Τιμή και ντροπή

donkeybeer

Καθόμουν στον καφενέ. Πρωί, η πρώτη φουρνιά έφυγε και έμεινα με κάτι ξέμπαρκους, αργόσχολους πελάτες που συζητούσαν για τη σχέση Αναστασιάδη και Ακιντζί. Λέγανε πως «έφτασεν η ώρα, εν πρέπει να χάννουμεν άλλον τζιαιρόν» και ότι οι δυο τους «εν’ οι πρόεδροι της λύσης». Πετάγομαι και τους λέω ότι τα ’χουν χρόνια, και μάλιστα είναι ένα ζευγάρι αρκετά εκσυγχρονισμένο, αφού πλέον στους δύο χωρά και τρίτος, αυτό επιβάλλει η μόδα, αλλά και η bi-zonal bi-communal federation. Μου λένε, προφανώς θιγμένοι με τις ύβρεις που εκστομίζω για τους προστάτες της τάξης και της ασφάλειας του νησιού των Αγίων, «τζιαι ποιος εν’ ο τρίτος;» Τους λέω ο Νταβούτογλου, γνωστός στην κοινότητα της bi-zonal bi-communal federation για τα χέρια βοηθείας που απλώνει στους ευγενείς υπηκόους του, ειδικά όταν σκύβουν να του φιλήσουν το χέρι και μουρμουρούν με ερωτική διάθεση «σφάξε με, Αγά μου, ν’ αγιάσω».

Επικράτησε πανικός στον καφενέ. Τι ήθελα να μιλήσω τόσο πρόστυχα και άγαρμπα στους Κύπριους που δεν σηκώνουν μύγα στο σπαθί τους, που αν τους ξελογιάσεις τη γυναίκα θα γίνουν «Τούρκοι», που αν τους θίξεις την αξιοπρέπεια θα «κάνουν φασαρία», που είναι ηθικοί και ντόμπροι, που δεν μπορούν αυτές τις προοδευτικότητες και τις προστυχιές, αλλά αν τους πάρεις τη μισή πατρίδα θα σε κυνηγούν να σου δώσουν και την άλλη μισή. Θυμάμαι τον αείμνηστο Νεοκλή Σαρρή που έλεγε: «…η Ομοσπονδία στην Κύπρο είναι σαν να βρίσκεις τη γυναίκα σου με τον εραστή της στο σπίτι σου και μετά τον χωρισμό την παίρνεις τηλέφωνο και την παρακαλείς να γυρίσει πίσω μαζί με τον εραστή και με όλα τα έξοδα πληρωμένα». Επίσης, φέρνω στον νου μου το τραγούδι, όπως το κατέγραψε η λαϊκή μας παράδοση, «τα ριάλια ριάλια τζιαι πούντα, τζι ο ππεζεβέγκης που τα ’σιει στην πούγκα», όπου προφανώς διαφαίνεται εντός του πολιτισμού μας η κριτική που κάναμε στους κερατάδες που «τα ’θελε ο κώλος τους», αλλά και για τους λεφτάδες που δεν είχαν όμως τσαγανό.

Ζητήματα ταμπού, λοιπόν, για την κυπριακή κοινωνία το κέρατο και ο αλαζόνας λεφτάς. Όπως εξάλλου και στις πλείστες μεσογειακές κοινωνίες και ειδικότερα στην Ελλάδα, όπου η τιμή και η ντροπή είναι οι δύο κινητήριες δυνάμεις/αξίες που εκβάλλουν σε μια σωρεία από πολιτισμικές πρακτικές. Ε λοιπόν, αυτή η πολιτισμική μας γνώση, αυτές οι λέξεις που εμπεριέχουν βασικούς συμβολισμούς για εμάς και μας ωθούν προς τη δράση αποκλείουν το κυπριακό ζήτημα. Δηλαδή, αυτά τα συναισθήματα που δημιουργούνται όταν θιχτεί η τιμή μας ως υποκείμενα ή όταν συναντήσουμε κάτι ξεδιάντροπο ή και όταν δράσουμε χωρίς ντροπή δεν ενεργοποιούνται εντός του γνωστικού πλαισίου του κυπριακού προβλήματος και της παράνομης εισβολής και κατοχής.

Μη ρωτάτε πώς έγινε αυτός ο μετασχηματισμός στις δύο βασικές μας αξίες. Το μόνο σίγουρο είναι ότι είναι πολύ πιο σύνθετο απ’ ό,τι το υπολογίζουμε. Το μόνο που μπορεί να ειπωθεί σε αυτές τις λιγοστές γραμμές είναι ότι σίγουρα έχουμε να κάνουμε και με το βίωμα της παράνομης κατοχής που δεν βιώνεται ως τέτοια, παρά μόνο επιφανειακά. Πώς βιώνεται η εμπειρία της κατοχής από τα άτομα που τη συγκροτούν, όχι ως μόνο μία συμβολική έννοια, αλλά και μία πραγματική κατάσταση που συντελέστηκε και συνεχίζει να αφήνει το στίγμα της στην καθημερινότητά μας; Βιώνεται η κατοχή ως εξαρτημένη από κάτι μεγαλύτερο; Βιώνεται ως μία σχέση καταπιεστική; Ή πλέον μπορούμε να μιλούμε για κάτι το οποίο δεν βιώνεται ως τέτοιο, αλλά ως μία απλή πληγή που πρέπει να κλείσει για να συνεχίσει η κυπριακή κοινωνία να βιώνει το υποτιθέμενο όνειρο που έπλασε στη φαντασιακή της πραγματικότητα; Ή, σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό, μπορεί να μη βιώνεται και καθόλου και οι λέξεις που τη συνιστούν να μην ηχούν κανένα συμβολισμό και συναίσθημα στους συμπολίτες μας; Σίγουρα, αν βιωνόταν η κατοχή με τον πολιτισμικά καθορισμένο μας τρόπο, θα μας προκαλούσε ντροπή, θα χανόταν η τιμή μας και άρα θα αντιδρούσαμε αναλόγως.

Συμπερασματικά. Οι διαφορές στις αντιλήψεις έχουν να κάνουν με το βίωμά μας, την αντίληψη του εαυτού μας, το είδος της αίσθησης που έχουν οι άνθρωποι για τη θέση τους στον κόσμο. Από το ταξικό ενσώματο έθος μέχρι τον εθνικό αυτοπροσδιορισμό, την αντίληψη για την ιστορία και τον κόσμο που μας περιβάλλει. Πλέον το κυπριακό πρόβλημα, δυστυχώς, απέκτησε μία αυτόνομη πορεία και η γνώση του και το βίωμά του δεν συνδέεται σε καμία περίπτωση με την υπόλοιπη γνώση μας για τον κόσμο ως Έλληνες, εργάτες και Ορθόδοξοι.

Αυτοί οι οποίοι θεωρούν το κυπριακό πρόβλημα ως μία ξεπέτα μιας βραδιάς, ως κάτι το οποίο θα γίνει και το άλλο πρωί θα επανέλθουν όλα στη βαριά καθημερινότητά τους, αυτοί που δεν το εντάσσουν σε ένα ευρύτερο πλαίσιο αλλά το βλέπουν αυτόνομα αποτυγχάνουν να το δουν στην ολότητά του. Η κατοχή είναι βίωμα, δικό μας βίωμα, που πλέον χάνεται κι αυτό όπως και ό,τι άλλο δικό μας έχει μείνει.

Γιώργος Τάττης

Κουβέντες του καφενέ (της Περιστερώνας)



Πηγή: Εφημερίδα Ένωσις

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *