Μπολιβάρ (Νίκος Ἐγγονόπουλος)
Μπολιβάρ,
ἕνα ἑλληνικό ποίημα
ΦΑΣΜΑ ΘΗΣΕΩΣ ΕΝ ΟΠΛΟΙΣ ΚΑΘΟΡΑΝ, ΠΡΟ
ΑΥΤΩΝ ΕΠΙ ΤΟΥΣ ΒΑΡΒΑΡΟΥΣ ΦΕΡΟΜΕΝΟΝ
Le cuer d’un home vaut tout l’or d’un païs
Γιὰ τοὺς μεγάλους, γιὰ τοὺς ἐλεύθερους, γιὰ τοὺς γενναίους, τοὺς δυνατούς, Ἁρμόζουν τὰ λόγια τὰ μεγάλα, τὰ ἐλεύθερα, τὰ γενναῖα, τὰ δυνατά, Γι’ αὐτούς ἡ ἀπόλυτη ὑποταγὴ κάθε στοιχείου, ἡ σιγή, γι’ αὐτούς τὰ δάκρυα γι’ αὐτούς οἱ φάροι κι οἱ κλάδοι ἐλιᾶς καὶ τὰ φανὰρια Ὅπου χοροπηδοῦνε μὲ τὸ λίκνισμα τῶν καραβιῶν καὶ γράφουνε στοὺς σκοτεινούς ὁρίζοντες τῶν λιμανιῶν, Γι’ αὐτούς εἶναι τ’ ἄδεια βαρέλια ποὺ σωριαστήκανε στὸ πιὸ στενό, πάλι τοῦ λιμανιοῦ, σοκάκι, Γι’ αὐτούς οἱ κουλοῦρες τ’ ἄσπρα σκοινιά κι οἱ ἁλυσίδες, οἱ ἄγκυρες, τ’ ἄλλα μανόμετρα, Μὲσα στὴν ἐκνευριστικιάν ὀσμή τοῦ πετρελαίου, Γιὰ ν’ ἁρματώσουνε καράβι, ν’ ἀνοιχτοῦν, νὰ φύγουνε, Ὅμοιοι μὲ τρὰμ ποὺ ξεκινὰει, ἄδειο κι ὁλόφωτο μὲσ’ στὴ νυχτερινὴ γαλήνη τῶν μπαχτσὲδων, Μ’ ἕνα σκοπό τοῦ ταξειδιοῦ: πρὸς τ’ ἄστρα. Γι’ αὐτούς θὰ πῶ τὰ λόγια τὰ ὡραῖα, ποὺ μου τὰ ὑπαγόρευσε ἡ Ἔμπνευσις, Καθὼς ἐφώλιασε μὲσα στὰ βαθιά τοῦ μυαλοῦ μου ὅλο συγκίνηση Γιὰ τὶς μορφές τὶς αὐστηρές καὶ τὶς ὑπέροχες τοῦ Ὀδυσσὲα Ἀνδρούτσου καὶ τοῦ Σίμωνος Μπολιβάρ. Ὅμως γιὰ τώρα θὰ ψάλω μοναχὰ τὸν Σίμωνα, ἀφήνοντας τὸν ἄλλο γιὰ κατὰλληλο καιρό, Ἀφήνοντάς τον γιὰ νὰν τ’ ἀφιερώσω, σὰν ἔρθ’ ἡ ὥρα, ἴσως τὸ πιό ὡραῖο τραγούδι ποὺ ἔψαλα ποτέ, Ἴσως τ’ ὡραιότερο τραγούδι ποὺ ποτές ἐψάλανε σ’ ὅλο τὸν κόσμο. Κι αὐτὰ ὄχι γιὰ τὰ ὅτι κι οἱ δυό τους ὑπῆρξαν γιὰ τὶς πατρίδες καὶ τὰ ἔθνη καὶ τὰ σύνολα, κι ἄλλα παρόμοια, ποὺ δὲν ἐμπνέουν, Παρά γιατὶ σταθήκανε μὲσ’ στοὺς αἰῶνες, κι οἱ δυό τους, μονάχοι πάντα, κι ἐλεύθεροι, μεγάλοι, γενναῖοι καὶ δυνατοί. Καὶ τώρα ν’ ἀπελπίζουμαι ποὺ ἴσαμε σήμερα δέν μὲ κατὰλαβε, δέν θέλησε, δέ μπόρεσε νὰ καταλάβῃ τί λέω, κανείς; Βέβαια τὴν ἴδια τύχη νἄχουνε κι αὐτά ποὺ λέω τώρα γιὰ τὸν Μπολιβάρ, ποὺ θὰ πῶ τ’ Ἀνδρούτσου καὶ τοῦ Μπολιβάρ, Παρόμοια σύμβολα. Ἀλλ’ ἂς περνοῦμε γρήγορα: πρὸς Θεοῦ, ὄχι συγκινήσεις κι ὑπερβολές κι ἀπελπισίες. Ἀδιάφορο, ἡ φωνή μου εἴτανε προωρισμὲνη μόνο γιὰ τοὺς αἰῶνες. (Στὸ μὲλλον, τὸ κοντινό, τὸ μακρυνό, σὲ χρόνια, λίγα, πολλά, ἴσως ἀπὸ μεθαύριο, κι ἀντιμεθαύριο, Ἴσαμε τὴν ὥρα ποὺ θέ ν’ ἀρχινίσῃ ἡ Γῆς νὰ κυλάῃ ἄδεια κι ἄχρηστη καὶ νεκρή στὸ στερέωμα, Νέοι θὰ ξυπνᾶνε μὲ μαθηματικήν ἀκρίβεια τὶς ἄγριες νύχτες πάνω στὴν κλίνη τους, Νὰ βρέχουνε μὲ δάκρυα τὸ προσκέφαλό τους, ἀναλογιζόμενοι ποιός εἴμουν, σκεφτὸμενοι Πῶς ὑπῆρξα κάποτες τί λόγια εἶπα τί ὕμνους ἔψαλα. Καὶ τὰ θεόρατα κύματα ὅπου ξεσποῦνε κάθε βράδυ στὰ ἑφτά τῆς Ὕδρας ἀκρογιὰλια, Κι οἱ ἄγριοι βράχοι καὶ τὸ ψηλό βουνό ποὺ κατεβάζει τὰ δρολάπια, Ἀέναα, ἀκούραστα, θέ νὰ βροντοφωνοῦνε τ’ ὄνομά μου.) Ἄς ἐπανέλθουμε ὅμως στὸν Σίμωνα Μπολιβάρ. Μπολιβάρ! Ὄνομα ἀπὸ μὲταλλο καὶ ξύλο, εἴσουνα ἕνα λουλούδι μὲσ’ στοὺς μπαχτσὲδες τῆς Νότιας Ἀμερικῆς. Εἶχες ὅλη τὴν εὐγένεια τῶν λουλουδιῶν μὲσ’ στὴν καρδιά σου μὲσ’ στὰ μαλλιά σου, μὲσα στὸ βλέμμα σου. Ἡ χέρα σου εἴτανε μεγάλη σὰν τὴν καρδιά σου καὶ σκορποῦσε τὸ καλό καὶ τὸ κακό. Ροβόλαγες τὰ βουνὰ κι ἐτρέμαν τ’ ἄστρα, κατέβαινες στοὺς κάμπους μὲ τὰ χρυσά, τὶς ἐπωμίδες, ὅλα τὰ διακριτικά τοῦ βαθμοῦ σου, Μὲ τὸ ντουφέκι στὸν ὦμο ἀναρτημὲνο, μὲ τὰ στήθια ξέσκεπα μὲ τὶς λαβωματιές γιομάτο τὸ κορμί σου, Κι ἐκαθόσουν ὁλόγυμνος σὲ πέτρα χαμηλή, στ’ ἀκροθαλάσσι, Κι ἔρχονταν καὶ σ’ ἔβαφαν μὲ τὶς συνήθειες τῶν πολεμιστῶν Ἰνδιάνων, Μ’ ἀσβέστη μισόνε ἄσπρο μισό γαλάζιο, γιὰ νὰ φαντὰζῃς σὰ ρημοκκλήσι σὲ περιγιὰλι τῆς Ἀττικῆς, Σὰν ἐκκλησιά στὶς γειτονιές τῶν Ταταούλων, ὡσὰν ἀνὰχτορο σὲ πόλη τῆς Μακεδονίας ἐρημική. Μπολιβάρ! Εἴσουνα πραγματικότητα καὶ εἶσαι καὶ τώρα, δέν εἶσαι ὄνειρο. Ὅταν οἱ ἄγριοι κυνηγοὶ καρφώνουνε τοὺς ἄγριους ἀετοὺς καὶ τ’ ἄλλα ἄγρια πουλιὰ καὶ ζῶα, Πάν’ ἀπ’ τὶς ξύλινες τὶς πόρτες στ’ ἄγρια δάση, Ξαναζῆς καὶ φωνὰζεις καὶ δὲρνεσαι, Κι εἶσαι ὁ ἴδιος ἐσύ τὸ σφυρί, τὸ καρφί κι ὁ ἀητός. Ἂν στὰ νησιὰ τῶν κοραλλιῶν φυσοῦνε ἀνέμοι κι ἀναποδογυρίζουνε τὰ ἔρημα καΐκια, Κι οἱ παπαγάλοι ὀργιάζουνε μὲ τὶς φωνές σὰν πέφτει ἡ μὲρα κι οἱ κῆποι εἰρηνεύουνε πνιγμὲνοι σ’ ὑγρασία, Καὶ στὰ ψηλά δεντρά κουρνιάζουν τὰ κοράκια, Σκεφτῆτε, κοντὰ στὸ κῦμα τοῦ καφφενείου τὰ σιδερένια τὰ τραπέζια, Μὲσ’ στὴ μαυρίλα πῶς τὰ τρώει τ’ ἀγιὰζι, καὶ μακρυά τὸ φῶς π’ ἀνὰβει, σβύνει, ξανανὰβει καὶ γυρνὰει πέρα δώθε, Καὶ ξημερώνει – τί φριχτή ἀγωνία – ὕστερα ἀπὸ μιὰ νύχτα δίχως ὕπνο, Καὶ τὸ νερὸ δὲν λέει τίποτε ἀπὸ τὰ μυστικά του. Ἔτσ’ ἡ ζωή. Κι ἔρχετ’ ὁ ἥλιος καὶ τῆς προκυμαίας τὰ σπίτια μὲ τὶς νησιώτικες καμάρες, Βαμμὲνα ρόζ καὶ πράσινα, μ’ ἄσπρα περβάζια (ἡ Νὰξο, ἡ Χίος), Πῶς ζοῦν! Πῶς λάμπουνε σὰ διάφανες νεράιδες! Αὐτός ὁ Μπολιβάρ! Μπολιβάρ! Κράζω τ’ ὄνομά σου ξαπλωμένος στὴν κορφή τοῦ βουνοῦ Ἔρε, Τὴν πιό ψηλή κορφή τῆς νήσου Ὕδρας. Ἀπὸ δῶ ἡ θέα ἐκτείνεται μαγευτική μὲχρι τῶν νήσων τοῦ Σαρωνικοῦ, τὴ Θήβα, Μέχρι κεῖ κάτω, πέρα ἀπ’ τὴ Μονεβασιά, τὸ τρανὸ Μισίρι, Ἀλλὰ καὶ μέχρι τοῦ Παναμά, τῆς Γκουατεμάλα, τῆςΝικαράγκουα, τοῦ Ὀντουράς, τῆς Ἀϊτῆς, τοῦ Σὰν Ντομίγκο, τῆς Βολιβίας, τῆς Κολομβίας, τοῦ Περοῦ, τῆς Βενεζουέλας, τῆς Χιλῆς, τῆς Ἀργεντινῆς, τῆς Βραζιλίας, Οὐρουγουάη, Παραγουάη, τοῦ Ἰσημερινοῦ, Ἀκόμη καὶ τοῦ Μεξικοῦ. Μ’ ἕνα σκληρό λιθὰρι χαράζω τ’ ὄνομά σου πάνω στὴν πέτρα, νἄρχουνται ἀργότερα οἱ ἀνθρῶποι νὰ προσκυνοῦν. Τινὰζονται σπίθες καθὼς χαράζω – ἔτσι εἴτανε, λέν, ὁ Μπολιβάρ – καὶ παρακολουθῶ Τὸ χέρι μου καθὼς γράφει, λαμπρό μὲσα στὸν ἥλιο. Εἶδες γιὰ πρώτη φορὰ τὸ φῶς στὸ Καρακάς. Τὸ φῶς τὸ δικό σου Μπολιβάρ, γιατί, ὡς νἄρθῃς ἡ Νότια Ἀμερικὴ ὁλόκληρη εἴτανε βυθισμένη στὰ πικρά σκοτὰδια. Τ’ ὄνομά σου τώρα εἶναι δαυλός ἀναμμένος ποὺ φωτίζει τὴν Ἀμερική, καὶ τὴ Βόρεια καὶ τὴ Νότια, καὶ τὴν Οἰκουμένη! Οἱ ποταμοὶ Ἀμαζόνιος καὶ Ὀρινόκος πηγάζουν ἀπὸ τὰ μάτια σου! Τὰ ψηλά βουνά ἔχουν τὶς ρίζες στὸ στέρνο σου! Ἡ ὁροσειρά τῶν Ἄνδεων εἶναι ἡ ραχοκοκκαλιά σου! Στὴν κορφή τῆς κεφαλῆς σου, παλληκαρᾶ, τρέχουν τ’ ἀνήμερα ἄτια καὶ τ’ ἄγρια βόδια, Ὁ πλοῦτος τῆς Ἀργεντινῆς. Πάνω στὴν κοιλιά σου ἐκτείνονται οἱ ἀπέραντες φυτεῖες τοῦ καφφέ. Σὰν μιλᾶς, φοβεροί σεισμοί ρημάζουνε τὸ πᾶν, Ἀπό τὶς ἐπιβλητικές ἐρημιές τῆς Παταγονίας μὲχρι τὰ πολύχρωμα νησιά, Ἡφαίστεια ξεπετιοῦνται στὸ Περοῦ καὶ ξερνᾶνε στὰ οὐράνια τὴν ὀργή τους, Σειοῦνται τὰ χώματα παντοῦ καὶ τρίζουν τὰ εἰκονίσματα στὴν Καστοριά, Τὴ σιωπηλή πόλη κοντὰ στή λίμνη. Μπολιβάρ, εἶσαι ὡραῖος σὰν Ἕ λ λ η ν α ς . Σὲ πρωτοσυνὰντησα, σὰν εἴμουνα παιδί, σ’ ἕνα ἀνηφορικό καλντιρίμι τοῦ Φαναριοῦ, Μιὰ καντήλα στὸ Μουχλιὸ φώτιζε τὸ εὐγενικό πρὸσωπό σου. Μήπως νἆσαι, ἄραγες, μιά ἀπὸ τὶς μύριες μορφὲς ποὺ πῆρε, κι ἄφησε, διαδοχικά, ὁ Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος; Μπογιάκα, Ἁγιακοῦτσο. Ἔννοιες ὑπέρλαμπρες κι αἰώνιες. Εἴμουν ἐκεῖ! Εἴχαμε ἀπὸ πολλοῦ περάσει, ἤδη, τὴν παλιά μεθόριο: πίσω, μακρυά, στὸ Λεσκοβίκι, εἶχαν ἀνάψει φωτιές. Κι ὁ στρατὸς ἀνέβαινε μὲσα στὴ νύχτα πρὸς τὴ μάχη, π’ ἀκούγονταν κιόλα οἱ γνώριμοί της ἦχοι. Πλάι κατέρχουνταν, σκοτεινή Συνοδεία, ἀτέλειωτα λεωφορεῖα μὲ τοὺς πληγωμὲνους. Μήν ταραχθῇ κανείς. Κάτω ἐκεῖ, νά, ἡ λίμνη! Ἀπὸ δῶ θὰ περάσουν, πέρ’ ἀπ’ τὶς καλαμιές. Ὑπομονευτήκαν οἱ δρόμοι: ἔργο καὶ δόξα τοῦ Χορμοβίτη, τοῦ ξακουστοῦ, τοῦ ἄφταστου στὰ τέτοια. Στὶς θέσεις σας ὅλοι. Ἡ σφυρίχτρα ἠχεῖ! Ἐλᾶτες, ἐλᾶτε, ξεζέψτε. Ἂς στηθοῦν τὰ κανόνια, καθαρίστε μὲ τὰ μάκτρα τὰ κοῖλα, τὰ φυτίλια ἀναμμένα στὰ χέρια, Τὰ τὸπια δεξιά. Βράς! Βράς, ἀλβανιστὶ φωτιά: Μ π ο λ ι β ά ρ ! Κάθε κουμπαρᾶς, π’ ἐξεσφενδονιζόταν κι ἄναφτε, Εἴταν κι ἕνα τριαντὰφυλλο γιὰ τὴ δόξα τοῦ μεγάλου στρατηγοῦ, Σκληρός, ἀτὰραχος ὡς στέκονταν μὲσα στὸν κορνιαχτό καὶ τὴν ἀντὰρα, Μὲ τὸ βλέμμ’ ἀτενίζοντας πρὸς τ’ ἀψηλά, τὸ μὲτωπο στὰ νέφη, Κι εἴταν ἡ θέα του φριχτή: πηγή τοῦ δὲους, τοῦ δίκιου δρόμος, λυτρώσεως πύλη. Ὅμως, πόσοι καὶ πόσοι δέ σ’ ἐπιβουλευτῆκαν, Μπολιβάρ, Πόσα ντολάπια καὶ δέ σοῦ ’στησαν νὰ πέσῃς, νὰ χαθῇς, Ἕνας πρὸ πάντων, ἕνας παλιάνθρωπος, ἕνα σκουλήκι, ἕνας Φιλιππουπολίτης. Ἀλλά σύ τίποτα, ἀτράνταχτος σὰν πύργος στέκουσαν, ὄρθιος στοῦ Ἀκογκάγκουα μπρός τὸν τρόμο, Μιά φοβερή ξυλάρα ἐκράταγες, καὶ τὴν ἐκράδαινες πάνω ἀπ’ τὴν κεφαλή σου. Οἱ φαλακροὶ κόνδωρες σκιάζουνταν, ποὺ δὲν τοὺς τρόμαξε τῆς μάχης τὸ κακὸ καὶ τὸ ντουμάνι, καὶ σὲ κοπάδια ἀγριεμένα πέταγαν, Κι οἱ προβατογκαμῆλες γκρεμιοτσακίζουντάνε στὶς πλαγιές, σὲρνοντας, καθὼς πέφταν, σύννεφο τὸ χῶμα καὶ λιθὰρια. Κι οἱ ἐχθροί σου μὲσα στὰ μαῦρα Τὰρταρα ἐχάνοντο, λουφάζαν. (Σὰν θἄρθῃ μάρμαρο, τὸ πιό καλό, ἀπὸ τ’ Ἀλάβανδα, μ’ ἁγίασμα τῶν Βλαχερνῶν θὰ βρέξω τὴν κορφή μου, Θὰ βάλω ὅλη τὴν τέχνη μου αὐτή τή στὰση σου νὰ πελεκήσω, νὰ στήσω ἐνού νέου Κούρου τ’ ἄγαλμα στῆς Σικίνου τὰ βουνά, Μή λησμονώντας, βέβαια, στὸ βάθρο νὰ χαράξω τὸ περίφημο ἐκεῖνο Χαῖρε παροδίτα.) Κι ἐδῶ πρέπει ἰδιαιτέρως νὰ ἐξαρθῇ ὅτι ὁ Μπολιβὰρ δέν ἐφοβήθηκε, δέ σκιάχτηκε ποὺ λέν, ποτέ, Οὔτε στῶν μαχῶν τὴν ὥρα τὴν πιό φονικιά, οὔτε στῆς προδοσίας, τῆς ἀναπόφευκτης, τὶς πικρές μαυρίλες. Λένε πὼς γνώριζε ἀπὸ πρίν, μὲ μιὰν ἀκρίβεια ἀφάνταστη, τὴ μὲρα, τὴν ὥρα, τὸ δευτερόλεφτο ἀκόμη: τὴ σ τ ι γ μ ή , Τῆς Μάχης τῆς μεγάλης ποὺ εἴτανε γι’ αὐτόνα μόνο, Κι ὅπου θε νἄτανε αὐτός ὁ ἴδιος στρατός κι ἐχθρός, ἡττημένος καὶ νικητής μαζί, ἥρωας τροπαιοῦχος κι ἐξιλαστήριο θύμα. (Καὶ ὡς τοῦ Κύριλλου Λουκάρεως τὸ πνεῦμα τὸ ὑπέροχο μέσα του στέκονταν, Πῶς τὶς ξεγέλαγε, γαλήνιος, τῶν Ἰησουιτῶνε καὶ τοῦ ἐλεεινοῦ Φιλιππουπολίτη τὶς ἀπαίσιες πλεχτάνες!) Κι ἄν χάθηκε, ἄν ποτες χάνετ’ ἕνας Μπολιβάρ ποὺ σάν τὸν Ἀπολλώνιο στὰ οὐράνια ἀνελήφθη, Λαμπρός σὰν ἥλιος ἔδυσε, μέσα σὲ δόξα ἀφάνταστη, πίσω ἀπὸ βουνά εὐγενικά τῆς Ἀττικῆς καὶ τοῦ Μορέως. ἐ π ί κ λ η σ ι ς Μ π ο λ ι β ά ρ ! Εἶσαι τοῦ Ρήγα Φερραίου παιδί, Τοῦ Ἀντωνίου Οἰκονόμου – ποὺ τόσο ἄδικα τὸν σφάξαν – καὶ τοῦ Πασβαντζόγλου ἀδελφός, Τ’ ὄνειρο τοῦ μεγάλου Μαξιμιλιανοῦ ντὲ Ρομπεσπιὲρ ξαναζῆ στὸ μέτωπό σου. Εἶσαι ὁ ἐλευθερωτής τῆς Νότιας Ἀμερικῆς. Δὲν ξέρω ποιά συγγένεια σὲ συνέδεε, ἄν εἴτανε ἀπόγονός σου ὁ ἄλλος μεγάλος Ἀμερικανός, ἀπὸ τὸ Μοντεβίντεο αὐτός, Ἕνα μονάχα εἶναι γνωστό, πὼς εἶμαι ὁ γυιός σου! ΧΟΡΟΣ σ τ ρ ο φ ὴ (entrée des guitares) Ἄν ἡ νύχτα, ἀργὴ νὰ περάσῃ, Παρηγόρια μᾶς στέλνει τὶς παλιές τὶς σελῆνες, Ἄν στοῦ κάμπου τὰ πλάτη φαντασμάτων σκοτάδια Λυσικόμους παρθένες μ’ ἁλυσίδες φορτώνουν, Ἤρθ’ ἡ ὥρα τῆς νίκης, ἦρθε ὥρα θριάμβου. Εἰς τὰ σκέλεθρα τ’ ἄδεια στρατηγῶν πολεμάρχων Τρικαντά θὰ φορέσουν ποὺ ποτίστηκαν μ’ αἷμα, Καὶ τὸ κόκκινο χρῶμα ποὔχαν πρίν τὴ θυσία Θὰ σκεπάσῃ μ’ ἀχτίδες τῆς σημαίας τὸ θὰμπος. ἀ ν τ ι σ τ ρ ο φ ὴ (the love of liberty brought us here) Τ’ ἄροτρα στῶν φοινικιῶν τὶς ρίζες κι ὁ ἥλιος ποὺ λαμπρός ἀνατέλλει σὲ τρόπαι’ ἀνάμεσα καὶ πουλιά καὶ κοντάρια θ’ ἀναγγείλῃ ὥς ἐκεῖ ποὺ κυλάει τὸ δάκρυ καὶ τὸ παίρνει ὁ ἀέρας στῆς θαλάσσης τὰ βάθη τὸν φριχτότατον ὅρκο τὸ φρικτότερο σκότος τὸ φριχτό παραμύθι: L i b e r t a d ἐ π ω δ ὸ ς (χορὸς ἐλευθεροτεκτόνων) Φύγετε μακρυά μας ἀρές, μή ζυγώσετε πιά, corazon, Ἀπ’ τὰ λίκνα στ’ ἀστέρια, ἀπ’ τὶς μῆτρες στὰ μάτια, corazon, Ὅπου ἀπὸγκρημνοι βράχοι καὶ ἡφαίστεια καὶ φώκιες, corazon, Ὅπου πρόσωπο σκοῦρο, καὶ χείλια πλατειά, κι ὁλόλευκα δόντια, corazon, Ἂς στηθεῖ ὁ φαλλός, καὶ γιορτή ἄς ἀρχίσῃ, μὲ θυσίες ἀνθρώπων, μὲ χορούς, corazon, Μὲσ’ σὲ σάρκας ξεφάντωμα, στῶν προγόνων τή δόξα, corazon, Γιὰ νὰ σπείρουν τὸ σπόρο τῆς καινούργιας γενιᾶς, corazon. Σ υ μ π έ ρ α σ μ α Μετὰ τὴν ἐπικράτησιν τῆς νοτιοαμερικανικῆς ἐπαναστάσεως στήθηκε στ’ Ἀνὰπλι καὶ τὴ Μονεμβασιά, ἐπὶ ἐρημικοῦ λόφου δεσπόζοντος τῆς πόλεως, χάλκινος ἀνδριὰς τοῦ Μπολιβάρ. Ὅμως, καθὼς τὶς νύχτες ὁ σφοδρός ἄνεμος ποὺ φυσοῦσε ἀνατάραζε μὲ βία τὴν ρεντιγκότα τοῦ ἥρωος, ὁ προκαλούμενος θόρυβος εἴτανε τόσο μεγάλος, ἐκκωφαντικός, ποὺ στέκονταν ἀδύνατο νὰ κλείσῃ κανεὶς μάτι, δὲν μποροῦσε νὰ γενῇ πλέον λόγος γιὰ ὕπνο. Ἔτσι οἱ κάτοικοι ἐζήτησαν καὶ, διὰ καταλλήλων ἐνεργειῶν, ἐπέτυχαν τὴν κατεδάφιση τοῦ μνημείου. Ὕμνος Ἀποχαιρετιστήριος στὸν Μπολιβὰρ (Ἐδῶ ἀκούγονται μακρυνές μουσικές ποὺ παίζουν, μ’ ἄφθαστη μελαγχολία, νοσταλγικὰ λαϊκὰ τραγούδια καὶ χοροὺς τῆς Νοτίου Ἀμερικῆς, κατὰ προτίμησιν σὲ ρυθμὸ sardane). σ τ ρ α τ η γ έ τ ί ζ η τ ο ῦ σ ε ς σ τ ὴ Λ ά ρ ι σ α σ ύ ἕ ν α ς Ὑ δ ρ α ῖ ος ;
Πηγή: Ελληνική Ποίηση