς τα σίδερα θα σπάσουν κάποια μέρα
και θ’ ακουστούν ελεύθερα τραγούδια πέρα ως πέρα
στο ελληνικό νησί».
Άνθρωποι όπως ο Στέλιος Μαυρομμάτης αποτελούν φωτεινά παραδείγματα της κυπριακής ιστορίας. Πρέπει να είναι πυξίδα για τις εφήμερες «ομάδες πολιτών» που ανήκουν «ηλικιακά στη νεότερη γενιά» και που απαρνούνται το παρελθόν τους θεωρώντας το σκοτεινό. Είναι όντως πιο εύκολο να γράφει ή να διαβάζει κανείς φανταστικά μυθιστορήματα με ωραιοποιημένες εικόνες του μέλλοντος, παρά Ιστορία με τις σκληρές πραγματικότητες και τους ήρωες που δείχνουν επιτακτικά τον δρόμο της ανυπότακτης λεβεντιάς. Έκαστος τις επιλογές του.
Χ.Α.Α.
Ιστορίας το ανάγνωσμα
Πηγή: Εφημερίδα Ένωσις