Σαράντος Καργάκος - Ὁ Πολιτικὸς Παπαδιαμάντης καὶ ἡ Ῥωμηοσύνη
Εἰσήγηση τοῦ Σαράντου Καργάκου μὲ τίτλο «Ὁ Πολιτικὸς Παπαδιαμάντης» ποὺ παρουσιάστηκε στὸ διήμερο Συνέδριο ποὺ ὀργάνωσε στὴν Παλαιὰ Βουλὴ ἡ Ἱ. Σύνοδος τῆς Ἑλλάδος ἐπ᾿ εὐκαιρία συμπληρώσεως 150 χρόνων ἀπὸ τὴν γέννηση τοῦ Παπαδιαμάντη στὶς 25 καὶ 26 Μαΐου 2001.
Ὁ Παπαδιαμάντης ὑπῆρξε ὁ κορυφαῖος λογοτέχνης πεζογράφος ποὺ ἀνέδειξε ὁ ἑλληνικὸς χῶρος καὶ κόσμος ἀπὸ τὴν ἀρχαία ἐποχὴ μέχρι σήμερα. Ἦταν ὅμως καὶ ποιητής. Ὄχι διότι ἔγραψε κάποια ποιήματα ποὺ δὲν ἔχουν ἰδιαίτερη ποιητικὴ πνοή. Ὅπως γράφω στὴ δίτομη ἱστορία μου τοῦ Ἑλληνικοῦ Κόσμου (τόμ. Β´, σ. 531 - Οἱ παραπομπὲς γίνονται στὴν ἔκδοση Βαλέτα), ἡ ποιητικότητά του ἀποκαλύπτεται στὰ μεγάλα πεζογραφήματά του. Ἔκανε τὸν πεζὸ λόγο ποίηση. Ὡς κορυφαῖος πεζογράφος, λοιπόν, δὲν ἦταν ὁ Παπαδιαμάντης ἕνας μονοδιάστατος συγγραφέας, πρωτίστως θρησκευτικός, ὅπως τὸν παρουσίασε μία κατηγορία θαυμαστῶν καὶ ἄλλη μία κατηγορία ἐπικριτῶν. Ἦταν ἕνας πολυεπίπεδος συγγραφέας, καὶ ὡς ἄνθρωπος μία σύνθετη προσωπικότητα, ἕνας ψυχικὸς συλλαβόγριφος, ποὺ εἶναι δύσκολο νὰ ἑρμηνευθεῖ, ἂν ἐξετασθεῖ ἀπὸ μία καὶ μόνο ὀπτικὴ γωνία. Κατ᾿ ἐμὲ ὁ Παπαδιαμάντης, χωρὶς βέβαια αὐτὸ νὰ σημαίνει πὼς ἀρνοῦμαι τὴ θρησκευτικότητα, τὸν θρησκευτισμό, τὸν ἐρωτισμό, τὴ φυσιολατρία, τὸν παγανισμὸ καὶ τὴν ψυχολογική του διεισδυτικότητα, εἶναι ἕνας μεγάλος κοινωνικὸς καὶ πολιτικὸς συγγραφέας, ὁ μεγαλύτερος πολιτικὸς συγγραφέας τῶν γραμμάτων μας, ὁ βαθύτερος μελετητὴς τῆς κοινωνικῆς καὶ πολιτικῆς ζωῆς τῆς δικῆς του ἐποχῆς ἀλλὰ καὶ τῶν μεταγενεστέρων ἐποχῶν μέχρι τῶν σημερινῶν κακῶν μας τῶν καιρῶν. Ὡς πολιτικὸς συγγραφέας ὁ Παπαδιαμάντης εἶναι καὶ ὀξύτατος σατιριστὴς καὶ γι᾿ αὐτὸ ἴσως ἐνόχλησε τότε, ὅπως ἐνοχλεῖ καὶ νῦν. Κι ἐπειδὴ οἱ πολιτικοὶ στοχασμοὶ τοῦ Παπαδιαμάντη ἦσαν ἄκρως ἐνοχλητικοί, καθότι ἦσαν σωστοί, βρέθηκε καὶ γι᾿ αὐτὸν ἡ ταμπέλα τοῦ «συντηρητικοῦ» καὶ τοῦ «ἀντιδραστικοῦ». Ἀλλ᾿ ὅμως κανεὶς προοδευτικὸς δὲν μᾶς ἔχει δώσει μὲ τόση περιγραφικὴ γλαφυρότητα τὴν εὐτέλειά τοῦ τότε καὶ νῦν πολιτικοῦ μας βίου στὸ βαθμὸ ποὺ τὸ πέτυχε ὁ Παπαδιαμάντης μὲ τὸ περίφημο ἀφήγημα «Οἱ Χαλασοχώρηδες», ποὺ δημοσιεύθηκε σὲ συνέχειες στὴν Ἀκρόπολι τοῦ Γαβριηλίδη τὸν Αὔγουστο τοῦ 1892.
Εἶπαν κάποιοι ἀφελῶς τὸν Παπαδιαμάντη ἀπολιτικό, ἐπειδὴ ὑπῆρξε ἀποδοκιμαστικὸς ἔναντι πολιτικῶν ἐκφράσεων τοῦ πολιτικοῦ βίου παλαιοτέρων καὶ νεωτέρων ἐποχῶν. Ἡ ἄρνηση ὅμως μίας συγκεκριμένης πολιτικῆς πρακτικῆς, ποὺ μετατρέπει τὴν πολιτικὴ ἀπὸ ἄσκηση θυσίας σὲ ἄσκηση λῃστείας, δὲν συνιστᾷ ἔλλειψη πολιτικότητας. Τοὐναντίον, κανεὶς ἀπ᾿ ὅτι ἔχω ὑπόψη δὲν ὑπῆρξε τόσο ἀμείλικτα μαστιγωτικὸς κατὰ τῆς πολιτικῆς τῶν ἰσχυρῶν στὸ βαθμὸ ποὺ ὑπῆρξε ὁ Παπαδιαμάντης. Ἐλέγχοντας τὴν πολιτικῆς τῆς πανίσχυρης Βενετίας, πού, τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν, ἦταν ὁ πλανητάρχης τῶν τότε καιρῶν, γράφει στὸ μυθιστόρημα «Ἔμποροι τῶν Ἐθνῶν», ποὺ δημοσιεύθηκε στὸ περιοδικὸ Μὴ χάνεσαι τοῦ Γαβριηλίδη μεταξὺ τῶν μηνῶν Νοεμβρίου 1882 καὶ Φεβρουαρίου 1883, τὰ ἀκόλουθα:
«Ἡ γενεολογία τῆς πολιτικῆς εἶναι συνεχὴς καὶ γνησία κατὰ τοὺς προγόνους. Ἡ ἀργία ἐγέννησε τὴν πενίαν. Ἡ πενία ἔτεκε τὴν πεῖναν. Ἡ αὐθαιρεσία ἐγέννησε τὴν λῃστείαν. Ἡ λῃστεία ἐγέννησε τὴν πολιτικήν. Ἰδοὺ ἡ αὐθεντικὴ καταγωγὴ τοῦ τέρατος τούτου. Τότε καὶ τώρα πάντοτε ἡ αὐτή. Τότε διὰ τῆς βίας, τώρα διὰ τοῦ δόλου καὶ διὰ τῆς …βίας. Πάντοτε ἀμετάβλητοι οἱ σχοινοβᾶται οὗτοι οἱ Ἀθίγγανοι, οἱ γελωτοποιοὶ οὗτοι πίθηκοι (καλῶ δ᾿ οὕτω τοὺς λεγομένους πολιτικούς). Μαῦροι χαλκεῖς κατασκευάζοντες δεσμὰ διὰ τοὺς λαοὺς ἐν τῇ βαθυζόφῳ σκοτίᾳ τοῦ αἰωνίου ἐργαστηρίου των…».
Μετὰ ἀπὸ ἕναν τέτοιο στιγματισμό, πὼς ἦταν δυνατὸν νὰ μὴ θεωρηθεῖ ὁ Παπαδιαμάντης ἀπὸ δημοπιθήκους καὶ δημοκόλακες σὰν ἀντιδραστικός; Ἀλλὰ σ᾿ αὐτὸ ἔγκειται κατ᾿ ἐμὲ ἡ βαθειὰ πολιτικὴ συμπεριφορὰ τοῦ Παπαδιαμάντη ὡς ἀνθρώπου. Προτίμησε νὰ πεινάσει παρὰ νὰ προσκυνήσει καὶ νὰ ὑποταχθεῖ στοὺς ἰσχυροὺς τῆς πολιτικῆς. Ὁ Παπαδιαμάντης ἔζησε σὰν ζητιάνος ὄχι γιατὶ τοῦ ἄρεσε νὰ εἶναι Διογενικός, ἀλλὰ γιατὶ δὲν ἦταν ἀγαπητὸς στὸν πολιτικὸ καὶ κοινωνικὸ μικρόκοσμο τῆς Σκιάθου καὶ τῶν Ἀθηνῶν. Ὁ Παπαδιαμάντης ἐπείνασε, ὄχι γιατὶ δὲν ἐδούλεψε, ἀλλὰ γιατὶ δὲν προσκύνησε κανέναν ἰσχυρὸ οὔτε τῆς πολιτείας, οὔτε τῆς ἐκκλησίας. Πρὸς ὅλους ἦταν ἐξ ἴσου αὐστηρὸς καὶ ὅπου ἔπρεπε ἦταν ἐπικριτικός. Αὐτὸ συνιστᾷ τὴ βαθύτερη πολιτικὴ οὐσία τοῦ Παπαδιαμάντη, ποὺ ἦταν ἄνθρωπος λαϊκὸς καὶ γι᾿ αὐτὸ – κι ὄχι γιὰ χρηματισμὸ – συνέταξε τὸ πρῶτο καταστατικὸ θεσσαλικοῦ ἀγροτικοῦ συλλόγου.
Ὁ Παπαδιαμάντης ἦταν ἀρνητικὸς ἔναντι τῆς τότε πολιτικῆς, διότι ἔβλεπε νὰ διαμορφώνεται ἕνας πολιτικὸς βίος ἔξω ἀπὸ τὴν πνευματικὴ καὶ ἠθικὴ παράδοση τῆς ἐκκλησίας. Ὅπως πολὺ σωστὰ παρατήρησε ὁ Σπύρος Μελᾶς, «εἶναι ὁ μόνος ποὺ εἶδε, ὅτι ἡ θρησκεία, μὲ ἄλλα λόγια ἡ ὀρθοδοξία, ἦταν ἡ σπονδυλικὴ στήλη τοῦ ἐθνικοῦ σώματος». (Πρόλογος, στὴν ἔκδοση τῶν «Ἁπάντων» ἀπὸ τὸ Γ. Βαλέτα, τόμ. Α´, σ. 18). Ἀπόκλιση ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη πολιτικὴ παράδοση γιὰ τὸν Παπαδιαμάντη σήμαινε πολιτικὸ θάνατο τοῦ Γένους. Καὶ γι᾿ αὐτὸ ἦταν σφόδρα πολέμιος ἐναντίον αὐτῶν ποὺ ἀπέστεργαν τὴν βυζαντινή μας παράδοση, ποὺ περισσότερο ἴσως κι ἀπὸ πνευματική, εἶναι παράδοση πολιτική, μέσα ἀπὸ τὴ θρησκευτική της ἔκφραση. Γράφει στὸ περίφημο διήγημα «Λαμπριάτικος Ψάλτης», ποὺ δημοσιεύθηκε στὴν Ἀκρόπολι τὸ 1893, τὰ ἀκόλουθα σαρκαστικά, γι᾿ αὐτοὺς ποὺ τὸν μυκτήριζαν γιὰ τὴν ἐμμονή του νὰ γράφει θρησκευτικὰ ἑορταστικὰ διηγήματα:
«Μὴ ῾θρησκευτικὰ πρὸς Θεοῦ!᾿. Τὸ Ἑλληνικὸν ἔθνος δὲν εἶναι Βυζαντινοί, ἐνοήσατε; Οἱ σημερινοὶ Ἕλληνες εἶναι κατ᾿ εὐθεῖαν διάδοχοι τῶν ἀρχαίων. Ἔπειτα ἐπολιτίσθησαν, ἐπροώδευσαν καὶ αὐτοί. Συμβαδίζουν μὲ τὰ ἄλλα ἔθνη. Ποίαν ποίησιν ἔχει τὸ νὰ γράψης, ὅτι ὁ Χριστὸς ῾δέχεται τὴν λατρείαν τοῦ πτωχοῦ λαοῦ᾿, καὶ ὅτι ὁ πτωχὸς ἱερεὺς ῾προσέφερε τῷ Θεῷ θυσίαν αἰνέσεως;᾿» (Β´, 109).
Ἰδοὺ πῶς εἰκονογραφεῖ τὸ πολιτικό μας πρόβλημα ὁ Παπαδιαμάντης στὸ ἴδιο διήγημα λίγες γραμμὲς παρακάτω:
«Τὸ σημερινὸν ἔθνος δὲν ἐπῆγε, δυστυχῶς, τόσον ἐμπρός, ὅσον λέγουν αὐτοί. Τὸ ἔθνος τὸ Ἑλληνικόν, τὸ δοῦλον τουλάχιστον, εἶναι ἀκόμη πολὺ ὀπίσω, καὶ τὸ ἐλεύθερον δὲν δύναται νὰ τρέξῃ ἀρκετὰ ἐμπρός, χωρὶς τὸ ὅλον νὰ διασπαραχθῇ ὡς διασπαράσσεται, φεῦ! Ἤδη. Ὁ τρέχων πρέπει νὰ περιμένῃ καὶ τὸν ἑπόμενον, ἐὰν θέλῃ ἀσφαλῶς νὰ τρέχῃ· ὁ ἐλεύθερος πρέπει νὰ βοηθῇ τὸν δεσμώτην ἢ πρέπει νὰ τὸν ἀνακουφίζῃ. Ὅσον παρέρχεται ὁ χρόνος, τόσον τὸ ἐλεύθερον ἔθνος καθίσταται, οἴμοι ἀνικανώτερον, ὅπως δώσῃ χεῖρα βοηθείας εἰς τὸ δοῦλον ἔθνος».
Ὁ Παπαδιαμάντης ἔχει μία ὁλικὴ σύλληψη περὶ τοῦ Γένους. Δὲν τὸ βλέπει στὰ πλαίσια τῆς ἀπελευθερωμένης νότιας Ἑλλάδος. Γι᾿ αὐτὸν Γένος εἶναι τὸ ποίμνιο τῶν Ὀρθοδόξων ποὺ ἀναγνωρίζει ὡς πνευματικὴ κεφαλὴ τὴν Βασιλεύουσα καὶ τὸ ὁποῖο ἐν πολλοῖς παραμένει ἀλύτρωτο καὶ χρειάζεται χεῖρα βοηθείας, ποὺ δὲν εἶναι μόνο οἰκονομικὴ καὶ πολιτικὴ ἐνίσχυση, ἀλλὰ πρωτίστως ἐνίσχυση πνευματική, χωρὶς ὅμως αὐτὸ νὰ σημαίνει ἀποκοπὴ ἀπὸ τὶς πάτριες ρίζες ἐν ὀνόματι κάποιου «ἐκσυγχρονισμοῦ», ποὺ καὶ τότε, ὅπως καὶ νῦν, ταλανίζει τὸ δύσμοιρο Γένος μας. Δὲν ἀμφισβητεῖ τὴν ὅποια ἐξέλιξη ὁ Παπαδιαμάντης, οὔτε ξεγράφει τὶς νεωτερίζουσες τάσεις. Ἁπλῶς ρεαλιστικώτατα πιστεύει στὴν ἀρχὴ τοῦ «κάθε πρᾶγμα στὸν καιρό του». Καὶ γράφει:
«Ἄγγλος ἢ Γερμανὸς ἢ Γάλλος δύναται νὰ εἶναι κοσμοπολίτης ἢ ἄθεος ἢ ὅ,τι δήποτε. Ἔκαμε τὸ πατριωτικὸν χρέος του, ἔκτισε μεγάλην πατρίδα. Τώρα εἶναι ἐλεύθερος νὰ ἐπαγγέλλεται χάριν πολυτελείας τὴν ἀπιστίαν καὶ τὴν ἀπαισιοδοξίαν. Ἀλλὰ Γραικύλος τῆς σήμερον, ὅστις θέλῃ νὰ κάμῃ δημοσίᾳ τὸν ἄθεον ἢ τὸν κοσμοπολίτην, ὁμοιάζει μὲ νᾶνον ἀνορθούμενον ἕως ἄκρων ὀνύχων καὶ τανυόμενον νὰ φθάση καὶ αὐτὸς γίγας. Τὸ Ἑλληνικὸν ἔθνος, τὸ δοῦλον, ἀλλ᾿ οὐδὲ ἧττον καὶ τὸ ἐλεύθερον, ἔχει διὰ παντὸς ἀνάγκην τῆς θρησκείας του».
Ἡ θρησκεία ἦταν, γιὰ τὸν Παπαδιαμάντη, ἡ πλατειὰ καὶ ἰσχυρὴ βάση πάνω στὴν ὁποία ὄφειλε τὸ Γένος νὰ στηρίξει τὴν πολιτική του. Καὶ γι᾿ αὐτὸ ὁ Παπαδιαμάντης, κάνοντας μὲ τὰ λογοτεχνήματά του, τὴ δική του πολιτική, συμπυκνώνει τὸ πολιτικὸ/λογοτεχνικό του δόγμα στὰ ἑξῆς:
«Τὸ ἐπ᾿ ἐμοί, ἐν ὅσῳ ζῶ καὶ ἀναπνέω καὶ σωφρονῶ, δὲν θὰ παύσω, ἰδίως κατὰ τὰς πανεκλάμπρους ταύτας ἡμέρας, νὰ ὑμνῶ μετὰ λατρείας τὸν Χριστόν μου, νὰ περιγράφω μετ᾿ ἔρωτος τὴν φύσιν καὶ νὰ ζωγραφῶ μετὰ στοργῆς τὰ γνήσια Ἑλληνικὰ ἔθη. ῾Ἐὰν ἐπιλάθωμαί σου, Ἱερουσαλήμ, ἐπιλησθείη ἡ δεξιά μου, κολληθείῃ ἡ γλῶσσα μου τῷ λαρυγγί μου, ἐὰν οὐ μὴ σοῦ μνησθῶ᾿» (Β´, 110).
Ἔχει λεχθεῖ ὅτι ὁ Παπαδιαμάντης ἀδιαφοροῦσε γιὰ τὴν τότε πολιτικὴ πραγματικότητα. Τίποτε ἀναληθέστερο ἀπὸ αὐτό. Τὴν παρακολουθοῦσε σὰν ἄγρυπνος Ἄργος καὶ ἀγωνιοῦσε γι᾿ αὐτό. Ἔγραφε στὴν Ἀκρόπολι τὴν Πρωτοχρονιὰ τοῦ 1896, χρονιὰ τῆς τελέσεως τῶν Α´ Ὀλυμπιακῶν ἀγώνων, τὰ ἀκόλουθα:
«Ἠμύνθησαν περὶ πάτρης οἱ ἄστοργοι πολιτικοί, οἱ ἐκ περιτροπῆς μητρυιοὶ τοῦ ταλαιπώρου ὠρφανισμένου Γένους, τοῦ ῾στειρεύοντος πρίν, καὶ ἠτεκνωμένου δεινῶς σήμερον;᾿.
Ἄμυνα περὶ πάτρης δὲν εἶναι αἱ σπασμωδικαί, κακομελέτητοι καὶ κακοσύντακτοι ἐπιστρατεῖαι, οὐδὲ τὰ σκωριασμένης ἐπιδεικτικότητος θωρηκτά. Ἄμυνα περὶ πάτρης θὰ ἦτο ἡ εὐσυνείδητος λειτουργία τῶν θεσμῶν, ἡ ἐθνικὴ ἀγωγή, ἡ χρηστὴ διοίκησις, ἡ καταπολέμησις τοῦ ξένου ὑλισμοῦ καὶ τοῦ πιθηκισμοῦ, τοῦ διαφθείραντος τὸ φρόνημα καὶ ἐκφυλίσαντος σήμερον τὸ ἔθνος, καὶ ἡ πρόληψις τῆς χρεωκοπίας.
Τὶς ἠμύνθη περὶ πάτρης;
Καὶ τί πταίει ἡ γλαῦξ, ἡ θρηνοῦσα ἐπὶ τῶν ἐρειπίων; Πταίουν οἱ πλάσαντες τὰ ἐρείπια. Καὶ τὰ ἐρείπια τὰ ἔπλασαν οἱ ἀνίκανοι κυβερνῆται τῆς Ἑλλάδος».
Καὶ αὐτὰ τὰ λέει ὁ πολιτικώτατος Παπαδιαμάντης τὴν ὥρα ποὺ ἡ Ἑλλὰς ζοῦσε τὸ πολιτικὸ μεθύσι ποὺ προσέφεραν οἱ Ὀλυμπιακοὶ ἀγῶνες. Ἕνα χρόνο μετὰ ἦλθε ἡ ἐπονείδιστη ἧττα τοῦ 1897. Ὁ Παπαδιαμάντης, ἡ γλαῦξ ποὺ θρηνοῦσε ἐπὶ τῶν ἐρειπίων, εἶχε δικαιωθεῖ. Ἀλλὰ πόσοι ἀκοῦνε τὶς γλαῦκες τὶς τότε καὶ τῆς παρούσης ἐποχῆς; Φέτος μοῦ εἶχε ζητηθεῖ νὰ συμβάλω στὴ σύνταξη μίας πολιτικῆς προκηρύξεως. Ἀλλὰ δὲν ἔστερξα, γιατὶ δὲν ἤθελα νὰ ἐνταχθῶ κομματικὰ πουθενά. Στὴν ἐφημερίδα ὅμως ὅπου ἀρθρογραφῶ ἔγραψα ὅτι δὲν θὰ μποροῦσε σὲ μία προκήρυξη πολιτικὴ νὰ προσθέσω οὔτε τελικὸ νι στὰ ὅσα ἔγραψε σ᾿ ἕνα μελέτημά του περὶ κλήρου καὶ ἐκκλησίας τὸ 1896 ὁ Παπαδιαμάντης:
«Νὰ παύσῃ π.χ. ἡ συστηματικὴ περιφρόνησις τῆς θρησκείας ἐκ μέρους πολιτικῶν ἀνδρῶν, ἐπιστημόνων, λογίων, δημοσιογράφων καὶ ἄλλων. Ἡ λεγομένη ἀνωτέρα τάξις νὰ συμμορφωθῇ μὲ τὰ ἔθιμα τῆς χώρας, ἂν θέλῃ νὰ ἐγκληματισθῇ ἐδῶ. Νὰ γίνῃ προστάτις τῶν πατρίων, καὶ ὄχι διώκτρια. Νὰ ἀσπασθῇ καὶ νὰ ἐγκολπωθῇ τὰς ἐθνικᾶς παραδόσεις. Νὰ μὴ περιφρονῇ ἀναφανδὸν ὅ,τι παλαιόν, ὅ,τι ἐγχώριον, ὅ,τι ἑλληνικόν. Νὰ καταπολεμηθῇ ὁ ξενισμός, ὁ πιθηκισμός, ὁ φραγκισμός. Νὰ μὴ νοθεύονται τὰ θρησκευτικὰ καὶ τὰ οἰκογενειακὰ ἔθιμα. Νὰ καλλιεργηθῇ ἡ σεμνοπρεπὴς βυζαντινὴ παράδοσις εἰς τὴν λατρείαν, εἰς τὴν διακόσμησιν τῶν ναῶν, τὴν μουσικὴν καὶ τὴν ζωγραφικήν. Νὰ μὴ μιμώμεθα οὔτε τοὺς Παπιστὰς καὶ οὔτε τοὺς Προτεστάντας. Νὰ μὴ χάσκωμεν πρὸς τὰ ξένα. Νὰ στέργωμεν καὶ νὰ τιμῶμεν τὰ πάτρια. Εἶναι τῆς ἐσχάτης ἐθνικῆς ἀφιλοτιμίας νὰ ἔχωμεν κειμήλια καὶ νὰ μὴ φροντίζωμεν νὰ τὰ διατηρήσωμεν. Ἂς σταθμήσωσι καλῶς τὴν εὐθύνην των, οἱ ἔχοντες τὴν μεγίστην εὐθύνην».
Σφάλλουν ἀφαντάστως ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι πιστεύουν ὅτι ὁ Παπαδιαμάντης ἦταν ἔξω ἀπὸ τὰ προβλήματα τοῦ καιροῦ του καὶ τοῦ καιροῦ μας. Μὲ τὴν «Φόνισσα» θίγει καιρίως τὸ μέγα κοινωνικὸ πρόβλημα τῆς προῖκας, μὲ τὸ «Ὑπὸ τὴν βασιλικὴν δρῦν», τὸ πρῶτο οἰκολογικὸ διήγημα τῆς λογοτεχνίας μας, θίγει τὸ πρόβλημα τῆς καταστροφῆς τοῦ περιβάλλοντος καὶ δι᾿ αὐτῆς καὶ τοῦ ἀνθρώπου, μὲ τὸ ἀσυλλήπτου δραματικότητος ἀφήγημα «Ὁ πολιτισμὸς εἰς τὸ χωρίον» θίγει τὶς φοβερὲς πληγὲς τῆς χαρτοπαιξίας καὶ τῆς τοκογλυφίας, τὴν ὁποία, ὡς πολιτικὴ λέπρα στιγματίζει καὶ στὸ «Ῥεμβασμὸς τοῦ Δεκαπενταυγούστου», ἐνῷ στὸ πολὺ καυστικὸ «Ἡ ἐπίσκεψις τοῦ Δεσπότη», δὲν διστάζει αὐτὸς ὁ θεοσεβὴς νὰ γίνει μαστιγωτὴς τῆς ὑποκριτικῆς καὶ ἄπληστης συμπεριφορᾶς τοῦ ἀνώτερου κλήρου, ἢ τῆς σιμωνίας τὴν ὁποία φραγγελώνει ἀλύπητα στὸ ἀφήγημα «Ὁ ἀνάκατος», ὅπου εὐτόλμως ἐντὸς παρενθέσεως γράφει: «Ἐπειδὴ τότε ἀκόμα δὲν εἶχε ἀκριβήνει, πρὸς τοὺς ἄλλους καὶ ἡ σιμωνία, καὶ δὲν εἶχαν διορίσει οἱ ῾῾δεσποτάδες᾿᾿, ἀνὰ τὸ θεόσωστον βασίλειον, πρωτοσυγκέλλους ἐργολάβους, οἵτινες ν᾿ ἀπαιτοῦν ἑκατοστάρικα εἰς πᾶσαν τοιαύτην περίπτωσιν» (Ε´, σ. 122). Οὔτε νομίζω ὅτι ὑπάρχει κανεὶς στὴ λογοτεχνία τῆς τότε ἐποχῆς ποὺ νὰ ἐστιγμάτισε τὸν ἀντιεβραϊσμὸ μὲ τόσο ἄρτιο λογοτεχνικὸ τρόπο ὅσο τὸ ἔπραξε ὁ Παπαδιαμάντης μὲ τὸ τελευταῖο ἴσως διήγημα τῆς ζωῆς του, «Ὁ ἀντίχτυπος τοῦ νοῦ», ποὺ τελειώνει μὲ τὴν καταπληκτικὴ καταπελτικὴ φράση: «Μήπως οἱ Ἑβραῖοι δὲν εἶναι ἄνθρωποι; Ἰδοὺ ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς κλαίει». Ἴσως αὐτὴ νὰ εἶναι ἡ τελευταία τῆς ζωῆς τοῦ Παπαδιαμάντη γραμμή.
Ὁ Παπαδιαμάντης ἐπέλεξε συνειδητὴ τὴν ἐνασχόληση μὲ τὴ δημοσιογραφία, γιατί ἤθελε νὰ εἶναι κοντὰ στὴ φλεγμαίνουσα ζώνη τῆς πολιτικῆς λειτουργίας. Ἦταν μέσα στὴν ψυχὴ τῆς πολιτικῆς, ὅπως ἦταν καὶ μέσα στὴν οὐσία τῆς ζωῆς, ἀλλὰ δὲν τὸν ἐνδιέφερε ἡ προβολή. Δὲν τὸν ἐνδιέφερε ἀκόμη ἡ πολιτικὴ τῶν λόγων, ἡ πολιτικὴ τοῦ θεάματος. Ἀπεχθανόταν τὸν λογοκοπικὸ δημαγωγισμό. Γράφει σ᾿ ἕνα μικρὸ ἀφήγημα τοῦ 1907, τὸ «Ἐπιμηθεῖς εἰς τὸν βράχον» τὰ ἀκόλουθα σωστὰ γιὰ τὶς προτιμήσεις τοῦ λαοῦ: «Θέλει δυστυχῶς λόγο, καὶ πολλοὺς λόγους μάλιστα… θέλει κάτι ὡσὰν θέαμα, καὶ τὰ θέλει ὅλα λογοκοπικὰ καὶ θεατρικά. Καὶ δι᾿ αὐτὸ ὅσοι βγάζουν λόγους πεντάρικους ἢ δεκάρικους εὐδοκιμοῦν εἰς τὸ πλῆθος· καὶ δι᾿ αὐτό… τὸ προκόψαμε» (Α, 467). Καὶ ἂς μοῦ πεῖ ὁποιοσδήποτε «προοδευτικὸς» ποιὸς εἶναι ὁ πρῶτος συγγραφέας μας ποὺ ἔθιξε τὸ πρόβλημα τῶν ναρκωτικῶν, ἂν αὐτὸς δὲν εἶναι ὁ Παπαδιαμάντης μὲ τὸ ἀληθινὰ συγκλονιστικὸ ἀφήγημα «Κοινωνικὴ ἁρμονία», ποῦ δημοσιεύτηκε τὸ 1906; Ποιὸς ἔθιξε πρῶτος τὴν κοινωνικὴ διάσταση τῆς πορνείας, ἂν ὄχι ὁ Παπαδιαμάντης μὲ τὸ τολμηρότατο γιὰ τὴν ἐποχή του «Τὸ Ἰδιόκτητο»; Ἀλλὰ καὶ πάλι ἐρωτῶ πάντα ἐχέφρονα πολίτη, ποιὸς εἶναι ὁ πρῶτος λογοτέχνης μας, ποὺ ἐστιγμάτισε τὸν διχασμὸ ποὺ συνεπάγεται ὁ κομματισμός, ἂν αὐτὸς δὲν εἶναι ὁ Παπαδιαμάντης, μὲ τὸ ἀνεπανάληπτο διήγημα «Τὰ δύο τέρατα», ποὺ γράφτηκε τὸ 1909; Ἀρκεῖ μόνο μία περικοπὴ ἀπὸ αὐτό: «Ὅλα τὰ ἐκλογικὰ ἀκάθαρτα δαιμόνια εἶχον ἐξαπολυθῆ εἰς τὸν δρόμον τὴν χρονιὰν ἐκείνην. Ἡ πλουτοκρατία εἶχε συμμαχήσει μὲ τὴν ὀχλοκρατίαν· τὸ τέρας τὸ κίτρινον εἶχε καλέσει εἰς βοήθειαν τὸ ἄλλο τέρας τὸ κόκκινον» (Ε´, 60). Ἕνας ἄλλος παπᾶς γιὰ νὰ μὴ ἐκτεθῇ ἐμφανῶς εἶχε ἁπλώσει στὸ μπαλκόνι του ὅλα τὰ κόκκινα κιλίμιά του, τάχα γιὰ νὰ ἀερισθοῦν!
Κάποιοι ἐπικριτὲς τοῦ Παπαδιαμάντη ἔχουν παρατηρήσει ὅτι ὁ Σκιαθίτης πεζογράφος, κι ὅταν ἀκόμη ἀσχολεῖται μὲ τὴν πολιτική, εἶναι πάντα ἐπικριτικός, γιατὶ δὲν πιστεύει στὴν πολιτικὴ καὶ δὲν ἔχει ὅραμα πολιτικό. Ὅμως κι αὐτὴ ἡ παρατήρηση εἶναι λάθος φρικτό, ποὺ ἀδικεῖ τὸν Παπαδιαμάντη. Ὁ ὁποῖος δὲν εἶχε καμμία δυσκολία νὰ τιμήσει τὴ μνήμη τοῦ Χαριλάου Τρικούπη δύο φορές, δίνοντας μάλιστα τὸ καλύτερο κατ᾿ ἐμὲ πολιτικὸ πορτραῖτο τοῦ Μεσολογγίτη πολιτικοῦ. Εἶναι τόσο σπαρταριστὴ ἡ περιγραφὴ ποὺ μόνο ἕνας ἄνθρωπος ποὺ εἶχε ζήσει τὸν Τρικούπη ἀπὸ πολὺ κοντὰ καὶ μετεῖχε τοῦ ἰδίου πολιτικοῦ ὁραματισμοῦ θὰ μποροῦσε νὰ τὸν ἀποδώσει τόσο πιστά.
* * * * *
Γεννιέται ὅμως ἕνα ἐρώτημα ποὺ τὸ θεωρῶ θεμελιακὸ γιὰ τὴν προσέγγιση τοῦ ἰδεολογικοῦ χώρου τοῦ Παπαδιαμάντη. Ἀσφαλῶς ὁ Σκιαθίτης συγγραφέας ἦταν σφοδρὸς πολέμιος τῆς μικροπολιτικῆς· εἶχε ὅμως ὅραμα μεγάλης πολιτικῆς; Στὸ βιβλίο μου Ξαναδιαβάζοντας τὴ «Φόνισσα», ποὺ κυκλοφορήθηκε τὸ 1987, προσπάθησα ἀπὸ πολλὲς γωνίες λήψεως νὰ φωτογραφήσω τὸ πολιτικὸ ὅραμα τοῦ Παπαδιαμάντη, ποὺ ἦταν βεβαίως τὸ ὅραμα ἑνὸς μεγάλου ἔθνους, ἀλλὰ πραγματωμένου μὲ ἄλλες μεθόδους καὶ ἄλλη ἰδεολογία ἀπὸ αὐτὴ ποὺ ἐπίσημα ἐξέφραζε ἡ πολιτικὴ τῆς Ἀθήνας. Ἡ πολιτικὴ τῆς Μεγάλης Ἰδέας ἐκφραζόταν τότε καὶ μετὰ μὲ τὴν πρακτικὴ ἀποσπάσεως ἐδαφῶν ἀπὸ τὴν ὀθωμανικὴ αὐτοκρατορία. Γιὰ τὸν Παπαδιαμάντη, μέσα στὸν ὁποῖο ὑπερίσχυε ἡ πολιτικὴ παράδοση τοῦ Βυζαντίου, ἡ ἐθνικὴ πολιτικὴ ἔπρεπε νὰ εἶναι ὄχι πολιτικὴ ἀποσπάσεως ἀλλὰ κληρονομιᾶς. Οἱ Ἕλληνες, συνετὰ πολιτευόμενοι, θὰ ἦσαν οἱ φυσικοὶ κληρονόμοι τῆς καταρρέουσας ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας. Ὁ Παπαδιαμάντης, βαθύτατα χριστιανὸς καὶ ὡς πρὸς τὴν ἰδιοσυστασία του Ῥωμιός, ἔβλεπε τὸ ἐθνικὸ πρόβλημα μὲ μία εὐρύτερη προοπτική, ποὺ περιεῖχε ὅλους τους Χριστιανοὺς τῆς Βαλκανικῆς καὶ τῆς Ἀνατολῆς. Ἡ Ρωμιοσύνη του δὲν προσέκρουε στὴν Ἑλληνοσύνη του. Οἱ Ἕλληνες ἔπρεπε νὰ εἶναι ἡ μικρὰ ζύμη ποὺ θὰ ζυμοῦσε ὅλο τὸ φύραμα τῶν λαῶν καὶ θὰ τοὺς ἔδινε ἕνα ὅραμα πολιτικό. Ὁ Παπαδιαμάντης, κι ἂν δὲν ἦταν πολιτικός, ἔβλεπε ὡστόσο ὅτι ὁ Ἑλληνισμὸς μποροῦσε νὰ ἐκταθεῖ ἕως ἐκεῖ ποὺ ὑπῆρχε συμπαγὴς ἐθνολογικὴ βάση. Ἀντίθετα, ἡ ἰδέα τῆς Ρωμιοσύνης, ἐμπεριέχοντας καὶ τὴν ἑλληνοσύνη, εἶχε μία διάσταση εὐρύτερη, σχεδὸν οἰκουμενική. Δυστυχῶς, ὁ Δυτικισμὸς δὲν μᾶς ἐπέτρεψε νὰ διαμορφώσουμε μία ἀνατολικὴ πολιτικὴ – ἔστω κι ἂν στόχος μας πολιτικὸς ἦταν ἡ Ἀνατολή. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Παπαδιαμάντης ἀποστρεφόταν τὴν τρέχουσα πολιτικὴ καὶ τὶς τότε ὑπὸ τὴν ἐπήρεια τῆς Δύσης διαμορφούμενες κοινωνικὲς καὶ πολιτικὲς ἀξίες. Ἔβλεπε τοὺς ὁμοεθνεῖς του νὰ ἀγωνίζονται νὰ γίνουν μικροί, ἐνῷ ἡ ἱστορική τους ἀποστολὴ ἦταν νὰ γίνουν μεγάλοι. Βεβαίως 16 μῆνες μετὰ τὸ θάνατό του ἡ Ἑλλὰς εἶχε διπλασιασθεῖ ἐδαφικὰ καὶ δέκα χρόνια μετὰ τὸ θάνατό του εἶχε τριπλασιασθεῖ. Ἡ αὔξηση ὅμως αὐτὴ ἦταν στρατιωτικὴ κι ὄχι πολιτική, ὅπως θὰ ἤθελε ὁ Παπαδιαμάντης. Γι᾿ αὐτὸ ἡ Μεγάλη Ἰδέα πνίγηκε στὶς ὄχθες τοῦ Σαγγάριου καὶ στὶς ἀκτὲς τῆς Ἰωνίας. Ὁ Παπαδιαμάντης, ὅπως ἀργότερα ὁ Ἴων Δραγούμης, ἔβλεπε τὸ ζήτημα διαφορετικά. Μία ἄλλη χριστιανικὴ αὐτοκρατορία θὰ διαδεχόταν τὴ μουσουλμανικὴ καὶ θὰ ἔδινε νέα πνοὴ στοὺς ὑποταγμένους λαούς, μηδὲ τῶν Σλάβων, τῶν Ἀλβανῶν καὶ τῶν Μουσουλμάνων ἑξαιρουμένων. Δὲν φοβόταν τὴν Ἀνατολὴ ὁ Παπαδιαμάντης, οὔτε τὸ Βορρᾶ, φοβόταν τὴ Δύση γιὰ τὶς μικρὲς ἀξίες ποὺ προωθοῦσε στὸ χῶρο μας, ἀξίες ποὺ ἔκαναν τὸν Ἕλληνα ἀπὸ λαϊκὸ ἄρχοντα καὶ λαϊκὸ νοικοκύρη νὰ γίνεται μικρόψυχος καὶ χρηματόφιλος ἀστός. Ἕνα κλάσμα ἀνθρώπου.
Σὲ ἕνα μικρὸ – σχεδὸν ἐλάχιστο – ἀφήγημα ποὺ ἔγραψε τὸ 1907, ὑπὸ τὸν περίεργο τίτλο «Ἡ κάλτσα τῆς Νώενας», ὑπάρχει σὰν καταληκτικὴ ἡ καταπληκτικὴ ἐρωτηματικὴ φράση:
- «Ἕως πότε θὰ εἴμεθα ἀχαρακτήριστοι Γραικύλοι;»
Ἰδού, λοιπόν, τὸ πολιτικό μας πρόβλημα, ὅπως τὸ ἔθεσε τότε καὶ γιὰ τώρα ὁ Παπαδιαμάντης· γιατὶ τὸ ἐρώτημα τοῦτο παραμένει καὶ τώρα ἐπίκαιρο.